Η γιορτή του μπαμπά




Λιαζότανε στην πλατεία των παλιατζήδων άμα την είδα και την εμαχαίρωσα. Εκαθόνταν τώρα αυτή. Και γύρω τι να πεις, χαμός κι απόχαμος. Σαν όπως στις καλές γιορτές. Και τι δίσκοι γδαρμένοι από τη φωνή του Καζαντζίδη, και τι περιδέραια από ιδρωμένα λαιμά, και τι φουρκέτες με πιτυρίδα, κοκεταρία της συμφοράς και της πεντάρας.

Και να’ σου παράκει ένα ζευγάρι κύκνοι αλαβάστρινοι σιαμαίοι μπομπονιάρηδες. Άμα έκανα να τρέξω να ξεφύγω, που με κυνήγησε ο παλιατζής τι του την εμαχαίρωσα, έπεσαν οι κύκνοι, χίλια κομμάτια έγιναν. Άρπαξα τότες το κύπελλο, απ’ αυτά που δίνουν στους αγώνες με τα αλόγατα, όλο σκουριά και μυγοφτύσματα, το σήκωσα και έλεγα «Να! Εγώ ενίκησα, εγώ!» Έτσι βρέθηκα εδώ που βρέθηκα. Αλλά συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια.

Η ξεκοιλιασμένη εκαθόταν εκαθόνταν τώρα εκεί δα στην πλατεία Αβησσυνίας. Από καρυδιά την είχαν καμωμένη. Η καρυδιά τι κακό είχε καμωμένο και της έλαχε τέτοιο τέλος; Καρύδια γένναγε, εκεί στεκόταν και λιαζότανε, ούτε μυρμήγκι δεν επείραζε. Ήρθε όμως το τσεκούρι και την ξέσκισε; Τι να λέμε όλα τ’ άλλα; Έπεσε καταγής, εχύθηκαν τα καρύδια της στο χώμα. Από τη φυλλωσιά τη σύρανε στην καρότσα τη φορτώσανε και η πάει η καρυδιά, τα έφαε το χώμα τα καρπά της. Άτιμο χώμα που ’χεις τον αχόρταγο.

Μαύρη τη βάψανε, μπορεί και μοναχιά της να ντύθηκε στο πένθος, ποιος την ξέρει; Της επελέκησαν δυο πόδια μπροστινά σκαλιστά τής τίγρης τις πατούχες να ΄χει. Τα πίσω σαν της καθεμιάς καρέκλας. Και στα σωθικά ιμάντες, σούστες μπαμπάκι κι αφρολέξ. Μικρή τον έλεγα κείνον «μπαμπάκη μου» σαν όπως βάνεις το ιώδιο στην πληγή προτού γενεί αλάτι κι αυτός. Η ταπετσαρία εμπριμέ, σχήματα που μου έφερναν ναυτία, άμα προσήλωνα πολύ, πώς να περάσει η ώρα κάτω από τη ροτόντα που κρυβόμουν μη με βρει η μάνα τους, χάζευα τα σχήματα, σα κέρατα περιδικλωτά, σαν χέρια μπουρδουκλωτά, της μάνας της συγχωρεμένης η πλεξούδα, τέτοια έβλεπα άμα προσήλωνα πολύ.

Είχε πλεχτό απάνω η ροτόντα, πλεχτό μακρύ, έφτανε μέχρι της τίγρης τις πατούχες, πού να με βρει, καλά κρυβόμουνα. Εγώ είχα τυλίξει όλη την κλωστή. Με έβαζε η μάνα τους, του μπαμπάκη και του άλλου, να φέρνω τις παλάμες αντικρυστά, όλα τα δάχτυλα κλειστά, μόνο ο αντίχειρας ανοιχτός, επέρναγε την κλωστή στη γωνιά ανάμεσα αντίχειρα και δείχτη και δώστου αντικρυστά να κοιτάει το ένα το άλλο το γραμμένο μου όσο που έκανα την ανέμη. Ούτε γιαγιά την έλεγα, ούτε μάνα που δεν είχα. «Μάνα τους» την έλεγα, έτσι την έλεγα.

Ύστερα έπλεκε και έπλεκε να μας προικίσει, λέει, όλες ίσαμε τις τρισέγγονές της. Ότι και ο άλλος θα έκανε παιδιά θαρρούσε αυτή, αλλά πού. Δόξα να ’χει ο Θεός δεν του ’δωκε σπορά. Μια εγγόνα, είχε, η μάνα τους, εμένα είχε, ούτε άλλο εγγόνι είδε όσο ζούσε, ούτε δισέγγονο θα δει από κει πάνω που τη βράζει ο διάολος στο καζάνι.

Άμα ήταν η γιορτή του μπαμπάκη, ερχόταν κι ο μεγάλος της και έφερνε τα κρέατα γδαρμένα, έσταζε στάλες αίμα στην περπατησιά του, πότιζε αίμα το χώμα στην αυλή, να φυτρώσει, λέει, καμιά μέρα καρυδιά, να βγάνει κόμπους κόμπους αίμα από τα καρυδότσουφλα.

Μένα μια φιλενάδα στο ραφτάδικο έλεγε ο γιος της δεν έτρωε τα καρύδια τι έμοιαζε με εγκέφαλο η ψίχα τους. Έναν τέτοιο γιο και καλογιό ήθελα να ΄χα αν είχαν μείνει μέσα σωθικά και δε μου τα ’τρωγε το θεριό.

Σε εκείνη τη γιορτή, πάλι εγώ δεν εκαθόμουνα. Δεν έφταναν για όλους οι καρέκλες, τα παιδιά ετρώγαμε και όρθια ό,τι τύχαινε, ό,τι αρπάζαμε, ό,τι μας μπουκώνανε. Αυτός έφερε το αρνί ψημένο και το έκοψε φέτες απάνω στον πάγκο της κουζίνας. Έκανα να ξεράσω μα μου’ πε η μάνα τους σύρε να γεμώσεις το λαδερό από την κανίστρα, έβγαλα από το νου μου τα αίματα, μα με έβλεπε το μάτι του αρνιού. Τριάντα χρόνια έχω να δοκιμάσω κρέας. Ούτε ωμό, ούτε ψημένο, που λέμε.

Σαν τα ’ψηνε τα έξω στη σχάρα τα μισά και στο φούρνο τα άλλα έπινε το ένα κρασί πίσω από το άλλο, με κοίταγε παράξενα αυτός, με έβλεπε και το μάτι του αρνιού. Έκαμα να στριγγλίξω μα κρατήθηκα. Άμα τα σέρβιραν και ήρθαν όλοι γέμωσε το σπίτι φωνές και γέλια και χαρές, χαμός κι απόχαμος, έτρωγα και καριόκες που ’χε φέρει η θεια τους, ήρθαν και οι κουμπάροι με τα παιδιά τους, τρία διαόλια και τριβόλια, αποξεχάστηκα.

Η γιορτή του μπαμπά χειμώνα καιρό, πρωτοχείμωνο δηλαδή, άμα στρώνεις τα χαλιά και έχει ζεστάνει το σπίτι και θες την αγκαλιά, την κουβέρτα σου, ένα βραστάρι και μια γλυκιά κουβέντα. Γι’ αυτό μ’ άρεσε η γιορτή του μπαμπά και την περίμενα αμάν και τι.

Όλο το χρόνο κλειστό κλεισμένο το σαλόνι, και την καρέκλα αυτή που εξεκοίλιασα την έτρωγαν οι σκόνες κι η ακαθησιά, άντε να την πέρναγε η μάνα τους ένα λούστρο, μέχρις εκεί. Αν είχα μάνα θα ’τανε αλλιώς, θα κάναμε γιορτή και εκείνης, θα ήτανε δυο φορές το χρόνο τα καλά καθούμενά της.

Χριστούγεννα και Πάσχα δεν κάναμε ποτέ στην σπίτι μας από όταν το πλάκωσε ο θρήνος και το γκρέμισε. Ποιοι σεισμοί και ποιοι καταποντισμοί. Τα σπίτια τα ρημάζει και τα ξεθεμελιώνει ο θάνατος. Τα τούβλα άμα πέσουν από τη γης που τρέμει, ένα ένα ξανασηκώνονται και γίνεται το σπίτι σαν και πρώτα και πιο καλύτερο. Μα άμα μπει ο θρήνος τρυπάει ντουβάρια, φλέβα γίνεται, απ’ άκρη σ΄ άκρη τα περνά, άμα τρυπήσεις τοίχο ύστερα από πεθαμό, θα βγάλει αίμα, άνθρωπος γίνεται κι αν τον αφήσεις μοναχό στο πένθος, τσιλιφουτίζουνε οι τοίχοι, πέφτουνε κάτω φύλλο φύλλο, ίσαμε δοκάρι να μη μείνει.

Σαν έτσι, από όταν τη βάλαμε με το φέρετρο στο σαλόνι και τη στολίσαμε, λουλούδια σαν να κηδεύαμε, μικρή ήμουν, τεσσάρων χρονών, μου λένε δε θυμάμαι τίποτα. Από το κεφάλι μου τα βγάζω; Ένα μαβί φουστάνι της φορούσανε και τα μαλλιά λυτά της είχανε, που πάντα κότσο τα ’χε η μάνα μου πλεξούδα. Από το κεφάλι μου τα βγάζω; Τρελή με βγάζανε από μικρή, τρελή με βγάζανε.

Κλειστό καπακωμένο ολοχρονίς το σαλόνι με δυο πόρτες συρόμενες, πώς να σου πω. Κρυφά μονάχα τ’ άνοιγα εγώ να διαβάζω λεξικά κι ύστερα να κρύβομαι. Πολύ μ’ αρέσανε οι λέξεις, τις κατάπινα μια μια στα σωθικά μου. Άμα θελήσει ο Θεός και με αναπαύσει θα το δείξει η νεκροψία, έχω στα σπλάχνα μου ένα σφουγγάρι κι είναι όλες τους εκεί όσες έμαθα, χαμένο δε πήγε ούτε τίποτα, κι ας σάλεψε το λογικό μου και ας με ξεκάνανε τα φάρμακα φαρμάκι.

Αυτόνα ήθελα μαχαιρώσω, μα ήμουνα – δεν ήμουνα δέκα χρονών όταν με πείραξε, τότες ύστερα από τη γιορτή του πατέρα μου. Και με έκανε μαύρη στο ξύλο, μαύρη σαν την έρμη την καρυδιά η μάνα τους με έκανε, τι έπιασα το γιο της στο βρομόστομά μου, έλεγε. Πως εγώ τον άναψα με τα τσιφτετέλια απάνω στο τραπέζι, δέκα χρονώ κορίτσι, εγώ τον άναψα, έλεγε, που να της ανάβει τη φωτιά εις τον αιώνα τον άπαντα ο εξαποδώ. Και μ’ αγρίεψε μην πω κουβέντα του μπαμπάκη μου και του χαλάσω της γιορτή το επαύριο.

Η μάνα μου η συγχωρεμένη γιορτή δεν είδε στο σπίτι μας, μια το ένα μια το άλλο, και ας είχε το όνομα της Παναγίας, γιορτή δεν είδε μέχρις το κατευόδιο που γέμισε λουλούδια το σαλόνι. Από τότε με πιάνει αναγούλα άμα μυρίσω ανθοδέσμη. Ευτυχώς δε με λένε όνομα που να γιορτάζει, γάμο δεν έκανα, δεν είχα με λουλούδια εγώ να κάνω. Και στο κατευόδιο ποιος να σιμώσει, μοναχή απόμεινα…

Η καρυδιά τι κακό έκαμε και τη σκίσανε στα δυο; Και εγώ, τι μου έφταιξε και την ξεκοίλιασα στον ήλιο που εκάθονταν; Σαν το κακό, κακό να σέρνει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: