Η συμφιλίωση ή μη με το χρώμα υποδηλώνει εμμέσως βαθύτερες μέριμνες, ηθικές αναστηλώσεις και βεβαίως μακροχρόνιες αγωνίες του είναι. Η άσπρη επιδερμίδα καταλαμβάνει στους κύκλους των γυναικών την πρώτη επιθυμητή βαθμίδα, αποτελώντας κάτι σαν αδιαφιλονίκητο πρόκριμα για το πέρασμα των πιστών του από το status quo των πολλών της σουδανικής ισλαμικής κοινότητας στους προνομιακούς χώρους μιας ανώτερης κοσμιότητας. Έπεται στην από όλους αποδεκτή αυτή κλίμακα των προτιμήσεων το ελαφρώς σκούρο, το οποίο προσεγγίζει τις αποχρώσεις του κίτρινου, ακολουθούμενο από το κοκκινωπό, το πρασινωπό και το κυανό. Τελευταίο έρχεται το μαύρο, συνιστώντας το κατ΄ εξοχήν χρώμα τόσο των γηγενών του κεντρικού και του νοτίου Σουδάν, όσο και των Αφρικανών στο σύνολό τους. Η γυναίκα συνιστά έτσι από πολλές πλευρές την άμεση αντικειμενικοποίηση των διαθέσεων, των ομολογουμένων ή ανομολόγητων ορμών, αλλά και των φοβιών, οι οποίες εμπεριέχονται στα χρώματα.
Το σώμα. Η περιφορά του στη λιτότητα. Οι εμπειρίες του καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τη θανάσιμη πληθωρικότητα της ερήμου, με την αμφίβολη ασφάλεια της σαβάνας. Να διατηρηθεί με κάθε τρόπο αλώβητο. Σκόπιμη περιφορά. Και βεβαίως αναζήτηση πόρων ζωής. Μέχρις εσχάτων πάντα. Περιθώριο της ζωής. Παθιασμένο όμως. Εμπύρετο περιθώριο. Με λοιμώδη νοσήματα να καραδοκούν. Πολλά από τα ζώα που ακολουθούν το σώμα για να το ζήσουν είναι ταυτόχρονα φορείς επικίνδυνων ιών. Πολύτιμοι, κινητοί θάνατοι. Νομάδες εκ γενετής, που κάποια στιγμή είπαν να μιμηθούν δέντρα, να γίνουν καλύβες και χωριά, κοπάδια καρπερά στο απέραντο μαντρί του Θεού. Στο σώμα της γυναίκας εγγράφεται η βεβαιότητα της καθημερινής έντασης. Και της καρτερικότητας μαζί. Σημάδια πάνω στο σώμα: οι εμμονές και οι πεποιθήσεις τους, σφραγίδες ανεξίτηλες ενός καθόλα αυθεντικού πολιτισμού.
Απόσπασμα από ένα κείμενο του 1969 γραμμένο στο Παρίσι, όπου χιλιάδες νομάδες αναζήτησαν κατά καιρούς στέγη και φαΐ: «Θα σαλέψει μες στην άμμο κάτι θα σαλέψει στον ουρανό τον αέρα την άμμο. Πάντα μόνο στο όνειρο το όμορφο όνειρο μόνο μια φορά η θητεία. Μικρό σώμα μικρός μονοκόμματος όγκος καρδιά που χτυπάει γκρίζο σταχτί μόνο ορθό. Γη ουρανός ένα ολούθε αχανές μικρό σώμα μόνο ορθό. Στην άμμο κανένα κράτημα ακόμα ένα βήμα στο αχανές θα το κάνει. Κανένας ήχος καμία πνοή ίδιο γκρίζο ολούθε γη ουρανός σώμα ερείπια». Η γλώσσα χωρίς σάβανο. Γραμματική και σύνταξη των ερήμων. Η πνοή της Σαχάρας. Η αίσθηση μιας αιφνίδιας εγγύτητας: ο Σάμιουελ Μπέκετ ταυτίζεται, ενσωματώνεται, απεικονίζει χαρακτήρες που συνάντησα εδώ.
Δεν θα μπορούσε να ήταν σαφέστερη η προτροπή του λεγόμενου τελευταίου μεγάλου Προφήτη, του Μωάμεθ: «Οι γυναίκες σας είναι για σάς σαν ένα χωράφι για όργωμα: πηγαίνετε στο χωράφι σας, όπως το επιθυμείτε, αλλά κάντε πρωτύτερα μια καλή πράξη προς όφελός σας». H εντολή του περιέχει την ευθύτητα και την αμεσότητα ενός κλασικού γεωργικού παραγγέλματος. Στον αναμενόμενο αντίποδα της εκρήγνυται ο Αλ-Αμπάς Ιμπν Αλ-Αχνάφ: «Υιέ του Αδάμ, ας διακηρύξουμε μαζί ότι είμαστε σκλάβοι των γυναικών!».
Ο πιστός είναι ο αναπόφευκτος κριτής. Ενεργεί πάντα σύμφωνα με το ισχυρό πρόσταγμα της ψυχής, δηλαδή με την τελική, τη δοκιμασμένη διαλεκτική της βασίλισσας των απολαύσεων. Ίσως αυτό να συνιστά τη μεγάλη οντολογική έκρηξη, την ύστατη πράξη ελευθερίας.
Εκείνη δεν έφτασε ποτέ ως εδώ. Διέθετε όμως το χάρισμα μιας οξύτατης ακοής. Έτσι μπορούσε να αφουγκραστεί τους έντονους ψιθύρους, τους τριγμούς της νύχτας, την ορμή των αρπακτικών προτού καρφωθούν στη λεία τους. Ξάπλωνε στις αρχαίες όχθες του ποταμού κι έβλεπε στην οθόνη των προσωπικών της επινοήσεων, τα θολά τοπία, έως πέρα ό,τι σαρώνει το αμείλικτο χαμπούμπ, η ανεμοθύελλα που αποδιοργανώνει τους νομάδες. «Εκεί κάτω τα μάτια μου είναι τ’ αβλέφαρα μάτια μιας πέτρινης μορφής στην έρημο, στο Νείλο. Βλέπω γυναίκες που πηγαίνουν στο ποτάμι, κρατάνε κόκκινα σταμνιά. Βλέπω καμήλες που σειούνται και άντρες με τουρμπάνια. Ακούω ποδοβολητά, ταρακουνήματα, ανασαλέματα, γύρω μου.» Ο αντίλαλος του μόνιμα ωχρού αυτού κόσμου, που ρυτιδώνει κάποια στιγμή Τα Κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ, μετέφερε αλώβητο ένα μέρος από την αλήθεια του τοπίου στους πρώτους αγγλοσάξονες αναγνώστες της. Κι από τότε φτάνει και σ΄ εμάς σαν πρόσκληση. Ή σαν εικαστική απόπειρα.
Αν, από καθαρά βιολογική άποψη, είχε προλάβει η λογοτεχνική μητέρα της Κυρίας Νταλαγουέη να διαβάσει την παρακάτω σκέψη του μυθιστορήματος Ο Σεβαστός Κύριος του Ναγκίμπ Μαχφούζ, ίσως θα είχε γεννηθεί ένα ακόμη μυθιστόρημά της: «Η γυναίκα πάντα διέθετε ένστικτο που την οδηγούσε στη γνώση των βαθύτερων υποθέσεων δίχως να καταφύγει στο νου. Αν η ανθρωπότητα είχε αυτού του είδους την ενστικτώδη πρόσβαση στο άγνωστο, αυτό δε θα παράμενε άγνωστο». Οι Σουδανές του βορρά είναι φανερό ότι διαπνέονται κι αυτές από την απόκρυφη, αλλά ανυποχώρητη ροπή της αποκρυπτογράφησης του κόσμου.
Ίσως γι΄ αυτό από μια άποψη να παραμένουν, συνειδητά ή μη, εγκιβωτισμένες στις πανοπλίες - ρούχα τους και στα απαραίτητα πέπλα: για να μην διαρρεύσει ο τρόμος ή η λύτρωση. Τι άλλο να συνέχουν τα απρόοπτα, τα φοβερά σημαίνοντά τους;
Προσεύχονται με τάξη αρκετά μέτρα πίσω από πατέρες, αδελφούς, συζύγους, λοιπούς συγγενείς και φίλους. Αποστασιοποιημένες, συγκεντρωμένες σε ένα νοητό υπέρ κέντρο ισχύος, το οποίο τις εξουσιάζει απόλυτα τώρα καθώς διπλώνονται στα δύο, συναποτελούν ανοικτούς διαύλους των ιερών παραγράφων. Αν τύχει και βρεθούν την καθορισμένη ώρα της προσευχής μακριά από το σπίτι, όταν, για παράδειγμα, επισκέπτονται τους δικούς τους που νοσηλεύονται στα υπερπλήρη συνήθως λαϊκά νοσοκομεία ή σε πανάκριβες ιδιωτικές κλινικές, φέρνουν πάντα μαζί τους ένα χαλάκι. Συνήθως είναι καταπράσινο, για να θυμίζει το αγαπημένο χρώμα του Προφήτη. Ξεφτισμένο από την καθημερινή χρήση ή ολοκαίνουργιο, με τις ίνες του και τα κρόσσια του να γυαλίζουν μέσα στο φως του απογεύματος, είναι σαφώς πιο απαραίτητο από την τσάντα, ή το ταγάρι των γυναικών σε άλλες χώρες.
Το απλώνουν με έκδηλη ευλάβεια την κατάλληλη στιγμή στα πεζοδρόμια, στις κοινόχρηστες αίθουσες υποδοχής, στις πλησιέστερες αυλές δημοσίων κτιρίων και σε πεζούλια. Ή κάτω από τα σκιερά φυλλώματα των δέντρων, αν είναι τυχερές και προλάβουν να βρουν κοντά τους λίγο ελεύθερο χώρο. Στην ανάγκη το στρώνουν κατάχαμα. Είναι η καθαρή, η κυριολεκτική βάση του πνεύματος.
Και οι άλλες έγνοιες, οι καθημερινές, οι αδυσώπητες ανάγκες πώς ικανοποιούνται; Αν πράγματι προσεύχονται πέντε φορές την ημέρα, όπως ορίζει η αυστηρή τελετουργική τάξη, έχουν άραγε χρόνο να σκεφτούν κατά τρόπο αναλυτικό και αποδεικτικό, όπως τουλάχιστον τον εννοούμε εμείς, κάτι πέρα από όσα υπάγονται στο μεταφυσικό πεδίο; Εκτός κι αν έχουν φτάσει από άλλο δρόμο στην πλήρη αντίκρουση της 6.4312ης θέσης του εμβληματικού έργου του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν Tractatus Logico Philosophicus, ήτοι: «Η αθανασία της ψυχής του ανθρώπου, μέσα στο χρόνο, δηλαδή η αιώνια συνέχιση της ζωής της ψυχής και ύστερα από το θάνατο, όχι μόνο δεν είναι εγγυημένη με κανένα τρόπο, αλλά πριν από όλα μια υπόθεση σαν αυτή δεν προσφέρει ούτε καν αυτό που ο άνθρωπος ζητούσε πάντα να πετύχει με αυτή. Μήπως λύνεται κανένα αίνιγμα με το πώς συνεχίζω να ζω αιώνια; Η αιώνια αυτή ζωή δεν είναι τότε το ίδιο αινιγματική όπως η παρούσα; Η λύση του αινίγματος της ζωής στο χώρο και στο χρόνο βρίσκεται έξω
από το χώρο και το χρόνο».
Ίσως στο μέλλον που μού ανήκει εδώ να μπορέσω να μάθω κάτι από αυτά που σκέφτονται κατά βάθος οι γειτόνισσες μου. Νομίζω ότι δύο από αυτές κατανοούν πλήρως τη γλώσσα του Μπάιρον, έχοντας σπουδάσει στην Ευρώπη. Η μια ιατρική στο Βουκουρέστι και η άλλη οικονομικά στο Λονδίνο.
Εκεί που η ζωή απορρίπτει ανέκκλητα ό, τι δεν χρειάζεται πια, ή ό,τι άρχισε ήδη να την ενοχλεί, στήνεται υποχρεωτικά το πρόχειρο, αλλά ακήρατο ταυτοχρόνως τέμενος. Το χώμα αυτομάτως διαγράφεται ως περιττός δείκτης, το χαλάκι της προσευχής είναι το διαβατήριο στην «κανονική» ζωή. Η λεπτή, θανάσιμη ύλη, η παντοκράτωρ σκόνη ξεχνιέται. Μέσα τους υψώνεται τότε ο ιερότερος των τόπων, ο νάρθηκας της αγάπης, της απροσποίητης λατρείας τους για το υπερπέραν.
Η εμπιστοσύνη των γυναικών του Ιερού Κορανίου στη μεταφυσική διάσταση του κόσμου δεν γίνεται να διατυπωθεί με πανηγυρικότερο τρόπο.
Τα τεκμήρια στο πρόσωπο, αξιόπιστα χνάρια καταγωγής και οιωνοί μαζί. Τα εγχάρακτα εχέγγυα της φυλετικής μνήμης: μόλις μού τα αποκάλυψε, ίσως άθελά της, η γυναίκα που κάθεται σχεδόν απέναντί μου σ΄ ένα λεωφορείο· διακρίνω την εμμονή της οικογένειάς της, την ήρεμη αποφασιστικότητά της, να δηλώσει την ταυτότητα μιας έγκυρης θηλύτητας. Την ημέρα εκείνη που η συνεπιβάτης μου, τότε μικρό κορίτσι, ας πούμε γύρω στα οχτώ με δέκα, αφηνόταν πειθήνια στα χέρια της μαστόρισσας του τατουάζ, η οποία πιθανότατα θα μπορούσε να ήταν η αδελφή ή η εξαδέλφη της μητέρας της, μεταγραφόταν ανέκκλητα στην κοινωνία των υπηκόων του Ωραίου.
Μικρές οριζόντιες γραμμές, δύο σε κάθε απαλή, όπως φαίνεται ακόμη, παρειά. Αχνά σημεία στίξης σε παλίμψηστο. Κι ένα Τ ανάμεσά τους, ευδιάκριτο, αλλά μόνο στο αριστερό μάγουλο. Ίσως να συμβολίζει, λέει ο Σουδανός φίλος στο πλάι μου, το «ντεράμπ αλ τερ», το ίχνος δηλαδή που αφήνουν τα νεροπούλια του Νείλου στην άμμο. Τα άγρια, αλλά προφανώς ιερά αυτά πτηνά, που αποφεύγουν οι ντόπιοι να τα κυνηγούν και να τα τρώνε, αποτελούν το πρότυπο μιας συνομοταξίας όχι μόνον χαριτωμένων, αλλά ηθικά αγνών όντων. Μαθαίνω, επίσης, ότι και τα κατοικίδια νεροπούλια, όπως ακριβώς τα κορίτσια πριν από το γάμο θεωρούνται εξ ίσου «καθαρά», δηλαδή «ταχίρ».
Η παρότρυνση της συνάφειας με το θείο, η αναγωγή στο δημιουργικό παρελθόν της φυλής, αισθητικά ολοκληρώματα σε σμίκρυνση· ένας κώδικας που σπάει εύκολα: τα σημάδια είναι παρουσίες, ήθη, υποδειγματικά βιώματα, τρόποι ζωής, που υπαγορεύει ένα αρχαιότερο γένος. Αν, σύμφωνα με τον Πωλ ντε Μαν, «η μνήμη είναι μια αλήθεια της οποίας η αισθητική αποτελεί την αμυντική, ιδεολογική, και λογοκριμένη μετάφραση», τότε οι γραμμές στο πρόσωπο είναι τα λήμματα ενός προγονικού, σεβάσμιου λεξικού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Tractatus Logico Philosophicus, μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος, εκδ. Παπαζήσης 1978.
Βιρτζίνια Γουλφ, Τα Κύματα, μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον / βιβλία 1994.
Σάμουελ Μπέκετ, Χωρίς, μτφρ. Παύλος Χριστοδουλίδης, εκδ. Νεφέλη 1992.