Η κόρη της Κανά
Η νύφη έκανε πρόποση στον εαυτό της
Δεν είχε σημασία ποιος μεταμόρφωσε το νερό
Δεν είχε σημασία πώς ξεκίνησαν όλα
Η ζωή της έξαφνα αποκτούσε ένα νόημα
Το γεμάτο ποτήρι της
γινόταν απόδειξη της αλχημείας
Θα την σκέφτονταν για αιώνες
για χιλιετίες
όλοι εκείνοι οι σκυφτοί
οι επίμονοι εξερευνητές της φύσης
«Βοήθησέ μας κόρη της Κανά»
θα έλεγαν
ανάβοντας φούρνους
ανακατεύοντας υγρά
μετρώντας σκόνες.
Η νύφη έβλεπε το πρόσωπο της
να λάμπει μέσα σε αλληγορίες
Ήταν βέβαιη πως θα της χαρίζονταν
λίγες λέξεις στα τετράδια των σοφών
πως θα γινόταν υπόσχεση
στα μυστικά βιβλία των μάγων.
Της δαιμονισμένης
Δεν ήθελε να τη γιατρέψει
μόνο να μάθει ήθελε
από ποια ρωγμή
εισβάλλει η τρέλα
κι ύστερα ανοίγοντας
μιαν ίδια στο κορμί του
ν’ αφήσει όλα τ’ αόρατα
όλα τα σκοτεινά
να τον θηρεύσουν
Και η γυναίκα τον ελέησε
κι ενώ ξεδίπλωνε
μπροστά του τις πληγές της
εκείνος προσευχόταν
να ’ναι το ρίγος του
ακέραιο πάντα
να ’ναι η ζάλη του
μια λάμψη διαρκής
να σπουδάζει τον πόνο
με θάνατο
να σπουδάζει τον πόνο
με πόνο
τώρα θα βρείτε τη γυναίκα
με ένα κίτρινο φόρεμα
κουρελιασμένο
να διασχίζει τους αιώνες
τις χώρες
τα σύνορα
είναι η Μεσσίας
διασώζει τον τρόμο
τον ιερό μας καρπό.
Λίλιθ μου
Λένε πως ποθείς το σπέρμα των αντρών
και πως σ’ αρέσει να ταξιδεύεις στο σκοτάδι.
Μα εγώ δεν είμαι άντρας
ούτε τις νύχτες θα με βρεις να περπατώ στους δρόμους.
Τότε γιατί με επισκέπτεσαι;
Γιατί με αγαπάς;
Ίσως να έμαθες πως είμαστε αδερφές
περιπλανώμενα δαιμόνια
σε κήπους μυστικούς
κόρες της σιωπής
υφάντρες του έρωτα.
Το αίμα δεν γίνεται νερό
όσοι αιώνες κι αν περάσουν.
Μας δένει το γονίδιο
μια κληρονομική διάθεση
προς τις εκστάσεις.
( Από την υπό έκδοση συλλογή Η χαμένη θεά )