Τσάι σε ώρα Γκρίνουιτς

Το εύδρομον «Cutty Sark»
Το εύδρομον «Cutty Sark»

And roars out ‘Weel done, Cutty-sark!’
And in an instant all was dark
ROBERT BURNS
«Tam O’ Shander»


Η Μα­ρία ετοί­μα­ζε πρω­ι­νό. Η Μαί­ρη πά­λι κα­θυ­στε­ρού­σε. Αρ­γού­σε να ξυ­πνή­σει και όταν πλέ­ον άνοι­γε τα μά­τια της το μό­νο που μπο­ρού­σε να κά­νει ήταν να τε­ντώ­σει το χέ­ρι και να ανα­ση­κώ­σει το πλα­στι­κό κά­λυμ­μα του πα­ρα­θύ­ρου, να το σπρώ­ξει λί­γο έτσι ώσπου να τυ­λι­χτεί στο πά­νω μέ­ρος του. Ακί­νη­τη πλέ­ον στην ίδια θέ­ση κα­τό­πιν πα­ρα­τη­ρού­σε το γυ­μνό δέ­ντρο της πί­σω αυ­λής, στον εν­διά­με­σο χώ­ρο με­τα­ξύ των δύο σπι­τιών που μοι­ρά­ζο­νταν τον ίδιο με­σό­τοι­χο στο Γκρί­νουιτς. Αυ­τό κά­θε φο­ρά διαρ­κού­σε του­λά­χι­στον μία ώρα – ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Οι θό­ρυ­βοι στην κου­ζί­να εν τέ­λει κά­πο­τε δυ­νά­μω­ναν και με την άνω­ση εκεί­νη των στε­νών χώ­ρων που ρου­φούν προς τα πά­νω τον αέ­ρα και τις μυ­ρω­διές έφτα­ναν τό­τε ως το κρε­βά­τι της σαν να της έλε­γαν πως πέ­ρα­σε πια η πε­ρί­ο­δος της χά­ρι­τος, πως τώ­ρα αυ­τή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των τρο­φών και του νε­ρού, της συ­νο­μι­λί­ας και της κα­θα­ριό­τη­τας δεν μπο­ρού­σε πλέ­ον να ανα­βλη­θεί. Ήταν η πιο δύ­σκο­λη στιγ­μή της ημέ­ρας. Χρεια­ζό­ταν με­γά­λη δύ­να­μη για τον απο­χω­ρι­σμό. Όταν τε­λι­κά τα πό­δια πρώ­τα πα­τού­σαν στο πά­τω­μα και το σώ­μα της ήταν όρ­θιο έστω και κα­τά το ήμι­συ αλ­λά κα­θι­σμέ­νη ακό­μη στο κρε­βά­τι, τό­τε σαν να άρ­χι­ζε μια βα­θειά και συ­γκλο­νι­στι­κή αλ­λα­γή, το ίδιο βα­θειά και συ­γκλο­νι­στι­κή την κά­θε ημέ­ρα. Τό­σο που όταν πια στέ­κο­νταν και ακου­μπού­σε τα ρού­χα και τα πα­πού­τσια της πριν τα φο­ρέ­σει ένοιω­θε σαν αυ­τά να ήταν και­νούρ­για ή σαν εκεί­νη να έρ­χο­νταν από έναν άλ­λον τό­πο με κά­θε νέο ξύ­πνη­μα, λες και δεν τα ανα­γνώ­ρι­ζε. Έπρε­πε έτσι να τα μά­θει από την αρ­χή.

Το κα­τέ­βα­σμα της στε­νής σκά­λας ήταν λι­γό­τε­ρο δύ­σκο­λο. Αυ­τό δη­λα­δή μέ­χρι την πρώ­τη επα­φή, μέ­χρι το πρώ­το κα­λη­μέ­ρα στην κου­ζί­να. Η ίδια η λέ­ξη κά­θε φο­ρά ήταν ξέ­νη, κά­τι σαν άβυσ­σος που κα­τα­πί­νει και σαν γέ­φυ­ρα από ήχους που δεν θέ­λεις όμως να ρί­ξεις στον άλ­λο απέ­να­ντί σου για­τί απλά δεν θέ­λεις να ξε­φύ­γεις από το δι­κό σου τό­πο. Όχι δη­λα­δή από μί­σος αλ­λά από μια ιδιόρ­ρυθ­μη ερ­μη­τι­κό­τη­τα, από έναν εσω­τε­ρι­κό ‘το­πι­κι­σμό’. Πώς να το εξη­γή­σεις αυ­τό στον άλ­λο; Πώς να μην θε­ω­ρη­θείς λί­γο ιδιό­τρο­πος και δύ­σθυ­μος αν όχι και λί­γο μι­σάν­θρω­πος;

Πώς φτιά­χνεις το smoothie σή­με­ρα; Με μπα­νά­να και φρά­ου­λες. Δεν το φτιά­χνω κά­θε μέ­ρα ίδιο, αλ­λά­ζει συ­νέ­χεια η γεύ­ση μου, κά­ποιες μέ­ρες δεν το θέ­λω κα­θό­λου. Όταν εσύ κα­τε­βαί­νεις συ­νή­θως το έχω πια τε­λειώ­σει. Ναι, βλέ­πω το άδειο πο­τή­ρι στον λευ­κό νε­ρο­χύ­τη και υπο­θέ­τω την δια­φο­ρε­τι­κή ανα­λο­γία των φρού­των από τις απο­χρώ­σεις των χρω­μά­των στα τοι­χώ­μα­τα του πο­τη­ριού. Να βρά­σω νε­ρό για κα­φέ; Ναι, αλ­λά όχι για κα­φέ. Σή­με­ρα τσάι. Θέ­λω πο­λύ να σου κά­νω πα­ρέα. Εντά­ξει, αλ­λά δεν έχω πο­λύ χρό­νο, πρέ­πει να πάω στο γρα­φείο, να ετοι­μα­στώ για τα ρα­ντε­βού που έχω νω­ρίς το από­γευ­μα. Εσύ τι θα κά­νεις, θα πας πά­λι να χα­ζέ­ψεις το Cutty Sark; Ίσως, δεν ξέ­ρω ακό­μη, προς το πα­ρόν έχω απο­φα­σί­σει να δια­βά­σω. Με­τά θα δω, ίσως… αν ο και­ρός αλ­λά­ξει τό­τε θα το ήθε­λα να δω τα κα­τάρ­τια του και πά­λι κά­τω από δια­φο­ρε­τι­κό φως. Έψα­χνα όλη τη νύ­χτα στο ίντερ­νετ. Βρή­κα το ποί­η­μα του Robert Burns και το διά­βα­σα. Cutty Sark ση­μαί­νει «κο­ντό που­κά­μι­σο» στα σκο­τσέ­ζι­κα· το φα­ντά­ζε­σαι, δεν εί­ναι πε­ρί­ερ­γο; Ένας τέ­τοιος μα­κρι­νός τα­ξι­δευ­τής να λέ­γε­ται «κο­ντό που­κά­μι­σο», δεν νο­μί­ζεις; Βέ­βαια, ήταν το χαϊ­δευ­τι­κό μιας μά­γισ­σας, της Nannie Dee, όμως και πά­λι μοιά­ζει σχε­δόν ιε­ρο­συ­λία. Πά­ντως, αυ­τό το φως εί­ναι κα­λύ­τε­ρο για φω­το­γρά­φι­ση δεν πας τώ­ρα πά­λι να το δεις και δια­βά­ζεις αρ­γό­τε­ρα; Όχι πρέ­πει να δια­βά­σω πρώ­τα, πρέ­πει πρώ­τα να κα­τα­λά­βω κα­λά την ιστο­ρία του, σή­με­ρα πρέ­πει να γρά­ψω γι’ αυ­τό. Νο­μί­ζω πως φταί­ει το τσάι για κεί­νην την αλ­λό­κο­τη συ­νά­ντη­ση. Το τσάι, την συ­νά­ντη­ση, δη­λα­δή; Να κά­πο­τε, λέ­ει, το Cutty Sark γλι­στρώ­ντας σαν αστρα­πή πά­νω στα κύ­μα­τα με­τέ­φε­ρε ένα φορ­τίο 1450 τό­νων τσα­γιού από την Σαν­γκάη και ο κα­πε­τά­νιος βια­ζό­ταν πο­λύ να φτά­σει πί­σω στην πα­τρί­δα. Εί­χε βλέ­πεις το νου του στο κέρ­δος που τον πε­ρί­με­νε αν το δι­κό του φορ­τίο με το πρώ­το τσάι της χρο­νιάς έφτα­νε στον προ­ο­ρι­σμό του πριν απ’ όλα τα άλ­λα. Εί­χε μό­λις πε­ρά­σει από τα δύ­σκο­λα νε­ρά στο ακρω­τή­ρι της Κα­λής Ελ­πί­δας όταν από «την φω­λιά του κό­ρα­κα» ο ναύ­της άρ­χι­σε να φω­νά­ζει. Εί­χε δει μια φά­λαι­να να ξε­φυ­σά κά­που κο­ντά τους! Ο κα­πε­τά­νιος βγή­κε στη γέ­φυ­ρα και έμει­νε κό­κα­λο. Πρό­λα­βε μό­νο να δει μια τε­ρά­στια ορι­ζό­ντια ου­ρά να βυ­θί­ζε­ται στη θά­λασ­σα και ν’ αφή­νει ένα γι­γα­ντιαίο αυ­λά­κι στην επι­φά­νειά της έτσι που εί­χε τρα­βή­ξει με δύ­να­μη τα νε­ρά προς τα κά­τω. Έκα­νε πολ­λή ώρα για να σβή­σει εκεί­νο το υδά­τι­νο αυ­λά­κι. Πε­ρί­ερ­γη ιστο­ρία, δεν την έχω ξα­να­κού­σει. Τι έγι­νε λοι­πόν, κιν­δύ­νε­ψε το πλοίο; Ναι, ναι, η φά­λαι­να τους ακο­λου­θού­σε για πολ­λή ώρα πλη­σιά­ζο­ντάς τους απει­λη­τι­κά ξε­φυ­σώ­ντας και υψώ­νο­ντας την ου­ρά της τό­σο που έφτα­νε και ξε­περ­νού­σε το ύψος του με­σαί­ου κα­ταρ­τιού. Το πλή­ρω­μα εί­χε πα­νι­κο­βλη­θεί, πί­στε­ψε πως την επό­με­νη φο­ρά η ου­ρά θα έπε­φτε πά­νω τους και θα τους τσά­κι­ζε. Δεν άκου­γαν πλέ­ον τον κα­πε­τά­νιο μό­νο άλ­λοι εί­χαν πέ­σει στα γό­να­τα και προ­σεύ­χο­νταν, άλ­λοι εί­χαν κα­τε­βεί κρυ­φά στο αμπά­ρι, έκλε­ψαν το κρα­σί και ήταν κιό­λας μι­σο­με­θυ­σμέ­νοι. Η κα­τά­στα­ση λί­γο απεί­χε από την αρ­χή μιας ανταρ­σί­ας όταν ο κα­πε­τά­νιος φώ­να­ξε στη γέ­φυ­ρα τον μά­γει­ρα και όλοι από­ρη­σαν. Σε λί­γο στα κα­ζά­νια του ιστιο­φό­ρου έβρα­ζε νε­ρό και όλο το πλή­ρω­μα δια­τά­χτη­κε να ανε­βεί στο κα­τά­στρω­μα για να τους σερ­βί­ρουν τσάι. Ύστε­ρα τους διέ­τα­ξε να κα­θί­σουν κά­τω και το πιουν σιω­πη­λοί. Όποιος μι­λού­σε θα εί­χε να κά­νει μα­ζί του. Ένα όπλο ήταν πά­ντα στην κα­μπί­να του και το ήξε­ραν. Μό­λις τέ­λειω­σαν το τσάι η φά­λαι­να άρ­χι­σε να απο­μα­κρύ­νε­ται. Πο­λύ σύ­ντο­μα το φύ­ση­μά της δεν ήταν πλέ­ον ορα­τό. Ποιος ξέ­ρει, ίσως πή­γε κά­ποιο άλ­λο πλοίο να φο­βί­σει ή ίσως βυ­θί­στη­κε στον ωκε­α­νό για να βρει τους συ­ντρό­φους της…

Πέ­ρα­σε η ώρα, δεν το κα­τά­λα­βα. Το πρώ­το ρα­ντε­βού μου εί­ναι στη μία, χρειά­ζε­ται να δια­βά­σω το paper ξα­νά πριν μι­λή­σω με τον φοι­τη­τή, δεν θυ­μά­μαι τί­πο­τα πα­ρά μό­νο το ενο­χλη­τι­κό του ύφος και τις απαι­τή­σεις του. Ναι, ναι εντά­ξει, συ­γνώ­μη που σε κα­θυ­στέ­ρη­σα. Κα­θό­λου, ήταν εν­δια­φέ­ρου­σα ιστο­ρία. Ευ­χα­ρι­στώ, ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ για το τσάι. Τί­πο­τα, μή­πως αύ­ριο πά­λι τσάι αντί για κα­φέ; Ίσως, να δού­με, και μέ­να η γεύ­ση μου αλ­λά­ζει κά­θε μέ­ρα. Θα πας στο Cutty Sark λοι­πόν; Όχι, δεν νο­μί­ζω το φως εί­ναι ίδιο όπως και χθες που ήμουν εκεί. Διά­βα­σμα λοι­πόν; Ναι, διά­βα­σμα. Τι δια­βά­ζεις αυ­τόν τον και­ρό; Αυ­τό τον και­ρό; Moby Dick.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: