Είναι δύο. Σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων η μία από την άλλη και γύρω στα πέντε από την όχθη. Η μία άσπρη, που το πέρασμα του χρόνου της πρόσθεσε ένα θαμπό πράσινο χρώμα. Η άλλη θα πρέπει να ήταν αρχικά γαλάζια, τώρα είναι μολυβί, σχεδόν μαύρη. Τις ξεχωρίζεις από μακριά, όταν τα νερά είναι ακύμαντα. Χάνονται προς στιγμήν σχεδόν ολοκληρωτικά, με την πρώτη υδάτινη αναταραχή και αναδύονται κάθε φορά που το ένα κύμα διαδέχεται το άλλο. Κάποτε θα πρέπει να έδεναν σ’ αυτές καράβια. Τώρα στέκουν παντέρημες, αντικριστά η μία με την άλλη και λικνίζονται όλη την ώρα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω… Αν κάθεσαι στο παγκάκι στην αποβάθρα και τις παρατηρείς, το λίκνισμά τους αυτό σε παρασέρνει, νιώθεις μια ελαφριά ευχάριστη ζαλάδα, μεταφέρεσαι πίσω, στα βρεφικά σου χρόνια, τότε που χέρι μητρικό σε νανούριζε στη νάκα, πάνω κάτω, πέρα δώθε, πάνω κάτω…
Δεν είναι πάντως, συνεχώς, παντέρημες οι δύο σημαδούρες. Τις ώρες τις απογευματινές τις χειμωνιάτικες, όταν ο ήλιος έχει πάρει τον κατήφορο και συλλογιέται, «μήπως να περιμένω λίγο ακόμη, μήπως να ρίξω κι άλλο φως;», βλέπεις δύο πουλιά να παίρνουν θέση επάνω τους. Στην άσπρη, πρασινισμένη πια, ένας γλάρος καμαρωτός, πανέμορφος, στητός, με τα γκρίζα του φτερά τακτικά διπλωμένα στο κορμί του, το βλέμμα ίσια μπροστά, στέκει ακίνητος και παρακολουθεί κάθε κίνηση στη στεριά. Στη μολυβένια σημαδούρα, ένας κακάσχημος, ολόμαυρος κορμοράνος, με ανοιγμένα τα φτερά, με την ουρά στα σκέλια, τον μακρύ λαιμό με την κιτρινωπή κατάληξη του ράμφους στην άκρη, γυρίζει το κεφάλι αδιάκοπα, ίδιο μηχανικό εκκρεμές, τη λίμνη όλη εποπτεύει, καμία κίνηση δεν του ξεφεύγει, ούτε ο πιο ελαφρύς κυματισμός. Ο γλάρος δεν καταδέχεται να στρέψει τη ματιά του προς το μέρος του, τον αγνοεί επιδεικτικά. Και πριν το όλο σκηνικό μετατραπεί σε βαρετή εικόνα, να’ σου κι εμφανίζεται σμήνος ολόκληρο από γλαροπούλια. Σαματατζίδικα, με τις λαρυγγικές τους τις κραυγές, πετούν και παίρνουν θέση γύρω από την άσπρη σημαδούρα. Χορό αρχίζουν ή παιδικό παιχνίδι∙ πότε υψώνονται για λίγο και σβούρες κάνουν στον αέρα, πότε βολεύονται στα ασημόχρωμα νερά και τη φλυαρία τους δεν λεν να σταματήσουν. Ο γλάρος ο ακατάδεχτος, πάνω στο βάθρο του, αφ’ υψηλού εποπτεύει, μα δεν περνά απ’ τον νου του να συμμετάσχει στο πανηγύρι τους. Κι ο κορμοράνος τη δουλειά του: τις ερευνητικές του τις ματιές, κόβει, ωστόσο, λιγάκι κι απ’ την κίνηση γύρω από τη διπλανή τη σημαδούρα. Κι ας έχουν μαζευτεί εκεί κοντά, σε απόσταση βολής θα λέγαμε, του κόσμου τα ψαρόνια, άλλη λαλιά αυτά από τους γλάρους, Να’ τανε στη σύναξη μόνο εκείνα; Τα σκουφοβουτηχτάρια λίγο πιο πέρα, μια θέση διεκδικούν στη μάζωξη, σιμά-σιμά τα μαυροπούλια διόλου δεν ησυχάζουν…
Ώσπου, να, εκείνος ο μακρύς λαιμός του χάνεται για μια στιγμή μες στο νερό∙ το σώμα όλο ακολουθεί. Και ξαφνικά, το βλέπεις να αναδύεται με ένα ψάρι χωμένο μέσα στο ανοιχτόχρωμο το ράμφος. Πετά γύρω από τη σημαδούρα και στήνεται πάλι στο παρατηρητήριο. Ούτε που προλαβαίνεις να θαυμάσεις τη μαεστρία του στα μακροβούτια.
Πόθεν ξεπρόβαλε αυτός ο θηριώδης πελεκάνος; Κροτούν φτερά και ράμφος, τινάζονται και ισορροπούν οι ανοιχτές φτερούγες και, σαν πυραυλοκίνητη βολίδα σε πτήση κατακόρυφη, αρπάζει από του δύστυχου του κορμοράνου το ανοιγμένο ράμφος, το ψάρι. Αναταραχή στα γλαροπούλια. Με τις τσιρίδες τους να ηχούν παντού τριγύρω, τινάζονται απ’ τα νερά κι αναχωρούν για άλλη υγρή καταφυγή, άλλα υδάτινα λημέρια. Μαζί τους κι ο καρεκλοκένταυρος ο γλάρος. Αδειάζει ο θρόνος του. Ο πελεκάνος κάνει επιτόπια στροφή. Κάτι κινείται σπασμωδικά στον σάκο του κάτω απ’ το ράμφος και ήδη κανένα ίχνος από το ψάρι. Πετάει ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, που άρχισε κιόλας να σκουραίνει, και χάνεται μέσα στις καλαμιές, στο βάθος. Ψαρόνια, μαυροπούλια, σκουφοβουτηχτάρια, με μια ψιλοτρομάρα στις φωνές τους, απομακρύνονται σιγά-σιγά. Ο κορμοράνος, στο στέκι του ακόμη, ανοίγει τα φτερά, το κεφάλι του αρχίζει να κινείται μηχανικά και πάλι. Άλλη μία προσπάθεια, μήπως και καταφέρει άλλο ψάρι να τσακώσει. Ναι, αλλά τώρα ο ήλιος αποφάσισε να γείρει οριστικά γι’ απόψε. Βάφτηκε ήδη ο ουρανός πορτοκαλί και μοβ και κίτρινος, πέρα επάνω στα βουνά. Τέλειωσε αυτή η μέρα. Ο κακομοίρης ο κορμοράνος το παίρνει απόφαση ότι άλλο ψαρίσιο μεζέ γι’ απόψε δεν θ’ αποκτήσει. Τινάζεται με δύναμη, χτυπάει μια δυο φορές τα μαύρα του φτερά και παίρνει δρόμο για το σπίτι.
Οι σημαδούρες μένουν μόνες. Σε λίγο, ούτε που θα διακρίνονται στα σκούρα τα νερά. Μέχρι αύριο το απόγευμα, λοιπόν. Άραγε, το ίδιο πάλι αταίριαστο ζευγάρι, ο γλάρος με τον κορμοράνο στις ίδιες σημαδούρες ως συνήθως θα κουρνιάσουν;