H λέξη «ευτοπία», που τιτλοφορεί την πρόσφατα (τον Νοέμβριο του 2022) εκδοθείσα ποιητική συλλογή του Ευριπίδη Γαραντούδη και της Σοφίας Κολοτούρου, παραπέμπει σε έναν ιδανικά πλασμένο κόσμο (πάντως υφιστάμενο σε μία, έστω μακρινή, σφαίρα του υπαρκτού και δυνητικά προσεγγίσιμο, σε αντίθεση με τον κόσμο της ουτοπίας). Συνάμα η ίδια λέξη αποτελεί ένα οπτικό-ηχητικό “παιχνίδισμα” που συντομογραφεί και ενοποιεί τα μικρά ονόματα του ποιητή και της ποιήτριας (Ευ[ρι]πί[δης] - [Σ]ο[φ]ία) συνδέοντας έτσι (κατά τη συνειρμική συλλογιστική) σε ένα αντικατοπτριστικό συνεχές τους δύο δημιουργούς ή, ακριβέστερα, τα δύο ποιητικά υποκείμενα. Η εξεικόνιση αυτής της συνένωσης συμπληρώνεται με τον κυβιστικής τεχνικής πίνακα του Marc Chagall Lovers in pink που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου αναδεικνύοντας ως κεντρικές μορφές του έναν άντρα και μια γυναίκα αγκαλιασμένους, σε ένα αρραγές σχήμα συναποτελούμενο από δύο αλληλοεπικαλυπτόμενες φιγούρες, με δυσδιάκριτα τα όρια του περιγράμματος των σωμάτων τους.
Μεταβαίνοντας στο εσωτερικό του βιβλίου, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η ύλη του είναι οργανωμένη σε έναν αδιάκοπο διάλογο ανάμεσα στους δύο ποιητές που, με την αλληλοδιαδοχή των σελίδων και παράλληλα των φωνών τους, στήνουν ένα κατά κάποιον τρόπο θεατρικό σκηνικό – στην αριστερή σελίδα είναι τυπωμένα τα ποιήματα του Γαραντούδη και στη δεξιά σελίδα βρίσκουμε τα ποιήματα της Κολοτούρου.[1] Τα ποιητικά υποκείμενα, λοιπόν, τοποθετούνται το ένα απέναντι στο άλλο, κατά μέτωπο θα λέγαμε.
Τα 120 ποιήματα της Ευτοπίας, 60 γραμμένα από τον Γαραντούδη και 60 από την Κολοτούρου, έχουν συντεθεί, σχεδόν στο σύνολό τους, στη σταθερή φόρμα του ιταλικού ή πετραρχικού τύπου σονέτου (συγκροτημένου σε δύο στροφές τεσσάρων στίχων και δύο στροφές τριών στίχων ιαμβικού μέτρου με ποικίλα ομοιοκαταληκτικά αναπτύγματα). Το σχήμα αυτό αθετείται σε λίγες περιπτώσεις∙ συγκεκριμένα στο ποίημα του Γαραντούδη «Το σιωπηλό τραγούδι του ουρανού» (σ. 22), στο ποίημα-απάντηση της Κολοτούρου «Του μαθητή το σιωπηλό τραγούδι» (σ. 23), καθώς και στο ποίημα της Κολοτούρου «Χάλια Κουτσουμπολάκη» (σ. 93)∙ τα δύο πρώτα από τα εν λόγω ποιητικά κείμενα απαρτίζονται από τέσσερις στροφές (η τελευταία από τις οποίες είναι διαχωρισμένη με μεγαλύτερο τυπογραφικό κενό συγκριτικά με τις κενές σειρές που χωρίζουν τις υπόλοιπες στροφές) 4-3-2-2 δωδεκασύλλαβων (οξύτονων) και δεκατρισύλλαβων ιαμβικών στίχων, ενώ το τρίτο ποίημα ακολουθεί τον σαιξπηρικό τύπο σονέτου που οργανώνεται σε τρία τετράστιχα και ένα δίστιχο. Επίσης, η τυπική φόρμα του ιταλικού σονέτου παραλλάσσεται με την προσθήκη (στο τέλος) ενός στίχου απομονωμένου σε ξεχωριστό στροφικό τμήμα στα ποιήματα του Γαραντούδη «Εργόχειρα παμπάλαιας εποχής» (σ. 16) [ο τελευταίος στίχος επαναλαμβάνει τον πρώτο που είναι και ο τίτλος του ποιήματος], «Οι άγγελοι που μας βλέπουν, φοβεροί, απ’ τις ρωγμές…» (σ. 62) [ο τελευταίος στίχος είναι ανομοιοκατάληκτος] και «Χωματουργικές εργασίες υπό βροχή» (σ. 126), ο τελευταίος στίχος του οποίου [που αποτελεί παραλλαγή του πρώτου] ακολουθείται από μία σειρά με τελείες, καθώς και στα ποιήματα της Κολοτούρου «Φωτογραφίες παμπάλαιας εποχής» (σ. 17) [ο τελευταίος στίχος επαναλαμβάνει τον πρώτο που είναι και ο τίτλος του ποιήματος] και «Ταξίδια που (δεν) έκανα» (σ. 61), ενώ με μία επιπρόσθετη στροφή δύο (ομοιοκατάληκτων) στίχων ολοκληρώνεται το σονέτο του Γαραντούδη «Νικολάκης Λαπαράκης» (σ. 90). Το ποίημα του Γαραντούδη «Εργόχειρα παμπάλαιας εποχής» (σ. 16) φέρει ένα ακόμα ιδιαίτερο μορφικό χαρακτηριστικό: είναι το μοναδικό ποιητικό κείμενο του βιβλίου, το οποίο δεν περιέχει κανένα σημείο στίξης ούτε στο εσωτερικό ούτε στο τέλος των στίχων του (οι 6 στίχοι είναι οξύτονοι δεκασύλλαβοι, οι 8 στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι και 1 στίχος είναι οξύτονος δωδεκασύλλαβος, ενώ το ομοιοκαταληκτικό σχήμα είναι: αβαβ, γαγα, γαδ, αδγ, α), με αποτέλεσμα να εντείνεται η μουσικότητα του ρυθμού, που λειτουργεί ως υπόκρουση για την πλούσια εικονοποιία του ποιήματος. Παραθέτω τους στ. 1-8:
εργόχειρα παμπάλαιας εποχής
κεντώντας στον καμβά πόντο τον πόντο
πολύχρωμες κλωστές πηχτής σιωπής
που απλώθηκε και βούλιαξε στο φόντο
σ’ άλλη ζωή όπου μείνανε κλεισμένα
ζευγάρια σε τοπία της εξοχής
πελάγη και καράβια ανταριασμένα
απ’ τ’ άγρια κύματα θαλασσοταραχής
Το είδος του σονέτου δεν είναι μόνο το μορφικό μονοπάτι πάνω στο οποίο βαδίζουν με σταθερότητα οι δύο ποιητές προκειμένου να εκτυλίξουν τη θεματική τους ύλη, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και έναν από τους κεντρικούς άξονες της συνομιλίας τους, με άλλα λόγια η σονετογραφία θεματοποιείται πολύ συχνά και με ποικίλες αφορμές, οι οποίες πάντως συνδέονται με τη φυσική ροϊκότητα του διαλόγου που διενεργείται συγχρονικά με τις στιγμές της δημιουργίας, σε όλη την έκταση του βιβλίου, στοιχείο που καθιστά πολλά από τα σονέτα ποιήματα ποιητικής. Ενδεικτικός είναι ο αριθμός των προερχόμενων από το ουσιαστικό «σονέτο» λεκτικών τύπων που διασπείρονται στη συλλογή∙ συγκεκριμένα, αυτοί οι τύποι χρησιμοποιούνται σε 39 σημεία (βρίσκουμε 30 φορές το ουσιαστικό «σονέτο» στην ονομαστική και στη γενική ενικού και πληθυντικού αριθμού, 1 φορά το υποκοριστικό «σονετάκια», 2 φορές τον ιταλικό τύπο «sonetti», από 1 φορά τις σύνθετες λέξεις «σονετοφιλία» και «σονετομαχία», 3 φορές τη σύνθετη λέξη «σονετογράφοι» και 1 φορά την ίδια λέξη στη γενική πτώση, δηλαδή τον τύπο «σονετογράφων»). Οι άμεσες αυτές αναφορές στο σονέτο περιέχονται σε 27 ποιήματα, 18 γραμμένα από τον Γαραντούδη και 9 γραμμένα από την Κολοτούρου (ασφαλώς συναντούμε και άλλα ποιήματα που θεματοποιούν την ποίηση χωρίς να αναφέρονται ρητά στο σονέτο). Από αυτά, στα 19 ποιήματα οι σχετικές λέξεις απαντούν στο εσωτερικό του ποιητικού κειμένου,[2] σε 5 περιπτώσεις οι λέξεις εντοπίζονται τόσο στον τίτλο όσο και στο εσωτερικό του ποιητικού κειμένου,[3] ενώ σε 3 ποιήματα οι λέξεις εμφανίζονται μόνο στον τίτλο.[4]
Αν αναλογιστεί κανείς ότι το σονέτο είναι η πιο περίτεχνη, ως προς τον βαθμό της απαιτούμενης επεξεργασίας της, φόρμα της έμμετρης ποιητικής παράδοσης, τότε η χρήση αυτής της μορφής ως μέσου για τη διενέργεια ενός γλωσσικά αναβλύζοντος, οιωνεί θεατρικού και νοηματικά συνεκτικού (όχι μόνο στο μικροσκοπικό επίπεδο της απεύθυνσης-απάντησης αλλά και στο μακροσκοπικό επίπεδο του συνολικού βιβλίου) διαλόγου καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο εγχείρημα, το οποίο στην Ευτοπία επιτυγχάνεται και μάλιστα κατά τρόπο που οδηγεί σε ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα.
Μολονότι η συνομιλία ανάμεσα στους δύο ποιητές είναι συνεχής, καθώς τα ποιήματα δεν κατανέμονται σε ενότητες και, επιπροσθέτως, υπάρχουν θεματικά μοτίβα, λέξεις και φράσεις που επανέρχονται κατά την εκτύλιξη της συζήτησης λειτουργώντας ως συνδετικοί αρμοί στην έκταση της συλλογής, μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένες τομές που δημιουργούν έξι επιμέρους συγκοινωνούντες κύκλους ποιητικών κειμένων, ή, διαφορετικά, έξι σκηνές του θεατρικής ύφανσης διαλόγου. Στην πρώτη από αυτές τις σκηνές-ενότητες, στην οποία συμπεριλαμβάνονται 12 ποιήματα (σ. 8-19), τα δύο ποιητικά υποκείμενα ορίζουν το πλαίσιο της επικοινωνίας τους μυώντας, παράλληλα, τον αναγνώστη στους κανόνες της σονετικής γραφής. Στο εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου, με τίτλο «Σονετοφιλία» (σ. 8), σονέτο δεκατρισύλλαβων στίχων (ως προς τον απόλυτο αριθμό των μετρικών συλλαβών, οι στ. 9, 11 είναι προπαροξύτονοι δεκατετρασύλλαβοι και οι στ. 13, 14 είναι οξύτονοι δωδεκασύλλαβοι) με ομοιοκαταληκτικό σχήμα αβαβ, γδγδ, εζε, ζηη (το ποίημα αφιερώνεται, κατά ειρωνικά αυτοαναφορικό τρόπο, σε ηλεκτρονικό σύνδεσμο που αντιστοιχεί σε διαδικτυακή εφαρμογή εύρεσης ομοιοκατάληκτων λέξεων), ο Γαραντούδης περιγράφει τους όρους με τους οποίους ενεργοποιείται η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας. Παραθέτω το ποίημα:
Εκεί που λες πως δεν θα γράψεις πια σονέτο,
θα δώσεις τέρμα σε μιαν έξη σου υποζύγιο
των ιδαλγών μιας νοσταλγίας-πικρό κουφέτο
γάμου που αντέχει μισό χρόνο έως το διαζύγιο,
να σου η αφορμή για να ξανά μανά σκαρώσεις
το μέτρημα των συλλαβών στα δάχτυλά σου.
Του ιαμβικού δεκατρισύλλαβού μου οι ώσεις
οι νευρικές με στέλνουν άωρο στα όνειρά σου,
Σοφία. Τονίζουμε την έκτη, τη δωδέκατη
– ενώ μας βλέπει πάνω από τα νέφη η Εκάτη∙
και να προσέχουμε μετά τον στίχο δέκα τη
στρωτή ροή της ρίμας, μη στραβώσει κάτι
και μαραθεί η μισή μας μίσθια ζωή.
Η άλλη μισή; Με τα σονέτα ευδοκιμεί;
Σε αυτό το πρώτο σονέτο, λοιπόν, η αμφιταλάντευση του ποιητικού υποκειμένου ανάμεσα στη διάθεση παραίτησης από την αντιληπτή (πλέον) ως «έξη» σονετογραφία (στ. 1-4) και τον αφορμώμενο από την επικοινωνία με τη συνομιλήτριά του δημιουργικό ενθουσιασμό (στ. 5-10), ο οποίος, όμως, μεταλλάσσεται πολύ σύντομα σε ειρωνικό σκεπτικισμό (συνταιριασμένο τόσο με την ανάκληση, μέσω της χρήσης του επιθέτου «μίσθια», του Καρυωτάκη [«Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές και λύπες», Ελεγεία και Σάτιρες], όσο και με έναν ισχυρό διασκελισμό μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης στροφής) απέναντι στα ζητούμενα της ίδιας της διαδικασίας της σονετικής σύνθεσης (στ. 11-13), οδηγεί στον προσδιορισμό του κεντρικού θέματος του διαλόγου, διατυπωμένου υπό μορφήν ερώτησης, η οποία άλλωστε δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη της συζήτησης (στ. 14): «Η άλλη μισή [ζωή]; Με τα σονέτα ευδοκιμεί;». Με άλλα λόγια: η σύνθεση σονέτων και εν γένει η ενασχόληση με την ποιητική γραφή μπορεί να επανεφεύρει (ή έστω να διασώσει κάτι από) την ουσία της ζωής; Πιάνοντας το νήμα από τη φράση του Γαραντούδη «η μισή μας μίσθια ζωή» η Κολοτούρου, στο δικό της σονέτο-απάντηση με τίτλο «Κάτω από την προσωπίδα» (σ. 9), περιγράφει την καθημερινότητα του συνοδοιπόρου της αλλά και την απόδρασή του από αυτήν μέσω της ποιητικής γραφής: «Μισή ζωή∙ μισοπνιγμένος στου Ζωγράφου / να πολεμάς να τους ανοίξεις το κεφάλι» (στ. 1-2), «κι εσύ, που ανέλαβες σαν χρέος την ευθύνη / γλώσσα και ποίηση να διδάξεις δεν σ’ ακούνε. // Κι έτσι φοράς την προσωπίδα απ’ την Ασίνη / και φεύγεις ήδη μ’ ένα πλοίο για τις Αζόρες / με Πορτογάλους κι Ισπανούς Κονκισταδόρες» (στ. 10-14). Η «προσωπίδα απ’ την Ασίνη», που προφανώς παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Σεφέρη, συνδυαζόμενη με τον τίτλο «Κάτω από την προσωπίδα», φαίνεται να έχει διττή σημασία: είτε αποτελεί το ίδιο το μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα (και στην περίπτωση αυτή μπορεί να ταυτιστεί με την ποίηση) είτε είναι ένας τρόπος που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον (εν προκειμένω στο ένα από τα δύο ποιητικά υποκείμενα) να μη φανερώσει την απόδρασή του, καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παρουσίας του στον χώρο.
Με το ποίημα «Σονετομαχία» (σ. 10), τίτλος που παρομοιάζει τη διαδικασία της σύνθεσης σονέτων με ένα παιχνίδι ανάμεσα στους δύο δημιουργούς, ο Γαραντούδης, συνομιλώντας με τους «παλαιούς σονετογράφους» (στ. 1-4: «Μα είμαστε ανήκεστοι, παλαιοί σονετογράφοι, / κι ο Καρυωτάκης κι ο Μαρτζώκης κι ο Μαβίλης∙ / ξεμείναμε άχρηστοι στ’ αραχνιασμένο ράφι / της καύσιμης –ληγμένης– παναρμόνιας ύλης») εξακολουθεί να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ποίηση και στις ασχολίες της καθημερινής ζωής (στ. 9-14: «Θα σου ’γραφα κι άλλα σονέτα, μα πού χρόνος. / Θα στα έστελνα από την οδό της Ευτοπίας. / Θα μου απαντούσες με όσα μας προστάζει ο τόνος // του μετρονόμου της κοινής μας εξορίας: / δουλειές, ευθύνες, ρόλοι, email περιμένουν∙ / κι όμως, τα ράκη των σονέτων μας μάς ραίνουν…»). Για παιχνίδι, και συγκεκριμένα για μια παρτίδα σκάκι, κάνει λόγο και η Κολοτούρου αμέσως μετά, στο ποίημα «Η τελευταία παρτίδα στην πλατεία Μαβίλη» (σ. 11), εκκινώντας όχι μόνο από τη «Σονετομαχία» αλλά και από το γραμμένο για τον Λορέντζο Μαβίλη παλαιότερο σονέτο του Γαραντούδη «Λαμπερό μύρο»,[5] τον (αναφερόμενο στην ενασχόληση του Μαβίλη με το σκάκι) στίχο του οποίου «Τώρα σε βλέπω, παίζεις ματ στην τελευταία παρτίδα» χρησιμοποιεί ως επιγραφή. Ακολουθεί το ποίημα της Κολοτούρου:
Δεν γίνεται να γράψω ένα σονέτο.
Με κέρδισες μες στην πλατεία Μαβίλη,
αιώνες πριν – και πρόπερσι κι εφέτος.
Καλέ μου, κι η Μυρτιώτισσα θα στείλει
κι η κελνερίνα που σερβίρει με τον δίσκο.
Κι αν σιχτιρίζεις τη γριά Φιλολογία
και προτιμάς να σκοτωθείς ξανά στο Δρίσκο,
μαζί θα γράψουμε μια νέα παρωδία
για να σου δώσουμε άλλο τέλος – το δικό μου.
Κάτω απ’ τις ρόδες του σωφέρ της σε σκοτώνω,
άσειστο μες στο μπαρ σε πνίγω, στο ποτό μου∙
στο ύστερο ράφι το βιβλίο παραχώνω.
Εγώ στο ράγισα το άλικο ανθογυάλι.
Παίρνω τα μαύρα – και θα παίξουμε και πάλι.
Στους ενδεκασύλλαβους (της πρώτης στροφής) και τους δεκατρισύλλαβους (των υπόλοιπων στροφών) του παραπάνω ποιητικού κειμένου, που ομοιοκαταληκτούν με βάση το σχήμα αβαβ (οι λέξεις της ρίμας των στ. 1-3 εμφανίζουν παραλλαγμένη κατάληξη), γδγδ, εζε, ζηη, η Κολοτούρου, μπλέκοντας σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο (μετεωριζόμενο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία) στοιχεία της ζωής του Μαβίλη (τη σχέση του με τη Μυρτιώτισσα, τον θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου τον Νοέμβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, την ενασχόλησή του με το σκάκι) με αναφορές στο ποιητικό του έργο (αρκετά σημεία του ποιήματος παραπέμπουν στα σονέτα του Μαβίλη «Φάληρο», «Του κάκου», «Εις τη Μίννα»∙ η απεύθυνση «Καλέ μου» της Κολοτούρου ανακαλεί το ποίημα της Μυρτιώτισσας «Τι άλλο καλέ μου»), ταυτίζει τον συνομιλητή της με τον ποιητικό πρόγονο υποσχόμενη την άμεση έναρξη μιας νέας παρτίδας του σκακιστικού-σονετικού παιχνιδιού, για να ακολουθήσει, στο ποίημα «Με ροδοπέταλα» (σ. 12), η ερώτηση του Γαραντούδη: «Παίρνεις τα μαύρα για να παίξουμε τυφλό, / κλεισμένοι ταίρι στην ασφυκτική μας σφαίρα;» (στ. 7-8).
Ο διαρκώς ανατροφοδοτούμενος στοχασμός περί της σονετογραφίας συνεχίζεται με την παρομοίωση που αναπτύσσεται στο ποίημα του Γαραντούδη «Ποιοι είναι οι τεχνικοί κανόνες του σονέτου» (σ. 14), όπου το εν λόγω είδος, αφού οριστεί ως προς τις απαιτήσεις της μορφικής κατασκευής του (στους στ. 1-4), παραλληλίζεται με το ανθρώπινο σώμα (στ. 5-12: «Αν θα ’πρεπε να συνδεθεί με ενδεικτικό / παράδειγμα της δυσκολίας κι ευκολίας του / είναι το σώμα μας: διαφορετικό / το καθένα μα κι ίδιο. Της λεπταισθησίας του // χνάρια αχνοφαίνονται στο χιόνι οκτώ αιώνων. / Μα και κτερίσματά του, λάμποντας στο φως, / ακόμη σώζονται απ’ το κρύο των παγετώνων. // Σαν ζέστη που, παράξενο, κρατάει ο νεκρός»). Με τους δύο τελευταίους στίχους («Τα κύρια θέματά του ο άνθρωπος και το ίδιο. / Ή, με άλλα λόγια, ο πρώτος σ’ ασφαλές φιαλίδιο»), ο ποιητής επισημαίνει την περίκλειστη φόρμα του σονέτου, μέσα στην οποία οριοθετείται προστατευόμενος ο άνθρωπος. Με την απάντησή της, δηλαδή με το ποίημα «Των αγίων ασωμάτων» (σ. 15), η Κολοτούρου προσδιορίζει τον εαυτό της ως μαθήτρια των παλαιότερων ποιητών (στ. 1-2: «Σιγά σιγά μαθαίνω. Ακούω τις φωνές / πολλών ανθρώπων. Ποιητών ενός κανόνα») και του ποιητικού της εταίρου (στ. 9-12: «Κι εγώ στην ποίηση, με χάρτινες βαρκούλες / όλο αρμενίζω, μες στου ιάμβου το τραγούδι / μέσα σε στρώματα από ξένες μουζικούλες // και με κανόνες που ’χω βρει στον Γαραντούδη»).
Οι ακριβείς όροι της επικοινωνίας των δύο δημιουργών (ανταλλάσσουν μηνύματα-σονέτα μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας) φανερώνονται στα δύο τελευταία ποιήματα της πρώτης ενότητας (σ. 18-19), με τίτλους «Γιατί δεν γράφουμε sonetti in lingua greca» (του Γαραντούδη) και «Γιατί επιμένουμε να γράφουμε sonetti in lingua greca» (της Κολοτούρου), όπου διαβάζουμε κατ’ αντιστοιχία: «Πάντα απ’ τους δυο μας είσαι εσύ που θα διαλέξεις // τον χρόνο και τον τόπο για να μη βρεθούμε» (στ. 8-9) και «Έτσι, αν ορίζαμε τον χρόνο και τον τόπο / δεν θα βρισκόμασταν, μα θα ’μενε κενό / τ’ άσπρο χαρτί; Μ’ όσα δεν είπαμε, τον τρόπο / και πάλι θα έβρισκα για να επικοινωνώ // κι εσύ θα έγραφες σονέτα να μου στείλεις, / τόσο εύκολα, όπως άλλοι στέλνουν SMS» (στ. 5-10).
Στη δεύτερη θεματική ενότητα του βιβλίου συμπεριλαμβάνονται 18 ποιήματα (σ. 20-37), τα οποία τιμούν τη μνήμη των ποιητικών προγόνων, όχι αποκλειστικά σονετογράφων πλέον αλλά γενικότερα ποιητών που έχουν διαμορφώσει την αναγνωστική συνείδηση των δύο δημιουργών, αναφερόμενα σε αυτούς είτε με άμεσο (σε ορισμένες περιπτώσεις και μέσω των επιγραφών τους) είτε με έμμεσο τρόπο∙ στις σελίδες αυτής της ενότητας, λοιπόν, περιδιαβαίνουν, αφήνοντας λιγότερα ή περισσότερα ίχνη, ο Κωστής Παλαμάς, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Ηλίας Λάγιος, ο Κ. Π. Καβάφης, ο Γιώργος Σεφέρης,[6] αλλά και ο Στάτιος, ο Βιργίλιος, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, η Σύλβια Πλαθ, ο Φραντς Καφκα (γίνεται αναφορά στο έργο του Η μεταμόρφωση).