Μικρή Κλίμακα: Κώστας Ακρίβος, Άλτα Πανέρα, Άγης Πετάλας, Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

¤¦H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: «
στο φράχτη».


Έργο του W. M Egley (1826-1916)
Έργο του W. M Egley (1826-1916)


Το πουλί

Ήμασταν δεν ήμασταν δέκα χρονών. Αυτό που θυμάμαι τώρα, πολλά χρόνια μετά, είναι εκείνο το απόγευμα που βρεθήκαμε στον φράχτη, που χώριζε το πατρικό μου σπίτι απ΄ το δικό σου. Άνοιξη ήταν; Φθινόπωρο; Κι άλλες φορές είχαμε συναντηθεί σ΄ αυτό το μέρος΄ πότε για να ανταλλάξουμε κάποιο παιγνίδι και πότε να ψιθυρίσουμε λόγια κρυφά και μυστικά – δεν μιλιούνταν οι οικογένειές μας, μαλωμένες ήταν για λόγο που δεν ξέρω, ούτε θυμάμαι. Θυμάμαι με τι συστολή μα και πόση λαχτάρα έβαλες ανάμεσα στις βραγιές και κράτησες θερμά, τρυφερά μες στην παιδική σου παλάμη το πουλί μου, που από καιρό σπαρταρούσε να μπει στη φωλιά σου και δεν ήξερε ακόμα τότε τον τρόπο.

Κώστας Ακρίβος


Αγοραπωλησία

Το χωράφι πάει απ’ την μουριά που βλέπεις στο βάθος, ανατολικά μέχρι το ανάχωμα, και από την άλλη μέχρι εκεί που το λιόφυτο τελειώνει στα κυπαρίσσια. Εκεί που ο γείτονας έχει κρεμάσει εικόνες αγίων στον φράχτη και στις ελιές. Τις είδες; Το βράδυ ανάβει κεριά και λαμπάδες και τα μπήγει στο χώμα. Έτσι που φωτίζονται οι εικόνες των αγίων, στη στροφή του δρόμου τη νύχτα, για μια στιγμή μπορεί να το πιστέψεις πως είναι ζωντανοί. Άμα φυσάει αεράκι, είναι σαν να κουνιούνται κιόλας, τρομάρα μου. Οι οδηγοί που περνούν πρώτη φορά από ‘δω σταυροκοπιούνται. Νομίζουν, αν έχουν πιει και κανένα ποτηράκι παραπάνω, πως είναι το σημάδι που περιμένουν από τον Θεό. Τον παραμονεύω μήπως ανταμώσουμε. Κάτι του συμβαίνει. Αφήνει παντού χαρτιά και γράμματα με τις προσευχές του. Λες και θα περάσουν από ‘δω, τέρμα Θεού οι άγιοι και βλέποντας τις εικόνες τους θα σταματήσουν να διαβάσουν τι τους μηνύει. Εγώ δεν τολμώ να τα διαβάσω. Φοβάμαι μην τους έγραψε κάτι και για μένα. Άσ’ τα και συ όπως τα βρεις, μην τα πειράζεις. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Θα πρέπει να μιλήσεις και με αυτόν αν είναι να το πάρεις το χωράφι και να δούμε πώς θα βγάλεις άκρη.

Άλτα Πανέρα



Είδη Κήπου

Στον φράχτη, είπε εκείνος. Εκείνη συγκατένευσε. Ο μικρός ακολούθησε. Πλησίασαν. Ψηλαφούσαν τις σπαθωτές αιχμές του διακοσμητικού φράχτη νούμερο καταλόγου 24535 της Transgress. Βρισκόμουν εντός του περιφραγμένου χώρου, καθισμένος σε μια κούνια κήπου, νούμερο καταλόγου ΙP935 της Rocker. Εκείνη τη στιγμή, ο προϊστάμενός μου, επιστρατεύοντας όλη τη γλοιώδη εξυπηρετικότητα που μπορεί να επιδείξει ένας πωλητής που έχει μόλις προαχθεί, ξεναγούσε πελάτες στο ράφι με τα κακτάκια (Aloe humilis, η χθαμαλή Αλόη). Βρήκα την ευκαιρία να λικνιστώ για λίγο πάνω από την πελούζα με το ψεύτικο γκαζόν που περιέκλειε ο φράχτης. O μικρός με κοίταξε κάπως ζηλιάρικα.
Πρέπει να πηδήξεις έναν φράχτη την ώρα που ο προϊστάμενός σου λείπει, μικρέ, κι έπειτα να σείσεις το εκκρεμές· έτσι μόνο θα κατορθώσεις να απολαύσεις μια γλυκιά αιώρηση, πήγα να πω διδακτικά και μάλλον χαιρέκακα.
Ο πατέρας του γράπωσε ένα δοκάρι και το ταρακούνησε για να δοκιμάσει στη σταθερότητα της κατασκευής. Εκείνη χάιδεψε τον αναρριχητικό κισσό από πλαστικό, νούμερο καταλόγου 39GS της Croydon (δεν περιλαμβάνεται στην τιμή του φράχτη). Με κοίταξε να τραμπαλίζομαι στην κούνια. Παρατήρησε ότι φορούσα το μπλουζάκι του πολυκαταστήματος. Ένας αυθάδης, αιωρούμενος υπάλληλος. Στράφηκε στον μικρό. Σα να είχαν προσυνεννοηθεί, ο μικρός είπε, θέλω αυτή την κούνια. Πάμε να τη δοκιμάσουμε, τον παρότρυνε εκείνη. Δεν πήδηξαν. Άνοιξαν το πορτάκι του φράχτη και μπήκαν. Αναγκάστηκα να σηκωθώ από την κούνια και να σταθώ παράμερα.
Πρέπει να ξεκουμπιστείς έξω απ’ τον φράχτη, την ώρα που ο πελάτης αγοράζει την φαντασιωτική σου επικράτεια, μαλάκα, νόμισα ότι μου ψιθύρισε εκδικητικά ο μικρός.

Άγης Πετάλας


Μικρές αποκαλύψεις στη Βαβυλώνα

Πώς να μην κατέληγα με τους τρεις φίλους στ’ αδιέξοδο σοκάκι, άμα χαθείς στη συζήτηση δεν ξέρεις πού καταλήγεις, θυμόμουν αμυδρά χωράφια και περιβόλια, κι ένα αμπέλι πετάγεται ο άλλος, ακούς τη σκέψη μου; τον ρωτάω τηλεπαθητικά. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας μια φτερούγα κορακιού, βροχή με το τουλούμι, να ψάχνεις κιβωτό και ζεύγη να σώσεις. Ένας χείμαρρος ξεχύνεται ανάμεσα απ’ τα σπίτια και μας κολλάει με την πλάτη στο δικτυωτό φράχτη. Πίσω μας το μουράγιο ενός μικρού λιμανιού, βάρκες βαρκούλες χτυπούν στη φουρτουνιασμένη άβυσσο που μας καλεί· ένα κβαντικό πλέγμα συμπληγάδων.
Με το νερό να’ χει φτάσει στο πηγούνι μας δενόμαστε σφιχτά μπράτσο με μπράτσο, πυρρίχιος; Ξαναπετάγεται ο άλλος, ώρα βρήκε, ορμάτε ουρλιάζω, να σπάσουμε τον φράχτη. Στο βάθος τα κτήρια κλείνουν ερμητικά, ένα πελώριο ενυδρείο σχηματίζεται, πανικοβάλλομαι, ξεχνώ αγρούς, κι αμπέλια; πετάγεται πάλι αυτός, μα ένα ασημένιο ψάρι περνάει σφαίρα μπροστά μας και μας αποσπάει την προσοχή, το παρακολουθούμε μέχρι που πηδάει στη θάλασσα και σπάμε την ανθρώπινη αλυσίδα. Πίσω μας ο φράχτης γίνεται γυαλί, ανυψώνεται, τον χτυπάω να σπάσει, αλλά οι κινήσεις μου είναι αργές, υποβρύχιες. Ο ουρανός έχει γίνει θόλος, παιδικά μάτια μας περιεργάζονται, οι τρεις φίλοι μου γεννούν παράμερα αυγά ανάμεσα στα φύκια.
Σαράντα μέρες εδώ μέσα με κενά μνήμης, κυνηγάω λαίμαργα ένα χταπόδι ως κάτω στον πάτο, σε βαθιά τρύπα. Βγαίνω απ’ την άλλη. Όλα στεγνά. Πουθενά το χταπόδι. Μασουλάω σταφύλι σε αμπελώνα, σαν πεινασμένος χρόνια. Από τρεις κατευθύνσεις, με βλέπω να έρχομαι από μακριά με γοργά βήματα στο σημείο συνάντησης.

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: