Παρά τα νέα διακυβεύματα του 21ου αιώνα, που επικεντρώνονται περισσότερο γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, το φύλο και την διαφορετικότητα, τα όσα συνέβησαν στον προηγούμενο αιώνα στην Ευρώπη φαίνεται ότι εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τους συγγραφείς, όταν μάλιστα τους δίνουν την ευκαιρία να φωτίσουν, με διάμεσο την λογοτεχνία, σκοτεινές πτυχές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Σε αυτούς ανήκει και ο Lionel Duroy, γεννημένος το 1949 στην Μπιζέρτα της τότε γαλλικής Τυνησίας, για πολλά χρόνια δημοσιογράφος στη Liberation και στο L’ Evenement du Jeudi. O Duroy επιχειρεί ένα μεγάλο χρονικό άλμα στο παρελθόν για να προσγειωθεί στη Ρουμανία της δεκαετίας του 1930, ακριβώς δηλαδή στην περίοδο της επώασης του φιδιού στην Ευρώπη. Γνωρίζουμε πλέον πολλά για τις ολέθριες συνέπειες της επώασης αυτού του φιδιού, του φασισμού συγκεκριμένα, στην κοιτίδα του την Γερμανία, με συνεχώς νέες πληροφορίες που μας παρέχονται από αρχεία που διαρκώς ανοίγουν και διατίθενται στους ιστορικούς και τους μελετητές. Τι γνωρίζαμε ωστόσο για την Ρουμανία, εκτός από το σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς που της είχε επιβάλλει ο Τσαουσέσκου και που κατέρρευσε, μαζί με αυτόν, το 1989; Βεβαίως μπορεί να είχαμε επίσης ακούσει ότι η Ρουμανία ήταν σύμμαχος της χιτλερικής Γερμανίας, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπολεμίστρια της με άλλα λόγια στην φρικαλέα της πορεία, όμως μέχρις εκεί. Και να που για μια ακόμη φορά έρχεται η λογοτεχνία, αυτή η μήτρα μέσα στην οποία συγκατοικούν και αναγεννώνται, η ιστορία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και άλλες τέχνες, με την μορφή της αφήγησης, της επινόησης, της αναπαράστασης αλλά και του βιώματος και της τεκμηρίωσης, για να μας ταξιδέψει σε μια άγνωστη, σκοτεινή και άκρως δυστοπική Ρουμανία, όπου το φίδι όχι μόνον έχει σπάσει το κέλυφος του αυγού αλλά το δηλητήριο του ρέει ανεξέλεγκτο στους δρόμους.
Ο Duroy ανοίγει το μυθιστόρημα του με την είδηση του θανάτου από τροχαίο του, εβραϊκής καταγωγής, Ρουμάνου συγγραφέα Μιχαήλ Σεμπαστιάν [ψευδώνυμο του Ιωσήφ Χέκτερ] στις 29 Μαίου 1945, την οποία πληροφορείται η νεαρή ερωτική και πνευματική του συνοδοιπόρος, Ευγενία από τον αδελφό της, εκκολαπτόμενο ποιητή. Ο τραγικός θάνατος του συγγραφέα από ένα τυχαίο ατύχημα, πυροδοτεί ολόκληρο το μυθιστόρημα, καθώς προσφέρει το έναυσμα να ανασυσταθεί τόσο η ζωή του Σεμπαστιάν όσο και η προπολεμική ιστορία της Ρουμανίας που αποτελεί το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσονται και οι μικρές προσωπικές ιστορίες πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών. Εκείνη που «αναλαμβάνει» να αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο και να ανασυστήσει τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας, 1935-1945, ανακυκλώνοντας τα προσωπικά της βιώματα, με επίκεντρο τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν [ψευδώνυμο του Ιωσήφ Χέκτερ] και την πορεία του σε αυτά τα περίκαυστα χρόνια, καθώς και της σχέσης μαζί του, είναι η Ευγενία Ραντουλέσκου. Μια νέα γυναίκα, χαρισματική, σκεπτόμενη, με ανήσυχο και ανοιχτό πνεύμα, από το Ιάσιο, που γνωρίζει τον Ρουμανοεβραίο συγγραφέα στα φοιτητικά της χρόνια , το 1935, όταν γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μιας άγριας αντισημιτικής επίθεσης εναντίον του. Συγκεκριμένα, ο Σεμπαστιάν έχει κληθεί από την, προοδευτικών φρονημάτων, καθηγήτρια της ρουμανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου, Ιρίνα Κοστινάς να μιλήσει στους φοιτητές και τις φοιτήτριες για το έργο του, όταν μια ομάδα φοιτητών, μελών της αντισημιτικής, φασιστικής Σιδηράς Φρουράς, του επιτίθενται και τον ξυλοκοπούν άγρια, έξω από το Πανεπιστήμιο. Από δω και πέρα ο Γάλλος συγγραφέας, πάντα μέσα από την φωνή της Ευγενίας, μας εισάγει σταδιακά στο πολυσύνθετο μυθιστόρημα του, στο οποίο η μυθοπλασία προσδιορίζεται μεν από την Ιστορία και τα γεγονότα της, δίνει, ωστόσο, και την δική της εκδοχή σε ότι αφορά τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα –Σεμπαστιάν, Ευγενία– τους χαρακτήρες τους και το πώς αυτά δρουν/αντιδρούν μέσα σε ένα περιβάλλον ζόφου και μίσους. Η Ευγενία, παίζει τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, αφηγήτριας στην προκειμένη περίπτωση, μέσα από την δική της ματιά –δηλαδή του συγγραφέα, του οποίου τον ρόλο «αναλαμβάνει»– παρακολουθούμε να ξεδιπλώνεται η δύσκολη ερωτική της σχέση με τον Σεμπαστιάν, η οποία διαρκώς σκοντάφτει, είτε στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του, είτε στο ότι εκείνος είναι προσκολλημένος σε μια απελευθερωμένη ερωτικά, μοιραία γυναίκα, την διάσημη εβραία ηθοποιό Λένυ Κέλερ, είτε γιατί όταν δεν μπορεί να γράψει βυθίζεται σε κατάθλιψη, είτε γιατί επιλέγει να παραμείνει στην Ρουμανία όταν αρχίζουν οι συστηματικές διώξεις των Εβραίων της χώρας. Ωστόσο η γνωριμία της με τον Σεμπαστιάν, που γίνεται μέσα σε ένα δυστοπικό, αντισημιτικό περιβάλλον που διαρκώς χειροτερεύει, καθώς και η επιρροή της Ιρίνας, της ανοιχτόμυαλης και θαρραλέας καθηγήτριας της, οδηγούν την Ευγενία σε μια ακαριαία συνειδητοποίηση για το τι συμβαίνει στην χώρα της. Και αυτή η συνειδητοποίηση, γεμάτη από το νεανικό της σφρίγος, και την τόλμη της νιότης της, την οδηγούν στο να έρθει αντιμέτωπη και με την οικογένεια της, προπαντός με τον αντισημίτη αδελφό της, στέλεχος της Σιδηράς Φρουράς , όσο και με εκείνους που θεωρεί υπεύθυνους για το αιματηρό πογκρόμ που θα συμβεί στο Ιάσιο, στις 24 Ιουνίου με 6 Ιουλίου 1941, με 13.600 δολοφονημένους, με ανατριχιαστικούς τρόπους, Εβραίους. Ο Duroy πλάθει μια ηρωίδα που εμφορείται από ένα γενναίο αίσθημα δικαιοσύνης, και από υψηλές ανθρωπιστικές αξίες που δεν την αφήνουν να συμβιβαστεί με τις φρικαλεότητες που διαπράττονται στην χώρα της, σε βάρος των Εβραίων, όπως κάνουν οι γονείς της, ούτε και να παραποιήσει ή να αποσιωπήσει την αλήθεια, όπως την συμβουλεύει να κάνει ο Ιταλός πρόξενος ή ακόμα και ο αρχισυντάκτης της στα ρεπορτάζ που στέλνει από το Ιάσιο. Σε όλο αυτό το σκοτεινό και αιματηρό περιβάλλον, ο Γάλλος συγγραφέας εμπλέκει επώνυμους και ανώνυμους, υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, γνωστούς Ρουμάνους συγγραφείς, όπως τον Μίρτσεα Ελιάντε και τον Εμίλ Σιοράν που με κείμενα τους υποδαύλισαν τον πιο ακραίο αντισημιτισμό, με εμπαθέστατες λεκτικές επιθέσεις εναντίον του Μιχαήλ Σεμπαστιάν. Εδώ, ο Duroy επαναφέρει στο προσκήνιο, εμμέσως πλην σαφώς, την ευθύνη του διανοούμενου μπροστά σε φρικαλεότητες που διαπράττονται σε βάρος του διαφορετικού Άλλου, στην προκειμένη περίπτωση, των Εβραίων. Στο μυθιστόρημα υπεισέρχεται και ακόμη ένα γνωστό πρόσωπο των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Ο Ιταλός, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ένας συγγραφέας, με αμφίθυμη πορεία και αμφιλεγόμενες απόψεις για την δεκαετία 1935-1945 που εκφράστηκαν στα μυθιστορήματα του Καπούτ και Δέρμα. Ο Γάλλος ομότεχνός του, δεκαετίες αργότερα, εγκιβωτίζει στο μυθιστόρημα του αυτές τις απόψεις του Μαλαπάρτε, μέσα από κείμενα του που αναφέρονται στο προγκρόμ του Ιασίου και που διαβάζει η Ευγενία.
Ο Duroy οικοδομεί μια μυθιστορηματική κατασκευή μέσα στην οποία διεκδικούν ισότιμο ρόλο και η ιστοριογραφία και η μυθοπλασία, ενώ εμπλέκονται και οι ημερολογιακές σημειώσεις του Σεμπαστιάν, αποσπάσματα θεατρικών του έργων, τα ρεπορτάζ του Μαλαπάρτε για την σφαγή των Εβραίων στο Ιάσιο καθώς και σχετικό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Καπούτ. Πρόκειται για έναν αρκούντως επιτυχημένο συνδυασμό τεκμηρίων και μυθοπλασίας. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χαρακτηρίσουμε το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα; Ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία; Υβριδικό μυθιστόρημα; Μυθιστόρημα τεκμηρίων; Όπως και να το ονομάσουμε το σίγουρο είναι ότι ο Duroy επιτυγχάνει να αναδείξει μια από τις πιο σκοτεινές πλευρές της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα μέσα από την ματιά της ηρωίδας του, η οποία και βιώνει και καταγράφει στις «δικές της αυτοβιογραφικές σελίδες», τις οποίες εμείς διαβάζουμε, τα αποτρόπαια αντισημιτικά γεγονότα τα οποία έγιναν στο Ιάσιο, ενώ παράλληλα προσπαθεί να κατανοήσει τον δυσερμήνευτο χαρακτήρα του Μιχαήλ Σεμπαστιάν, ακουμπώντας πάνω στις ημερολογιακές του σημειώσεις. Μέσα από αυτήν την επώδυνη τελικά διαδικασία η Ευγενία ωριμάζει, δυναμώνει και, σαν έτοιμη από καιρό, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το κακό και να συντελέσει στην αφύπνιση των συμπατριωτών της. Και όταν αντιλαμβάνεται ότι όλες σχεδόν οι πόρτες είναι κλειστές, μετά τον αδόκιμο θάνατο του Σεμπαστιάν, καταφεύγει στη μοναδική οδό που θα της επιτρέψει να διασώσει την Μνήμη, προσωπική και συλλογική: Την γραφή.
Η άξια μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου σαφώς συνετέλεσε στην απόλαυση του μυθιστορήματος.