Η ακόλουθη βιβλιοκριτική για το μυθιστορηματικό χρονικό Ιστορία ενός αιχμαλώτου
(1929) του Στρατή Δούκα, γραμμένη από τον ποιητή Γ. Θ. Βαφόπουλο, αλλά με άγνωστο τόσο το έντυπο όπου δημοσιεύτηκε όσο και τον χρόνο δημοσίευσής της, μου παραχωρήθηκε από τον ίδιο τον Δούκα το καλοκαίρι του 1976. Μεσημέρι, Ιούνιος ή Ιούλιος. Σόλωνος και Ομήρου.
Ο Ηνίοχος, το βιβλιοπωλείο του Γιάννη Κοντού και του Θανάση Νιάρχου, ήταν στην αποδρομή του. Ο Γιάννης είχε αποφασίσει να το κλείσει ή να το «δώσει», μετακομίζοντας στον Κέδρο αφού είχε προηγηθεί η παρέμβαση του Τάκη Σινόπουλου στην Νανά Καλλιανέση και η τελική συμφωνία να στεγάσει ο χώρος τις εκδόσεις για παιδιά. Αλλά πάντως εκείνο το μεσημέρι, περνώντας από εκεί είδα τον ποιητή, εκδότη και αρχαίο ναύαρχο, Τάσο Κόρφη, να ξεπροβάλλει από την πόρτα, και πίσω του, στο ημίφως του καταστήματος, η επιβλητική σιλουέτα του Κοντού να τον ξεπροβοδίζει. Βραχύσωμος, αεικίνητος, με απότομες αλλαγές στη συμπεριφορά του, που έδειχναν άνθρωπο ευέξαπτο και με κυμαινόμενη διάθεση, ο Κόρφης φορούσε εκείνο το μεσημέρι το λευκό κοντομάνικο και τα μεγάλα, σκούρα γυαλιά ηλίου που θα μπορούσαν να είναι κατάλοιπα της ναυτικής του σταδιοδρομίας. Είχε σταματήσει εκεί για λίγο, όπως μου είπε, στο δρόμο του για το σπίτι του Στρατή Δούκα: «Είπα στον Γιάννη να πάμε μαζί, μα εκείνος για να πάρει την απόφαση να πάει κάπου πρέπει να προετοιμαστεί μέρες. Δεν έρχεσαι εσύ;». Λέγοντας ο Κόρφης ότι το σπίτι του Δούκα ήταν «στο δρόμο του», ασφαλώς και δεν κυριολεκτούσε, καθώς έτσι όπως τον ακολουθούσα, είδα ότι χρειαστήκαμε μέσα στο λιοπύρι του αθηναϊκού καλοκαιριού να διασχίσουμε με το γρήγορο στρατιωτικό βάδισμά του μια αρκετή απόσταση: να περάσουμε την πλατεία Ρηγίλλης και να πέσουμε έπειτα δεξιά από το Μουσείο Στρατού προς τα κάτω, προς τη συμβολή της Μιχαλακοπούλου. Όσο προχωρούσαμε, ο Κόρφης μιλούσε ασταμάτητα χειρονομώντας έντονα, κάπου-κάπου ρωτούσε αλλά προτού καν σχηματιστεί η απάντηση εκείνος συνέχιζε, με αποτέλεσμα να μην έχω συγκρατήσει και πολλά ενόσω βαδίζαμε.
Λίγο προτού χτυπήσουμε την πόρτα, κατάλαβα ότι ο Κόρφης συγκέντρωνε ήδη από καιρό βιογραφικά και άλλα πραγματολογικά, για να ετοιμάσει μια μονογραφία για τον Δούκα, αλλά βρισκόμασταν ακόμα τότε στην εποχή της χειροποίητης και χειρωνακτικής έρευνας, οπότε η όποια διασταύρωση ήταν βέβαιο πως απαιτούσε πολύωρες παραμονές σε αρχεία εφημερίδων και περιοδικών. Κάτι που δεν του πολυάρεσε. Μας άνοιξε η γυναίκα του Δούκα. Βρισκόμασταν τώρα σ΄ ένα ημιυπόγειο αλλά έντονα φωτεινό μικρό διαμέρισμα της οδού Ορμηνίου 3, μια αστική διώροφη κατοικία του μεσοπολέμου, πετρόχτιστη με ογκώδεις τοίχους, πολύ κοντά στη Μιχαλακοπούλου. Όχι πολλά βιβλία, μερικά έπιπλα εποχής και αρκετά σκόρπια χαρτιά και αυτοσχέδιες ζωγραφιές, σκίτσα και εφημερίδες παντού. Η γυναίκα του γύρισε στο κρεβάτι της, ενώ ο Δούκας,[1] μακρύς και κάτισχνος, με λευκή γενειάδα που κατέβαινε σχεδόν ως το στήθος του, αλλά με βλέμμα που διατηρούσε αρκετή από την παλιά ζωντάνια του, ήταν ξαπλωμένος και μισοσκεπασμένος μ΄ ένα σεντόνι. Ασκητικός στο παρουσιαστικό, όπως είχα ακούσει να λένε και άλλοι που τον είχαν συναντήσει, «ο άγιος Στρατής» είπε σε μια στιγμή, γελώντας η κυρία Δήμητρα,[2] διορθώνοντας τον Δούκα σε μια απάντηση που έδειχνε πως δεν θυμόταν. Βρήκα ευκαιρία στο σημείο εκείνο και ρώτησα (έτσι, περισσότερο για να πω κάτι) τι σήμαινε για εκείνον η Θεσσαλονίκη στη ζωή, τι σήμαινε η Θεσσαλονίκη στη ζωή του. Αν και πώς τον έθρεψε η πόλη, όπως άλλους γηγενείς και μέτοικους της λογοτεχνίας.[3] Μπορεί και να μην κατάλαβε τι ακριβώς ήθελα να του πω. Χωρίς ωστόσο να μου απαντήσει, έπιασε μια δεσμίδα από χαρτιά που είχε σ΄ ένα φάκελο, κοντά στο κρεβάτι του, την ξεφύλλισε και διάλεξε από εκεί μέσα και μου έδωσε ένα απόκομμα εφημερίδας ή περιοδικού, το εν λόγω κείμενο του Βαφόπουλου: «Αυτό το ξέρεις;»
Το απόκομμα, ψαλιδισμένο ποιος ξέρει από ποιον, και πότε, δεν αναγράφει μεν άλλα στοιχεία εκτός από το όνομα του συγγραφέα του κειμένου, αλλά αν λογαριάσουμε σωστά τα ιστορικά της εποχής, το ότι η Ιστορία ήταν ένα βιβλίο που είχε κάνει αμέσως αίσθηση στην Αθήνα, τα συνεχή πήγαιν΄ έλα του Στρατή Δούκα στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσαν συγγενείς του, εγκατεστημένοι εκεί μετά το 1922, την επαγγελματική διοργάνωση από αυτόν εκθέσεων ζωγραφικής και άλλων καλλιτεχνημάτων που τις πήγαινε από πόλη σε πόλη, σε όλη τη Μακεδονία, αλλά και μόνα τους τα βιογραφικά των δυο τότε φίλων που είχαν εκτός των άλλων συνυπάρξει στις Μακεδονικές Ημέρες και στις πολύωρες συζητήσεις στο φαρμακείο του Πεντζίκη, δικαιολογούμαστε να υποθέσουμε βάσιμα πως είναι γραμμένη και δημοσιευμένη τον ίδιο εκείνο χρόνο της έκδοσης της Ιστορίας ενός Αιχμαλώτου, το 1929. Ούτε νομίζω ότι πρέπει να μας παραξενέψει ιδιαίτερα το ότι δεν εμφανίζεται αναφορά του κειμένου στην Εργογραφία-Βιβλιογραφία Γ. Θ. Βαφόπουλου 1918-1988, της Κατερίνας Κωστίου,[4] και τούτο, όπως υποθέτω, όχι διότι ήταν άγνωστη στον ίδιο τον Βαφόπουλο, αλλά μάλλον διότι δεν θέλησε εκείνος να την εμφανίσει, όπως δεν θέλησε να εμφανίσει γενικότερα και άλλα νεανικά δημοσιεύματά του (ιδίως κριτικά ή γραμματολογικά) της περιόδου 1925-1935, που τα αποκήρυξε σιωπηρά. Πιθανότατα διότι έβρισκε ότι απείχαν πολύ ως κριτικές προσεγγίσεις του από εκείνες που θεωρούσε ως ωριμότερες, ή, απλούστερα, διότι εξέφραζαν πολιτικές και βιοθεωρητικές αντιλήψεις με τις οποίες αργότερα ήταν κάθετα αντίθετος. Πάντως, σε συζήτησή μας τον Φεβρουάριο του 1984, όταν βρέθηκα στο Βαφοπούλειο λόγω μιας δημόσιας ανάγνωσης ποιημάτων του που αναμεταδιδόταν ραδιοφωνικά,[5] ο ίδιος ο Βαφόπουλος μού είχε πει, όταν αναφέρθηκα στο απόκομμα του 1976 που διατηρούσε ο Στρατής Δούκας στα χαρτιά του, ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια τεκμήρια, τα οποία μαρτυρούσαν την νεανική παρουσία του στη λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης πριν από το 1935, που δεν τα θεωρούσε πλέον σημαντικά.[6] Τα είχε εμπιστευθεί μετά το πέρας της γραφής των τεσσάρων τόμων των Σελίδων Αυτοβιογραφίας (1970-1975) στον συγγραφέα και νομικό Θανάση Παπαθανασόπουλο, κι αυτό γιατί σεβόταν την επιθυμία που είχε εκφράσει πολλές φορές ο τελευταίος να προχωρήσει σε μια βελτιωμένη, ενημερωμένη και επαυξημένη έκδοση της κριτικής βιογραφίας του για τον Βαφόπουλο.[7]
———— ≈ ————
Η αναγνώστρια ή ο αναγνώστης που θα έχουν την απαραίτητη υπομονή να διατρέξουν το βιβλιοκριτικό κείμενο που ακολουθεί, και που δεν τους είναι άγνωστες οι έννοιες περί «υψηλού» και «χαμηλού», περί «παραδοσιακού» και «μοντέρνου», τις οποίες ο Βαφόπουλος συνδύασε κατά καιρούς με την καλλιτεχνική και τη λογοτεχνική δημιουργία, νομίζω ότι μπορούν να αντιληφθούν τις διαφορές. Ανάμεσα στον Βαφόπουλο που επαινεί το 1929 ή το 1930 τη «λαϊκή απλότητα» και το «γάργαρο ρυάκι της λαϊκής αφηγήσεως» τα οποία ο Δούκας τα μεταμόρφωσε σε δικό του, προσωπικό ύφος και στον Βαφόπουλο των «ωριμότερων χρόνων» που φαίνεται ότι δεν συμμερίζεται πια, όπως τον συμμεριζόταν στην ανάγνωσή του της Ιστορία ενός Αιχμαλώτου, τον αποστολικό ρόλο της λογοτεχνίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το ότι ξαναγράφοντας για τον Δούκα στις Σελίδες Αυτοβιογραφίας, σε προχωρημένη πια ηλικία, το 1968 ή 1969, θεωρεί ο Βαφόπουλος ότι η απλότητα και η αμεσότητα στη γραφή του μυθιστορηματικού χρονικού της Ιστορίας δεν είναι κάτι που προέρχεται από ένα είδος συναντίληψης για τη σύμφυση προσώπου και κοινότητας, δηλαδή της συναντίληψης που έκανε τον Στρατή Δούκα να συναντηθεί και να δέσει με τον Φώτη Κόντογου και άλλους στις σελίδες της εμβληματικής Φιλικής Εταιρίας, ενός από τα λίγα περιοδικά αρχών, αλλά είναι κάτι που προέρχεται από την ατομικότητά του! Δεν λέει όλη την αλήθεια για τον καημό που κρύβει αυτή η απλότητα της γλώσσας και του ύφους, ή μήπως δεν καταλαβαίνει πια την ουσία αυτού του καημού; Όπως και να έχει, κλείνει στην απολογητική τετραλογία του τον σχετικό με τον Δούκα κύκλο αναφορών, σημειώνοντας το διφορούμενο, ότι δηλαδή:
Η «απλότης» θα έλεγα εγώ πως ήταν ο ίδιος ο Στρατής Δούκας. Η αγαθότητα, η ευγένεια, η ταπεινοφροσύνη […] του Στρατή, που έπρεπε, παντού και πάντοτε, να είναι συνεπής προς την εσώτερή του πίστη.[8]
ΑΛΕΞΗΣ Σ. ΖΗΡΑΣ [ 2023 ]