Το 9ο φεστιβάλ MITEM (Madach International Theatre Meeting), του Εθνικού Θεάτρου της Βουδαπέστης, ανέλαβε το βαρύ φορτίο να φιλοξενήσει φέτος για τρεις μήνες (από τις 15 Απριλίου μέχρι τις 13 Ιουνίου, 2023), τη 10η Θεατρική Ολυμπιάδα, το όραμα του Θόδωρου Τερζόπουλου που μας το σύστησε στους Δελφούς το 1995, έχοντας ως συνοδοιπόρους στη Διεθνή Επιτροπή κορυφαία ονόματα του χώρου (Ταντάσι Σουζούκι, Μπομπ Γουίλσον, Γιούρι Λιουμπίμοφ, Νούρια Εσπέρτ, Αντούνες Φίλο, Τόνι Χάρισον, και Χάινερ Μίλερ). Διήρκεσε δύο εβδομάδες και φιλοξένησε εννέα παραστάσεις από εφτά χώρες.
Αμέσως μετά τους Δελφούς τη σκυτάλη θα πάρει η Ιαπωνία (1999), η οποία θα φιλοξενήσει 42 παραστάσεις από 20 χώρες, σε διάστημα δύο μηνών. Έκτοτε η Ολυμπιάδα θα συνεχίσει να μεγαλώνει και να εξελίσσεται, ακολουθώντας από κοντά τις καλλιτεχνικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Θεατρική Ολυμπιάδα: Όλος ο κόσμος μια σκηνή
Ανατρέχοντας κανείς στις εκατοντάδες συμμετοχές, θα διασταυρωθεί με όλα τα ρεύματα που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του παγκόσμιου θεάτρου τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια: συμμετοχικό θέατρο, θέατρο των εικόνων, θέατρο της υψηλής τεχνολογίας, θέατρο site specific, θέατρο της επινόησης, διάλεξη-θέατρο, θέατρο της σκληρότητας, σωματικό θέατρο, κλασικό θέατρο, διασκευές κλασικών έργων, κουκλοθέατρο, εγκαταστάσεις, χορο-θέατρο, χορός, θέατρο για παιδιά και νέους, μιμική, τσίρκο. Ένα εντυπωσιακό θεατρικό ανθολόγιο με τη συμμετοχή καλλιτεχνών από 100 και πλέον χώρες. Μια ειδολογική, αισθητική, στιλιστική και γεωγραφική διασπορά όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά αναπόφευκτη και συνάμα αναγκαία, εάν λάβουμε υπόψη πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα.
Μπροστά μας και γύρω μας στροβιλίζεται ένας κόσμος διαφορετικός, ένας κόσμος δυσερμήνευτος, φουρτουνιασμένος, μεταβατικός, και μεταμορφωτικός. Ένας κόσμος απίστευτα υψηλών ταχυτήτων, γεγονός που αναγκάζει και το θέατρο να τρέχει ασθμαίνοντας να τον προλάβει, να τον καταγράψει, να τον ακτινογραφήσει, να τον εκλογικεύσει, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Αναμενόμενο. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρωτόγνωρη ταχύτητα που έχει επιφέρει στο lifestyle και στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων η τεχνολογία είναι ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα που έχει να διαχειριστεί το σύγχρονο θέατρο, υπό την έννοια ότι δεν έχει πια την πολυτέλεια του χρόνου να στοχαστεί επάνω στις ίδιες τις κατακτήσεις του. Βρίσκεται διαρκώς κάτω από ανελέητη πίεση. Πριν καλά-καλά καταλαγιάσει κάτι στους κόλπους του προκύπτει αμέσως κάτι άλλο στη θέση του, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτυχθούν οι αναγκαίες ρίζες που τροφοδοτούν τους χυμούς στο θεατρικό δέντρο ώστε να μεγαλώσει και να ωριμάσει αβίαστα και φυσιολογικά. Υπάρχει κάτι σχεδόν εκβιαστικό στις εξελίξεις του τύπου «τρέξε ειδάλλως χάνεσαι». Με όλα αυτά υπόψη, δεν υπερβάλλουμε εάν ισχυριστούμε ότι ποτέ άλλοτε στη μοντέρνα ιστορία του (από το 1850 περίπου και μετά) το θέατρο δεν έζησε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τόσο έντονους κραδασμούς, όπως και τόσο μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του ρόλο. Είναι ένα θέατρο σε συνεχές τρέξιμο. Ένα θέατρο- νομάδας. Μετακινείται διαρκώς σε αναζήτηση νέου κοινού αλλά συνάμα και νέων εργαλείων για να αντιμετωπίσει ένα κόσμο πολύπλοκο και ολοένα λιγότερο πραγματικό. Οι πιο χαρισματικοί καταθέτουν έργο που αντέχει. Άλλοι έργο που ξεχνιέται γρήγορα. Δεν έχει σημασία. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι της δημιουργίας και της επιβίωσης. Και αυτή τη βάσανο της αναζήτησης και της αβεβαιότητας συναντά κανείς και στη φυσιογνωμία του πιο συμπεριληπτικού θεατρικού γεγονότος, της Θεατρικής Ολυμπιάδας, η οποία κάθε τέσσερα χρόνια, πέρα από καινούργια ονόματα, μας εκθέτει στις αγωνίες, στις τάσεις και στα οράματα που κυριαρχούν στον χώρο και εκθέτοντάς μας σε αυτά θέτει ταυτόχρονα σε δοκιμασία και τα εργαλεία του κριτικού μας λόγου, υπό την έννοια ότι οι αλλαγές που παρατηρούνται στα υλικά και στις ιδέες κατασκευής των παραστάσεων επιβάλλουν τη συνεχή ανανέωση και των εργαλείων της κρίσης τους. Πρόκειται για μια γόνιμη, κατά την άποψή μου, «αναμέτρηση» η οποία με τον τρόπο της καλλιεργεί και ένα διάλογο ουσίας ανάμεσα στο έργο τέχνης και τον κριτικό, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα και τους δύο, και φυσικά την ίδια την κοινότητα, τον τελικό αποδέκτη.
Αυτά ως μια πολύ γενική εισαγωγή στη 10η Ολυμπιάδα, μικρό μέρος της οποίας είχα την τύχη να παρακολουθήσω.
10η Ολυμπιάδα: η ογκωδέστερη
Η Ολυμπιάδα στη Βουδαπέστη είναι, εξ όσων γνωρίζω, η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα από άποψη όγκου συμμετοχών. Και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο, γιατί δείχνει ότι το δέντρο του θεάτρου, παρ’ όλη την κρίση που βιώνει, κυρίως οικονομική, εξακολουθεί να παράγει καινούργιους καρπούς, επαληθεύοντας τη γνωστή άποψη που λέει ότι το θέατρο είναι παιδί της κρίσης, ένα είδος που αντλεί υλικό και έμπνευση μέσα από συγκρούσεις, δυσκολίες και κακοτοπιές.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φετινής διοργάνωσης και η εντυπωσιακή γεωγραφική διασπορά των εκδηλώσεων. Η οργανωτική επιτροπή, με πρόεδρο τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Ατίλα Βιντνιάνσκι, έκρινε (και πολύ σωστά) ότι θέατρο δεν μπορεί να έχει μόνο η πρωτεύουσα, η Βουδαπέστη, γι’ αυτό άνοιξε τη φεστιβαλική βεντάλια ώστε οι περισσότερες πόλεις της χώρας να απολαύσουν έστω και ένα μικρό μέρος της παγκόσμιας αλλά και της εγχώριας δραματουργίας και των παραστατικών τεχνών, εφαρμόζοντας στην πράξη ένα από τα βασικά motto του θεσμού: «διασχίζοντας σύνορα», εσωτερικά ή εξωτερικά, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η μετακίνηση του ενός και μοναδικού κέντρου (εν προκειμένω της Βουδαπέστης) και προς άλλα κέντρα.
Περίπου 100 θέατρα και επιλεγμένοι χώροι σε όλη την χώρα θα έχουν φιλοξενήσει μέχρι τα μέσα Ιουνίου που λήγει η Ολυμπιάδα, 750 εκδηλώσεις, που εκτός από παραστάσεις περιλαμβάνουν, συνέδρια, συζητήσεις στρογγυλής τράπεζας, βιβλιοπαρουσιάσεις κ.λπ. 7500 καλλιτέχνες από 58 χώρες και συνολικό κόστος 22 εκατομμύρια, είναι ο τελικός απολογισμός. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που συμμετέχουν είναι ονόματα όπως: Ρόμεο Καστελούτσι, Κριστιάν Λούπα, Βαλερί Φοκίν, Τιάγκο Ροντρίγκες, Πίπινγκ Τομ, Χάινερ Γκέμπελς, Σίλβιου Πουρκαρέτε, Ντέκλαν Ντόνελαν, Κριστόφ Μαρτάλε, Αλεσάντρο Σέρα, Εουτζίνιο Μπάρμπα, Ίβο βον Χόβε, Σάιμον Μακμπέρνι, Έμα Ντάντε, Γιαν Φαμπρ, Γιαν Κλάτα, Τζον Καλαμάνταλαμ, Γκαμπόρ Τόμπα, και από την Ελλάδα, Θόδωρος Τερζόπουλος, Σάββας Στρούμπος και Δημήτρης Παπαϊωάννου, μεταξύ δεκάδων άλλων.
Το σύμβολο της φετινής Ολυμπιάδας
Σύμβολο της 10ης Ολυμπιάδας είναι η κιβωτός, η οποία αποτελεί μέρος της πρόσοψης του Εθνικού Θεάτρου. Επελέγη από τους σχεδιαστές του κτηρίου ώστε να παραπέμπει κυρίως στο βιβλικό αφήγημα, δηλαδή στο συμβολικό μέσον σωτηρίας των ανθρώπινων αξιών και όλων εκείνων που αποφασίζουν να επιβιβαστούν σε αυτή. Το φορτίο της αποτελούν αρχαιοπρεπείς ελληνικοί κίονες και κιονόκρανα, που παραπέμπουν συμβολικά στις αθηναϊκές αφετηρίες του θεάτρου και κυριολεκτικά στο πρώτο κτήριο του Εθνικού θεάτρου της Ουγγαρίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Δηλαδή, στο φορτίο της συνυπάρχουν και συντελούν η παράδοση με την καινοτομία, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη Θεατρική Ολυμπιάδα, αποστολή της οποίας είναι να γεφυρώνει χάσματα και αποστάσεις, να βοηθά τον κόσμο να δει πιο καθαρά τι γίνεται γύρω του, να του υποδεικνύει νέα δρομολόγια ώστε να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τις προκλήσεις της εποχής, τις συγκρούσεις, τις αντιπαλότητες, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον θρησκευτικό φανατισμό, τις έμφυλες σχέσεις.
Το «πιστεύω» της οργανωτικής επιτροπής λέει πως σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπως είναι ο κόσμος σήμερα, έργο του καλλιτέχνη του θεάτρου που βρίσκεται στην κιβωτό είναι να φέρνει πιο κοντά τους λαούς, χωρίς να θυσιάζει τις διαφορετικότητές τους. Ο καλλιτέχνης του θεάτρου δεν προπαγανδίζει, δεν εγκλωβίζει την τέχνη του σε μονομανίες και προσωπικές ιδεολογικές αγκυλώσεις. Δεν διδάσκει πολιτική αλλά πρωτίστως διδάσκει διάλογο. Ο διάλογος και όχι ο μονόλογος, είναι η ύψιστη μορφή πολιτικής έκφρασης. Ο διάλογος είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στη δημοκρατία, γιατί ακριβώς ζει μέσα από τη συνάντηση διαφορετικών θέσεων. Όπως λέει ο συγγραφέας Χάουπτμαν, «Το θέατρο, μαζί με το κοινό του, είναι η πιο παλιά πνευματική κοινότητα στον κόσμο». Και η κιβωτός επελέγη για να κουβαλήσει συμβολικά αυτή την κοινότητα στα δύσκολα μονοπάτια του 21ου αιώνα.
Το όραμα της Θεατρικής Ολυμπιάδας
Ο Τερζόπουλος, ο εμπνευστής και θεμελιωτής αυτού του πολύ σημαντικού θεσμού, είναι απόλυτα σαφής όταν λέει ότι το όραμα πίσω από τη δημιουργία της Θεατρικής Ολυμπιάδας είναι τα όραμα της συνύπαρξης, όπως ήταν το όραμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, για χατίρι των οποίων αναστέλλονταν ακόμη και οι πιο αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις. Και προς επίρρωση αυτού, ο Τερζόπουλος αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι αμέσως μετά την εξαγγελία της δημιουργίας του θεσμού το 1992, για πρώτη φορά συναντήθηκαν οι υπουργοί πολιτισμού της Ελλάδος και της Τουρκίας για να συζητήσουν τρόπους υποστήριξής του (αποτέλεσμα: η Κωνσταντινούπολη θα γίνει μία από τις πόλεις που θα φιλοξενήσει την Ολυμπιάδα — το 2006).
Και κάτι ακόμη που αξίζει να σημειωθεί. Σε μια εποχή που επιδιώκει την ομογενοποίηση των λαών, με όρους όμως οικονομικούς, η Θεατρική Ολυμπιάδα επιδιώκει κάτι άλλο: τη συνύπαρξη των λαών σεβόμενη τη διαφορετικότητα του καθενός, κάτι άλλωστε που το δηλώνουν όλα τα επιλεγμένα motto και των δέκα Ολυμπιάδων: «διασχίζοντας χιλιετίες» στους Δελφούς, «Θέατρο για τον κόσμο» στη Μόσχα, «Πέρα από τα σύνορα» στην Κωνσταντινούπολη, «Αγάπη και ανθρωπότητα» στη Νότια Κορέα, «Ο κόσμος ως το μέρος της αλήθειας» στο Βρότσλαβ, «Σημαία φιλίας» στο Νέο Δελχί, «Δημιουργώντας γέφυρες» στην Πετρούπολη και την Τόγκα και το πιο πρόσφατο «Άνθρωπε προχώρα, προσπάθησε, προσπάθησε, έχε πίστη και εμπιστοσύνη» στη Βουδαπέστη, πίστη στο μέλλον που έρχεται και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.
Ολυμπιάδα μνήμης
Η Ολυμπιάδα, αυτή η δεξαμενή των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του ανθρώπου, είναι παράλληλα και μια αποθήκη μνήμης, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τερζόπουλος, μια μνήμη που πηγαίνει ενάντια στις λειτουργίες της λήθης που προωθεί ο σύγχρονος πολιτισμός.
Η υψηλή τεχνολογία μπορεί να «απειλεί» με αποδιοργάνωση ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του ζωντανού θεάτρου, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος θα πάψει να παρακολουθεί θέατρο. Αυτό δεν γίνεται, γιατί απλούστατα το θέατρο είναι συνυφασμένο με τη ζωή. Και όσο θα υπάρχει ζωή, το θέατρο θα είναι πάντα εκεί να την παρατηρεί, να τη σχολιάζει, να την κρίνει και να τη συγκρίνει, να την αποθηκεύει, θέτοντας κάθε τόσο και νέα ερωτήματα που να την αφορούν.
Η τέχνη δεν απαντά, ερωτά
Μπορεί ορισμένοι να υποστηρίζουν ότι η τέχνη οφείλει να δίνει απαντήσεις, όμως αυτό δεν είναι η δουλειά της, αλλά η δουλειά του καθενός από εμάς. Τη θεατρική τέχνη δεν την αφορούν οι απαντήσεις αλλά τα ζητήματα που βάζει προς κρίση και προβληματισμό.
Το σπουδαίο θέατρο είναι εκείνο που μας στέλνει στο σπίτι μετά από μια παράσταση φορτωμένους με λογής-λογής απορίες. Το σπουδαίο θέατρο αρχίζει εκεί όπου σταματά η δική μας φαντασία. Το σπουδαίο θέατρο μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τις ελλείψεις μας, το πόσο λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τον κόσμο , ακόμη και για τον εαυτό μας. Και ένα σπουδαίο γεγονός όπως μια Θεατρική Ολυμπιάδα μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τις βασικές απορίες που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ατέλειες του ανθρώπου όπου γης, όπως εύστοχα θα πει και πάλι ο Τερζόπουλος στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή του με τον Ταντάσι Σουζούκι λίγες μέρες μετά την έναρξη της Ολυμπιάδας.
Ορισμένες παραστάσεις: Εν αρχή η Νόρα
Εντελώς δειγματοληπτικά στέκομαι σε ορισμένες παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν μέσα στον Απρίλιο, αρχίζοντας με ένα πολύ σύντομο σχόλιο για τη «δική μας» «Νόρα» (προσαρμογή του ιψενικού «Κουκλόσπιτου»), σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, η οποία θα εγκαινιάσει τη 10η Ολυμπιάδα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θέατρου της Βουδαπέστης. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να δω την παράσταση στη Βουδαπέστη, επειδή όμως γνωρίζω την αθηναϊκή, μπορώ να καταλάβω πού οφείλεται ο μεγάλος ενθουσιασμός του κόσμου που γέμισε ασφυκτικά την αίθουσα.
Η ιδιαίτερη σκηνική γραφή του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη, ο πολυσημαίνον μινιμαλισμός του, η αυστηρή διαχείριση της σημειωτικής του χώρου, η προσοχή και στην ελάχιστη κίνηση, η με μαθηματική ακρίβεια ανάδειξη του σώματος σε ύψιστο εκφραστή νοημάτων, ο διυλισμένος λόγος που απελευθερώνει κατά κύματα το παλλόμενο σώμα λες και απελευθερώνει χορευτές, το κοινωνικό Εγώ που στέκεται εκστατικό απέναντι στο άφατο, το φοβισμένο Εγώ της κρυμμένης αλήθειας, το εγκλωβισμένο σώμα που αναλαμβάνει δράση λειαίνοντας την έξοδο της Νόρας από τα προσωπικά της αδιέξοδα, όλα αυτά που είχαν συνεπάρει το αθηναϊκό κοινό, μαθαίνω από τον ίδιο τον σκηνοθέτη ότι ενθουσίασαν εξίσου εάν όχι περισσότερο και τον κόσμο στη Βουδαπέστη. Επί 8 λεπτά, μου είπε ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος, καταθέτοντας τη δική του αδιάψευστη ετυμηγορία. Ένα λαμπρό και τιμητικό για τον Έλληνα καλλιτέχνη ξεκίνημα της 10ης διοργάνωσης.
Επίσης, με θέρμη θα υποδεχτεί ο κόσμος, δύο μέρες μετά τη «Νόρα», την «Αναφορά για μια Ακαδημία», τη σπουδαία δουλειά του συνεχιστή του Τερζόπουλου και διαρκώς εξελισσόμενου Σάββα Στρούμπου. Μια παράσταση-σεμινάριο σωματικού και φωνητικού θεάτρου. Μια πυκνή, μινιμαλιστική προσέγγιση του διηγήματος του Κάφκα, γεμάτη συμβολισμούς, εικόνες και νοήματα γύρω από τον βίαιο εξανθρωπισμό μιας μαϊμούς.
Οι Τρωάδες και η Ηλέκτρα του Σουζούκι
Ο Ταντάσι Σουζούκι, ο έτερος συνοδοιπόρος του Τερζόπουλου στη Διεθνή Επιτροπή της Θεατρικής Ολυμπιάδας, και γνώριμος στο θεατρόφιλο κοινό της Ελλάδος (είδαμε δουλειές του στους Δελφούς και στην Επίδαυρο), θα δηλώσει το παρόν του με δύο από τις μεγάλες και διαχρονικές του επιτυχίες, τις «Τρωάδες» και την «Ηλέκτρα».
Κατά δική του ομολογία, η εμπειρία της ήττας των Ιαπώνων στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο είναι αυτή που θα τον οδηγήσει στις ευριπίδειες «Τρωάδες» στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προκειμένου να υπογραμμίσει το πανανθρώπινο αίσθημα του πόνου και της απώλειας.
«Δεν υπάρχει τίποτε πιο δραματικό», γράφει στις σημειώσεις του για το έργο ο σκηνοθέτης, «από τα να είσαι αναγκασμένος να περιμένεις και να φαντάζεσαι ένα μέλλον καταστραμμένο και μια μοίρα αναπόφευκτη. Πιστεύω πως πολλοί από μας στην Ιαπωνία, που βίωσαν την εμπειρία της ήττας του Δεύτερου Παγκόσμιου πόλεμου, δοκιμάστηκαν από μια ανάλογη συναισθηματική κατάσταση. Τέτοιες σκέψεις με οδήγησαν να επιλέξω το έργο αυτό. Ήθελα να δω κατά πόσο, μετατρέποντας τους χαρακτήρες σε Ιάπωνες που επιβίωσαν μέσα από τα ερείπια του πολέμου, θα μπορούσα, μέσα από την σκηνική τους παρουσία, να ξαναζωντανέψω τα πάθη των Τρωάδων. Εκείνο που ελπίζω μέσα από αυτή τη διπλή προσέγγιση, είναι να μπορέσω να αποκαλύψω πώς ο ανθρώπινος πόνος υπερβαίνει τον χρόνο και τον χώρο, τόσο στην Ιαπωνία όσο και πέρα από αυτήν».
Έκτοτε ο Σουζούκι θα ταξιδέψει σε διάφορα φεστιβάλ με το έργο αυτό, το οποίο θεωρεί ως μια από τις πλέον σημαντικές, καθοριστικές σκηνοθεσίες του. Στο πρόσωπο της Εκάβης συμπυκνώνεται το δράμα των ηττημένων και κυρίως των γυναικών που πληρώνουν το τίμημα μιας πράξης που αποφάσισαν οι άντρες. Μόνες και αβοήθητες καλούνται να δώσουν τον δικό τους αγώνα επιβίωσης.
Με την κατά Ευριπίδη και Ούγκο φον Χόφμανσταλ «Ηλέκτρα» ο Σουζούκι συνεχίζει να καταδύεται στα βάθη του εθνικού και πανανθρώπινου τραύματος. Ένα τραύμα που εξακολουθεί να χάσκει και να αιμορραγεί. Η Ηλέκτρα, βυθισμένη στα πάθη και την οργή της, παγιδευμένη σε καταστάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να απαλλαγεί, απευθύνει διαρκώς τον λόγο της στο κοινό. Η ένταση της φωνής γίνεται ακόμη πιο τρομακτική από τις παραμορφωτικές, τις γκροτέσκες εκφράσεις του προσώπου της. Απέναντί της είναι μια Κλυταιμνήστρα ηττημένη, άυπνη, εξουθενωμένη, όμως και κακοποιητική απέναντι στην οικονόμο της και χειριστική με το προσωπικό της. Αυτή εξουσιάζει, αυτή ορίζει (η νομίζει ότι ορίζει) τη βιοπολιτική της ιστορίας. Δεν έχει όμως και τόση σημασία, γιατί στο τέλος το αποτέλεσμα μετράει. Η κραυγή της τη στιγμή του φόνου στα παρασκήνια φτάνει στο κοινό με τρόπο εκκωφαντικό, ώστε να υπογραμμιστεί το μέγεθος της πράξης αλλά και της ύβρεως.
Ο Σουζούκι, σχολιάζοντας το έργο, υποστηρίζει πως κανένας άνθρωπος δεν είναι στο απυρόβλητο. Όλους μας αφορούν και μας διδάσκουν αυτές οι πράξεις εκδίκησης και απόδοσης δικαιοσύνης. Από την Ηλέκτρα απομονώνω εν τάχει τον Χορό των πέντε ηθοποιών σε αμαξίδια. Συγκλονιστικός! Απίστευτο τάιμινγκ, απίστευτη ενέργεια και σωματική αρμονία. Μόνο κολακευτικά λόγια αρμόζουν στην ηθοποιό Sato Aki/Ηλεκτρα. Χάρμα ιδέσθαι. Όπως χάρμα ιδέσθαι ήταν όλοι γενικά οι συντελεστές, και στις δυο παραστάσεις. Δύο παραστάσεις που προτείνουν και υποστηρίζουν με καθαρότητα, πυκνότητα και συνέπεια την πρότασή τους, που αφορά το ανέβασμα κλασικών έργων.
Συγκρίνοντας τες με το πως τις είδα παλαιότερα να λειτουργούν σε ανοικτό θέατρο, υπάρχουν διαφορές Πιο πολύ έχω εντυπωσιαστεί τώρα από τη δυναμική του φωτισμού σε κλειστό θέατρο, μια δυναμική που είναι αδύνατο να αναπαραχθεί το ίδιο εντυπωσιακά σε ένα υπαίθριο θέατρο. Το φως πολλές φορές μεταμορφώνεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή, σε φορέα που μετατρέπει τους υποκριτικούς όγκους σε σκιές, σαν σκιές της ίδιας της ιστορίας που στοιχειώνει τους ανθρώπους, τα όνειρα τους, τις πράξεις τους. Λες και κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ιστορία (του). Είναι το ριζικό του. Η σκιά του. Το φως και το σκοτάδι του. Ανάλογης διαπεραστικής ενέργειας και αποκαλυπτικής έντασης οι ήχοι--οι οποίοι είναι αδύνατο να φτάσουν όλοι ακέραιοι στον θεατή σε ένα ανοικτό θέατρο. Πολλοί χάνονται. Εξαίρεση, οι ήχοι της τυμπανίστριας (εκπληκτική δεξιοτεχνία).
Αυτά πολύ βιαστικά για δυο παραστάσεις που δείχνουν ότι αντέχουν ακόμη στις αποδομητικές δοκιμασίες του χρόνου.
Τρίπτυχο από τους Peeping Tοm
Ανάμεσα στα απόλυτα highlights της φετινής Ολυμπιάδας ανήκει η φοβερή δουλειά που κατέθεσε στο «Τρίπτυχο» (Triptych) η βελγική ομάδα Peeping Tom. Τρεις ανεξάρτητες ιστορίες (των Gabriela Carrizo και Frank Chartier) που εκτυλίσσονται γύρω από μια λέξη: αναζήτηση. Αναζήτηση της ελπίδας, η αναζήτηση ενός ονείρου, η αναζήτηση μιας εξόδου από τα άπειρα αδιέξοδα, η αναζήτηση του φωτός. Εξού και οι δηλωτικοί τίτλοι κάθε ιστορίας: Η απούσα πόρτα [Missing Door], To
χαμένο δωμάτιο [The
Lost
Room] και Το κρυμμένο πάτωμα [The Hidden Floor].
Η «πόρτα» και στις τρεις ιστορίες, λειτουργεί ως το απόλυτο εμπόδιο, το σύμβολο του εγκλεισμού και παράλληλα η γέφυρα από τη μια ιστορία στην άλλη. Και στις τρεις ιστορίες η πόρτα συμβάλλει καθοριστικά στη σύνθεση ενός σκοτεινού και απειλητικού λαβύρινθου, δοσμένου σε τόνους και χρώματα φιλμ νουάρ.
Πρόκειται για έναν ύμνο στην ομορφιά του χορού και του σωματικού θεάτρου, μια περφόρμανς η οποία με τον τρόπο της συνεχίζει την ενασχόληση της ομάδας με την έννοια του κλειστού χώρου, είτε αυτός ο χώρος έχει την έννοια τη χωρική είτε τη ψυχική.
Να θυμίσω πως από την πρώτη κιόλας δουλειά της ομάδας (με τον ενδεικτικό τίτλο «Caravana», 1999), ο χώρος, ως δρώσα δύναμη, θα μπει στο επίκεντρο των δοκιμασιών και αναζητήσεών της. Στη συγκεκριμένη περφόρμανς, οι θεατές βρίσκονταν εκτός του χώρου/αίθουσας επιτέλεσης και παρακολουθούσαν («έπαιρναν μάτι») τους επιτελούντες εντός του τροχόσπιτου, μια χωρική τακτοποίηση των σχέσεων θεατή και θεάματος σύμφωνη με τον τίτλο που είχαν επιλέξει να δώσουν στην ομάδα τους: «Ματάκηδες/Peeping Tοm», μια ονομασία που μπορεί στα αγγλικά να φέρει σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως τονίζει η αργεντίνικης καταγωγής χορογράφος Gabriella Carizzo, όμως καμία σχέση δεν έχει με αυτό που κάνουν. Η ίδια διευκρινίζει σε μια συνέντευξή της πώς προέκυψε το όνομα: «Παρακολουθούμε τον κόσμο πώς τρώει, πώς είναι, και κατεβάζουμε ιδέες. Αναζητούμε καταστάσεις στη ζωή μας και στις οικογένειές μας. Μιλάμε για ταμπού. Κι έτσι είπαμε, οκ είμαστε ματάκηδες». Δηλαδή, παρατηρητές της ζωής που βλέπουν αυτό που διαφεύγει της προσοχής των πολλών, εμβολιάζοντάς το με καινούργια ενέργεια και ενδιαφέρον. Ένα είδος δημιουργικής αποδόμησης του οικείου, μια ανανεωμένη γνωριμία με τον κόσμο και τα μυστήριά του.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως για την περφόρμανς του Τρίπτυχου θα περάσουν από ακρόαση 600 άτομα (σε σύνολο 2000 αιτήσεων), για να καταλήξουν στους εφτά χορευτές που είδαμε.
Πόλεμος και ειρήνη
Το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου επέλεξε να φέρει στην Ολυμπιάδα το επικό έργο του Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη», σε σκηνoθεσία Μπόρις Λιγιέσεβιτς. Ένα πολυσυζητημένο πεζογράφημα που καλύπτει την περίοδο από το 1805, τη μάχη του Άουστερλιτς (γνωστή και ως «Η Μάχη των Τριών Αυτοκρατόρων»), μέχρι την κατάκτηση της Μόσχας από τον Ναπολέοντα τον Σεπτέμβριο του 1812. Τεράστιο το διακύβευμα για κάθε θεατρικό καλλιτέχνη, εάν αναλογιστεί κανείς τον όγκο των 1400 σελίδων, όπου ο συγγραφέας με χειρουργικό τρόπο ακτινογραφεί ένα σύμπαν ολόκληρο. Πρόκειται για ένα πανοραμικό έργο όπου χωράει όλη η ανθρωπότητα, ένα έργο που αγγίζει τα πάντα, την αγάπη, τον πόλεμο, την ειρήνη, τον Θεό, το μίσος, οπότε εύλογο και το ερώτημα: πώς μπορεί να χωρέσει σε μια παράσταση περιορισμένου χώρου και χρόνου, χωρίς να τσαλακωθεί;
Τρεις ώρες χρειάστηκε ο σκηνοθέτης, σε συνεργασία με τον διασκευαστή-συγγραφέα Φέντορ Σούλι, να μας δώσει με πολύ αδρές πινελιές ορισμένα μόνο από τα βασικά συστατικά του έργου. Καταφεύγοντας στο πρώτο μέρος σε τεχνικές μεταδραματικής αισθητικής, προσπάθησε να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στη σελίδα και τη σκηνή, χωρίς ωστόσο κάτι το ιδιαίτερο. Η ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο, τα διαλογικά και αυτοσχεδιαστικά ιντερμέδια, ο κατά τόπους αφηγηματικός τόνος απόδοσης, η χαλαρή ατμόσφαιρα (σαν σε πρόβα), η μετωπική επικοινωνία με το κοινό κ.λπ. είναι πια κοινός τόπος, οπότε από αυτή την άποψη δεν είδαμε κάτι καινούργιο.
Επίσης, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, κάτι στο οποίο ο Τολστόι δίνει ιδιαίτερη σημασία αφιερώνοντας δεκάδες σελίδες, στην παράσταση δεν είχε εκ των πραγμάτων πολλά περιθώρια να αναπτυχθεί, με αποτέλεσμα να χαθεί ένα μέρος του κοινωνικού και οικογενειακού άλμπουμ των δρώντων προσώπων.
Το δεύτερο μέρος, ωστόσο, όπου η σκηνοθεσία έδωσε περισσότερο χώρο να αναπτυχθεί το δράμα χωρίς τις μεταδραματικές σφήνες του πρώτου, η παράσταση και οι ερμηνείες ζωντάνεψαν, απέκτησαν καλύτερο και πιο συμπαγή ρυθμό, πιο άμεσο επικοινωνιακό γκελ και υποστηρίχθηκαν με επάρκεια από όλα τα μέλη του θιάσου και από τα παλαιότερα και από τα νεότερα.
Εν κατακλείδι
Μένω σε αυτά τα ενδεικτικά δείγματα σκηνικής γραφής, αφήνοντας εξ ανάγκης εκτός συζήτησης δεκάδες άλλες παραστάσεις που φέρουν την υπογραφή σπουδαίων σκηνοθετών, κάποιες από τις οποίες έχουμε δει και στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα το «Bros» του Romeo Castelucci (Στέγη Ωνάσση).
Κλείνω με μια ευχή. Μακάρι κάποια στιγμή να μπορέσει αυτό το μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός να φιλοξενηθεί ξανά στην χώρα μας, και ειδικά στη Θεσσαλονίκη (που το έχει περισσότερο ανάγκη από ό,τι η Αθήνα). Θα ήταν μια μοναδική ευκαιρία στους θεατρόφιλους της πόλης και τους καλλιτέχνες της (και όχι μόνο) να έχουν μια σφαιρική και ποιοτική εικόνα του παγκόσμιου θεάτρου και των παραστατικών εν γένει τεχνών σήμερα. Κοστίζει. Όμως, αξίζει μια τέτοια επένδυση. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότερες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το πρώτο πράγμα που έκαναν μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ ήταν να επενδύσουν χρήματα στον πολιτισμό (όπως: φιλοξενία μεγάλων πολιτιστικών γεγονότων, καθιέρωση showcases, δημιουργία διεθνών φεστιβάλ, διευκόλυνση εξαγωγής της εγχώριας θεατρικής παραγωγής κ.λπ. Βλ.. ενδεικτικά τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στην Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, μεταξύ άλλων). Ο πολιτισμός είναι πλέον ισχυρός παράγοντας της παγκόσμιας διπλωματίας. Ένα διεθνές διαβατήριο. Οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε. Αυτό έκανε και η Ουγγαρία φέτος με την Ολυμπιάδα.