Ο θάνατος κυρίαρχος

Ο θάνατος κυρίαρχος



Κάπο­τε εί­ναι αρ­κε­τό ένα μο­νά­χα ποί­η­μα. Επει­δή ίσως κά­θε ποι­η­τής γυ­ρί­ζει όπως ο καρ­χα­ρί­ας γύ­ρω από το θύ­μα του, που μια στα­γό­να αί­μα το φέρ­νει πιο κο­ντά στα σα­γό­νια του. Κά­πο­τε ένα μό­νον ποί­η­μα εί­ναι αρ­κε­τό. Να εί­ναι η «Πο­λυ­κα­τοι­κία»; Ή η «Γεύ­ση θα­νά­του» και η «Μνή­μη αδελ­φής»; «Ο μέ­γας ων» ή «Η πο­λι­τεία»; Ή κα­λύ­τε­ρα «Η ζυ­γα­ριά»; Δεν χρειά­ζο­νται ίσως πολ­λά ποι­ή­μα­τα, με­ρι­κά σε μια αυ­στη­ρή αν­θο­λό­γη­ση θα ήταν αρ­κε­τά για να σώ­σουν με καί­ριο τρό­πο μια υπο­γρα­φή, ένα όνο­μα. Αν και αυ­τό πά­λι δεν έχει μάλ­λον τό­ση ση­μα­σία αφού οι ανώ­νυ­μοι δη­μιουρ­γοί των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών έκα­ναν σο­φά τη δου­λειά τους, έψαλ­λαν το τρα­γού­δι τους χω­ρίς οι ίδιοι να ζη­τή­σουν να μνη­μο­νεύ­ο­νται για κα­νέ­να έρ­γο. Σβή­στη­καν μέ­σα στις λέ­ξεις των τρα­γου­διών τους, που συ­νε­χί­ζουν να ακού­γο­νται, να δια­βά­ζο­νται και να υπάρ­χουν στη συ­νεί­δη­σή μας επει­δή κλή­θη­καν και μί­λη­σαν την αλή­θεια. Το θέ­μα εί­ναι το ποί­η­μα, τα λί­γα ποι­ή­μα­τα που επι­λέ­γο­νται να εί­ναι όπως «ένα μι­κρό αντι­κεί­με­νο νο­σο­κο­μεί­ου» και να βα­ραί­νουν στη ζυ­γα­ριά με την αλή­θεια τους όπως οι πο­λύ­τι­μες στιγ­μές, οι πο­λύ­τι­μοι λί­θοι, οι εμπει­ρί­ες που χα­ράσ­σο­νται ανε­ξί­τη­λα στη μνή­μη. Αυ­τές δη­μιουρ­γούν το ρήγ­μα στον και­ρό και επα­νέρ­χο­νται, επα­να­κάμ­πτουν ερή­μην, σαν από μό­νες τους, ακά­λε­στες, σαν τύ­ψη ή σαν αί­νιγ­μα, μια απο­ρία που επα­νέρ­χε­ται. Έτσι με το ει­δι­κό βά­ρος του και το ποί­η­μα.

Κι ο Γ. Θ. Βα­φό­που­λος έδρα­σε με τον λό­γο του, όπως αυ­τό το σπέρ­μα στο οποίο απευ­θύ­νε­ται, όπως το Προ­σω­πείο που δί­νει μορ­φή στο πρό­σω­πο, όσο κι αν συ­νη­θί­ζου­με να το θε­ω­ρού­με αντί­στρο­φα ότι κρύ­βει το πρό­σω­πο: «Κύτ­τα­ρο που τα­ξί­δε­ψες μες στους προ­γό­νους μου, / αλ­λά­ζο­ντας ρού­χα ύστε­ρ’ από κά­θε θά­να­το.» Έτσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται η ζωή σε ζωή, έτσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται και ο θά­να­τος σε θά­να­το: «Τέ­ρας, που κου­βα­λάς το θά­να­το του κά­θε μου θα­νά­του, / ερ­πε­τό, που σφι­χτά τυ­λί­χτη­κες γύ­ρω απ’ το χρό­νο.» Έτσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται και η ζωή σε θά­να­το, έτσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται και ο θά­να­τος σε ζωή. Από τη γέν­νη­ση ως τον θά­να­το, η ζωή ζυ­γιά­ζε­ται ανά­με­σα στις δυο της άκρες, μια αστα­θής ισορ­ρο­πία από την ευω­χία στον τρό­μο, αφού αυ­τές δεν συν­δέ­ο­νται με τη συ­ντο­μό­τε­ρη γε­ω­με­τρι­κή ευ­θεία οδό –έτσι ελ­πί­ζου­με– αλ­λά με την πιο δη­μιουρ­γι­κή, την πιο ποι­η­τι­κή, την πιο πυ­κνή και πλή­ρη, την μα­κρύ­τε­ρη οδό. Αυ­τής που το σχή­μα της το δια­κρί­νει κα­θέ­νας μό­νο εκ των υστέ­ρων, χω­ρίς συ­νή­θως να μπο­ρεί να το δει ο ίδιος όσο οι άλ­λοι, και δη οι επό­με­νοι. Και ισχύ­ει για τη ζωή εκεί­νο που ο Βα­φό­που­λος έγρα­ψε για την ποί­η­ση: «Να χλευά­ζεις την ποί­η­ση, εν ονό­μα­τι της ποι­ή­σε­ως, / εί­ναι, επι­τέ­λους, κά­ποιο μέ­σον άμυ­νας ή προ­στα­σί­ας.» Προ­στα­σία από τη ζωή και από την ποί­η­ση, την ποί­η­ση της ζω­ής αλ­λά και των στί­χων εί­ναι μό­νον χλευα­σμός, για να γυ­ρί­σου­με ανά­πο­δα την δια­τα­κτι­κή των στί­χων. Δεν γί­νε­ται να προ­στα­τευ­θείς από αυ­τές, αφού σε αυ­τές κα­τα­φεύ­γεις. Κι από αυ­τή τη με­ριά κρύ­βε­ται κα­νείς μέ­σα σε αυ­τό που φο­βά­ται. Μπαί­νει στις τά­ξεις του εχθρού. Γί­νε­ται ο ίδιος θά­να­τος και στραγ­γί­ζει κά­θε ζωή, κά­θε χα­ρά, κά­θε αλή­θεια και κά­θε στί­χο. Κά­θε στί­χο τον φυ­τεύ­ει σε νε­κρο­τα­φείο. Αλ­λά μπο­ρεί να τον φυ­τεύ­ει ως κυ­πα­ρίσ­σι, φτιά­χνο­ντας ακό­μη και εκεί κή­πο. Στε­γά­ζο­ντας το μυ­στή­ριο του θα­νά­του, και κυ­ρί­ως αυ­τού του αγνώ­στου που ακο­λου­θεί, με το μυ­στή­ριο της ζω­ής, με το θαύ­μα της όπως μας έχει δο­θεί και κα­λεί­ται τό­τε να επι­στε­γά­σει το τέ­λος της. Δέ­ντρα και στί­χοι, ή αλ­λιώς κή­ποι και ποι­ή­μα­τα. Αυ­τά σκιά­ζουν και νοη­μα­το­δο­τούν ακό­μη και το τέ­λος.

Και ο Γ. Θ. Βα­φό­που­λος, στο όριο της επο­χής που έγρα­ψε –για­τί εί­ναι ένας ποι­η­τής στο όριο δια­φο­ρε­τι­κών επο­χών– και σκά­βο­ντας πα­ρά χτί­ζο­ντας, έγρα­ψε και φύ­τε­ψε σε πο­λι­τεί­ες νε­κρών: «Πο­λι­τεία βυ­θι­σμέ­νη στη νύ­χτα. Κοι­μη­τή­ρι μ’ επάλ­λη­λους / πο­λυό­ρο­φους τά­φους νε­κρών, / που ρο­χα­λί­ζουν». Αυ­τό το ρο­χα­λη­τό μάς ξυ­πνά­ει, μα­ζί με το ποί­η­μα «της πε­ρι­πό­λου τα βή­μα­τα» στην «κοι­μι­σμέ­νη συ­νεί­δη­ση» της Πο­λι­τεί­ας, εκεί όπου οι τά­φοι εί­ναι πο­λυό­ρο­φοι σαν πο­λυ­κα­τοι­κί­ες ή λα­ξε­μέ­νοι στην πλα­γιά ενός βου­νού όπως συ­νέ­βαι­νε κά­πο­τε στην Αί­γυ­πτο, όπου οι νε­κρο­πό­λεις αντέ­γρα­φαν τρό­πον τι­νά τις πό­λεις των ζω­ντα­νών, όταν δεν ήταν πιο φρο­ντι­σμέ­νες από αυ­τές κα­θώς η λα­τρεία των νε­κρών ήταν ένα ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι της ζω­ής. Και πως μπο­ρού­με να κρα­τη­θού­με ξύ­πνιοι, κυ­ρί­ως από εκεί­νο το οποίο στο όμο­ρο με την «Πο­λι­τεία» ποί­η­μα, την «Πο­λυ­κα­τοι­κία», ονο­μά­ζει και δεν εί­ναι τί­πο­τα άλ­λο: «η απο­φο­ρά από το μα­γει­ρείο του κα­θη­με­ρι­νού θα­νά­του». Άλ­λω­στε με αυ­τή την απο­φο­ρά και με αυ­τόν, τον κα­θη­με­ρι­νό θά­να­το, εί­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι. Ακρι­βώς επει­δή τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές το ζή­τη­μα εί­ναι πως αντι­με­τω­πί­ζει κα­νείς τον θά­να­το εν ζωή, πως αντι­με­τω­πί­ζει τον θά­να­το μέ­σα στη ζωή, μέ­σα στη μέ­ρα, από μέ­ρα σε μέ­ρα. Ο κα­θη­με­ρι­νός θά­να­τος του Βα­φό­που­λου εί­ναι ο θά­να­τος που κα­θέ­νας έχει να πα­τή­σει κά­θε μέ­ρα, και με ζωή τον θά­να­το της κά­θε μέ­ρας να σβή­σει. Όχι με το να σκέ­φτε­ται κα­θη­με­ρι­νά τον θά­να­το που θα κό­ψει το νή­μα της ζω­ής του, αλ­λά κρα­τώ­ντας τη ζωή εκεί που εί­ναι για τον κα­θέ­να η ζωή, κρα­τώ­ντας τη ζωή στη ζωή του.

Όμως για τον Βα­φό­που­λο «ο θά­να­τος συ­μπυ­κνώ­νε­ται στον εαυ­τό μας», ακρι­βώς επει­δή εμείς οι ίδιοι γι­νό­μα­στε φο­ρείς του, όχι με τη θνη­τό­τη­τά μας, αλ­λά με αυ­τό που μπο­ρού­με ο ένας να δώ­σου­με στον άλ­λον. «Ας κοι­τα­χτού­με στα μά­τια. Θα ιδού­με ο ένας / το εί­δω­λο του άλ­λου: το κοι­νό εί­δω­λο του θα­νά­του. / Ας ψη­λα­φή­σου­με τα χέ­ρια μας. Θα αι­σθαν­θού­με / της αγά­πης το ρί­γος: το κοι­νό ρί­γος του θα­νά­του. / Ας φι­λη­θού­με στα χεί­λη. Θα νοιώ­σου­με τη γεύ­ση / όχι του τε­λευ­ταί­ου ασπα­σμού, αλ­λά της πρώ­της / πνο­ής: την κοι­νή γεύ­ση από το φί­λη­μα του θα­νά­του.» Έτσι από το εί­δω­λο του θα­νά­του μπαί­νου­με στη ζωή, με το ρί­γος του νιώ­θου­με στο σώ­μα μας, στη γεύ­ση από το φί­λη­μά του παίρ­νου­με την πνοή της ζω­ής μας. Και μπο­ρεί να ζού­με με την υπο­θή­κη του θα­νά­του μας, αλ­λά το ζή­τη­μα εί­ναι να μην υπο­θη­κεύ­ου­με τη ζωή μας στον θά­να­το και οι μέ­ρες μας να εί­ναι μέ­ρες ζω­ής και όχι μέ­ρες θα­νά­του. Για­τί, αν για τον Βα­φό­που­λο «Θε­ός γαρ ο θά­να­τος και θά­να­τος ο Θε­ός μου», ας αφή­σου­με στη θέ­ση του τον Θεό-θά­να­το και τον θά­να­το-Θεό για να επι­τρέ­ψου­με εντέ­λει στη ζωή να αν­θί­ζει όπου και όπως μπο­ρεί: στον δί­σκο της ζυ­γα­ριάς που «κα­τα­κό­ρυ­φα θα μπο­ρού­σε να υψω­θεί, / αν στην άλ­λη πλά­στιγ­γα ακου­μπού­σαν / ένα μι­κρό αντι­κεί­με­νο νο­σο­κο­μεί­ου.» Εκεί λοι­πόν βρί­σκε­ται η ζωή: στην ελα­φρό­τη­τα και στο ύψος που μπο­ρεί να δί­νει από την άλ­λη με­ριά «ένα μι­κρό αντι­κεί­με­νο νο­σο­κο­μεί­ου». Αυ­τό το ύψος ανα­ζη­τά­με. Ας μην μας απα­σχο­λεί εδώ πα­ρά η θέ­ση που δί­νει στη ζωή το βά­ρος του θα­νά­του, η ίδια η ελα­φρά­δα της ζω­ής δη­λα­δή, και ας κο­λυ­μπά­με στον αφρό της εκεί όπου εί­ναι ο ήλιος, η θά­λασ­σα, το τρα­γού­δι, τα νη­σιά του Αι­γαί­ου και τα κο­χύ­λια των ευ­τυ­χι­σμέ­νων ποι­η­τών και κυ­ρί­ως ο έρω­τας, ναι ο έρω­τας. Για­τί το αλω­νά­κι της ζω­ής βρί­σκε­ται τό­σο ψη­λά όταν δί­νου­με στον θά­να­το το εχέγ­γυο βά­ρος του. Εκεί­νος, ως θε­μέ­λιο στη δο­μή της αλή­θειας, υψώ­νει τη ζωή στην εκ­θε­τι­κή αξία της. Εκεί­νος κρα­τά­ει το αντί­βα­ρο ώστε η ζωή να ανα­πνέ­ει υψω­μέ­νο αγα­θό στη νιο­στή δύ­να­μη της αλή­θειας που έχει για μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: