Υπναγωγία

Hendrick Goltzius (1588): «Η πτώση του Φαέθοντα»
Hendrick Goltzius (1588): «Η πτώση του Φαέθοντα»

Δια­νύ­α­με όλοι στην πα­ρέα το δέ­κα­το πέμ­πτο έτος του βί­ου μας, εκτός απ’ τον Λά­μπρο, που Νο­έμ­βρη μή­να εί­χε γε­νέ­θλια –μέ­νο­ντας τε­λευ­ταί­ος από όλους για να τα κλεί­σει–, όταν τα γιορ­τά­ζα­με μα­ζί στο «10», στη μό­νη κα­φε­τέ­ρια του χω­ριού. Οι γο­νείς μας, με­τά το φα­γη­τό, το κό­ψι­μο της τούρ­τας, τα πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα, τις επα­να­λαμ­βα­νό­με­να απο­χαι­ρε­τι­στή­ριες ευ­χές με­τα­ξύ τους, μας άφη­σαν επι­τέ­λους στην ησυ­χία μας, να χα­ρού­με τα γε­νέ­θλια του φί­λου μας όπως εμείς θέ­λα­με.

Μι­λά­γα­με για ένα και­νούρ­γιο ηλε­κτρο­νι­κό παι­χνί­δι που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει εκεί­νο τον και­ρό όταν ο Στα­μά­της έσκυ­ψε πά­νω απ’ το τρα­πέ­ζι, πα­ρο­τρύ­νο­ντας και εμάς να τον μι­μη­θού­με, αρ­χί­ζο­ντας να μας λέ­ει ψι­θυ­ρι­στά, για να μην μας ακού­σει ο ιδιο­κτή­της του μα­γα­ζιού και ο βοη­θός του –που τυγ­χά­νει να ήταν ο με­γά­λος μου αδερ­φός–, για μια φί­λη της ξα­δέρ­φης του που έκα­νε σεξ μα­ζί της την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα, όταν πή­γαν επί­σκε­ψη με τους γο­νείς του.

«Πα­ρα­μύ­θι», εί­πε με πε­ρι­φρό­νη­ση ο Λου­κάς, ξα­πλώ­νο­ντας πί­σω στην κα­ρέ­κλα του και με τα χέ­ρια στο σβέρ­κο.

Ακο­λου­θή­σα­με κι εμείς, απ’ τη στιγ­μή που ένας εί­χε τολ­μή­σει να το αμ­φι­σβη­τή­σει.

«Ρε σεις, αλή­θεια σας λέω», έκα­νε ο Στα­μά­της.
«Και πού το κά­να­τε, Στα­μα­τά­κο, μπρο­στά στους δι­κούς σου;»
«Όχι, ρε στό­κε, στο δω­μά­τιο της ξα­δέρ­φης μου που βρι­σκό­ταν, όση ώρα το κά­να­με, στο σα­λό­νι»
«Και πώς ήταν;», τον ρώ­τη­σε ο Φώ­της με εν­δια­φέ­ρον.
«Μη μα­σάς, ρε συ, ό,τι σου λέ­ει», του έρι­ξε μια καρ­πα­ζιά ο Λου­κάς στο σβέρ­κο.
«Τώ­ρα όντως εί­ναι τρα­βηγ­μέ­νο το σκη­νι­κό», εί­πα.
«Κα­λά, ελά­τε όμως στο φορ­τη­γά­κι του πα­τέ­ρα μου που έχω κρύ­ψει ένα σου­τιέν της που μου χά­ρι­σε και θα πει­στεί­τε»
«Και πού να βρού­με το φορ­τη­γά­κι για να μας το δεί­ξεις;», έκα­νε ο Λου­κάς.
«Εδώ έξω εί­ναι, μου το άφη­σε ο πα­τέ­ρας μου για να το γυ­ρί­σω εγώ». Ο Λου­κάς φά­νη­κε για πρώ­τη φο­ρά πως δεν εί­χε κά­τι να πει.
«Ε, πά­με τό­τε», εί­πε ο Λά­μπρος εν­θου­σιώ­δης.

Ση­κω­θή­κα­με να πά­με όλοι μα­ζί στο φορ­τη­γά­κι. Κα­λη­νυ­χτή­σα­με τον ιδιο­κτή­τη και τον αδερ­φό μου, οι οποί­οι μας κοι­τού­σαν κά­πως πε­ρί­ερ­γα σαν να κα­τά­λα­βαν πως σκα­ρώ­να­με κά­τι, και κα­τε­βή­κα­με τη μι­κρή κα­τη­φό­ρα. Ο Στα­μά­της έλεγ­ξε γύ­ρω του συ­νω­μο­τι­κά, άνοι­ξε την πί­σω πόρ­τα της κα­ρό­τσας, ανα­κά­τε­ψε τα ερ­γα­λεία της μιας ερ­γα­λειο­θή­κης και πράγ­μα­τι ξε­τυ­λί­χτη­κε στα χέ­ρια του ένα πα­νί, όπως φαι­νό­ταν, το οποίο, ανοί­γο­ντάς το αρ­γά, έπαιρ­νε το σχή­μα ενός γυ­ναι­κεί­ου στη­θό­δε­σμου. Το πή­ρε ένας-ένας και άρ­χι­σε να το πε­ριερ­γά­ζε­ται σαν να ’ταν κά­τι το εξω­γή­ι­νο, μέ­χρι που ο Λου­κάς το μύ­ρι­σε και εξα­κρί­βω­σε πως έτσι ακρι­βώς μυ­ρί­ζει ένα γυ­ναι­κείο στή­θος· εί­χε μυ­ρί­σει, μας εί­πε, και αυ­τός μιας ξα­δέρ­φης του. Το ίδιο κά­να­με και οι υπό­λοι­ποι, χαϊ­δεύ­ο­ντάς το συ­νά­μα σαν να χαϊ­δεύ­α­με ένα πραγ­μα­τι­κό στή­θος και όχι ένα απλό κά­λυμ­μά του.

«Να σας πω», εί­πε ο Στα­μά­της έπει­τα κα­θώς εί­χα­με μπει όλοι στην κα­ρό­τσα επει­δή κρυώ­να­με, «για­τί δεν πά­με στον πα­λιό δρό­μο, κο­ντά στο μο­να­στή­ρι;».
«Εκεί πά­νω τέ­τοια ώρα;», έκα­νε ο Φώ­της.
«Για­τί θα σε φά­νε οι λύ­κοι;», τον κο­ρόι­δε­ψε.
«Μέ­σα», εί­πε ο Λά­μπρος.
Κι αμέ­σως συμ­φω­νή­σα­με όλοι, μην γνω­ρί­ζο­ντας βέ­βαια αυ­τό που μας πε­ρί­με­νε εκεί πά­νω.

Ο Στα­μά­της πέ­ρα­σε μπρο­στά στο τι­μό­νι, οι υπό­λοι­ποι κρα­τη­θή­κα­με από όπου μπο­ρού­σα­με, ο Λά­μπρος έκα­τσε στη θέ­ση του συ­νο­δη­γού τι­μη­τι­κά επει­δή ήταν τα γε­νέ­θλιά του και ξε­κι­νή­σα­με. Κυ­κλο­φο­ρού­σα­με κυ­ρί­ως στους άδειους πα­ρά­δρο­μους με σβη­στά φώ­τα επει­δή δεν θέ­λα­με να μας δει κα­νέ­νας και κυ­ρί­ως ο Στα­μά­της που του εί­χαν αφή­σει το αυ­το­κί­νη­το οι γο­νείς του μό­νο και μό­νο για να γυ­ρί­σει στο σπί­τι. Στα όρια του χω­ριού, εκεί που βρι­σκό­ταν το πα­ντο­πω­λείο του πα­τέ­ρα του Στα­μά­τη, πά­τη­σε φρέ­νο και έβγα­λε το κλει­δί από τη μί­ζα.

