Ανθολόγιο

Πολύκλειτος Ρέγκος: Πορτρέτο του Γ.Θ. Βαφόπουλου
Πολύκλειτος Ρέγκος: Πορτρέτο του Γ.Θ. Βαφόπουλου



Θεσσαλονίκη! Θεσσαλονίκη!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)

Όταν, καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις,
κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτεψη και φρίκη,
τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις,
κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει,
στ’ άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.

Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.

Το απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουίζει,
στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.

Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
που μ’ αγωνίαν, απ' του κλειστού παράθυρου τις γρίλιες,
στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευσαν τα βήματά σου.

Τ’ όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.

Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)

Ανθολόγιο
Ανθολόγιο


Ερωτική ολονυκτία

Η νύχτα απόψε το άρωμα της ηδονής σκορπάει ξανά
και μια ανεξήγητη χαρά στη σκοτεινιά της κλείνει.
Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελός απόψε ξαγρυπνά
κι έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.

Ράθυμα απόψε ξαγρυπνούν μαζί μας όλη τη νυχτιά
κι αντιχτυπιένται στου έρωτα τη ζάλη όλα τα ρόδα.
Έλα, Μυρτάλη, ας γίνει απόψε η κάμαρή μας μια πλατιά
του ωραίου θεού της ηδονής λαμπρότατη παγόδα.

Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)


Το καλεντάρι

Ιδού, επέστη το πλήρωμα
του τρίτου έτους
της ουρανίας σου
μεταστάσεως.

Των γλυκών σου ενθυμίων
την πυξίδα μ’ ευλάβειαν ανοίγω.

Αγιότητος άρωμα,
του μαρτυρίου σου μόσχος,
στο κελί της μονώσεώς μου
διαχέει την θείαν ουσία του.

Ταπεινών ενθυμίων αντίκρυσμα.
Ευλαβής δακρύων σπονδή.

Ιδού, ανασύρω το λεπτό σου θερμόμετρο,
σε υποθερμίας βαθμό
σταματημένο.
Ιδού, εγγίζω
με τρέμοντα δάκτυλα
το φτωχό σου χτενάκι,
των μαλλιών σου χαλινάρι γλυκό.

Αλλά το δακρύρρυτο βλέμμα μου,
σ’ ευλαβείας αχλύν τυλιγμένο,
σταματά στο μικρό καλεντάρι,
όπου το βλέφαρο
της τελευταίας σου εγκοσμίας ημέρας
εκοιμήθη βαρύ.

«Δεκαέξι του μηνός Απριλίου.
Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας, μαρτύρων».
Του μαρτυρίου σου το τελείωμα,
το ξανάνθισμα του δικού μου.

………………………………………………….

Των γλυκών σου ενθυμίων
την πυξίδα μ’ ευλάβεια σφραγίζω.
Των πτωχών σου ενθυμίων ο πλούτος,
με των πλουσίων μου δακρύων
την πτωχεία συγκερνάται.

«Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας, μαρτύρων».
Εν Αγάπη μένε.
Εν Ειρήνη αναπαύου.
Λευκοτέρα χιόνος.

Από τη συλλογή Προσφορά και Αναστάσιμα (1948)


Το δάπεδο

Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ’ εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.

Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.

Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.

Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.

Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.

Πρέπει πάλι ν’ αρχίσω
απ’ την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν’ ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.

Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.

Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ’ ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.

Των αισθήσεων σύγχυση.

Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.

Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.

Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.

Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.

Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.


Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)


Οι θύρες

Κρούω και τούτη τη θύρα.
Ο σιωπηλός θυρωρός υποκλίνεται,
τραβώντας το μάνταλο πρόθυμος.
Και πίσω μου πάλιν ακούγεται
ο τελευταίος ασπασμός των θυρόφυλλων.

Κι άλλη μια θύρα, κι ακόμα μιαν άλλη.
Το ίδιο ανοίγονται πρόθυμα,
το ίδιο στριγγλίζει το μετάλλινο φίλημα.

Πόσες θύρες να ’χω τάχα περάσει
στον απέραντο τούτο διάδρομο;
Πόσα φράγματα εγκάρσια,
στην επάλληλη διαδοχή τους,
έκλεισαν πίσω μου;

Οι γυμνοί τοίχοι παράλληλοι τρίβουν
την παγωμένη τους ράχη
στης ανοιχτής μου παλάμης το ψάξιμο.

Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη θύρα.
Κρυώνω. Και χτυπώ την επόμενη.

«Τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται».

Όμως δεν αρκεί
της θύρας μονάχα το χτύπημα.
Δεν αρκεί του σιωπηλού θυρωρού
η πρόθυμη υπόκλιση.

Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)


Τα Τείχη

«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ».

Και κάθεται και απελπίζεται
ο άξιος Αλεξανδρινός.
Για τους ποιητάς της παρακμής
ίσως νάναι κι αυτό «μια κάποια λύσις».

Όμως «χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα»,
που με περίσκεψη, με φρόνηση και με σοφία
ύψωσα μόνος γύρω μου τα τείχη τούτα.

Ίσως αυτοί, που ξέρουν πιο πολλά, να πούνε
πως η σοφία μου δεν ήταν παρά μωρία.
Είμαστε άνθρωποι, επί τέλους, και μπορούμε
να σφάλλουμε και μ’ όλη τη σοφή μας γνώση.

Αλλά ποιός απ’ τους σπουδασμένους τούτους θα μπορούσε,
με το νόμισμα που κέρδισε από τα σπουδάσματά του,
ν’ ανταλλάξει μαζί μου την απλή τούτη χαρά:
να δρασκελίζω πηδώντας την αυλή μου,
να σκορπίζω σπόρους στα πετούμενα,
αντίκρυ μου να στήνω τον εαυτό μου,
για να χαρώ διπλά στα μάτια τα δικά του τη χαρά μου,
όταν ψηλά, απ’ το κέντρο του γαλάζιου θόλου,
θα με βλέπει μονάχα του Θεού το μάτι;

Η δική μου σοφία ίσως δε φτάνει να συλλάβει
το νόημα της απελπισίας του Ποιητή,
όταν το νου του κατατρώγει η σκέψη,
πως «πράγματα πολλά έξω να κάμει είχεν».

Τι πράγματα να κάμεις έξω, όταν μέσα
τόσα και τόσα πράγματα σε περιμένουν;

Να υψώσεις μόνος τείχη γύρω σου, επί τέλους,
είναι μια πράξη σωφροσύνης και σοφίας —
με την άδεια, πάντοτε, των σπουδασμένων.

Αλλά να σου τα κτίσουν άλλοι, δίχως να προσέξεις,
κι «ανεπαισθήτως να κλεισθείς από τον κόσμον έξω»,
αυτό είναι δώρο των θεών, αυτή είναι η Τύχη,
που ο πονηρός, υποψιάζομαι, Αλεξανδρινός,
απελπισμένος τάχα, καμωνότανε
πως δεν αισθανόταν το χέρι της στο μέτωπό του.

Ενώ μέσα του ήξερε καλά τι νόημα είχε
το «όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες την πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».

Από τη συλλογή Το Δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)


Ο σκαντζόχοιρος

Σ’ είχα ξεχάσει, μικρό περίφοβο πλάσμα,
όταν μέσα στη μόνωση και στη σιωπή μου,
του σκύλου την αδελφοσύνη επικαλούμουν
κι ενέδιδα στην παρουσία της Έλεν Κέλερ.

Η αγάπη κι ο φόβος γεννήθηκαν την ίδιαν ώρα.
Κι ενώ τούτη εντός σου ολόκληρο σε περιτρέχει,
καθώς ποτάμι, σε κανάλια που μοιράζεται,
εκείνος, το καταφύγιό της ασφαλίζοντας,
έκτισε πάνω σου κάστρο: Πλήθος λογχοφόροι
αγρυπνούνε στις βίγλες και παραμονεύουν.

Στο φράχτη αυτόν ακουμπισμένος, σε χαϊδεύω,
μικρό, ανυποψίαστο σκεύος της αγάπης.
Όμως δε μ’ αισθάνεσαι. Με νοείς μονάχα.
Ή, μάλλον, την ασφάλειά σου νοείς. Για τούτο
οι λογχοφόροι σου κοιμήθηκαν στις βίγλες τους.

Να μπω μέσα σου η μόνωση με βοηθεί,
δίχως να το αισθανθείς, για να δεχθώ του φόβου
το μέγα δίδαγμα: Να σώσω την αγάπη μου.

Αδελφέ μου, πόσες φορές μου δάνεισες
την πανοπλία σου τούτη∙ πόσες φορές
οι λόγχες σου στο πετσί μου πάνω φύτρωσαν,
όταν ο φόβος πια μέσα μου τρομαγμένος
την προστασία ζητούσε της αγάπης.

Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)


Η ζυγαριά

Στη μια πλάστιγγα βάλε τον ήλιο∙
βάλε τη θάλασσα∙ βάλε το τραγούδι.
Στοίβαξε όλα τα νησιά του Αιγαίου,
με τα κοχύλια των ευτυχισμένων ποιητών.
Τι άλλο μένει; Ο έρωτας. Βάλε, λοιπόν,
στην κορφή, πάνω απ’ όλα, και τον έρωτα.

Όμως η πυραμίδα τούτη της χαράς
κατακόρυφα θα μπορούσε να υψωθεί,
αν στην άλλη πλάστιγγα ακουμπούσαν
ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου.

Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)


Το σύνορο

Για να περάσεις το σύνορο τούτο, πρέπει όλες
να ξεντυθείς τις μνήμες σου∙ ν’ αφήσεις στο κατώφλι
τον φόβο∙ ν’ ακουμπήσεις κάτω την αγάπη σου.
Οι άγιοι, βλέπεις, ταξιδεύουνε χωρίς αποσκευές,
γυμνοί από τις συγκομιδές τους των αισθήσεων.

Καθώς περνούνε, στέκονται για μια στιγμή∙ γυρίζουν
πίσω το πρόσωπο, σα να θυμούνται: φαίνεται
πως κάτι πάνω τους ξεχάσθηκε απ’ τα ρούχα τους.
Το τινάζουν και προχωρούνε: πέρ’ από τον χρόνο,
πέρ’ απ’ τη μόνωση και πέρ’ από τη σιωπή.

Το δάσος εκείνο που αισθάνεσαι, δεν είναι από δέντρα.
Είναι από βράχους: υποδύονται τα καινούργια
σώματα των αγίων, που το πνεύμα τους τούς κατοικεί.
Δεν κινούνται∙ δεν συνομιλούνε∙ δεν αισθάνονται.
Συνδέονται με βαθιές υπόγειες στοές,
και για τούτο μονάχα νοούνται μεταξύ τους.

Τα πουλιά τούτα, που βλέπεις σκοτωμένα, σάμπως
να ’χουν πέσει μ' ορμή πάνω στου σύνορου το τείχος,
δεν είναι πουλιά: είναι τα μικρά τους άδεια σώματα,
που τα ξεντύθηκαν, γιατί δεν είχαν άλλα ρούχα.
Τα πουλιά τώρα βρίσκονται μακριά∙ στους βράχους στέκονται.
Δεν τα βλέπεις∙ δεν τ’ ακούς∙ ούτε καν τα αισθάνεσαι.
Όμως υπάρχουν: πέρ’ απ’ την αγάπη κι απ’ τον χρόνο,
πέρ’ απ’ τη μόνωση και πέρ’ από τη σιωπή.

Με τα ρούχα σου τούτα να περάσεις δεν μπορείς.
Αλλά πώς να τα βγάλεις, αφού πάνω σου έχουνε φυτρώσει;
Αν τα ξεντυθείς δοκίμαζες, θα έμενες
ακέριος μέσα τους∙ τίποτε πια δε θα περίσσευε
απ’ ό,τι ήσουν ή απ’ ό,τι θα ’σαι, για να περάσει πέρα.

Είσαι ένα φύλλωμα γεμάτο μνήμες∙ μια χορδή
ανάμεσα στων παιδιών και των αγίων τεντωμένη,
που ο χρόνος, με δαχτυλιδένιες γύρω φλούδες,
απανωτά την έχει χτίσεις, σαν πανάρχαιο δέντρο.
Πώς βράχος να γίνεις, αφού εκείνος εννοεί μονάχα,
δίχως να αισθάνεται; Η παλλόμενη χορδή σου,
και χτισμένη ακόμα, από αισθήσεις διατρέχεται.

Είσαι ένα δέντρο. Και το ξέρεις πως τα δέντρα
δεν ταξιδεύουν∙ αισθάνονται μονάχα και θυμούνται.

Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)


Ο Μέγας Ων

Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας,
που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας.
Είναι ο δίδυμος αδελφός, που πορεύεται μαζί μας.
Μας εγκαταλείπει μέσα στη νύχτα και πορεύεται.
Ξανάρχεται στη μέρα και πορεύεται πάλι μαζί μας.

Ο θάνατος φορεί ένα μονάχα προσωπείο.
Το δίδυμο προσωπείο της νύχτας και της μέρας.
Είναι ο τέλειος κύκλος. Ο μεγάλος καταρράκτης.
Μας πλημμυρίζει και τον πλημμυρίζουμε.
Είναι η πλατιά γέφυρα, που ζευγνύει την παρουσία
με την απουσία. Που ταυτίζει την ύπαρξη
με την ανυπαρξία. Ο μέγας θαυματοποιός.
Η αρχή και το τέλος. Η αναπαλλοτρίωτη αλήθεια.
Ο θάνατος συμπυκνώνεται στον εαυτό μας.

Ας καθίσουμε τώρα γύρω στο στρογγυλό τούτο τραπέζι,
εσείς που φύγατε και μείνατε για πάντα μαζί μας
κι εμείς που μετατρέψαμε την απουσία σας σε παρουσία.
Στον μεγάλον αυτό κύκλο του θανάτου, δεν ξέρουμε
ποιοι θα είναι οι παρόντες και ποιοι οι απόντες.
Δεν ξέρουμε καν όλοι αν είμαστε παρόντες
ή όλοι απόντες. Ο θάνατος μας διαπερνά,
μας δένει σ’ ένα στεφάνι, που τ’ αγκάθια του
την κοινή αίσθηση του πόνου μας δίνουν.

Ας κοιταχθούμε στα μάτια. Θα ιδούμε ο ένας
το είδωλο του άλλου: το κοινό είδωλο του θανάτου.
Ας ψηλαφίσουμε τα χέρια μας. Θα αισθανθούμε
της αγάπης το ρίγος: το κοινό ρίγος του θανάτου.
Ας φιληθούμε στα χείλη. Θα νιώσουμε τη γεύση
όχι του τελευταίου ασπασμού, αλλά της πρώτης
πνοής: την κοινή γεύση από το φίλημα του θανάτου.

Αλληλούια, αλληλούια, δόξα σοι ο Θεός.
Θεός γαρ ο θάνατος και θάνατος ο Θεός μου.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)


Στροφές

I

Αυτοί που ήσαν, αυτοί που είναι, αυτοί που έρχονται,
προσεχτικά πατούν ο ένας πάνω στ’ αχνάρια του άλλου.
Απορρίψαν τον πόνο, ξεντυθήκανε την αγάπη.
Όμως κρατήσαν το ρούχο του κοινού τους θανάτου.

II

Αδελφοί μου, θησαυρίζετε τον πλούτο, πληθαίνετε την ανάγκη.
Σοδιάζετε την αγάπη, περισσεύετε τον πόνο.
Όμως για να περάσετε στην αντιπέρα όχθη,
ένας οβολός μονάχα θα σας χρειασθεί.

III

Τα πάντα μας χωρίζουν, τα πάντα μας διαφοροποιούν.
Ο θάνατος μονάχα μας ενώνει.
Είναι ο μεγάλος βοσκός, που μαζεύει
τη νύχτα στο μαντρί τα πρόβατά του.

IV

Αγαπημένη, καθώς το χέρι μου κρατάς,
είναι σα να κρατάς τον ίδιο σου το θάνατο.
Αν το δικό σου χέρι πάψει να κρατά το χέρι μου,
το δικό μου χέρι θα κρατήσει το δικό σου.

V

Είτε λέμε καλημέρα, είτε καληνύχτα,
είτε ξεπροβοδίζουμε μ’ ένα αντίο,
το σωστό θα ’ταν να λέγαμε πάντα
εν τω επανιδείν.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)


Υποθήκες

Μαζί μας τότε ζούσε η εμπνοή. Τα καλοκαίρια,
χαυνωμένοι απ’ τη ζέστη, ακούαμε τη φωνή της,
ή νομίζαμε πως την ακούμε. Οπωσδήποτε
τη μεταγράφαμε ευσυνείδητα σε στίχους.
Η εμπνοή τώρα δε ζει. Μ’ άλλους γνωστούς νεκρούς
κοιμάται κάτω απ’ τις ταφόπετρες των λεξικών.

Στο απόμακρο χωριό μας του νομού Πιερίας,
έρωτα κάμναμε με τα κορίτσια μιας γυναίκας,
που τη λέγαν Φροσύνη ή Μνημοσύνη ή κάτι τέτοιο.
Χάσαμε και τον έρωτα, σα φύγανε απ’ την επαρχία
και την τύχη τους ήρθαν να βρούνε στην πρωτεύουσα.

Η μια στο σπίτι μπήκε του κυρίου Παπαδοπούλου.
Άλλη πιάστηκε καθαρίστρια σε κατάστημα
μουσικών οργάνων και δίσκων γραμμοφώνων.
Η Μελπομένη τραγουδίστρια πήγε στα μπουζούκια.
Κι οι άλλες κάπως βολευτήκαν. Στην Αθήνα
δε χάνεσαι. Πάντα θα βρεις κάτι να κάμεις.

Μονάχα εσύ γυρίζεις σα χαμένος μες στους δρόμους.
Η εμπνοή πια δεν υπάρχει, για να παίζει μαζί σου,
πετώντας σου της Αριάδνης το κουβάρι. Τα κορίτσια
πιάσαν δουλειά και δε γυρίζουνε να σε κοιτάξουν.
Ούτε μπορείς και τα όνειρά σου να φορτώσεις
στη ράχη εκείνου του άλογου με τις φτερούγες.
Μασκαρεμένο τώρα, κόκκινο βαμμένο, το ’χουν ζέψει,
της Μόμπιλ Όιλ να κουβαλά τους τενεκέδες.

Αν τουλάχιστο εκείνα τα βιβλία με τα «Γράμματα»
της κοσμικής κυρίας Ρενέ Μαρίας Ρίλκε
δεν είχαν γίνει μικρές χαρτοσακούλες για φιστίκια,
θα ’χες σε τούτο το λαβύρινθο της μοναξιάς σου,
κάποιον, έστω μονόφθαλμο, οδηγό προσανατολισμού.

Ώστε σωτηρία δεν υπάρχει; Μα, θαρρώ, σου μένει
το μηχανάκι σου. Καβάλησέ το μάνι-μάνι
και γρήγορα μπες στων άλλων τροχοφόρων τη σειρά.
Γύρους θα κάνεις ως την έσχατή σου μέρα,
στην τροχιά ενός ατέρμονος κοχλία.
Ευτυχώς
τα πρατήρια του κόσμου έχουνε πολλή βενζίνη.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)


Εν ονόματι της ποιήσεως

Όταν τις νύχτες, σε ώρες πολύ προχωρημένες,
ανοίγεις δειλά το παράθυρο, που είχε αντιστεί
στον πέτρινο καταιγισμό της περασμένης μέρας,
για ν’ αδειάσεις τις σωρευμένες συλλογές των στίχων,
με τ’ άκοπα φύλλα και τις σεμνές τους αφιερώσεις,
ξέρεις καλά πως είναι τούτο πράξη υποκρισίας.

Να χλευάζεις την ποίηση, εν ονόματι της ποιήσεως,
είναι, επιτέλους, κάποιο μέσον άμυνας ή προστασίας.
Να τινάζεις όμως, καθώς ένα ξεσκονόπανο,
στο κατώφλι της νύχτας, τα όνειρα των ποιητών,
είναι σα να φυτεύεις το σπαθί που σου έχουν δώσει
δίχως έλεος βαθιά στην ασταμάτητη καρδιά της ποίησης.

Αν ν’ αδειάσεις μπορέσεις τα δικά σου ράφια,
του σακακιού σου τις τσέπες, την ίδια την καρδιά σου,
κι αν άξιος γίνεις να σταθείς έτσι γυμνός
στο μεσονύχτιο άνοιγμα του παραθύρου σου,
ίσως θ’ ακούσεις, μέσ’ από το πάφλασμα της νύχτας,
τους πτοημένους ψίθυρους απ’ τα όνειρα των ποιητών,
που είχες τινάξει, εν ονόματι δήθεν της ποιήσεως.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)


Τα Νέα Σατιρικά Γυμνάσματα
(1975)

21

Ο Αρχιτζουτζές, με πόζα Μουσολίνι,
κάθισε τους δασκάλους στα θρανία.
Χλομός την κεφαλή ο καθείς τους κλίνει,
μπροστά στην αφρισμένη του μανία.
Χεστήκατε, ω Διδάσκαλοι του Γένους,
τον Τζουτζέ καθώς βλέπατε μπροστά σας.
Μάταια, με το φανό του Διογένους,
ζητώ να βρω άνθρωπον ανάμεσά σας.
Χαμένος κόπος. Δε σαλεύει η «τάξις».
Φουκαράδες, ο νους τους στις συντάξεις.

35

Ιδεολόγοι και καταφερτζήδες,
τα βολέψαμε στην Επταετία.
Τώρα όλες του Έθνους οι παλιές ατσίδες
ορκίζονται στη Νέα Δημοκρατία.
Ο Παττακός; Τον άνθρωπον ουκ οίδα.
Κι ο Γεωργαλάς; Ποιος να ’ναι τούτος πάλι;
Άγνωστοι κι ο Λαδάς με τον Καρύδα,
πού καταντήσανε σε τέτοιο χάλι.
Η μονέδα πάντα σκορπά ευωδία,
το ίδιο μες σ’ εκκλησιές και καφωδεία.


Ο Μεγάλος Κώνος

Ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου
είν’ ένας κώνος, που απ’ τη βάση ως την κορφή του
διατρέχεται από μια γραμμή σπειροειδή.
Ο άνθρωπος του οιδιπόδειου αινίγματος
ξεκινά την αυγή, πάνω στ’ αχνάρια της γραμμής,
με τα τέσσερα πόδια. Στα μισά του δρόμου
στυλώνεται στα δυο του, για να ιδεί κατάματα
τον ήλιο του λαμπρού μεσημεριού.

Και το βράδυ φθάνει στην κορφή του κώνου,
σέρνοντας τώρα το τρίτο του ποδάρι,
έτοιμος ν’ αντικρίσει τη μεγάλη δύση.
Αλλ’ έμεινε ατελής του αινίγματος η λύση.
Παραλείφθηκε η εκδοχή της τελευταίας
οριζοντιώσεως. Κι ακόμα η αλληγορία
του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα
στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.
Ο κόσμος θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύβος,
σαν εκείνον του Καίσαρος, που «ερρίφθη» στο Ρουβίκωνα.
Κι ακόμα θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύκλος,
όμοιος με το αλώνι του Διγενή Ακρίτα.
Το σχήμα του στερνά ο καθείς ανακαλύπτει,
κατά τον κόσμο που στη φύση του ταιριάζει.
Είναι άνθρωποι τετράγωνοι, ίσιοι ή τεθλασμένοι,
που βολεύονται μέσα στο περίγραμμά τους.

Κι είναι άλλοι πρηνείς και πεπλατυσμένοι,
που αρκούνται «μετριοφρόνως» σε μια τάβλα.
Όμως, εγώ επιμένω στου μεγάλου κώνου
το πολυσήμαντο σχήμα, όπου σ’ έναν κύκλο
αλλεπαλλήλων ενιαυτών, τα βήματά μου
οδηγηθήκαν με περίσκεψη προς την κορφή του,
ανάμεσ’ απ’ άνθη, πέτρες και σκιές θανάτου.

Στέκομαι τώρα στο στερνό σκαλί της σπείρας
κι αναμετρώ τα στάδια της μακράς πορείας μου.
Θα ’ναι μάταιο το χέρι μου να υψώσω,
αφού δε βλέπω να μου απλώνεται άλλο χέρι.
Όσοι γνωρίζανε πως στην κορφή του κώνου
του υποχθονίου πυρός έχασκε ο αρχαίος κρατήρας,
ήδη μπορούνε να εξηγήσουν την προτίμησή μου
προς το υπερούσιο σχήμα του μεγάλου κώνου.
Καθώς πια δεν υπάρχει ανάληψη στους ουρανούς,
μου αρκεί το έσχατο πήδημα του Εμπεδοκλέους.

Από τη συλλογή Τα επιγενόμενα (1977)


'Επὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος

Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου
μνησθῶ.
  — Ψαλμ. ΡΑΖ΄

Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.
Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.
Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απ’ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.
Πως ν’ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;
Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσ’ απ’ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλομό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.
Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη».

Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.
Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.
Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;
Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ω Πόλη λατρεμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.
Λατρεμένη Πόλη; Μ’ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σ’ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;
Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μ’ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;
Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απ’ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;
Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.
Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απ’ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απ’ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.
Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;
Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ὦ Θεσσαλονίκη,
ἡ ἀρὰ ἐπιπέσοι τῶν προγόνων μου ἐπ’ ἐμέ.
Ἄλλαλος εἴη ἡ γλώσσα μου, ἐὰν μή σοῦ μνησθῶ.

                (Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978)

Από τη συλλογή Το Τέλος (1985)


Υστερόγραφο δεύτερο

Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.        
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.

Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κι οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.

Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θα ’ταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.

Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.

Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.

Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.

                                                                                (Αύγουστος 1987)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: