Δεν πήγαινε ποτέ στο σπίτι χωρίς να ειδοποιήσει. Περίμενε να της τηλεφωνήσει, να πει: έρχομαι. Οι συνομιλίες τους ήταν ανέκαθεν στεγνές. Δεν περίσσευαν τα τυπικά· κανείς δεν ρωτούσε, τι κάνεις. Ούτε συνεννοημένοι. Εννιά στις δέκα ενημέρωνε την τελευταία στιγμή («θα περάσω για λίγο»). Μόλις έκλεινε το τηλέφωνο, έφτιαχνε πρόχειρα τα μαλλιά της με τα χέρια κι ίσιωνε τη ρόμπα γύρω απ’ τους γοφούς. Δεν έπρεπε –στο διάτανο– να την αγοράσει, το στρίφωμα ξηλώθηκε την δεύτερη μέρα, το ύφασμα τσαλακώνονταν και στριφογύριζε σαν το φίδι σε ραβδί κάτω απ’ τη μέση της. Φτηνό κρέας, σκεφτόταν κάθε φορά. Κοιταζόταν βιαστικά στον καθρέφτη της εισόδου και τακτοποιούσε τα ρούχα που εξείχαν στο πορτ μαντό, ώστε να κλείνει η φυσούνα που είχε σκαρφιστεί για να κρύβεται η ακαταστασία. Σιγά τους πολλούς επισκέπτες που δέχονταν, θα πεις.
Έμενε μόνη στη οδό Δροσοπούλου. Στο μικρό ρετιρέ απ’ όπου με ανοιχτές μπαλκονόπορτες έφταναν ενοχλητικές οι φωνές από τον Πανελλήνιο. Μετακόμισε εκεί απ’ την Μαυρομματαίων. Ρετιρέ πάλι, απέναντι στο Γκριν Παρκ με τα κρύα αστεία του Οικονομίδη το καλοκαίρι να ακούγονται δυνατά. Έτσι κι αλλιώς προτιμούσε τον Όμηρο Αθηναίο. Χωριστά από χρόνια με τον πατέρα του, έμενε κι αυτός κοντά· Πιπίνου και Κυψέλης. Την επισκέπτονταν συχνά Κυριακές, μετά από τη λειτουργία στον Άη Γιώργη, πάντα ύστερα από ειδοποίηση. Της έφερνε, όταν ήταν στις καλές τους, κουλούρια απ’ τον Ρεμούνδο· αυτή είχε έτοιμο καφέ, τούρκικο σε λεπτό φλιτζάνι έχοντας αφαιρέσει το καϊμάκι. Δεν έλεγαν πολλά. Χάζευαν στην τηλεόραση τη λειτουργία της Μητρόπολης κι έμεναν την περισσότερη ώρα αμίλητοι. Είχε ένα ξάδελφο, πρωτοσύγκελο την εποχή του Σεραφείμ Τίκα, που τους είχε παντρέψει. Ο μεγάλος του γιός δυο χρόνια μεγαλύτερος από τον δικό τους. Όταν ερχόταν η ώρα να φύγει («Να πηγαίνω κι εγώ σιγά σιγά») του έδινε μαζί σε μια σακούλα τον ντελβέ και τον πετούσε μουρμουρίζοντας στον κάδο, έξω από το μαγαζί του υδραυλικού. Μη βουλώσει ο νεροχύτης, ήταν η δικαιολογία της. Μπορείς να τον ρίχνεις στη λεκάνη, ήθελε να της απαντήσει χωρίς ποτέ να θυμηθεί να το πει όταν έπρεπε.
Μετά σηκωνόταν απότομα απ’ το σκαμνί όπου της άρεσε να κάθεται, στο τηλέφωνο δίπλα, και πήγαινε βιαστική –από συνήθεια, αλλά χωρίς λόγο πλέον– στην κουζίνα· τα τάπερ μην ξεχάσω, απ’ την άλλη φορά. Τα έβαζε με τάξη πλυμένα και καθαρά στην χάρτινη σακούλα που είχε για αυτό τον σκοπό. Δυο με τρεις φορές την εβδομάδα της έφερνε φαγητό που έφτιαχνε ο ίδιος. Δεν το είχε ζητήσει, ούτε και της πολυάρεσε ο τρόπος που μαγείρευε. Δεν ήθελε, όμως, και να τού αρνηθεί. Πάντοτε την κούραζε το μαγείρεμα. Μόλις της έδινε γεμάτα τα τάπερ σε διάφανη πλαστική σακούλα, τ’ άδειαζε σε δικά της. Γυάλινα. Δεν περίμενε καν να φύγει για να κάνει την μετάγγιση. Λέγε εσύ, ακούω. Τελειώνω κι έρχομαι. Τα γυάλινα πλένονται ευκολότερα απ’ τα πλαστικά, που όσο κι αν προσέξει κανείς πάντα δείχνουν λαδωμένα. Τού είχε προτείνει να του πάρει σαν τα δικά της, αλλά δεν ήθελε. Πιάνουν τόπο, της είπε, και τα ντουλάπια της κουζίνας είναι μικρά. Τα πλαστικά μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Μ’ ένα φανερά φτιαχτό χαμόγελο απάντησε, καλά παιδί μου, ό,τι πεις.
Καθότανε στην πολυθρόνα, απέναντι από την τηλεόραση κι αυτή δίπλα του, φέρνοντας το σκαμπό απ’ το τηλέφωνο. Με το ζόρι τού παιρνε κουβέντα. Σπάνια της έλεγε να τού φτιάξει καφέ. Ήθελε μόνο νερό και κάθε φορά πίνοντάς το λαίμαργα κατέληγε: Πιο νόστιμο νερό δεν υπάρχει. Έλαμπε το πρόσωπό της όταν άκουγε να της το λέει.
Το κουδούνι της εξώπορτας δεν θα ακούγονταν εάν δεν είχε μείνει ώρα τώρα σιωπηλή, με τ’ αυτιά τεντωμένα, ακόμη κι η αναπνοή της ίσα που έβγαινε. Ήθελε να τ’ ακούσει με την πρώτη και να ανοίξει. Δεν σήκωνε ποτέ το θυροτηλέφωνο να ρωτήσει ποιος. Άνοιξε την πόρτα, ίσιωσε με το πόδι το χαλάκι κι έσπρωξε προς τη γωνία τα σκουπίδια που είχε βγάλει να του δώσει. Στάθηκε εκεί κι άκουσε τις εσωτερικές πόρτες του ασανσέρ να κλείνουν και το μηχανισμό να ανεβάζει με δυσκολία τον θάλαμο. Βγήκε βιαστικός κρατώντας την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή με το πόδι και της έδωσε την διάφανη σακούλα με το φαγητό. Δεν μπορούσε να μείνει, είχε κλείσει το δρόμο με το αυτοκίνητο. Ακούστηκαν κάποια κορναρίσματα. Ευχαριστώ, να προσέχεις, του είπε, έκλεισε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα να αδειάσει και να πλύνει τα τάπερ. Πριν προλάβει να τελειώσει χτύπησε το τηλέφωνο. Το πήρε κοντά της, συνεχίζοντας την τελετουργία.
— Εμπρός
— Κυρία Βενέτα, εγώ είμαι. Τα γιουβαρλάκια είναι ζεστά ακόμη, αφήστε τα εκτός ψυγείου να κρυώσουν. Έβαλα τα χόρτα που μου είπατε και λίγο μπακαλιάρο με πουρέ, για να δοκιμάσετε. Να μου πείτε, κι αν σας αρέσει..
—Εντάξει κύριε Τάκη, το βλέπω. Ευχαριστώ, είπε κι έκλεισε.
Έριξε στα άδεια πλαστικά δοχεία (πράσινα αυτή την φορά) καυτό νερό, Ava και τα άφησε στο νεροχύτη να διαλυθούν τα λάδια. Τύλιξε ρολό τη διάφανη σακούλα να την πετάξει στα σκουπίδια και πήγε πάλι προς την είσοδο. Άνοιξε την πόρτα κι έχωσε την σακούλα και –κρατώντας απ’ την άκρη με βρεγμένη χαρτοπετσέτα τον λαδωμένο λογαριασμό– στα σκουπίδια που ήταν από πριν έξω, δίπλα στο χαλάκι.
Διπλοκλείδωσε την εξώπορτα και δοκίμασε ότι έκλεισε σωστά. Πλησίασε το καφέ σκαμνί δίπλα στο τηλέφωνο και πριν καθίσει ίσιωσε το κάδρο με το «Το φιλί» του Άγιετς που κρεμόταν στραβά.