I lived like an angry guest,
like a partly mended thing, an outgrown child.
Anne Sexton
I
Φορούσα τα συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης
διότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρωτοτυπία διαλύει τις φαντασιώσεις.
Λικνιζόμουν κι ένα ένα τ᾽ αφαιρούσα: καπέλο, σακάκι, πουκάμισο,
ύστερα με μια κίνηση το παντελόνι (με velcro βέβαια στις ραφές)
κι ύστερα αργά και βασανιστικά έβγαζα τα εσώρουχα
το τελευταίο ειδικά μπορεί να έπαιρνε ώς και δέκα λεπτά
έπρεπε να παιδέψω το κοινό ώσπου το θείο μέλος ν᾽ αποκαλύψω.
Τους κοιτούσα στα μάτια, για μισό δευτερόλεπτο τον καθέναν
μ᾽ ένα χαμόγελο κάπως σαρκαστικό, υπεροπτικό,
απολάμβανα την ανυπομονησία της επιθυμίας τους
να με δουν, να με κοιτάξουν.
Αντικειμενικά, δεν είχα το σώμα των ονείρων τους
και δεν είχε σημασία: ήμουν επάνω στη σκηνή,
με παρακολουθούσαν τα φώτα, με πλαισίωνε η μουσική,
ήμουν αυτός που ήρθαν για να δουν, όποιος κι αν ήμουν,
ήμουν αυτός που θ᾽ αποκαλυφθεί, αυτός που μάταια
άπλωναν τα χέρια για ν᾽ αγγίξουν. Μόνο το βλέμμα
πραγματώνει τον πόθο μεταξύ σκηνής και πλατείας
κι ήξερα πως όσο κι αν υπολειπόμουν των πορνοστάρ
που τους συντρόφευαν στο porndude και στο pornhub
τις ώρες των μοναχικών απολαύσεων, εγώ τουλάχιστον
ήμουν κοντά τους, αν και όχι αρκετά.
Κι όταν επιτέλους, στην εκπνοή του τραγουδιού
παρουσιαζόταν το θέαμα που ποθούσαν ενώπιόν τους
(στύση σκληρή με υποβοήθηση χημική σε μέλος λαδωμένο),
φώναζαν ενθουσιασμένοι, έξαλλοι αλάλαζαν,
σίγουροι πως αυτοί ήσαν υπεύθυνοι για την κατάστασή μου
στην παρουσία τους πως οφειλόταν η οφθαλμοφανής
στο κέντρο του κορμιού μου εκδήλωση του πόθου·
χάνονταν όλα τ᾽ άλλα, δεν υπήρχε σκηνή, δεν υπήρχε μουσική,
δεν υπήρχε πρόσωπο, δεν υπήρχαν μηροί, δεν υπήρχε στέρνο,
απρόσωπος και ασώματος ο φαλλός κυριαρχούσε
στο βακχευμένο πλήθος.
Ύστερα σβήνανε τα φώτα και ντυνόμουν, όχι πια
μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης με velcro στις ραφές
αλλά άνθρωπος κανονικός της ηλικίας μου,
με μπλουτζίν και φανελάκι και κόκκινα σταράκια
κι έβγαινα ανάμεσά τους να πιω ένα ποτό.
Κανείς ποτέ δεν μ᾽ αναγνώριζε τότε, ήμουν
ένας απ’ αυτούς, έτοιμος να κοιτάξω και να θαυμάσω
τον επόμενο χορευτή, μακριά απ’ τα φώτα,
με στεγνό εσώρουχο, με ζαρωμένο μέλος,
μέσα στο πλήθος να περιμένω, με ανυπόμονη επιθυμία,
το τελευταίο νούμερο.
ΙΙ
Κοιμόμουν συνήθως μόνος, το πρωί.
Το σώμα μου πονούσε
όχι από την κούραση
αλλά μάλλον επειδή
τόσα βλέμματα το είχαν παραβιάσει
κι έτρεχαν αίμα
οι πληγές.
Πάντα με ξυπνούσαν εφιάλτες:
αποδοκιμασίες του πλήθους
ακρωτηριασμένα μέλη
η μάνα μου να χειροκροτεί
κανίβαλοι θεατές
σιωπηλή μουσική
σβησμένα φώτα.
Τρέμοντας πήγαινα στα μπάνιο
ξερνούσα
κοιτούσα το γυμνό μου σώμα
στον καθρέφτη
δεν είχε αληθινές πληγές
αλλά δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο·
δεν ήταν ωραίο.
Αδιανόητο πώς έκανα αυτή τη δουλειά.
Με δέρμα τόσο πελιδνό
κορμί πλαδαρό
όργανο μικρό, ζαρωμένο,
μαλακό, φοβισμένο
και χωρίς καμιά επιθυμία
ν᾽ αυτοθαυμαστώ.
III
Μερικές φορές, πολύ σπανίως, υπέκυπτα.
Πλησίαζα κάποιον στο τέλος της βραδιάς
αν ήταν ακόμη μόνος τα ξημερώματα
του χαμογελούσα και τον κοιτούσα
με το βλέμμα του stripper
σαρκαστικό κι υπεροπτικό·
με αναγνώριζε και λάμπανε τα μάτια του
και πάντα όποιος κι αν ήταν άπλωνε
το χέρι του και μ᾽ έσφιγγε δυνατά εκεί.
Στο σπίτι του, όπου κι αν ήταν,
εκτυλισσόταν ἡ ίδια σκηνή:
καθόταν, μου ζητούσε να γδυθώ,
φανταζόταν ιδιωτική επανάληψη
του γνωστού θεάματος, διαψευδόταν,
δεν υπήρχαν κατάλληλα φώτα
δεν υπήρχε η σωστή μουσική,
παρέμενα ολόκληρος, άνθρωπος κανονικός,
ευάλωτα γυμνός.
Ύστερα ξάπλωνε παραιτημένος
δεν ήξερα καν τι ήθελε
αν ήθελε κάτι από μένα
παραμέριζα πάντως όσο χρειάζεται
το παντελόνι του και το εσώρουχο
κι έμπαινα μέσα του με δύναμη
ελπίζοντας να εξιλεωθώ
ύστερα γρήγορα ντυνόμουν κι έφευγα
ό,τι ώρα κι αν ήταν.
IV
Κάθε απόγευμα, τηλεφωνούσα στη μητέρα
την ίδια πάντα ώρα, ένα ραντεβού καθημερινό
με σκοπό να καθησυχάσουμε ο ένας τον άλλο
ότι είμαστε ζωντανοί ακόμα και συνεχίζουμε.
Δεν είχαμε ποτέ πολλά να πούμε,
τα προσωπικά είχαν χρόνια τώρα αποκλειστεί
για λόγους αμοιβαίας αυτοπροστασίας, ούτε εγώ
ήθελα ν᾽ ακούω για αρρώστιες και θανάτους, ούτε εκείνη
άντεχε να της μιλώ για νοσηρούς έρωτες·
τα επαγγελματικά μου τα εξαντλούσαμε
σε δυο κουβέντες, ναι, όλα καλά στη δουλειά
της οποίας η φύση παρέμενε ασαφής.
Φτάσαμε τελικά να λέμε μόνο γεια, τι κάνεις, καλά.
Κοιτούσα συχνά την οθόνη του τηλεφώνου
μετά τη συνδιάλεξη κι έλεγχα τον χρόνο.
Δεκαεφτά, είκοσι, είκοσι έξι το πολύ
δευτερόλεπτα, άρχισα να τα καταγράφω
χωρίς άλλες ενδείξεις στον υπολογιστή
σ᾽ ένα λογιστικό φύλλο που ονόμασα
συγγενικά δικαιώματα και κάθε μήνα
έβγαζα τον μέσο όρο διάρκειας των συνδιαλέξεων
ώσπου πέθανε
κι έκλεισα τους λογαριασμούς μου.
Πένθησα σιωπηλός.
V
Όταν συμπληρώθηκαν έξι μήνες σιωπής
έξι μήνες που δεν μίλησα σε άνθρωπο
παρατήρησα πως δεν καταλάβαινα πια
τόσο εύκολα τί έλεγαν οι άλλοι γύρω μου
– χρειαζόταν να το επεξεργαστώ, σαν να μιλούσαν
ξένη γλώσσα που γνώριζα ελάχιστα.
Στην αρχή δεν έδωσα πολλή σημασία
άλλωστε δεν ήταν πια χρήσιμο
ούτε ν᾽ ακούω ούτε ν᾽ αποκρίνομαι
το μόνο που με κρατούσε στη ζωή
ήταν η έκθεση του σώματός μου
η διαψευσμένη προσδοκία της αφής.
Όσο περνούσε ο καιρός διαπίστωνα
πως όλο και πιο δύσκολα έβγαζε νόημα
το αφασικό μυαλό μου από τις αδέσποτες ομιλίες
κι αναρωτήθηκα αν άξιζε τον κόπο
κάποια προσπάθεια να κάνω να διατηρήσω
μιαν ελάχιστη δυνατότητα επικοινωνίας.
Υιοθέτησα με πολύ κόπο και πολλή επιμονή
μια καινούρια συνήθεια: κάθε απόγευμα
την ίδια πάντα ώρα, σαν ραντεβού καθημερινό,
διάβαζα δυο σελίδες από το μαγικό βουνό,
χρονομετρώντας προσεκτικά τη διάρκεια
της άσκησης αυτής αναγνωστικής κατανόησης.
Όταν κατάφερα να ρίξω τον χρόνο στο μισό
από το αρχικό ημίωρο, πρόσθεσα μια σελίδα,
τρεις μήνες μετά άλλη μία, και είχα φτάσει σχεδόν
στη μέση του μυθιστορήματος όταν
πήρα την απόφαση να ζοριστώ και να επιχειρήσω
ασκήσεις ακουστικής κατανόησης κι άρχισα
ν᾽ ακούω ραδιόφωνο και να παρακολουθώ τηλεόραση.
Από τον θάνατο της μητέρας μου πέρασαν
έτσι δυόμισι χρόνια σχεδόν καθημερινής άσκησης
με αποτελέσματα ικανοποιητικά, όχι όμως
έξοχα, κι αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν
να χάνει κανείς τόσα πολλά ενώ στερήθηκε τόσο λίγα
(εν προκειμένω, μια ανούσια συνδιάλεξη λίγων δευτερολέπτων).
VI
Είπα καλού κακού να ξαναμάθω να μιλάω επίσης.
Εμπιστεύθηκα και πάλι τον γραπτό λόγο καταρχάς
κι έγραφα σημειώματα εις εαυτόν
σε καθημερινή βεβαίως βάση επί μήνες
ώσπου ν᾽ αποκτήσω το θάρρος
ν᾽ αρχίσω κυριολεκτικά να παραμιλώ.
Πρόσεχα, εντούτοις, να μην είναι παραλήρημα
το παραμιλητό μου, να έχει συνέπεια και συνοχή,
με κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις
σωστά συνταγμένες, και με λογικό ειρμό.
Τα κατάφερα, επί το πλείστον, αν και ποτέ
δεν μου έλεγα τίποτα σημαντικό.
Σε περιγραφές κυρίως επιδιδόμουν
αντικειμένων και κλειστών χώρων
κι αργότερα προσώπων αγνώστων
επιλεγμένων τυχαία από το κοινό.
Μετά από λίγους μήνες, δοκιμάστηκα
και στην αφήγηση απλών περιστατικών.
Τα κουτσοκαταφέρνω πια, ομολογώ,
μόνο με τις συγκεκριμένες έννοιες δυσκολεύομαι
και με τη μυθοπλασία των εφιαλτών,
ιδίως όταν ακούω θορύβους κι ομιλίες
από το διπλανό διαμέρισμα και τρομοκρατούμαι
ότι μπορεί κάποιος να με ακούει.
VII
Δεν μπορώ να μιλήσω αν υποψιαστώ
πως κάποιος με ακούει. Τα χάνω.
Αν έχω ήδη ξεκινήσει το παραμιλητό
και μου περάσει απ’ το μυαλό
πως με ακούν, πνίγομαι, δεν μπορώ
ν᾽ ανασάνω, σταματώ στη μέση της λέξης,
στη μέση της συλλαβής αν χρειαστεί,
ώστε μόνον ήχοι άναρθροι να φτάσουν
στον επίδοξο ωτακουστή
χωρίς ρυθμό, χωρίς ειρμό, χωρίς νόημα.
Είναι αυστηρά ιδιωτική απόλαυση η ομιλία
δεν είναι επικοινωνιακή, δεν έχει πρόθεση
να απευθυνθεί, μόνο κάπως να υπάρξει
σαν βάκιλλος σε γυάλινο κώδωνα κλεισμένος.
Έχω βάψει όλους τους τοίχους άσπρους
και τα πατώματα και τα ταβάνια, με ασβέστη
κι έχω συνδέσει φώτα δυνατά, χιλιάδες βατ
σε κάθε δωμάτιο ανάβουν μέρα νύχτα
την ατμόσφαιρα της κλινικής για ν᾽ αναπλάσω
το λευκό κελλί, την απουσία ερεθισμάτων,
τη νέκρωση των αισθήσεων, τη σιωπή,
κυρίως την απαστράπτουσα εκείνη σιωπή
χωρίς ύπνο και χωρίς ξυπνημό,
όπου το φως μού στερεί το φως μου.
Οι αισθήσεις μπερδεύονται, ακούω τη λάμψη,
βλέπω τη σιωπή, οσφραίνομαι την απόσταση,
γεύομαι τη φθορά. Αγγίζω τη σήψη.
Ήσυχος εγκαταλείπω τα εγκόσμια.