Υπναγωγία

Hendrick Goltzius (1588): «Η πτώση του Φαέθοντα»
Hendrick Goltzius (1588): «Η πτώση του Φαέθοντα»

Διανύαμε όλοι στην παρέα το δέκατο πέμπτο έτος του βίου μας, εκτός απ’ τον Λάμπρο, που Νοέμβρη μήνα είχε γενέθλια –μένοντας τελευταίος από όλους για να τα κλείσει–, όταν τα γιορτάζαμε μαζί στο «10», στη μόνη καφετέρια του χωριού. Οι γονείς μας, μετά το φαγητό, το κόψιμο της τούρτας, τα πυροτεχνήματα, τις επαναλαμβανόμενα αποχαιρετιστήριες ευχές μεταξύ τους, μας άφησαν επιτέλους στην ησυχία μας, να χαρούμε τα γενέθλια του φίλου μας όπως εμείς θέλαμε.

Μιλάγαμε για ένα καινούργιο ηλεκτρονικό παιχνίδι που είχε κυκλοφορήσει εκείνο τον καιρό όταν ο Σταμάτης έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι, παροτρύνοντας και εμάς να τον μιμηθούμε, αρχίζοντας να μας λέει ψιθυριστά, για να μην μας ακούσει ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ο βοηθός του –που τυγχάνει να ήταν ο μεγάλος μου αδερφός–, για μια φίλη της ξαδέρφης του που έκανε σεξ μαζί της την προηγούμενη εβδομάδα, όταν πήγαν επίσκεψη με τους γονείς του.

«Παραμύθι», είπε με περιφρόνηση ο Λουκάς, ξαπλώνοντας πίσω στην καρέκλα του και με τα χέρια στο σβέρκο.

Ακολουθήσαμε κι εμείς, απ’ τη στιγμή που ένας είχε τολμήσει να το αμφισβητήσει.

«Ρε σεις, αλήθεια σας λέω», έκανε ο Σταμάτης.
«Και πού το κάνατε, Σταματάκο, μπροστά στους δικούς σου;»
«Όχι, ρε στόκε, στο δωμάτιο της ξαδέρφης μου που βρισκόταν, όση ώρα το κάναμε, στο σαλόνι»
«Και πώς ήταν;», τον ρώτησε ο Φώτης με ενδιαφέρον.
«Μη μασάς, ρε συ, ό,τι σου λέει», του έριξε μια καρπαζιά ο Λουκάς στο σβέρκο.
«Τώρα όντως είναι τραβηγμένο το σκηνικό», είπα.
«Καλά, ελάτε όμως στο φορτηγάκι του πατέρα μου που έχω κρύψει ένα σουτιέν της που μου χάρισε και θα πειστείτε»
«Και πού να βρούμε το φορτηγάκι για να μας το δείξεις;», έκανε ο Λουκάς.
«Εδώ έξω είναι, μου το άφησε ο πατέρας μου για να το γυρίσω εγώ». Ο Λουκάς φάνηκε για πρώτη φορά πως δεν είχε κάτι να πει.
«Ε, πάμε τότε», είπε ο Λάμπρος ενθουσιώδης.

Σηκωθήκαμε να πάμε όλοι μαζί στο φορτηγάκι. Καληνυχτήσαμε τον ιδιοκτήτη και τον αδερφό μου, οι οποίοι μας κοιτούσαν κάπως περίεργα σαν να κατάλαβαν πως σκαρώναμε κάτι, και κατεβήκαμε τη μικρή κατηφόρα. Ο Σταμάτης έλεγξε γύρω του συνωμοτικά, άνοιξε την πίσω πόρτα της καρότσας, ανακάτεψε τα εργαλεία της μιας εργαλειοθήκης και πράγματι ξετυλίχτηκε στα χέρια του ένα πανί, όπως φαινόταν, το οποίο, ανοίγοντάς το αργά, έπαιρνε το σχήμα ενός γυναικείου στηθόδεσμου. Το πήρε ένας-ένας και άρχισε να το περιεργάζεται σαν να ’ταν κάτι το εξωγήινο, μέχρι που ο Λουκάς το μύρισε και εξακρίβωσε πως έτσι ακριβώς μυρίζει ένα γυναικείο στήθος· είχε μυρίσει, μας είπε, και αυτός μιας ξαδέρφης του. Το ίδιο κάναμε και οι υπόλοιποι, χαϊδεύοντάς το συνάμα σαν να χαϊδεύαμε ένα πραγματικό στήθος και όχι ένα απλό κάλυμμά του.

«Να σας πω», είπε ο Σταμάτης έπειτα καθώς είχαμε μπει όλοι στην καρότσα επειδή κρυώναμε, «γιατί δεν πάμε στον παλιό δρόμο, κοντά στο μοναστήρι;».
«Εκεί πάνω τέτοια ώρα;», έκανε ο Φώτης.
«Γιατί θα σε φάνε οι λύκοι;», τον κορόιδεψε.
«Μέσα», είπε ο Λάμπρος.
Κι αμέσως συμφωνήσαμε όλοι, μην γνωρίζοντας βέβαια αυτό που μας περίμενε εκεί πάνω.

Ο Σταμάτης πέρασε μπροστά στο τιμόνι, οι υπόλοιποι κρατηθήκαμε από όπου μπορούσαμε, ο Λάμπρος έκατσε στη θέση του συνοδηγού τιμητικά επειδή ήταν τα γενέθλιά του και ξεκινήσαμε. Κυκλοφορούσαμε κυρίως στους άδειους παράδρομους με σβηστά φώτα επειδή δεν θέλαμε να μας δει κανένας και κυρίως ο Σταμάτης που του είχαν αφήσει το αυτοκίνητο οι γονείς του μόνο και μόνο για να γυρίσει στο σπίτι. Στα όρια του χωριού, εκεί που βρισκόταν το παντοπωλείο του πατέρα του Σταμάτη, πάτησε φρένο και έβγαλε το κλειδί από τη μίζα.

«Τι έγινε;», είπε ο Λουκάς.
«Σσσς», έκανε ο Σταμάτης. «Θα πάρω κανένα ουίσκι απ’ την κάβα του γέρου μου. Μην βγάλετε άχνα μέχρι να γυρίσω». Είχε αφήσει το φορτηγάκι σε μια μικρή χωμάτινη πάροδο κάτω από μια αμυγδαλιά και βγαίνοντας έξω εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Το μόνο που ακουγόταν για λίγα λεπτά ήταν οι βαθιές μας ανάσες ενώ από κάπου μακριά έφτανε το επίμονο αλύχτισμα ενός σκύλου. Ο Σταμάτης, με το μπουκάλι μέσα απ’ το μπουφάν του, γύρισε γρήγορα και έβαλε ξανά εμπρός, με τα κλαδιά να ουρλιάζουν γρατζουνώντας την οροφή σαν γαμψά μακριά νύχια πάνω σε πίνακα και μόλις βγήκαμε απ’ το χωριό, άνοιξε τα φώτα επιταχύνοντας.

Ο παλιός δρόμος βρισκόταν περίπου δέκα λεπτά απ’ το χωριό. Εκεί ήταν η είσοδος του χωριού παλιά, πριν δημιουργηθεί, πριν από αρκετά χρόνια, ο νέος ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγούσε στην κοντινότερη πόλη. Πια κανείς δεν πήγαινε εκεί, επειδή ήταν πλέον δύσβατος για τα αυτοκίνητα που δεν ήταν αγροτικά, είχε γεμίσει με αγριόχορτα, μεγάλες πέτρες και βράχους που η βροχή κατέβαζε κάθε χειμώνα και κανείς δεν ενδιαφερόταν πια να τον καθαρίσει. Το μόνο που υπήρχε εκεί κοντά ήταν το μοναστήρι του Οσίου Παταπίου, γυναικείο, με λίγες καλόγριες, λιγότερες και από δέκα και μεγάλες σε ηλικία, να το συντηρούν. Όσο ανεβαίναμε το κρύο γινόταν τσουχτερό. Ευτυχώς δεν είχε αέρα, υπήρχε μια γλυκιά, έστω παροδικά, γαλήνια νηνεμία. Είχε ημερέψει αυτός ο άνεμος που είχε πιάσει προηγουμένως και παρ’ ολίγο να κατέστρεφε το πάρτι. Όλα έδειχναν πως ο ουρανός ήταν έτοιμος να κατεβάσει καρέκλες, μα ευτυχώς (ή δυστυχώς, για την παρούσα ιστορία· ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις αράδες διχάζομαι σ’ αυτό το δίπολο) η μπόρα είχε πάρει πια να κοπάζει.

Ο Σταμάτης πάρκαρε σε ένα ασφαλές σημείο το φορτηγάκι, γιατί από κάτω από τον δρόμο υπήρχε γκρεμός, και μαζί με τον Λάμπρο ήρθαν πίσω σ’ εμάς. Άνοιξε το μπουκάλι με το ουίσκι, ήπιε μια γουλιά, έπειτα μια δεύτερη, τα μάγουλά του στη δεύτερη φάνηκαν να κοκκινίζουν σαν να φλέγονται και τα κλειστά βλέφαρά του να γεμίζουν αυλακιές, και το μοίρασε σ’ εμάς, δίνοντάς το ο ένας στον άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που έπινα στη ζωή μου ουίσκι και θυμάμαι πως μου είχε φανεί σαν να έπινα βενζίνη ή οινόπνευμα, κάτι, τέλος πάντων, που κατάκαιγε τη γλώσσα και τον οισοφάγο μου. Όταν έγινε ο γύρος του μπουκαλιού τρεις-τέσσερις φορές, ο Σταμάτης ομολόγησε πως δεν είχε πάρει μόνο το ουίσκι από το μαγαζί αλλά και ένα πακέτο τσιγάρα. Ένα κόκκινο πακέτο Marlboro ξεπρόβαλε απ’ την τσέπη του. Χωρίς να χρονοτριβεί, αφαίρεσε τη ζελατίνη, το άνοιξε βγάζοντας ένα ακόμη χαρτάκι από μέσα και τραβώντας ένα τσιγάρο το πέρασε στα χείλη του. Το άναψε φωτίζοντας το πρόσωπό του και τα μάτια του που ήταν στυλωμένα στην τρεμάμενη φλόγα, φωτίζοντας υποτονικά και εμάς που μέχρι τότε δεν ήμασταν τίποτα άλλο παρά σκιές, και αμέσως μας μοίρασε από ένα στον καθένα. Όλοι ξεροβήξαμε συγχρονισμένα με την πρώτη ρουφηξιά και μόνο ο Λουκάς κατάφερε να συγκρατηθεί στο βήξιμο, επειδή είχε ξαναδοκιμάσει, κοκκινίζοντας όμως σαν παντζάρι στο πρόσωπο με φουσκωμένα μάγουλα.
Είμαι σίγουρος πως όλοι τότε τον Σταμάτη τον βλέπαμε βαθιά μέσα μας πολύ ανταγωνιστικά, ίσως μερικοί πάλι να τον φθονούσαν ή απλά τον ζήλευαν, επειδή κανείς μας δεν έπαιρνε το φορτηγάκι του πατέρα του με τέτοια άνεση, κανείς δεν έκλεβε τα ποτά απ’ το μπαράκι του σπιτιού του αγνοώντας τον φόβο μην τον ανακαλύψουν, κανείς δεν είχε διανοηθεί να αγοράσει τσιγάρα ή και ακόμη να δοκιμάσει κρυφά, κλέβοντας κανένα απ’ το πακέτο των γονιών του. Ο Σταμάτης τα είχε κάνει όλα και τώρα δεν δίσταζε να μας βάλει στο παιχνίδι και εμάς, σαν να μας έκανε μια ιδιαίτατη τιμή, υποκινούμενη μάλλον από απλό οίκτο ή επίδειξη δύναμης.
Είχαμε φτάσει να κατεβάσουμε παραπάνω από το μισό μπουκάλι, το οποίο είχε διαγράψει αρκετούς κύκλους, όταν ο Λάμπρος σηκώθηκε για να πάει να κάνει τη φυσική του ανάγκη. Το φορτηγάκι αναδεύτηκε πέρα δώθε, σαν να ’μασταν σε βάρκα, και άνοιξε την πόρτα εισβάλλοντας μια παγωμένη ριπή που προειδοποιούσε πως το κρύο εδώ πάνω δεν αστειευόταν.

«Μιλάμε ξυρίζει», είπε ο Φώτης.
«Να πάτε στις δεξαμενές τέτοια ώρα, εκεί να δείτε για κρύο», είπε ο Σταμάτης και έβαλε το χέρι του ασυναίσθητα στην τσέπη που κρατούσε το σουτιέν, μα με είδε πως τον κοιτούσα και το τράβηξε απότομα έξω.
Ο Λουκάς φαινόταν πως είχε αρχίσει να μεθά για τα καλά. Χαμογελούσε διαρκώς, ζητούσε με πείσμα το μπουκάλι, μέχρι κι ένα τραγούδι πήγε να πει που δεν τραγουδούσε ποτέ. Μα όσο όμως το τολμούσε, ανάμεσα απ’ τις παύσεις του, που στο ενδιάμεσο τού έλεγαν να το βουλώσει ο Σταμάτης με τον Φώτη, άκουγα απ’ έξω τον Λάμπρο απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα να φωνάζει ψιθυριστά, όπως όταν κάποιος προσπαθεί να φωνάξει ενώ του έχει σταθεί ένα κόκαλο στο λαιμό: παιδιά, παιδιά ακολουθώντας χτυπήματα στην καρότσα που με έκαναν να πεταχτώ πάνω απ’ τον τρόμο μου.
Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα και μας ανακοίνωσε με όσο δραματικό τρόπο γινόταν πως κάποιος ήταν εκεί έξω στο δάσος, πίσω από έναν θάμνο, ακίνητος.
«Ακίνητος;», είπε ο Σταμάτης με ύφος που δήλωνε: κόψε την πλάκα, μικρέ. «Βλακείες».
«Ελάτε να δείτε»
«Αν είναι πλάκα, Λάμπρο, θα φας φάπα, μα το Θεό», του είπε και σηκωθήκαμε όλοι, εξοπλίζοντας τους φακούς των κινητών μας. Ο Φώτης μας κοίταξε διστακτικά και είπε πως το καλύτερο θα ήταν να φεύγαμε.
«Γιατί τι θα μας κάνει τόσα άτομα;», είπε ο Σταμάτης παίρνοντας ένα ύφος αλα Μπρους Γουίλις.

Ο Λάμπρος μάς κατεύθυνε προς το μέρος που τον είχε δει. Περπατήσαμε λίγα μέτρα, ο καθένας δίπλα απ’ τον άλλο, μέχρι που φτάσαμε στον θάμνο που μας έδιξε με το φως του φακού του. Πήραμε μια ανοιχτή στροφή για να κοιτάξουμε αν υπήρχε κανείς από πίσω και, προς μεγάλη μας έκπληξη, είδαμε στο χώμα τη σκιά ενός καθισμένου ανθρώπου να τρεμοπαίζει στο αμυδρό σεληνόφως.

Αποτραβηχτήκαμε όλοι, πισωπατώντας έντρομοι.

«Συγγνώμη, κύριε», φώναξε ο Σταμάτης μάταια, χωρίς να λάβει καμία απάντηση.

Δεν κουνήθηκε καθόλου. Ούτε οι απότομες σπιλιάδες δεν ήταν ικανές να τον κάνουν να σαλέψει. Πλησιάσαμε αργά-αργά μέχρι που όλοι οι φακοί συναντήθηκαν στο πρόσωπό του και καταλάβαμε πως σίγουρα ήταν νεκρός. Μα αυτό δεν ήταν το μόνο τρομερό της υπόθεσης, το σκοτεινότερο ή το πιο μακάβριο.

Ήταν ένας άντρας, χωρίς μαλλιά, φαλακρός, καθισμένος οκλαδόν κάπως, με μάλλινα ρούχα. Γύρω του δεν υπήρχε κανένα άλλο αντικείμενο, τίποτα απολύτως που να μπορούσε να δώσει μια εξήγηση, να λύσει το μυστήριο της ταυτότητάς του, μιας και κανείς μας δεν τον είχε ξαναδεί σ’ αυτό το τόσο μικρό χωριό στη μέση του πουθενά. Μόνον εκείνος υπήρχε, πίσω απ’ τον θάμνο, με ανασηκωμένο το κεφάλι να κοιτά τον ουρανό. Ήταν στην κυριολεξία κοκαλωμένος, ένα άγαλμα που έδινε πιστότατα την εντύπωση πως ήταν αληθινό. Κανείς δεν τόλμησε φυσικά να τον αγγίξει, ούτε καν να προκαλέσει κάποιος για να το κάνει. Το πρόσωπό του, κατάχλομο, είχε χαρακωθεί από μωβ ευθείες γραμμές που κατέληγαν στις άκρες σε νευρώνες, φτάνοντας ως τον λαιμό όπου και απλώνονταν ανενόχλητα μέχρι πίσω στον σβέρκο· ένα θέαμα αποκρουστικότατο! Τα μάτια του ήταν θολά, σαν γυάλινες εύθραυστες μπάλες, έτοιμες να σπάσουν, με το ασπράδι να έχει γεμίσει και αυτό από κόκκινες φλέβες και η κόρη να έχει αποκτήσει μια μενεξεδένια απόχρωση. Το στόμα του μισοέχασκε ανοιχτό, μπορούσαμε να δούμε πίσω απ’ τα μπλαβιά πρησμένα χείλη να γυαλίζουν τα δυο μπροστινά δόντια. Το υπόλοιπο σώμα έμενε καλυμμένο απ’ τα ρούχα, μα ήμουν σίγουρος πως κανείς δεν θα 'θελε να αντικρίσει αυτά τα νεύρα που σίγουρα θα συνέχιζαν να εξαπλώνονται στην πλάτη, στα χέρια, στα πόδια, σ’ όλο του το σώμα.

«Να καλέσουμε βοήθεια», ακούστηκε μια ψιθυριστή φωνή, έπειτα από λίγο, όσο παρατηρούσαμε αυτό το θέαμα. Ήταν ο Φώτης. Ανασκουμπωθήκαμε όλοι και κοιταχτήκαμε φοβισμένοι.
«Δεν υπάρχει περίπτωση», είπε ο Σταμάτης, «θα βρω τον μπελά μου με το φορτηγάκι».
«Και θα τον αφήσουμε έτσι;», αντέτεινε ο Λάμπρος.
«Είναι πεθαμένος, τι θέλετε να κάνουμε; Δεν ξέρω πώς έγινε, ούτε μ’ ενδιαφέρει, το μόνο που θέλω είναι να μην με πιάσουν με το φορτηγάκι», έκανε αυστηρά.
«Και θα τον αφήσουμε έτσι;», επανέλαβε ξανά ο Λάμπρος.
«Δίπλα στο μοναστήρι είναι, οι καλόγριες περνάνε καθημερινά απ’ αυτό τον δρόμο. Θέμα ημερών είναι. Θα τον βρούνε», είπε ο Σταμάτης με αυστηρότερο τόνο. «Πάμε να φύγουμε τώρα». Τον κοιτάξαμε όλοι σαν να βλέπαμε ένα δεύτερο πτώμα μπροστά μας.
«Αν θέλετε να μείνετε εδώ, καθίστε», ανταποκρίθηκε εκνευρισμένος. «Εγώ την κάνω». Έστριψε προς το φορτηγάκι και όλοι τον ακολουθήσαμε γρήγορα, αφήνοντας πίσω στα σκοτάδια πάλι τον άγνωστο εκείνο άντρα. Μπήκαμε μέσα αμίλητοι και καθίσαμε. Ο Σταμάτης πάγωσε για λίγο με τα χέρια πάνω στο τιμόνι, κοιτάζοντας το μαύρο τίποτα γύρω του και έπειτα γύρισε το κλειδί, η μηχανή βρυχήθηκε έντονα, οι προβολείς φώτισαν μια σειρά από βελανιδιές και ξεκίνησε παίρνοντας τον δρόμο του χωριού.

Στη διαδρομή μάς προειδοποίησε, μάλλον περισσότερο απείλησε, πως αν τολμούσαμε να πούμε τίποτα σε κανένα, θα μας έβγαζε τρελούς και θα επέρριπτε τον θάνατο του αγνώστου άντρα πάνω μας. Ό,τι έγινε, έγινε. Ακόμη και να τον βρίσκανε, εμείς δεν θα ξέραμε τίποτα. Πήγαμε μια βόλτα με τα πόδια μέχρι την πλατεία και γυρίσαμε στα σπίτια μας, θα λέγαμε αν μας ρωτούσαν τι κάναμε αφού φύγαμε από το «10». Τίποτα περισσότερο που να ρίχνει φως στη μυστήρια υπόθεση. Μας έβαλε ακόμη και να ορκιστούμε ένας-ένας (δεν διέκρινες πια επιβολή στα μάτια του αλλά αμιγή φόβο), κι έτσι ορκιστήκαμε όλοι με το ζόρι, δεν έλειψε ο Λουκάς να πει ότι το έβρισκε γελοίο, μα το γεγονός ότι δεν ήθελε να αναμειχθεί το όνομα κι εκείνου πουθενά ορκίστηκε κι αυτός με τη σειρά του.

«Δεν σκοτώσαμε και κανέναν», είπα λίγο πριν μας αφήσει στην πλατεία, με σβηστά τα φώτα ξανά, περιμένοντας ο Σταμάτης και το δικό μου όρκο.
«Και ποιος θα το πίστευε; Αν ξέρανε ότι ανεβήκαμε εκεί και δεν είπαμε τίποτα, πώς ξέρεις πως δεν θα μας κατηγορήσουν;»

Πολλά αντεπιχειρήματα πέρασαν από το μυαλό μου, ειρωνικά όμως κανένα δεν με εμπόδισε στο να ορκιστώ και εγώ, κρατώντας τον όρκο μου όπως και οι υπόλοιποι· και μαζί με την καταιγίδα που ξέσπασε το επόμενο πρωί σαν να επισφράγιζε τον όρκο μας –τόσο ισχυρή που ούτε το σχολείο άνοιξε εκείνη τη μέρα– ξεχάσαμε ό,τι έπρεπε να ξεχάσουμε.


Πέρασαν πολλά χρόνια για να φτάσουμε στο σήμερα, τουλάχιστον επτά με οκτώ – τα γενέθλια του Λάμπρου είναι η μόνη αξιόπιστη χρονική σημαδούρα μες στο χαώδες πέλαγος των αναμνήσεων. Όπως όλες οι φιλίες που είναι καταδικασμένες να δοκιμάζονται με τις πρώτες ενήλικες υποχρεώσεις: σπουδές, στρατός, εργασία, αναπόφευκτη αλλαγή περιβάλλοντος, έτσι και η δική μας έσπασε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αποδεικνύοντας όμως πως αυτό θα κρατούσε για πάντα. Εγώ σπούδασα στην Πάτρα, άλλοι στην Αθήνα ή στην Καλαμάτα, άλλοι έμειναν στο χωριό, άλλοι ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια που η τύχη τους τούς οδήγησε. Ήμουν σίγουρος πως αν βρισκόμασταν πάλι τώρα μαζί, δεν θα είχαμε την ίδια σπίθα, την ίδια άνεση να μιλάμε για κοπέλες, για τα προσωπικά μας κατορθώματα, προσπαθώντας συνάμα να εντυπωσιάσουμε, και για χίλια άλλα δυο, όπως συνηθίζαμε όταν ήμασταν παιδιά.
Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό ξεχάστηκε και από εμένα τον ίδιο για πολύ καιρό σαν να μην έγινε ποτέ· συμπαρασύροντας η ζωή με τις στιγμές της και ορισμένα γεγονότα στη λήθη, όπως ανέκαθεν τραγικά συμβαίνει.
Μια τυχαία συγκυρία, μια αθώα –ή μη– σύμπτωση, επανέφερε αυτό το γεγονός στη μνήμη μου, όταν βρέθηκε η κοπέλα μου να είναι αδερφή της κοπέλας του Λουκά στην Αθήνα. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Πάτρα, μένοντας λίγους μήνες στο χωριό και είχα αποφασίσει να μετακομίσω στην Αθήνα με τη σχέση μου. Ούτε εμείς δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε όταν συναντηθήκαμε από κοντά και οι τέσσερίς μας. Με τον Λουκά χαιρετηθήκαμε κάπως ψυχρά, μα συνωμοτικά, σαν πρώην κατάδικοι που μοιραζόμασταν το ίδιο κελί και οργανώναμε μαζί τα σχέδια απόδρασης μα εντέλει χωρισμένοι, δίνοντας την εντύπωση στα κορίτσια μας πως δεν υπήρξαμε και τόσο θερμοί φίλοι τελικά όσο υποστηρίζαμε. Με τον καιρό όμως ο πάγος άρχιζε να λιώνει με εκατέρωθεν προσπάθειες, συμπεριλαμβανομένων και των κοριτσιών μας.

«Με τον Σταμάτη συναντιέστε καθόλου;», τον ρώτησα σε μια απ’ τις κοινές εξόδους που κανόνιζαν οι δυο αδερφές.
«Ναι, φυσικά. Τώρα είναι στην Καλαμάτα. Έχει ένα μεγάλο παντοπωλείο στο κέντρο και βγάζει αρκετά. Με τον πατέρα του το τρέχει. Άνοιξε και δυο μαγαζιά στη Γερμανία με ελληνικά προϊόντα»
«Μπράβο του!»

Και τότε ήταν που αρχίσαμε να θυμόμαστε τις μέρες πίσω στο χωριό, όταν ήμασταν μικρά, τα παιχνίδια που παίζαμε, στα κεραμίδια του σχολείου που σκαρφαλώναμε τα βράδια για να καπνίσουμε κρυφά, τις βόλτες που κάναμε με το φορτηγάκι του Σταμάτη, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που είχαμε για συμμαθήτριές μας, τις πλάτες που κάναμε ο ένας στον άλλο απέναντι στους γονείς όταν χρειαζόμασταν, καθώς και άλλα, ατέλειωτα περιστατικά, αξιομνημόνευτα τώρα που λογίζονται σαν ευτυχισμένα γεγονότα σε έναν, ανεπιστρεπτί, απολεσθέντα παράδεισο.
Μετά από αρκετές εξόδους μας, και, ηθελημένα ή μη, από αναδρομές στο παρελθόν, θυμήθηκα το περιστατικό αυτό με τον όρθιο άντρα στο δάσος. Μου ήρθε σαν να καρφώθηκε ξαφνικά μες στο κεφάλι μου. Τι να είχε συμβεί άραγε στ’ αλήθεια;
Φυσικά, λίγο καιρό αργότερα από αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσα να κρατηθώ κι είχα ρωτήσει τους γονείς μου, δήθεν τυχαία, αν είχαν ακούσει τίποτα. Μάταια όμως. Γινόμουν όλο και πιο λεπτομερής ως προς τον χρόνο, τον τόπο, ακόμη και το ότι ήταν δίπλα απ’ το μοναστήρι ή ότι ήταν καραφλός φερ’ ειπείν (στηρίζοντας όλα αυτά βέβαια σε ανιστόρητες φήμες που υποτίθεται ότι ακούγονταν εκείνο τον καιρό στο χωριό), μα δυστυχώς τίποτα δεν υποκινούσε τη μνήμη τους. Μα πώς θα μπορούσε άλλωστε, αναρωτιόμουν κι εγώ, αφού αν είχε ακουστεί κάτι θα το είχα μάθει, δεν ήμουν δα και κανένα παιδάκι για να θυμάμαι τόσο διεξοδικά τη βραδιά εκείνη και όχι αν τον είχαν ανακαλύψει. Ήταν βέβαια και εκείνη η βροχή, η θεομηνία που ακολούθησε την επόμενη μέρα. Θα μπορούσε άνετα να τον παρασύρει αφού ο δρόμος μετατρεπόταν σε ποτάμι απ’ τα νερά που κατέβαιναν από το βουνό. Όμως και πάλι δεν θα μπορούσε να βρεθεί; Από κάποιον. Οποιονδήποτε. Έναν γεωργό, μετά από εβδομάδες ή μήνες, που πήγαινε να ελέγξει τη σοδειά απ’ τις ελιές ή από τις γυναίκες τους που μάζευαν χόρτα, απ’ τα σκυλιά τους ίσως, που θα μύριζαν τη σήψη του πτώματος; Αποκλείεται να είχε θαφτεί τόσο απ’ τη λάσπη, που να μην τον έβρισκε κανείς, όση βροχή και να είχε ρίξει, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια.

Ένα απόγευμα, καλεσμένος στο σπίτι της αδερφής της κοπέλας μου, ο Λουκάς φυσικά ήταν εκεί, αποφάσισα να τον ρωτήσω, σπάζοντας αυτό τον απαραβίαστο όρκο που είχα πάρει, για εκείνο το βράδυ. Δεν έκανα καμιά προετοιμασία, δεν το πολυσκέφτηκα· με την πρώτη ευκαιρία που μείναμε μόνοι του μίλησα ανοιχτά.
Περίμενα τον ίδιο ενθουσιασμό στα μάτια του, να είχε την ίδια αναμονή στο να λύναμε αυτό το μυστήριο επιτέλους μετά από τόσα χρόνια. Έπρεπε όμως να διηγηθώ μόνος μου όλη την ιστορία για να μπορέσει να θυμηθεί. Όσο συνέχιζα, τόσο έβλεπα στο βλέμμα του να με αμφισβητεί, ήταν έτοιμος να με κοροϊδέψει, όπως τότε έκανε με τον Σταμάτη, βγάζοντάς με τρελό ή φαντασιόπληκτο. Ήμουν σίγουρος πως διασκέδαζε μ’ αυτό. Άρχισε να γελά και να ρωτά πώς κατάφερα να βγάλω μια τόσο αλλόκοτη ιστορία από το μυαλό μου, αναμειγνύοντας μαζί αληθινά πρόσωπα στην υπόθεση αυτή.

«Ω, έλα τώρα Λουκά! Αποκλείεται να μη θυμάσαι τα γενέθλια του Λάμπρου, Νοέμβρης ήταν, είμαι σίγουρος», απηύδησα από ένα σημείο και μετά.
«Ναι, θυμάμαι τα γενέθλια του Λάμπρου, κάθε χρόνο κάναμε όλοι γενέθλια στο ‘10’, κρίμα που μού ’παν οι δικοί μου ότι έκλεισε–»
«Ναι, θυμάσαι όμως τα συγκεκριμένα;»
«Πού να τα θυμάμαι τα συγκεκριμένα που λες;»
«Τα γενέθλια μπορεί να μην τα θυμάσαι, αλλά το ότι πήγαμε με το φορτηγάκι του Σταμάτη…»
«Έχουμε πάει χιλιάδες βόλτες με το φορτηγάκι του Σταμάτη»
«Εκείνη όμως τη φορά; Δίπλα απ’ το μοναστήρι;»
«Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, αλήθεια», είπε και φάνηκε πως από εκεί και πέρα δεν είχε πλάκα η όλη ιστορία.
«Κοίτα», είπα κουρασμένος, «αν είναι για τον όρκο που δώσαμε ή κάτι τέτοιο, ξέρεις ότι δεν έχει καμία σημασία πια. Δεν θα τον μαλώσει ο πατέρας του Σταμάτη επειδή πήρε το αυτοκίνητο», άρχισα να γελώ με την ελπίδα να παραδεχτεί πως το θυμόταν εντέλει.
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς, για ποιους όρκους, αλήθεια». Και πραγματικά, αυτό που με έκανε ακόμη περισσότερο εξοργισμένο ήταν πως φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν υποκρινόταν, αληθινά δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Όταν ήρθαν οι κοπέλες μας σταμάτησα να τον ρωτάω και να επιμένω και φάνηκε πως και ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στην κουβέντα.

Βεβαίως δεν το άφησα εκεί· άρχισα να καλώ όλους όσους ήταν παρόντες εκείνο το βράδυ.
Όλοι τους, ένας προς ένας, δήλωναν πως δεν θυμόντουσαν τίποτα, πως δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο· ακόμη και ο Λάμπρος που είχε τα γενέθλιά του το αρνήθηκε. Μα πώς ήταν δυνατόν;
Τελευταίο άφησα τον Σταμάτη.

«Μάξιμε!», ακούστηκε ξαφνιασμένος που μιλούσαμε, δια μέσω τηλεφώνου, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Αφού είπαμε και οι δύο τα νέα μας, προσπερνώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα όλη αυτή την εισαγωγή, μπήκα κατευθείαν στο θέμα:

«Ξέρεις, Σταμάτη, ήθελα να σε ρωτήσω για κάτι, μιλήσαμε και με τον Λουκά, δεν ξέρω αν…»
«Ναι, ναι, πώς; μου έχει πει πως βγαίνετε στην Αθήνα. Α ρε, μπαγάσες, ντόλτσε βίτα κάνετε, να ’μουν και εγώ εκεί…»
«Ναι, να έρθεις όποτε θέλεις φυσικά να βγούμε. Του έλεγα λοιπόν τις προάλλες, όταν ήμασταν στο Γυμνάσιο, στα γενέθλια του Λάμπρου, θυμάσαι που είχαμε πάει στον παλιό δρόμο…»
«Βεβαίως»

Ένα κύμα έκπληξης και ελπίδας μαζί με διαπέρασε.

«Θυμάσαι που μας είχες δείξει το σουτιέν μιας φίλης της ξαδέρφης σου», σ’ αυτό το σημείο τον άκουσα απ’ την άλλη γραμμή να γελάει, «και μετά περάσαμε απ’ το μαγαζί του πατέρα σου για να πάρεις ουίσκι και…».
«Φυσικά, φυσικά, ωραίες εποχές, ε;»
«Θυμάσαι κάτι παράξενο που να συνέβη;»
«Εννοείς πέρα απ’ το ότι ο Λουκάς δεν σήκωνε το ποτό;», γέλασε ξανά.

Του εξήγησα όλη την ιστορία απ’ την αρχή, με κάθε λεπτομέρεια, προσέχοντας μην παραλείψω τίποτα που να μπορούσε να τον βοηθήσει να θυμηθεί και όταν τελείωσα, έπειτα από τρία ή πέντε ή δέκα λεπτά που μιλούσα, περίμενα την απάντησή του.

Άφησε ένα κενό, ξεφυσώντας πάνω στο ακουστικό του και μετά με ρώτησε: «Δεν είσαι μαζί με τον Λουκά, έτσι;».

«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί μάλλον μου κάνετε φάρσα, ε; Ποιος το σκέφτηκε; Ο Λουκάς; Έλα πες μου!».

Άρχιζα να υποπτεύομαι πως είχε δημιουργηθεί μια συνωμοσία πίσω απ’ την πλάτη μου με σκοπό να αποδειχτώ τρελός· είτε ο όρκος που είχαμε δώσει είχε τηρηθεί κατά γράμμα, είτε είχαν οργανώσει ένα χοντρό κάζο εις βάρος μου με σκοπό να σπάσουν πλάκα.
Αυτό με έκανε ακόμη περισσότερο καχύποπτο απέναντι στον Λουκά, αλλά και στους υπόλοιπους. Ξεκάθαρα, είχε άφθονο χρόνο να τους ειδοποιήσει πως ένας απ’ την παρέα είχε μιλήσει, είχε σπάσει τον όρκο του, και τώρα έβγαινα εγώ ο παράλογος. Όμως όσο το σκεφτόμουν, κάθε μέρα που περνούσε, τόσο σιγουρευόμουν πως πράγματι είχε συμβεί.
Όλη μέρα ήμουν σκεπτικός, πήγαινα πάνω-κάτω, πληκτρολογώντας αριθμούς στο τηλέφωνο και συζητώντας για αυτό το θέμα, ενώ κατέληγα πάντα, εν αγνοία μου, να προσπαθώ να πείσω τον Λάμπρο, τον Φώτη ή τον Σταμάτη με φωνές να παραδεχθούν πως είχε όντως συμβεί, σαν ένας παρανοϊκός που διατείνεται με θέρμη και θάρρος πως η Γη δεν είναι στρογγυλή.
Όλα αυτά γινόντουσαν τους τελευταίες μήνες. Ο Λουκάς από τότε που σταμάτησα να μιλώ γι’ αυτό φάνηκε να επιστρέφει στον ευπροσήγορο εαυτό του, ενώ οι χαλαρές συζητήσεις και οι βόλτες με τις κοπέλες μας επανήλθαν σταδιακά.
Είμαι σίγουρος, παρ’ όλα αυτά και όπως αποδείχθηκε στο τέλος, πως όλες οι λύσεις των μυστηρίων της ζωής έρχονται, κυριολεκτικά, όταν και εκεί που δεν τις περιμένεις.
Μόλις χθες γύρισα απ’ το χωριό μου όπου είχα πάει για μια εβδομάδα. Η αποθήκη μας, η οποία βρισκόταν σ’ ένα κτήμα δίπλα απ’ το σπίτι και όπου ο πατέρας μου φρόντιζε τα τελευταία χρόνια μερικές κότες και χήνες, έπιασε ανεξήγητα φωτιά. Ευτυχώς τα ζωντανά είχαν προλάβει να σωθούν, η αποθήκη όμως που είχε μέσα τα τρόφιμα και τα πρώην εργαλεία της δουλειάς του πατέρα μου (συνταξιοδοτημένος ξυλουργός) έγιναν στάχτη και μπούρμπερη. Έτσι μου ζήτησε να πάω για μια εβδομάδα για να τον βοηθήσω να τα μαζέψουμε και να ασπρίσουμε μέσα-έξω την αποθήκη. Επ’ ευκαιρία, δυσάρεστη μεν, θα μ’ έβλεπαν κιόλας.

Μια μέρα πριν φύγω για την Αθήνα ξανά, έχοντας ολοκληρώσει σχεδόν όλες τις απαραίτητες εργασίες, δουλεύοντας όλη την μέρα, αποφασίσαμε να βάψουμε και μια γωνία του εσωτερικού της αποθήκης που ήταν καλυμμένη από ένα μεγάλο παλιό ντιβάνι, απ’ τον καιρό του παππού του πατέρα μου, στο οποίο οι φλόγες είχαν φτάσει μέχρι τη μέση σχεδόν. Όταν το τραβήξαμε με δύναμη, ένας κρότος ακούστηκε, σαν κάτι να είχε συρθεί και πέσει από μέσα απ’ το ντιβάνι, και όταν καταφέραμε να το βγάλουμε είδαμε δυο χαρτονένιες κούτες να αποκαλύπτονται από κάτω.

«Για δες», είπε ο πατέρας μου ξύνοντας το κεφάλι του, «τις είχα ξεχάσει τελείως. Τι έχουν μέσα;».

Η μια κούτα, η πιο μπροστινή, ήταν γεμάτη με εργαλεία ξυλουργικής, πιο παλιά απ’ αυτά που συνήθιζε να χρησιμοποιεί εκείνος: καλέμια, σκουριασμένα πριόνια με ξύλινες λαβές, σφυριά, βαριοπούλες κι άλλα πολλά. Η άλλη όμως, είχε παλιά παιχνίδια δικά μου, αυτοκινητάκια, σβούρες, στρατιωτάκια, μερικά παιδικά επιτραπέζια, ένα εξ αυτών: ένας γάιδαρος που προσπαθούσες να του φορτώσεις όσα περισσότερα βάρη γινόταν χωρίς να τον κάνεις να σε κλοτσήσει με το πίσω μέρος του σώματός του και τα ρίξει όλα απ’ το σαμάρι του κάτω.
Ανακατεύοντας μέσα στην κούτα όλα τα παιχνίδια, τράβηξα μια αιχμηρή γωνία που στην αρχή νόμιζα, μέσα σ’ αυτόν τον πλαστικό βυθό των παιχνιδιών, πως ανήκε στην κορυφή απ’ το καπέλο από ένα στρατιωτάκι Playmobile, αλλά όταν ανελκύστηκε στην επιφάνεια, σαν χαμένος θησαυρός, βρήκα να μαζεύω ένα κόκκινο σκληρόδετο βιβλίο, η θέα του οποίου μ’ έκανε να μείνω αποσβολωμένος. Ήταν το μοναδικό βιβλίο εκεί μέσα – χωρίς τίτλο απ’ έξω· τα γράμματα είχαν σβηστεί, και μόνο μερικά χρυσά υπολείμματα μαρτυρούσαν πως κάποτε κάτι ήταν γραμμένο.

«Βρήκες αυτό το βιβλίο», είπε αμέσως ο πατέρας μου βλέποντάς με να κάθομαι ανακούρκουδα πάνω απ’ την κούτα. «Το θυμάσαι; σου άρεσε πάρα πολύ, δεν ήθελες να το αποχωρίζεσαι ποτέ, ούτε στο σχολείο ακόμη. Νομίζαμε ότι χάθηκε ή πετάχτηκε κατά λάθος, τελικά μάλλον μπερδεύτηκε με τα παιχνίδια. Τι κλάμα είχες κάνει τότε που δεν το έβρισκες. Τον κόσμο ολόκληρο κόντεψες να σηκώσεις απ’ τις φωνές σου!».

Η φωνή του σιγά-σιγά χανόταν και την διαδεχόταν ένα βουητό, όπως όταν βρισκόμαστε κάτω απ’ το νερό. Το άνοιξα αργά, όσο πιο αργά και βασανιστικά μπορούσα, προσπερνώντας τις πρώτες λευκές σελίδες, μέχρι να φτάσω στον τίτλο του, που ήταν γραμμένος πάνω από μια γκραβούρα που αναπαριστούσε άγρια σκυλιά να τρέχουν προς την δεξιά μεριά, σαν να σε παρότρυναν να γυρίσεις τη σελίδα και να ξεκινήσεις την ανάγνωση· ο τίτλος του με μεγάλα γωνιώδη –γοτθικού τύπου– γράμματα: Παράξενες Ιστορίες καί Κρυφές. Έτος έκδοσης, πρόσεξα δίπλα με μικροσκοπικά στοιχεία, 1961.
Υπήρχαν διάφορες ιστορίες γραμμένες, πράγματι αλλόκοτες και μυστήριες, άλλοτε τρομακτικές και φρικιαστικές κι άλλοτε ανεξήγητες – εντελώς ενοχλητικά άλογες, με ασπρόμαυρα σκίτσα να παρεμβαίνουν κάθε τόσο σε διάφορα σημεία: κάποιο έδειχνε ένα μικρό αγόρι να βουλιάζει στην κινούμενη άμμο ζητώντας βοήθεια και ένα κοριτσάκι πιο δίπλα με μια κούκλα στην αγκαλιά της να κοιτάζει απαθέστατα το χέρι του παιδιού που την ικέτευε για να τον βοηθήσει, ένα άλλο έδειχνε ένα ζωντανό ανθρώπινο σκελετό ντυμένο με παιδικά κοριτσίστικα ρούχα, άλλο, ένα λυκάνθρωπο με κοφτερά δόντια να βρίσκεται στο μέσον της μεταμόρφωσής του και την πανσέληνο από πάνω του κατάμαυρη, χάριν του σκίτσου.
Κατά τη μέση του βιβλίου, εκεί που τέλειωνε η τρίτη ιστορία (δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο, γύρω στις εκατό με εκατόν πενήντα σελίδες), ξεκινούσε η τέταρτη με τον τίτλο: Το μυστήριο πτώμα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω υστερικά, σαν τον Αρχιμήδη που ούρλιαζε θριαμβευτικά στους δρόμους για την ανακάλυψή του, ή να βάλω τα κλάματα.

Περιληπτικά, η ιστορία πήγαινε ως εξής: μια μικρή ομάδα παιδιών αποφασίζουν να πάνε μια εκδρομή στο βουνό. Παίρνουν μια μεγάλη ανηφόρα με σκοπό να φτάσουν σ’ ένα μικρό ξέφωτο. Όταν φτάνουν σ’ αυτό το ειδυλλιακό ξέφωτο, τρώνε, πίνουν, χορεύουν, τραγουδάνε, μέχρι ο ήλιος ν’ αρχίσει να πλησιάζει τις απέναντι κορυφογραμμές των βουνών για να κρυφτεί. Τότε τα μαζεύουν όλα γρήγορα και παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Ένα κορίτσι σκοντάφτει όταν η άκρη της φούστας της πιάνεται στα φύλλα ενός άγριου θάμνου και οι υπόλοιποι τρέχουν να την βοηθήσουν. Τρομαγμένοι, ανακαλύπτουν πως πίσω απ’ τον θάμνο υπάρχει ένα μυστήριο πτώμα, καθισμένο οκλαδόν (η συνοδευτική γκραβούρα κάτω απ’ την περιγραφή έδειχνε έναν άνδρα καραφλό με μαύρες ρίγες να διατρέχουν το πρόσωπο και τα χέρια του, στα μάτια είχε περαστεί το μολύβι πολύ αχνά, σχεδόν ψηλαφιστά· τα παιδιά γύρω του τον παρακολουθούσαν με γουρλωμένα μάτια), σαν η ψυχή του να τον είχε εγκαταλείψει, να είχε παρθεί όσο βρισκόταν κάτω. Τότε δώσανε τα παιδιά με μια φωνή τον όρκο της σιωπής: Αν κανείς από εμάς μιλήσει, όλοι θα το αρνηθούν με την καρδιά τους, αλίμονο σε εκείνους που θα συνεργαστούν. Και έδωσαν όλα μαζί τα χέρια, που σχημάτιζαν έναν κύκλο, βάζοντας ό,τι πολυτιμότερο, σαν υποθήκη, να χαθεί σε περίπτωση που το μυστικό δραπέτευε έξω απ’ αυτόν τον κύκλο κι έπειτα κατρακύλησαν, με τη χαρά τού μυστικού, κατά το χωριό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: