Ο ξυλουργός
Αποπαίδι είναι της Φολόης
κάθε πρωί ξυπνάει δίχως μνήμη
τρίβει πάλι τα μάτια ξαφνιασμένος
πού βρίσκεται
Βιαστικό πίνει καφέ
παίρνει το μετρό και πάει
πλάι του ένας είναι φτυστός ο Φόλος
μόλις ανοίγει το μαγαζί
τον παίρνει στο μέτωπο έν’ αεράκι
σαν να φυσούσε δυνατά πριν εκεί μέσα
με τα παράθυρα κλειστά
κι όλα ακίνητα οι ψίθυροι σταματημένοι
κάτι κρατάει την ανάσα του πλάι στα δεμάτια
—ένα φτερό ένα φιδογλίστρημα μια οπλή
εισπνέει βαθιά το κρατημένο άρωμα μεθάει
δακρύζει κάνει τσιγάρο αναβάλλει
στους πεσμένους κάθεται κορμούς
χαϊδεύει τα λυγερά χλωρά κορμάκια
τα πιο μικρά έχουν ακόμα μάτια
αναστενάζει κι αρχίζουν τιτιβίσματα
σαλεύει πάλι ιερουργεί το δάσος
χαράζουν ουρανοί στο ψηλοτάβανο εργαστήρι
λιάζεται για λίγο ευτυχισμένος
κάτω στα τσιμέντα
όταν δύει ο ήλιος πίσω από το πριονιστήριο
παραμονεύει στο δωμάτιο τους ίσκιους
τρέμει της Κάπελης το αγριεμένο πνεύμα
Μόλις βραδιάζει βάζει μπρος τις μηχανές
όλη τη νύχτα πάλι θα δουλεύει
ντουλάπες τραπεζαρίες σκρίνια
για τελευταία φορά
υπόσχεται ξανά
________________
Φόλος: βασιλιάς των Κενταύρων, φίλος του Ηρακλή, σύμφωνα με την μυθολογία η Φολόη απ’ αυτόν πήρε το όνομά της γιατί το δάσος ζωντανεύουν οι μύθοι των Κενταύρων.
Κάπελη: έτσι ονομάζουν οι ντόπιοι την ευθύκορμη βελανιδιά και το δάσος της Φολόης.