Θεσσαλονίκη! Θεσσαλονίκη!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
Όταν, καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις,
κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτεψη και φρίκη,
τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις,
κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει,
στ’ άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
προσπάθησε μ' αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Το απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουίζει,
στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
που μ’ αγωνίαν, απ' του κλειστού παράθυρου τις γρίλιες,
στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευσαν τα βήματά σου.
Τ’ όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.
Από τη συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)