«Τι έγι­νε;», εί­πε ο Λου­κάς.
«Σσ­σς», έκα­νε ο Στα­μά­της. «Θα πά­ρω κα­νέ­να ουί­σκι απ’ την κά­βα του γέ­ρου μου. Μην βγά­λε­τε άχνα μέ­χρι να γυ­ρί­σω». Εί­χε αφή­σει το φορ­τη­γά­κι σε μια μι­κρή χω­μά­τι­νη πά­ρο­δο κά­τω από μια αμυ­γδα­λιά και βγαί­νο­ντας έξω εξα­φα­νί­στη­κε στο σκο­τά­δι. Το μό­νο που ακου­γό­ταν για λί­γα λε­πτά ήταν οι βα­θιές μας ανά­σες ενώ από κά­που μα­κριά έφτα­νε το επί­μο­νο αλύ­χτι­σμα ενός σκύ­λου. Ο Στα­μά­της, με το μπου­κά­λι μέ­σα απ’ το μπου­φάν του, γύ­ρι­σε γρή­γο­ρα και έβα­λε ξα­νά εμπρός, με τα κλα­διά να ουρ­λιά­ζουν γρα­τζου­νώ­ντας την ορο­φή σαν γαμ­ψά μα­κριά νύ­χια πά­νω σε πί­να­κα και μό­λις βγή­κα­με απ’ το χω­ριό, άνοι­ξε τα φώ­τα επι­τα­χύ­νο­ντας.

Ο πα­λιός δρό­μος βρι­σκό­ταν πε­ρί­που δέ­κα λε­πτά απ’ το χω­ριό. Εκεί ήταν η εί­σο­δος του χω­ριού πα­λιά, πριν δη­μιουρ­γη­θεί, πριν από αρ­κε­τά χρό­νια, ο νέ­ος ασφαλ­το­στρω­μέ­νος δρό­μος που οδη­γού­σε στην κο­ντι­νό­τε­ρη πό­λη. Πια κα­νείς δεν πή­γαι­νε εκεί, επει­δή ήταν πλέ­ον δύ­σβα­τος για τα αυ­το­κί­νη­τα που δεν ήταν αγρο­τι­κά, εί­χε γε­μί­σει με αγριό­χορ­τα, με­γά­λες πέ­τρες και βρά­χους που η βρο­χή κα­τέ­βα­ζε κά­θε χει­μώ­να και κα­νείς δεν εν­δια­φε­ρό­ταν πια να τον κα­θα­ρί­σει. Το μό­νο που υπήρ­χε εκεί κο­ντά ήταν το μο­να­στή­ρι του Οσί­ου Πα­τα­πί­ου, γυ­ναι­κείο, με λί­γες κα­λό­γριες, λι­γό­τε­ρες και από δέ­κα και με­γά­λες σε ηλι­κία, να το συ­ντη­ρούν. Όσο ανε­βαί­να­με το κρύο γι­νό­ταν τσου­χτε­ρό. Ευ­τυ­χώς δεν εί­χε αέ­ρα, υπήρ­χε μια γλυ­κιά, έστω πα­ρο­δι­κά, γα­λή­νια νη­νε­μία. Εί­χε ημε­ρέ­ψει αυ­τός ο άνε­μος που εί­χε πιά­σει προη­γου­μέ­νως και πα­ρ’ ολί­γο να κα­τέ­στρε­φε το πάρ­τι. Όλα έδει­χναν πως ο ου­ρα­νός ήταν έτοι­μος να κα­τε­βά­σει κα­ρέ­κλες, μα ευ­τυ­χώς (ή δυ­στυ­χώς, για την πα­ρού­σα ιστο­ρία· ακό­μη και τώ­ρα που γρά­φω αυ­τές τις αρά­δες δι­χά­ζο­μαι σ’ αυ­τό το δί­πο­λο) η μπό­ρα εί­χε πά­ρει πια να κο­πά­ζει.

Ο Στα­μά­της πάρ­κα­ρε σε ένα ασφα­λές ση­μείο το φορ­τη­γά­κι, για­τί από κά­τω από τον δρό­μο υπήρ­χε γκρε­μός, και μα­ζί με τον Λά­μπρο ήρ­θαν πί­σω σ’ εμάς. Άνοι­ξε το μπου­κά­λι με το ουί­σκι, ήπιε μια γου­λιά, έπει­τα μια δεύ­τε­ρη, τα μά­γου­λά του στη δεύ­τε­ρη φά­νη­καν να κοκ­κι­νί­ζουν σαν να φλέ­γο­νται και τα κλει­στά βλέ­φα­ρά του να γε­μί­ζουν αυ­λα­κιές, και το μοί­ρα­σε σ’ εμάς, δί­νο­ντάς το ο ένας στον άλ­λο. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά που έπι­να στη ζωή μου ουί­σκι και θυ­μά­μαι πως μου εί­χε φα­νεί σαν να έπι­να βεν­ζί­νη ή οι­νό­πνευ­μα, κά­τι, τέ­λος πά­ντων, που κα­τά­και­γε τη γλώσ­σα και τον οι­σο­φά­γο μου. Όταν έγι­νε ο γύ­ρος του μπου­κα­λιού τρεις-τέσ­σε­ρις φο­ρές, ο Στα­μά­της ομο­λό­γη­σε πως δεν εί­χε πά­ρει μό­νο το ουί­σκι από το μα­γα­ζί αλ­λά και ένα πα­κέ­το τσι­γά­ρα. Ένα κόκ­κι­νο πα­κέ­το Marlboro ξε­πρό­βα­λε απ’ την τσέ­πη του. Χω­ρίς να χρο­νο­τρι­βεί, αφαί­ρε­σε τη ζε­λα­τί­νη, το άνοι­ξε βγά­ζο­ντας ένα ακό­μη χαρ­τά­κι από μέ­σα και τρα­βώ­ντας ένα τσι­γά­ρο το πέ­ρα­σε στα χεί­λη του. Το άνα­ψε φω­τί­ζο­ντας το πρό­σω­πό του και τα μά­τια του που ήταν στυ­λω­μέ­να στην τρε­μά­με­νη φλό­γα, φω­τί­ζο­ντας υπο­το­νι­κά και εμάς που μέ­χρι τό­τε δεν ήμα­σταν τί­πο­τα άλ­λο πα­ρά σκιές, και αμέ­σως μας μοί­ρα­σε από ένα στον κα­θέ­να. Όλοι ξε­ρο­βή­ξα­με συγ­χρο­νι­σμέ­να με την πρώ­τη ρου­φη­ξιά και μό­νο ο Λου­κάς κα­τά­φε­ρε να συ­γκρα­τη­θεί στο βή­ξι­μο, επει­δή εί­χε ξα­να­δο­κι­μά­σει, κοκ­κι­νί­ζο­ντας όμως σαν παν­τζά­ρι στο πρό­σω­πο με φου­σκω­μέ­να μά­γου­λα.
Εί­μαι σί­γου­ρος πως όλοι τό­τε τον Στα­μά­τη τον βλέ­πα­με βα­θιά μέ­σα μας πο­λύ αντα­γω­νι­στι­κά, ίσως με­ρι­κοί πά­λι να τον φθο­νού­σαν ή απλά τον ζή­λευαν, επει­δή κα­νείς μας δεν έπαιρ­νε το φορ­τη­γά­κι του πα­τέ­ρα του με τέ­τοια άνε­ση, κα­νείς δεν έκλε­βε τα πο­τά απ’ το μπα­ρά­κι του σπι­τιού του αγνο­ώ­ντας τον φό­βο μην τον ανα­κα­λύ­ψουν, κα­νείς δεν εί­χε δια­νοη­θεί να αγο­ρά­σει τσι­γά­ρα ή και ακό­μη να δο­κι­μά­σει κρυ­φά, κλέ­βο­ντας κα­νέ­να απ’ το πα­κέ­το των γο­νιών του. Ο Στα­μά­της τα εί­χε κά­νει όλα και τώ­ρα δεν δί­στα­ζε να μας βά­λει στο παι­χνί­δι και εμάς, σαν να μας έκα­νε μια ιδιαί­τα­τη τι­μή, υπο­κι­νού­με­νη μάλ­λον από απλό οί­κτο ή επί­δει­ξη δύ­να­μης.
Εί­χα­με φτά­σει να κα­τε­βά­σου­με πα­ρα­πά­νω από το μι­σό μπου­κά­λι, το οποίο εί­χε δια­γρά­ψει αρ­κε­τούς κύ­κλους, όταν ο Λά­μπρος ση­κώ­θη­κε για να πά­ει να κά­νει τη φυ­σι­κή του ανά­γκη. Το φορ­τη­γά­κι ανα­δεύ­τη­κε πέ­ρα δώ­θε, σαν να ’μα­σταν σε βάρ­κα, και άνοι­ξε την πόρ­τα ει­σβάλ­λο­ντας μια πα­γω­μέ­νη ρι­πή που προει­δο­ποιού­σε πως το κρύο εδώ πά­νω δεν αστειευό­ταν.

«Μι­λά­με ξυ­ρί­ζει», εί­πε ο Φώ­της.
«Να πά­τε στις δε­ξα­με­νές τέ­τοια ώρα, εκεί να δεί­τε για κρύο», εί­πε ο Στα­μά­της και έβα­λε το χέ­ρι του ασυ­ναί­σθη­τα στην τσέ­πη που κρα­τού­σε το σου­τιέν, μα με εί­δε πως τον κοι­τού­σα και το τρά­βη­ξε από­το­μα έξω.
Ο Λου­κάς φαι­νό­ταν πως εί­χε αρ­χί­σει να με­θά για τα κα­λά. Χα­μο­γε­λού­σε διαρ­κώς, ζη­τού­σε με πεί­σμα το μπου­κά­λι, μέ­χρι κι ένα τρα­γού­δι πή­γε να πει που δεν τρα­γου­δού­σε πο­τέ. Μα όσο όμως το τολ­μού­σε, ανά­με­σα απ’ τις παύ­σεις του, που στο εν­διά­με­σο τού έλε­γαν να το βου­λώ­σει ο Στα­μά­της με τον Φώ­τη, άκου­γα απ’ έξω τον Λά­μπρο απ’ τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα να φω­νά­ζει ψι­θυ­ρι­στά, όπως όταν κά­ποιος προ­σπα­θεί να φω­νά­ξει ενώ του έχει στα­θεί ένα κό­κα­λο στο λαι­μό: παι­διά, παι­διά ακο­λου­θώ­ντας χτυ­πή­μα­τα στην κα­ρό­τσα που με έκα­ναν να πε­τα­χτώ πά­νω απ’ τον τρό­μο μου.
Ο Λά­μπρος άνοι­ξε την πόρ­τα και μας ανα­κοί­νω­σε με όσο δρα­μα­τι­κό τρό­πο γι­νό­ταν πως κά­ποιος ήταν εκεί έξω στο δά­σος, πί­σω από έναν θά­μνο, ακί­νη­τος.
«Ακί­νη­τος;», εί­πε ο Στα­μά­της με ύφος που δή­λω­νε: κό­ψε την πλά­κα, μι­κρέ. «Βλα­κεί­ες».
«Ελά­τε να δεί­τε»
«Αν εί­ναι πλά­κα, Λά­μπρο, θα φας φά­πα, μα το Θεό», του εί­πε και ση­κω­θή­κα­με όλοι, εξο­πλί­ζο­ντας τους φα­κούς των κι­νη­τών μας. Ο Φώ­της μας κοί­τα­ξε δι­στα­κτι­κά και εί­πε πως το κα­λύ­τε­ρο θα ήταν να φεύ­γα­με.
«Για­τί τι θα μας κά­νει τό­σα άτο­μα;», εί­πε ο Στα­μά­της παίρ­νο­ντας ένα ύφος αλα Μπρους Γουί­λις.

Ο Λά­μπρος μάς κα­τεύ­θυ­νε προς το μέ­ρος που τον εί­χε δει. Περ­πα­τή­σα­με λί­γα μέ­τρα, ο κα­θέ­νας δί­πλα απ’ τον άλ­λο, μέ­χρι που φτά­σα­με στον θά­μνο που μας έδι­ξε με το φως του φα­κού του. Πή­ρα­με μια ανοι­χτή στρο­φή για να κοι­τά­ξου­με αν υπήρ­χε κα­νείς από πί­σω και, προς με­γά­λη μας έκ­πλη­ξη, εί­δα­με στο χώ­μα τη σκιά ενός κα­θι­σμέ­νου αν­θρώ­που να τρε­μο­παί­ζει στο αμυ­δρό σε­λη­νό­φως.

Απο­τρα­βη­χτή­κα­με όλοι, πι­σω­πα­τώ­ντας έντρο­μοι.

«Συγ­γνώ­μη, κύ­ριε», φώ­να­ξε ο Στα­μά­της μά­ταια, χω­ρίς να λά­βει κα­μία απά­ντη­ση.

Δεν κου­νή­θη­κε κα­θό­λου. Ού­τε οι από­το­μες σπι­λιά­δες δεν ήταν ικα­νές να τον κά­νουν να σα­λέ­ψει. Πλη­σιά­σα­με αρ­γά-αρ­γά μέ­χρι που όλοι οι φα­κοί συ­να­ντή­θη­καν στο πρό­σω­πό του και κα­τα­λά­βα­με πως σί­γου­ρα ήταν νε­κρός. Μα αυ­τό δεν ήταν το μό­νο τρο­με­ρό της υπό­θε­σης, το σκο­τει­νό­τε­ρο ή το πιο μα­κά­βριο.

Ήταν ένας άντρας, χω­ρίς μαλ­λιά, φα­λα­κρός, κα­θι­σμέ­νος οκλα­δόν κά­πως, με μάλ­λι­να ρού­χα. Γύ­ρω του δεν υπήρ­χε κα­νέ­να άλ­λο αντι­κεί­με­νο, τί­πο­τα απο­λύ­τως που να μπο­ρού­σε να δώ­σει μια εξή­γη­ση, να λύ­σει το μυ­στή­ριο της ταυ­τό­τη­τάς του, μιας και κα­νείς μας δεν τον εί­χε ξα­να­δεί σ’ αυ­τό το τό­σο μι­κρό χω­ριό στη μέ­ση του που­θε­νά. Μό­νον εκεί­νος υπήρ­χε, πί­σω απ’ τον θά­μνο, με ανα­ση­κω­μέ­νο το κε­φά­λι να κοι­τά τον ου­ρα­νό. Ήταν στην κυ­ριο­λε­ξία κο­κα­λω­μέ­νος, ένα άγαλ­μα που έδι­νε πι­στό­τα­τα την εντύ­πω­ση πως ήταν αλη­θι­νό. Κα­νείς δεν τόλ­μη­σε φυ­σι­κά να τον αγ­γί­ξει, ού­τε καν να προ­κα­λέ­σει κά­ποιος για να το κά­νει. Το πρό­σω­πό του, κα­τά­χλο­μο, εί­χε χα­ρα­κω­θεί από μωβ ευ­θεί­ες γραμ­μές που κα­τέ­λη­γαν στις άκρες σε νευ­ρώ­νες, φτά­νο­ντας ως τον λαι­μό όπου και απλώ­νο­νταν ανε­νό­χλη­τα μέ­χρι πί­σω στον σβέρ­κο· ένα θέ­α­μα απο­κρου­στι­κό­τα­το! Τα μά­τια του ήταν θο­λά, σαν γυά­λι­νες εύ­θραυ­στες μπά­λες, έτοι­μες να σπά­σουν, με το ασπρά­δι να έχει γε­μί­σει και αυ­τό από κόκ­κι­νες φλέ­βες και η κό­ρη να έχει απο­κτή­σει μια με­νε­ξε­δέ­νια από­χρω­ση. Το στό­μα του μι­σο­έ­χα­σκε ανοι­χτό, μπο­ρού­σα­με να δού­με πί­σω απ’ τα μπλα­βιά πρη­σμέ­να χεί­λη να γυα­λί­ζουν τα δυο μπρο­στι­νά δό­ντια. Το υπό­λοι­πο σώ­μα έμε­νε κα­λυμ­μέ­νο απ’ τα ρού­χα, μα ήμουν σί­γου­ρος πως κα­νείς δεν θα 'θε­λε να αντι­κρί­σει αυ­τά τα νεύ­ρα που σί­γου­ρα θα συ­νέ­χι­ζαν να εξα­πλώ­νο­νται στην πλά­τη, στα χέ­ρια, στα πό­δια, σ’ όλο του το σώ­μα.

«Να κα­λέ­σου­με βο­ή­θεια», ακού­στη­κε μια ψι­θυ­ρι­στή φω­νή, έπει­τα από λί­γο, όσο πα­ρα­τη­ρού­σα­με αυ­τό το θέ­α­μα. Ήταν ο Φώ­της. Ανα­σκου­μπω­θή­κα­με όλοι και κοι­τα­χτή­κα­με φο­βι­σμέ­νοι.
«Δεν υπάρ­χει πε­ρί­πτω­ση», εί­πε ο Στα­μά­της, «θα βρω τον μπε­λά μου με το φορ­τη­γά­κι».
«Και θα τον αφή­σου­με έτσι;», αντέ­τει­νε ο Λά­μπρος.
«Εί­ναι πε­θα­μέ­νος, τι θέ­λε­τε να κά­νου­με; Δεν ξέ­ρω πώς έγι­νε, ού­τε μ’ εν­δια­φέ­ρει, το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να μην με πιά­σουν με το φορ­τη­γά­κι», έκα­νε αυ­στη­ρά.
«Και θα τον αφή­σου­με έτσι;», επα­νέ­λα­βε ξα­νά ο Λά­μπρος.
«Δί­πλα στο μο­να­στή­ρι εί­ναι, οι κα­λό­γριες περ­νά­νε κα­θη­με­ρι­νά απ’ αυ­τό τον δρό­μο. Θέ­μα ημε­ρών εί­ναι. Θα τον βρού­νε», εί­πε ο Στα­μά­της με αυ­στη­ρό­τε­ρο τό­νο. «Πά­με να φύ­γου­με τώ­ρα». Τον κοι­τά­ξα­με όλοι σαν να βλέ­πα­με ένα δεύ­τε­ρο πτώ­μα μπρο­στά μας.
«Αν θέ­λε­τε να μεί­νε­τε εδώ, κα­θί­στε», αντα­πο­κρί­θη­κε εκνευ­ρι­σμέ­νος. «Εγώ την κά­νω». Έστρι­ψε προς το φορ­τη­γά­κι και όλοι τον ακο­λου­θή­σα­με γρή­γο­ρα, αφή­νο­ντας πί­σω στα σκο­τά­δια πά­λι τον άγνω­στο εκεί­νο άντρα. Μπή­κα­με μέ­σα αμί­λη­τοι και κα­θί­σα­με. Ο Στα­μά­της πά­γω­σε για λί­γο με τα χέ­ρια πά­νω στο τι­μό­νι, κοι­τά­ζο­ντας το μαύ­ρο τί­πο­τα γύ­ρω του και έπει­τα γύ­ρι­σε το κλει­δί, η μη­χα­νή βρυ­χή­θη­κε έντο­να, οι προ­βο­λείς φώ­τι­σαν μια σει­ρά από βε­λα­νι­διές και ξε­κί­νη­σε παίρ­νο­ντας τον δρό­μο του χω­ριού.

Στη δια­δρο­μή μάς προει­δο­ποί­η­σε, μάλ­λον πε­ρισ­σό­τε­ρο απεί­λη­σε, πως αν τολ­μού­σα­με να πού­με τί­πο­τα σε κα­νέ­να, θα μας έβγα­ζε τρε­λούς και θα επέρ­ρι­πτε τον θά­να­το του αγνώ­στου άντρα πά­νω μας. Ό,τι έγι­νε, έγι­νε. Ακό­μη και να τον βρί­σκα­νε, εμείς δεν θα ξέ­ρα­με τί­πο­τα. Πή­γα­με μια βόλ­τα με τα πό­δια μέ­χρι την πλα­τεία και γυ­ρί­σα­με στα σπί­τια μας, θα λέ­γα­με αν μας ρω­τού­σαν τι κά­να­με αφού φύ­γα­με από το «10». Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο που να ρί­χνει φως στη μυ­στή­ρια υπό­θε­ση. Μας έβα­λε ακό­μη και να ορ­κι­στού­με ένας-ένας (δεν διέ­κρι­νες πια επι­βο­λή στα μά­τια του αλ­λά αμι­γή φό­βο), κι έτσι ορ­κι­στή­κα­με όλοι με το ζό­ρι, δεν έλει­ψε ο Λου­κάς να πει ότι το έβρι­σκε γε­λοίο, μα το γε­γο­νός ότι δεν ήθε­λε να ανα­μει­χθεί το όνο­μα κι εκεί­νου που­θε­νά ορ­κί­στη­κε κι αυ­τός με τη σει­ρά του.

«Δεν σκο­τώ­σα­με και κα­νέ­ναν», εί­πα λί­γο πριν μας αφή­σει στην πλα­τεία, με σβη­στά τα φώ­τα ξα­νά, πε­ρι­μέ­νο­ντας ο Στα­μά­της και το δι­κό μου όρ­κο.
«Και ποιος θα το πί­στευε; Αν ξέ­ρα­νε ότι ανε­βή­κα­με εκεί και δεν εί­πα­με τί­πο­τα, πώς ξέ­ρεις πως δεν θα μας κα­τη­γο­ρή­σουν;»

Πολ­λά αντε­πι­χει­ρή­μα­τα πέ­ρα­σαν από το μυα­λό μου, ει­ρω­νι­κά όμως κα­νέ­να δεν με εμπό­δι­σε στο να ορ­κι­στώ και εγώ, κρα­τώ­ντας τον όρ­κο μου όπως και οι υπό­λοι­ποι· και μα­ζί με την κα­ται­γί­δα που ξέ­σπα­σε το επό­με­νο πρωί σαν να επι­σφρά­γι­ζε τον όρ­κο μας –τό­σο ισχυ­ρή που ού­τε το σχο­λείο άνοι­ξε εκεί­νη τη μέ­ρα– ξε­χά­σα­με ό,τι έπρε­πε να ξε­χά­σου­με.


Πέ­ρα­σαν πολ­λά χρό­νια για να φτά­σου­με στο σή­με­ρα, του­λά­χι­στον επτά με οκτώ – τα γε­νέ­θλια του Λά­μπρου εί­ναι η μό­νη αξιό­πι­στη χρο­νι­κή ση­μα­δού­ρα μες στο χα­ώ­δες πέ­λα­γος των ανα­μνή­σε­ων. Όπως όλες οι φι­λί­ες που εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νες να δο­κι­μά­ζο­νται με τις πρώ­τες ενή­λι­κες υπο­χρε­ώ­σεις: σπου­δές, στρα­τός, ερ­γα­σία, ανα­πό­φευ­κτη αλ­λα­γή πε­ρι­βάλ­λο­ντος, έτσι και η δι­κή μας έσπα­σε για ένα ορι­σμέ­νο χρο­νι­κό διά­στη­μα, απο­δει­κνύ­ο­ντας όμως πως αυ­τό θα κρα­τού­σε για πά­ντα. Εγώ σπού­δα­σα στην Πά­τρα, άλ­λοι στην Αθή­να ή στην Κα­λα­μά­τα, άλ­λοι έμει­ναν στο χω­ριό, άλ­λοι ακο­λού­θη­σαν δια­φο­ρε­τι­κά μο­νο­πά­τια που η τύ­χη τους τούς οδή­γη­σε. Ήμουν σί­γου­ρος πως αν βρι­σκό­μα­σταν πά­λι τώ­ρα μα­ζί, δεν θα εί­χα­με την ίδια σπί­θα, την ίδια άνε­ση να μι­λά­με για κο­πέ­λες, για τα προ­σω­πι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα, προ­σπα­θώ­ντας συ­νά­μα να εντυ­πω­σιά­σου­με, και για χί­λια άλ­λα δυο, όπως συ­νη­θί­ζα­με όταν ήμα­σταν παι­διά.
Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, το γε­γο­νός αυ­τό ξε­χά­στη­κε και από εμέ­να τον ίδιο για πο­λύ και­ρό σαν να μην έγι­νε πο­τέ· συ­μπα­ρα­σύ­ρο­ντας η ζωή με τις στιγ­μές της και ορι­σμέ­να γε­γο­νό­τα στη λή­θη, όπως ανέ­κα­θεν τρα­γι­κά συμ­βαί­νει.
Μια τυ­χαία συ­γκυ­ρία, μια αθώα –ή μη– σύμ­πτω­ση, επα­νέ­φε­ρε αυ­τό το γε­γο­νός στη μνή­μη μου, όταν βρέ­θη­κε η κο­πέ­λα μου να εί­ναι αδερ­φή της κο­πέ­λας του Λου­κά στην Αθή­να. Εί­χα τε­λειώ­σει τις σπου­δές μου στην Πά­τρα, μέ­νο­ντας λί­γους μή­νες στο χω­ριό και εί­χα απο­φα­σί­σει να με­τα­κο­μί­σω στην Αθή­να με τη σχέ­ση μου. Ού­τε εμείς δεν μπο­ρού­σα­με να το πι­στέ­ψου­με όταν συ­να­ντη­θή­κα­με από κο­ντά και οι τέσ­σε­ρίς μας. Με τον Λου­κά χαι­ρε­τη­θή­κα­με κά­πως ψυ­χρά, μα συ­νω­μο­τι­κά, σαν πρώ­ην κα­τά­δι­κοι που μοι­ρα­ζό­μα­σταν το ίδιο κε­λί και ορ­γα­νώ­να­με μα­ζί τα σχέ­δια από­δρα­σης μα εντέ­λει χω­ρι­σμέ­νοι, δί­νο­ντας την εντύ­πω­ση στα κο­ρί­τσια μας πως δεν υπήρ­ξα­με και τό­σο θερ­μοί φί­λοι τε­λι­κά όσο υπο­στη­ρί­ζα­με. Με τον και­ρό όμως ο πά­γος άρ­χι­ζε να λιώ­νει με εκα­τέ­ρω­θεν προ­σπά­θειες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και των κο­ρι­τσιών μας.

«Με τον Στα­μά­τη συ­να­ντιέ­στε κα­θό­λου;», τον ρώ­τη­σα σε μια απ’ τις κοι­νές εξό­δους που κα­νό­νι­ζαν οι δυο αδερ­φές.
«Ναι, φυ­σι­κά. Τώ­ρα εί­ναι στην Κα­λα­μά­τα. Έχει ένα με­γά­λο πα­ντο­πω­λείο στο κέ­ντρο και βγά­ζει αρ­κε­τά. Με τον πα­τέ­ρα του το τρέ­χει. Άνοι­ξε και δυο μα­γα­ζιά στη Γερ­μα­νία με ελ­λη­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα»
«Μπρά­βο του!»

Και τό­τε ήταν που αρ­χί­σα­με να θυ­μό­μα­στε τις μέ­ρες πί­σω στο χω­ριό, όταν ήμα­σταν μι­κρά, τα παι­χνί­δια που παί­ζα­με, στα κε­ρα­μί­δια του σχο­λεί­ου που σκαρ­φα­λώ­να­με τα βρά­δια για να κα­πνί­σου­με κρυ­φά, τις βόλ­τες που κά­να­με με το φορ­τη­γά­κι του Στα­μά­τη, τα πρώ­τα ερω­τι­κά σκιρ­τή­μα­τα που εί­χα­με για συμ­μα­θή­τριές μας, τις πλά­τες που κά­να­με ο ένας στον άλ­λο απέ­να­ντι στους γο­νείς όταν χρεια­ζό­μα­σταν, κα­θώς και άλ­λα, ατέ­λειω­τα πε­ρι­στα­τι­κά, αξιο­μνη­μό­νευ­τα τώ­ρα που λο­γί­ζο­νται σαν ευ­τυ­χι­σμέ­να γε­γο­νό­τα σε έναν, ανε­πι­στρε­πτί, απο­λε­σθέ­ντα πα­ρά­δει­σο.
Με­τά από αρ­κε­τές εξό­δους μας, και, ηθε­λη­μέ­να ή μη, από ανα­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν, θυ­μή­θη­κα το πε­ρι­στα­τι­κό αυ­τό με τον όρ­θιο άντρα στο δά­σος. Μου ήρ­θε σαν να καρ­φώ­θη­κε ξαφ­νι­κά μες στο κε­φά­λι μου. Τι να εί­χε συμ­βεί άρα­γε στ’ αλή­θεια;
Φυ­σι­κά, λί­γο και­ρό αρ­γό­τε­ρα από αυ­τό το πε­ρι­στα­τι­κό, δεν μπο­ρού­σα να κρα­τη­θώ κι εί­χα ρω­τή­σει τους γο­νείς μου, δή­θεν τυ­χαία, αν εί­χαν ακού­σει τί­πο­τα. Μά­ταια όμως. Γι­νό­μουν όλο και πιο λε­πτο­με­ρής ως προς τον χρό­νο, τον τό­πο, ακό­μη και το ότι ήταν δί­πλα απ’ το μο­να­στή­ρι ή ότι ήταν κα­ρα­φλός φε­ρ’ ει­πείν (στη­ρί­ζο­ντας όλα αυ­τά βέ­βαια σε ανι­στό­ρη­τες φή­μες που υπο­τί­θε­ται ότι ακού­γο­νταν εκεί­νο τον και­ρό στο χω­ριό), μα δυ­στυ­χώς τί­πο­τα δεν υπο­κι­νού­σε τη μνή­μη τους. Μα πώς θα μπο­ρού­σε άλ­λω­στε, ανα­ρω­τιό­μουν κι εγώ, αφού αν εί­χε ακου­στεί κά­τι θα το εί­χα μά­θει, δεν ήμουν δα και κα­νέ­να παι­δά­κι για να θυ­μά­μαι τό­σο διε­ξο­δι­κά τη βρα­διά εκεί­νη και όχι αν τον εί­χαν ανα­κα­λύ­ψει. Ήταν βέ­βαια και εκεί­νη η βρο­χή, η θε­ο­μη­νία που ακο­λού­θη­σε την επό­με­νη μέ­ρα. Θα μπο­ρού­σε άνε­τα να τον πα­ρα­σύ­ρει αφού ο δρό­μος με­τα­τρε­πό­ταν σε πο­τά­μι απ’ τα νε­ρά που κα­τέ­βαι­ναν από το βου­νό. Όμως και πά­λι δεν θα μπο­ρού­σε να βρε­θεί; Από κά­ποιον. Οποιον­δή­πο­τε. Έναν γε­ωρ­γό, με­τά από εβδο­μά­δες ή μή­νες, που πή­γαι­νε να ελέγ­ξει τη σο­δειά απ’ τις ελιές ή από τις γυ­ναί­κες τους που μά­ζευαν χόρ­τα, απ’ τα σκυ­λιά τους ίσως, που θα μύ­ρι­ζαν τη σή­ψη του πτώ­μα­τος; Απο­κλεί­ε­ται να εί­χε θα­φτεί τό­σο απ’ τη λά­σπη, που να μην τον έβρι­σκε κα­νείς, όση βρο­χή και να εί­χε ρί­ξει, ακό­μη και με­τά από τό­σα χρό­νια.

Ένα από­γευ­μα, κα­λε­σμέ­νος στο σπί­τι της αδερ­φής της κο­πέ­λας μου, ο Λου­κάς φυ­σι­κά ήταν εκεί, απο­φά­σι­σα να τον ρω­τή­σω, σπά­ζο­ντας αυ­τό τον απα­ρα­βί­α­στο όρ­κο που εί­χα πά­ρει, για εκεί­νο το βρά­δυ. Δεν έκα­να κα­μιά προ­ε­τοι­μα­σία, δεν το πο­λυ­σκέ­φτη­κα· με την πρώ­τη ευ­και­ρία που μεί­να­με μό­νοι του μί­λη­σα ανοι­χτά.
Πε­ρί­με­να τον ίδιο εν­θου­σια­σμό στα μά­τια του, να εί­χε την ίδια ανα­μο­νή στο να λύ­να­με αυ­τό το μυ­στή­ριο επι­τέ­λους με­τά από τό­σα χρό­νια. Έπρε­πε όμως να δι­η­γη­θώ μό­νος μου όλη την ιστο­ρία για να μπο­ρέ­σει να θυ­μη­θεί. Όσο συ­νέ­χι­ζα, τό­σο έβλε­πα στο βλέμ­μα του να με αμ­φι­σβη­τεί, ήταν έτοι­μος να με κο­ροϊ­δέ­ψει, όπως τό­τε έκα­νε με τον Στα­μά­τη, βγά­ζο­ντάς με τρε­λό ή φα­ντα­σιό­πλη­κτο. Ήμουν σί­γου­ρος πως δια­σκέ­δα­ζε μ’ αυ­τό. Άρ­χι­σε να γε­λά και να ρω­τά πώς κα­τά­φε­ρα να βγά­λω μια τό­σο αλ­λό­κο­τη ιστο­ρία από το μυα­λό μου, ανα­μει­γνύ­ο­ντας μα­ζί αλη­θι­νά πρό­σω­πα στην υπό­θε­ση αυ­τή.

«Ω, έλα τώ­ρα Λου­κά! Απο­κλεί­ε­ται να μη θυ­μά­σαι τα γε­νέ­θλια του Λά­μπρου, Νο­έμ­βρης ήταν, εί­μαι σί­γου­ρος», απηύ­δη­σα από ένα ση­μείο και με­τά.
«Ναι, θυ­μά­μαι τα γε­νέ­θλια του Λά­μπρου, κά­θε χρό­νο κά­να­με όλοι γε­νέ­θλια στο ‘10’, κρί­μα που μού ’παν οι δι­κοί μου ότι έκλει­σε–»
«Ναι, θυ­μά­σαι όμως τα συ­γκε­κρι­μέ­να;»
«Πού να τα θυ­μά­μαι τα συ­γκε­κρι­μέ­να που λες;»
«Τα γε­νέ­θλια μπο­ρεί να μην τα θυ­μά­σαι, αλ­λά το ότι πή­γα­με με το φορ­τη­γά­κι του Στα­μά­τη…»
«Έχου­με πά­ει χι­λιά­δες βόλ­τες με το φορ­τη­γά­κι του Στα­μά­τη»
«Εκεί­νη όμως τη φο­ρά; Δί­πλα απ’ το μο­να­στή­ρι;»
«Δεν θυ­μά­μαι κά­τι τέ­τοιο, αλή­θεια», εί­πε και φά­νη­κε πως από εκεί και πέ­ρα δεν εί­χε πλά­κα η όλη ιστο­ρία.
«Κοί­τα», εί­πα κου­ρα­σμέ­νος, «αν εί­ναι για τον όρ­κο που δώ­σα­με ή κά­τι τέ­τοιο, ξέ­ρεις ότι δεν έχει κα­μία ση­μα­σία πια. Δεν θα τον μα­λώ­σει ο πα­τέ­ρας του Στα­μά­τη επει­δή πή­ρε το αυ­το­κί­νη­το», άρ­χι­σα να γε­λώ με την ελ­πί­δα να πα­ρα­δε­χτεί πως το θυ­μό­ταν εντέ­λει.
«Δεν ξέ­ρω για ποιο πράγ­μα μι­λάς, για ποιους όρ­κους, αλή­θεια». Και πραγ­μα­τι­κά, αυ­τό που με έκα­νε ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο εξορ­γι­σμέ­νο ήταν πως φαι­νό­ταν ξε­κά­θα­ρα ότι δεν υπο­κρι­νό­ταν, αλη­θι­νά δεν θυ­μό­ταν απο­λύ­τως τί­πο­τα. Όταν ήρ­θαν οι κο­πέ­λες μας στα­μά­τη­σα να τον ρω­τάω και να επι­μέ­νω και φά­νη­κε πως και ο ίδιος δεν ήθε­λε να δώ­σει συ­νέ­χεια στην κου­βέ­ντα.

Βε­βαί­ως δεν το άφη­σα εκεί· άρ­χι­σα να κα­λώ όλους όσους ήταν πα­ρό­ντες εκεί­νο το βρά­δυ.
Όλοι τους, ένας προς ένας, δή­λω­ναν πως δεν θυ­μό­ντου­σαν τί­πο­τα, πως δεν συ­νέ­βη πο­τέ κά­τι τέ­τοιο· ακό­μη και ο Λά­μπρος που εί­χε τα γε­νέ­θλιά του το αρ­νή­θη­κε. Μα πώς ήταν δυ­να­τόν;
Τε­λευ­ταίο άφη­σα τον Στα­μά­τη.

«Μά­ξι­με!», ακού­στη­κε ξαφ­νια­σμέ­νος που μι­λού­σα­με, δια μέ­σω τη­λε­φώ­νου, για πρώ­τη φο­ρά με­τά από τό­σα χρό­νια. Αφού εί­πα­με και οι δύο τα νέα μας, προ­σπερ­νώ­ντας όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σα όλη αυ­τή την ει­σα­γω­γή, μπή­κα κα­τευ­θεί­αν στο θέ­μα:

«Ξέ­ρεις, Στα­μά­τη, ήθε­λα να σε ρω­τή­σω για κά­τι, μι­λή­σα­με και με τον Λου­κά, δεν ξέ­ρω αν…»
«Ναι, ναι, πώς; μου έχει πει πως βγαί­νε­τε στην Αθή­να. Α ρε, μπα­γά­σες, ντόλ­τσε βί­τα κά­νε­τε, να ’μουν και εγώ εκεί…»
«Ναι, να έρ­θεις όπο­τε θέ­λεις φυ­σι­κά να βγού­με. Του έλε­γα λοι­πόν τις προ­άλ­λες, όταν ήμα­σταν στο Γυ­μνά­σιο, στα γε­νέ­θλια του Λά­μπρου, θυ­μά­σαι που εί­χα­με πά­ει στον πα­λιό δρό­μο…»
«Βε­βαί­ως»

Ένα κύ­μα έκ­πλη­ξης και ελ­πί­δας μα­ζί με δια­πέ­ρα­σε.

«Θυ­μά­σαι που μας εί­χες δεί­ξει το σου­τιέν μιας φί­λης της ξα­δέρ­φης σου», σ’ αυ­τό το ση­μείο τον άκου­σα απ’ την άλ­λη γραμ­μή να γε­λά­ει, «και με­τά πε­ρά­σα­με απ’ το μα­γα­ζί του πα­τέ­ρα σου για να πά­ρεις ουί­σκι και…».
«Φυ­σι­κά, φυ­σι­κά, ωραί­ες επο­χές, ε;»
«Θυ­μά­σαι κά­τι πα­ρά­ξε­νο που να συ­νέ­βη;»
«Εν­νο­είς πέ­ρα απ’ το ότι ο Λου­κάς δεν σή­κω­νε το πο­τό;», γέ­λα­σε ξα­νά.

Του εξή­γη­σα όλη την ιστο­ρία απ’ την αρ­χή, με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια, προ­σέ­χο­ντας μην πα­ρα­λεί­ψω τί­πο­τα που να μπο­ρού­σε να τον βοη­θή­σει να θυ­μη­θεί και όταν τε­λεί­ω­σα, έπει­τα από τρία ή πέ­ντε ή δέ­κα λε­πτά που μι­λού­σα, πε­ρί­με­να την απά­ντη­σή του.

Άφη­σε ένα κε­νό, ξε­φυ­σώ­ντας πά­νω στο ακου­στι­κό του και με­τά με ρώ­τη­σε: «Δεν εί­σαι μα­ζί με τον Λου­κά, έτσι;».

«Για­τί ρω­τάς;»
«Για­τί μάλ­λον μου κά­νε­τε φάρ­σα, ε; Ποιος το σκέ­φτη­κε; Ο Λου­κάς; Έλα πες μου!».

Άρ­χι­ζα να υπο­πτεύ­ο­μαι πως εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί μια συ­νω­μο­σία πί­σω απ’ την πλά­τη μου με σκο­πό να απο­δει­χτώ τρε­λός· εί­τε ο όρ­κος που εί­χα­με δώ­σει εί­χε τη­ρη­θεί κα­τά γράμ­μα, εί­τε εί­χαν ορ­γα­νώ­σει ένα χο­ντρό κά­ζο εις βά­ρος μου με σκο­πό να σπά­σουν πλά­κα.
Αυ­τό με έκα­νε ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­χύ­πο­πτο απέ­να­ντι στον Λου­κά, αλ­λά και στους υπό­λοι­πους. Ξε­κά­θα­ρα, εί­χε άφθο­νο χρό­νο να τους ει­δο­ποι­ή­σει πως ένας απ’ την πα­ρέα εί­χε μι­λή­σει, εί­χε σπά­σει τον όρ­κο του, και τώ­ρα έβγαι­να εγώ ο πα­ρά­λο­γος. Όμως όσο το σκε­φτό­μουν, κά­θε μέ­ρα που περ­νού­σε, τό­σο σι­γου­ρευό­μουν πως πράγ­μα­τι εί­χε συμ­βεί.
Όλη μέ­ρα ήμουν σκε­πτι­κός, πή­γαι­να πά­νω-κά­τω, πλη­κτρο­λο­γώ­ντας αριθ­μούς στο τη­λέ­φω­νο και συ­ζη­τώ­ντας για αυ­τό το θέ­μα, ενώ κα­τέ­λη­γα πά­ντα, εν αγνοία μου, να προ­σπα­θώ να πεί­σω τον Λά­μπρο, τον Φώ­τη ή τον Στα­μά­τη με φω­νές να πα­ρα­δε­χθούν πως εί­χε όντως συμ­βεί, σαν ένας πα­ρα­νοϊ­κός που δια­τεί­νε­ται με θέρ­μη και θάρ­ρος πως η Γη δεν εί­ναι στρογ­γυ­λή.
Όλα αυ­τά γι­νό­ντου­σαν τους τε­λευ­ταί­ες μή­νες. Ο Λου­κάς από τό­τε που στα­μά­τη­σα να μι­λώ γι’ αυ­τό φά­νη­κε να επι­στρέ­φει στον ευ­προ­σή­γο­ρο εαυ­τό του, ενώ οι χα­λα­ρές συ­ζη­τή­σεις και οι βόλ­τες με τις κο­πέ­λες μας επα­νήλ­θαν στα­δια­κά.
Εί­μαι σί­γου­ρος, πα­ρ’ όλα αυ­τά και όπως απο­δεί­χθη­κε στο τέ­λος, πως όλες οι λύ­σεις των μυ­στη­ρί­ων της ζω­ής έρ­χο­νται, κυ­ριο­λε­κτι­κά, όταν και εκεί που δεν τις πε­ρι­μέ­νεις.
Μό­λις χθες γύ­ρι­σα απ’ το χω­ριό μου όπου εί­χα πά­ει για μια εβδο­μά­δα. Η απο­θή­κη μας, η οποία βρι­σκό­ταν σ’ ένα κτή­μα δί­πλα απ’ το σπί­τι και όπου ο πα­τέ­ρας μου φρό­ντι­ζε τα τε­λευ­ταία χρό­νια με­ρι­κές κό­τες και χή­νες, έπια­σε ανε­ξή­γη­τα φω­τιά. Ευ­τυ­χώς τα ζω­ντα­νά εί­χαν προ­λά­βει να σω­θούν, η απο­θή­κη όμως που εί­χε μέ­σα τα τρό­φι­μα και τα πρώ­ην ερ­γα­λεία της δου­λειάς του πα­τέ­ρα μου (συ­ντα­ξιο­δο­τη­μέ­νος ξυ­λουρ­γός) έγι­ναν στά­χτη και μπούρ­μπε­ρη. Έτσι μου ζή­τη­σε να πάω για μια εβδο­μά­δα για να τον βοη­θή­σω να τα μα­ζέ­ψου­με και να ασπρί­σου­με μέ­σα-έξω την απο­θή­κη. Επ’ ευ­και­ρία, δυ­σά­ρε­στη μεν, θα μ’ έβλε­παν κιό­λας.

Μια μέ­ρα πριν φύ­γω για την Αθή­να ξα­νά, έχο­ντας ολο­κλη­ρώ­σει σχε­δόν όλες τις απα­ραί­τη­τες ερ­γα­σί­ες, δου­λεύ­ο­ντας όλη την μέ­ρα, απο­φα­σί­σα­με να βά­ψου­με και μια γω­νία του εσω­τε­ρι­κού της απο­θή­κης που ήταν κα­λυμ­μέ­νη από ένα με­γά­λο πα­λιό ντι­βά­νι, απ’ τον και­ρό του παπ­πού του πα­τέ­ρα μου, στο οποίο οι φλό­γες εί­χαν φτά­σει μέ­χρι τη μέ­ση σχε­δόν. Όταν το τρα­βή­ξα­με με δύ­να­μη, ένας κρό­τος ακού­στη­κε, σαν κά­τι να εί­χε συρ­θεί και πέ­σει από μέ­σα απ’ το ντι­βά­νι, και όταν κα­τα­φέ­ρα­με να το βγά­λου­με εί­δα­με δυο χαρ­το­νέ­νιες κού­τες να απο­κα­λύ­πτο­νται από κά­τω.

«Για δες», εί­πε ο πα­τέ­ρας μου ξύ­νο­ντας το κε­φά­λι του, «τις εί­χα ξε­χά­σει τε­λεί­ως. Τι έχουν μέ­σα;».

Η μια κού­τα, η πιο μπρο­στι­νή, ήταν γε­μά­τη με ερ­γα­λεία ξυ­λουρ­γι­κής, πιο πα­λιά απ’ αυ­τά που συ­νή­θι­ζε να χρη­σι­μο­ποιεί εκεί­νος: κα­λέ­μια, σκου­ρια­σμέ­να πριό­νια με ξύ­λι­νες λα­βές, σφυ­ριά, βα­ριο­πού­λες κι άλ­λα πολ­λά. Η άλ­λη όμως, εί­χε πα­λιά παι­χνί­δια δι­κά μου, αυ­το­κι­νη­τά­κια, σβού­ρες, στρα­τιω­τά­κια, με­ρι­κά παι­δι­κά επι­τρα­πέ­ζια, ένα εξ αυ­τών: ένας γάι­δα­ρος που προ­σπα­θού­σες να του φορ­τώ­σεις όσα πε­ρισ­σό­τε­ρα βά­ρη γι­νό­ταν χω­ρίς να τον κά­νεις να σε κλο­τσή­σει με το πί­σω μέ­ρος του σώ­μα­τός του και τα ρί­ξει όλα απ’ το σα­μά­ρι του κά­τω.
Ανα­κα­τεύ­ο­ντας μέ­σα στην κού­τα όλα τα παι­χνί­δια, τρά­βη­ξα μια αιχ­μη­ρή γω­νία που στην αρ­χή νό­μι­ζα, μέ­σα σ’ αυ­τόν τον πλα­στι­κό βυ­θό των παι­χνι­διών, πως ανή­κε στην κο­ρυ­φή απ’ το κα­πέ­λο από ένα στρα­τιω­τά­κι Playmobile, αλ­λά όταν ανελ­κύ­στη­κε στην επι­φά­νεια, σαν χα­μέ­νος θη­σαυ­ρός, βρή­κα να μα­ζεύω ένα κόκ­κι­νο σκλη­ρό­δε­το βι­βλίο, η θέα του οποί­ου μ’ έκα­νε να μεί­νω απο­σβο­λω­μέ­νος. Ήταν το μο­να­δι­κό βι­βλίο εκεί μέ­σα – χω­ρίς τί­τλο απ’ έξω· τα γράμ­μα­τα εί­χαν σβη­στεί, και μό­νο με­ρι­κά χρυ­σά υπο­λείμ­μα­τα μαρ­τυ­ρού­σαν πως κά­πο­τε κά­τι ήταν γραμ­μέ­νο.

«Βρή­κες αυ­τό το βι­βλίο», εί­πε αμέ­σως ο πα­τέ­ρας μου βλέ­πο­ντάς με να κά­θο­μαι ανα­κούρ­κου­δα πά­νω απ’ την κού­τα. «Το θυ­μά­σαι; σου άρε­σε πά­ρα πο­λύ, δεν ήθε­λες να το απο­χω­ρί­ζε­σαι πο­τέ, ού­τε στο σχο­λείο ακό­μη. Νο­μί­ζα­με ότι χά­θη­κε ή πε­τά­χτη­κε κα­τά λά­θος, τε­λι­κά μάλ­λον μπερ­δεύ­τη­κε με τα παι­χνί­δια. Τι κλά­μα εί­χες κά­νει τό­τε που δεν το έβρι­σκες. Τον κό­σμο ολό­κλη­ρο κό­ντε­ψες να ση­κώ­σεις απ’ τις φω­νές σου!».

Η φω­νή του σι­γά-σι­γά χα­νό­ταν και την δια­δε­χό­ταν ένα βου­η­τό, όπως όταν βρι­σκό­μα­στε κά­τω απ’ το νε­ρό. Το άνοι­ξα αρ­γά, όσο πιο αρ­γά και βα­σα­νι­στι­κά μπο­ρού­σα, προ­σπερ­νώ­ντας τις πρώ­τες λευ­κές σε­λί­δες, μέ­χρι να φτά­σω στον τί­τλο του, που ήταν γραμ­μέ­νος πά­νω από μια γκρα­βού­ρα που ανα­πα­ρι­στού­σε άγρια σκυ­λιά να τρέ­χουν προς την δε­ξιά με­ριά, σαν να σε πα­ρό­τρυ­ναν να γυ­ρί­σεις τη σε­λί­δα και να ξε­κι­νή­σεις την ανά­γνω­ση· ο τί­τλος του με με­γά­λα γω­νιώ­δη –γοτ­θι­κού τύ­που– γράμ­μα­τα: Πα­ρά­ξε­νες Ιστο­ρί­ες καί Κρυ­φές. Έτος έκ­δο­σης, πρό­σε­ξα δί­πλα με μι­κρο­σκο­πι­κά στοι­χεία, 1961.
Υπήρ­χαν διά­φο­ρες ιστο­ρί­ες γραμ­μέ­νες, πράγ­μα­τι αλ­λό­κο­τες και μυ­στή­ριες, άλ­λο­τε τρο­μα­κτι­κές και φρι­κια­στι­κές κι άλ­λο­τε ανε­ξή­γη­τες – εντε­λώς ενο­χλη­τι­κά άλο­γες, με ασπρό­μαυ­ρα σκί­τσα να πα­ρεμ­βαί­νουν κά­θε τό­σο σε διά­φο­ρα ση­μεία: κά­ποιο έδει­χνε ένα μι­κρό αγό­ρι να βου­λιά­ζει στην κι­νού­με­νη άμ­μο ζη­τώ­ντας βο­ή­θεια και ένα κο­ρι­τσά­κι πιο δί­πλα με μια κού­κλα στην αγκα­λιά της να κοι­τά­ζει απα­θέ­στα­τα το χέ­ρι του παι­διού που την ικέ­τευε για να τον βοη­θή­σει, ένα άλ­λο έδει­χνε ένα ζω­ντα­νό αν­θρώ­πι­νο σκε­λε­τό ντυ­μέ­νο με παι­δι­κά κο­ρι­τσί­στι­κα ρού­χα, άλ­λο, ένα λυ­κάν­θρω­πο με κο­φτε­ρά δό­ντια να βρί­σκε­ται στο μέ­σον της με­τα­μόρ­φω­σής του και την παν­σέ­λη­νο από πά­νω του κα­τά­μαυ­ρη, χά­ριν του σκί­τσου.
Κα­τά τη μέ­ση του βι­βλί­ου, εκεί που τέ­λειω­νε η τρί­τη ιστο­ρία (δεν ήταν δα και τό­σο με­γά­λο, γύ­ρω στις εκα­τό με εκα­τόν πε­νή­ντα σε­λί­δες), ξε­κι­νού­σε η τέ­ταρ­τη με τον τί­τλο: Το μυ­στή­ριο πτώ­μα. Δεν ήξε­ρα αν έπρε­πε να γε­λά­σω υστε­ρι­κά, σαν τον Αρ­χι­μή­δη που ούρ­λια­ζε θριαμ­βευ­τι­κά στους δρό­μους για την ανα­κά­λυ­ψή του, ή να βά­λω τα κλά­μα­τα.

Πε­ρι­λη­πτι­κά, η ιστο­ρία πή­γαι­νε ως εξής: μια μι­κρή ομά­δα παι­διών απο­φα­σί­ζουν να πά­νε μια εκ­δρο­μή στο βου­νό. Παίρ­νουν μια με­γά­λη ανη­φό­ρα με σκο­πό να φτά­σουν σ’ ένα μι­κρό ξέ­φω­το. Όταν φτά­νουν σ’ αυ­τό το ει­δυλ­λια­κό ξέ­φω­το, τρώ­νε, πί­νουν, χο­ρεύ­ουν, τρα­γου­δά­νε, μέ­χρι ο ήλιος ν’ αρ­χί­σει να πλη­σιά­ζει τις απέ­να­ντι κο­ρυ­φο­γραμ­μές των βου­νών για να κρυ­φτεί. Τό­τε τα μα­ζεύ­ουν όλα γρή­γο­ρα και παίρ­νουν τον δρό­μο της επι­στρο­φής. Ένα κο­ρί­τσι σκο­ντά­φτει όταν η άκρη της φού­στας της πιά­νε­ται στα φύλ­λα ενός άγριου θά­μνου και οι υπό­λοι­ποι τρέ­χουν να την βοη­θή­σουν. Τρο­μαγ­μέ­νοι, ανα­κα­λύ­πτουν πως πί­σω απ’ τον θά­μνο υπάρ­χει ένα μυ­στή­ριο πτώ­μα, κα­θι­σμέ­νο οκλα­δόν (η συ­νο­δευ­τι­κή γκρα­βού­ρα κά­τω απ’ την πε­ρι­γρα­φή έδει­χνε έναν άν­δρα κα­ρα­φλό με μαύ­ρες ρί­γες να δια­τρέ­χουν το πρό­σω­πο και τα χέ­ρια του, στα μά­τια εί­χε πε­ρα­στεί το μο­λύ­βι πο­λύ αχνά, σχε­δόν ψη­λα­φι­στά· τα παι­διά γύ­ρω του τον πα­ρα­κο­λου­θού­σαν με γουρ­λω­μέ­να μά­τια), σαν η ψυ­χή του να τον εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει, να εί­χε παρ­θεί όσο βρι­σκό­ταν κά­τω. Τό­τε δώ­σα­νε τα παι­διά με μια φω­νή τον όρ­κο της σιω­πής: Αν κα­νείς από εμάς μι­λή­σει, όλοι θα το αρ­νη­θούν με την καρ­διά τους, αλί­μο­νο σε εκεί­νους που θα συ­νερ­γα­στούν. Και έδω­σαν όλα μα­ζί τα χέ­ρια, που σχη­μά­τι­ζαν έναν κύ­κλο, βά­ζο­ντας ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο, σαν υπο­θή­κη, να χα­θεί σε πε­ρί­πτω­ση που το μυ­στι­κό δρα­πέ­τευε έξω απ’ αυ­τόν τον κύ­κλο κι έπει­τα κα­τρα­κύ­λη­σαν, με τη χα­ρά τού μυ­στι­κού, κα­τά το χω­ριό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: