Αντρές Σεγκόβια Τόρες

Αντρές Σεγκόβια Τόρες

ΔΕΥΤΕΡΗ  ΓΡΑΦΗ
_________

Α΄μέρος

_________

Εν αρχή

Μπορώ να υποθέσω ότι υπήρξε στο τέλος του 19ου αιώνα, στο Linares της Ισπανίας, ένα παιδί που το φώναζαν Andrés και, που όπως τα άλλα παιδιά, έκλαψε στην κούνια του, τα έκανε πάνω του, μάλωσε με τους φίλους του, μίσησε τους γονείς του, έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να είναι ένα κανονικό παιδί. Μπορώ επίσης να υποθέσω ότι σε ένα επτασφράγιστο δωμάτιο εκείνης της παιδικής ηλικίας κακοφόρμιζε σιωπηλά το τραύμα μιας, πιθανά ελάσσονος, πλην επαρκούς για να τύχει της προσοχής του προσεκτικού παρατηρητή, ψυχικής έλλειψης της οικογένειας, τραύμα που, όταν οι συνθήκες θα ωρίμαζαν, θα υποχρέωνε τον ενήλικα φορέα της να διολισθήσει στο μοναστικό αδιανόητο της μουσικής, αντί στην τακτική αξιοπρέπεια του οικογενειάρχη. Εκείνη η σκιώδης έλλειψη, μια προσοδοφόρα, ας το παραδεχτούμε, αναπηρία, από κείνες που δεν αφήνουν δημόσιο αποτύπωμα, εξ ου και δεν χρήζουν λογοδοσίας, φώτισε την κούνια του Andres σχεδόν με τον σαρωτικό εκείνον τρόπο που, μερικούς αιώνες νωρίτερα, ένα άστρο στον ουρανό της Βηθλεέμ έσκυψε για να κοιτάξει μια ακόμη ανώνυμη κούνια.
Μετακινώντας το δάχτυλο πάνω στις λεπτομέρειες της ιστορίας του 20ου πλέον αιώνα, πάνω στις χορδές αυτής της παράξενης αιολικής άρπας που ψιθυρίζει τα γεγονότα σαν τονικότητες, θα ξαναβρούμε αυτό το παιδί, τριάντα έξι ακριβώς χρόνια πριν, να κείτεται, χορτασμένο, μπορώ να υποθέσω, σε ένα χρυσοποίκιλτο, μπορώ επίσης να υποθέσω, φέρετρο. Η προσπάθεια κατανόησης του τρόπου που τα 94 συναπτά έτη της πορείας αυτού του προσώπου γονιμοποίησαν τη φαντασία ενός πολυπληθούς ανά την υφήλιο ακροατηρίου, δεν θα ήταν χάσιμο χρόνου, εάν ήταν εφικτή. Ας δούμε.

Πρώτος έρωτας

Παρότι πιστεύουμε πως σε έναν σημαντικό βαθμό ορίζουμε τη μοίρα μας, υπάρχουν στιγμές που τα γεγονότα μας διαψεύδουν, χτίζοντας το αδιόρατο σθένος τους στα θεμέλια του τυχαίου, συνταιριάζοντας εσοχές και προεξοχές θραυσμάτων ενός παζλ που δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε θεϊκό, ενός ψηφιδωτού που επί χρόνια περίμενε στα υπόγεια τις ενέργειές μας να το αποκαλύψουν. Μοιάζει να δοκιμάζουμε τα πρώτα βήματα σ’ αυτήν την άγνωστη χώρα που λέμε γη, με τις τσέπες πλήρεις τέτοιων θρυμματισμένων ψηφίδων, και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποπτευθεί πως το οριστικό μας πρόσωπο αρτιώνεται στον ίσκιο μιας ιδιοφυούς σύνθεσης αυτού του κληροδοτημένου θησαυρού και μόνο, στον γάμο των επί μέρους χαρισμάτων του αοράτου, στις ταλαντώσεις των ακροβασιών του Άρρητου πάνω στο τεντωμένο σκοινί μιας ζωής με μη διακριτά άκρα, πάνω στη χορδή που τραγουδά τον ατομικό τρόπο, πάνω στη σφραγίδα της άγνωστης καταγωγής, πάνω στην εκ των υστέρων πρόνοια που μας αρπάζει μες στον ουρανό της επίπλαστης ελευθερίας και μας ορίζει. Η ανακάλυψη των πρώτων θραυσμάτων ενός τέτοιου προϋπάρχοντος παζλ μέσα στην τσέπη του μικρού Andres, λέγεται ότι κατέφθασε με τυμπανοκρουσίες, ντυμένη στη σαγήνη του ήχου μιας κιθάρας, που έτυχε -και πόσο ωραία ηχεί εκ των υστέρων αυτό το έτυχε!- μικρός να ακούσει στο σπίτι ενός φίλου.
Σε μια αυτόκλητη παρένθεση, θα ήθελα να παραδεχθώ τον διακαή μου πόθο να φιλοξενηθώ, σε ένα φαντασιακό μου μέλλον από όπου θα μπορούσα να ξαναβλέπω το παρελθόν, στην επικράτεια των αγνώστων συντεταγμένων του χώρου και του χρόνου που κοίταζαν εκείνην ακριβώς τη σκηνή, να βρεθώ προσανατολισμένος έτσι ώστε να διακρίνω τα σημάδια του Άγγελου όπως αποτυπώνονταν στο ανοιχτό στόμα εκείνου του παιδιού και στο βλέμμα του, που μπορώ να το φανταστώ να διαπλέει μες στο ιλιγγιώδες δευτερόλεπτο του χρόνου της αποκάλυψης τις μυστηριακές περιπλανήσεις μιας Κιβωτού που θα κουβαλούσε, μαζί με τον Νώε της, όλες τις υποσχέσεις για ζωή μετά απ’ τον κατακλυσμό. Το ότι δεν υπάρχει ακόμα το μηχάνημα που θα μου δώσει κάποτε αυτή τη δυνατότητα, δεν σημαίνει ότι δεν ήμουν, όντως, παρών σε εκείνη τη σκηνή, και να γιατί ο έρωτας πάντα θα μας συναρπάζει, γιατί σε κάθε του φορά θα λειτουργεί εν ονόματι, με την πρόθυμη συναίνεση όλων των ανά τους αιώνας ερωτευμένων, με την οριστική τους υπογραφή, μπροστά και πίσω απ’ τον χρόνο μας.
Το πιάνο και το βιολί που είχε ως τότε ο μικρός μας πρωταγωνιστής γνωρίσει, δεν είχαν φαίνεται καταφθάσει με το πρέπον ένδυμα, κι αναρωτιέται κανείς σήμερα πώς ορίζεται εκείνο το διαφεύγον πρέπον. Ούτε -όπως μάλλον ήταν φυσικό- η εικόνα του δικηγόρου πατέρα του μπόρεσε να ανοίξει λίγο περισσότερο εκείνην την πρώτη ενυπάρχουσα σχισμή του μετέπειτα ρήγματος. Έκτοτε η ιστορία θα σιωπούσε υποδειγματικά, για να παραχωρήσει το πάλκο των σημαντικών στις άγνωστες σε μας στιγμές, στο φως των ο οποίων ο μικρός Segovia Torres κράτησε στην αγκαλιά τον έρωτά του, σαν ποθητή ερωμένη και σαν άφθαρτη μητέρα. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο τον γάμο, τη γιορτή, και χάνουμε το ανεκλάλητο, τα πρώτα χτυποκάρδια που αλλάζουνε τον κόσμο. Μένει παρηγοριά υπέροχη εκείνη η λίγη παραχώρηση του Από Κει, η χαίουσα, κρυμμένη ανάμεσα στα φανερά, οπή, πάνω απ’ την οποία σκύβουμε όταν βρίσκουμε το κουράγιο, όχι χωρίς κόστος και αγωνία, για να κρυφοκοιτάξουμε το πρώτο μας ειδύλλιο, που είναι, ακόμα κι όταν δεν το ξέρουμε -και ειδικά τότε- το απόλυτα προσωπικό ειδύλλιο. Ο ερωτευμένος ως το τέλος της ζωής του θα χαϊδεύει ξανά και ξανά το ίδιο εκείνο πρώτο νεανικό σώμα του έρωτα. Ίσως αυτό να είναι, αυτοπροσώπως, η Νίκη μας απέναντι στο ψέμα του θανάτου.

Νέος κόσμος

Πολλά χρόνια μετά απ’ αυτές τις επιχ(ρ)ωματισμένες μνήμες πίσω απ’ τα έκπληκτα μάτια του παιδιού, ξαναβρίσκουμε τον Andres (όχι τον ερωτευμένο, μα τον φιλόδοξο) να ασφυκτιά πίσω απ’ τα σύνορα της πατρίδας του και του φτωχού ρεπερτορίου του οργάνου. Δεύτερο τμήμα του ψηφιδωτού, η δίκοπη φιλοδοξία, το αμάρτημα ή το πολύτιμο όχημα, ανάλογα την πόρτα που θα ανοίξεις για να το επισκεφτείς. Ο πρωταγωνιστής μας, εδώ, θα διαβεί τα σύνορα με διαβατήριο τη φήμη του δεξιοτέχνη, αλλά κυρίως, θέλω να σκέφτομαι, με την δυσεξήγητη ικανότητα του φορέα μιας μαγικής συναστρίας, που από αμηχανία ονομάζουμε ωραίο ήχο. Πώς κατορθώνεται αυτή η πολυπόθητη συναστρία; Ας πούμε πρόχειρα: Σπαταλώντας με σωφροσύνη τη χάρη που σου δόθηκε να προσανατολίζεσαι στον κόσμο έτσι που μέσα σου να ηχούν ταυτοχρόνως και τα δύο σήμαντρα — της ζωής και του θανάτου.
Η φήμη του μεγάλωνε παράλληλα με την εξουσία του που διογκώνονταν πλάι στην καθολική αποδοχή, τα νέα οχυρά καταλαμβάνονταν, μέρα μεσημέρι, εξ εφόδου, οι βαθιές υποκλίσεις προς τον Μαέστρο λείαιναν τα τοιχώματα του υπόγειου διαδρόμου απ’ τον οποίο θα διάβαινε, αναιδής, θορυβώδης πάνω στα τακούνια της, και με σίγουρο βήμα, η υπεροψία. Ας πούμε εδώ ότι ο δρόμος δεν θα ήταν εξ’ αρχής δαφνόσπαρτος, αλλά ας πούμε και ότι οι αντιστάσεις κάμφθηκαν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ήτανε οι συνθήκες ώριμες, έτσι που λένε οι αναλυτές. Έτσι και η κιθάρα γλίστρησε απ’ την αγκαλιά των ερωτοχτυπημένων τροβαδούρων στο κέντρο της αίθουσας συναυλιών, παρατώντας τις Αρετούσες ανά την υφήλιο σύξυλες στην άκρη του μπαλκονιού τους, να περιμένουν το γλυκό λαγούτο του Ερωτόκριτου. Όμως εκείνος πλέον μελετούσε, με μετρονόμο και με υποπόδιο, για την άλλη του την Αρετούσα, την κόρη του λαμπερού πάλκου, ετοίμαζε τις εξομολογήσεις του μες στον καθρέφτη της αυτοϊκανοποίησης, ο έρωτάς του, ήδη αυτόχειρας, είχε, απογοητευμένος, βυθιστεί στο πηγάδι μιας γλιστερής ανοησίας. Κάτι μες στην ψυχή μας θα παραπονέθηκε ασφαλώς, αλλά δεν είχε και φωνή για να ακουστεί, αυτά τα σθένη αγαπούν την ησυχία, δεν τους αρέσει ο δρόμος και οι μάχες στα ανοιχτά τα μέρη, δεν διαμαρτύρονται, έχουν εμπιστοσύνη.
Ακολούθησε η πρόσκληση του πρωταγωνιστή μας προς τους συνθέτες, που έφεραν πρόθυμοι τα πρώτα δεκανίκια του ρεπερτορίου, πλάι σε απειράριθμες μεταγραφές, πιο πολύ μια δοκιμή του νέου τρόπου ανάγνωσης παρά παραγεμίσματα των ολιγόλεπτων προγραμμάτων. Και οι συνθέτες δεν ήταν δα και οι κορυφαίοι του αιώνα, αφού ο μικρός μας Andres, που ήταν πλέον ένας γεροδεμένος νέος, δεν θα επέτρεπε σε κανένα μεγάλο μέγεθος να επισκιάσει τη δόξα της Αυτής Μεγαλειότητος, και ούτως απευθύνθηκε σε περιπτώσεις που μπορούσε εύκολα να κουμαντάρει. Οι μείζονες έμειναν απ’ έξω, πράγμα που -ως αντισταθμιστικό όφελος- κληροδότησε στην ιστορία της κιθάρας ένα μοναδικό χαρακτηριστικό: Δεν ήταν πια σημαντικό εκείνο που άκουγες, αλλά ο τρόπος, το Νόημα πίσω απ’ το νόημα. Έτσι τα αφτιά μας έμαθαν να συλλαβίζουν την ουσία του χρησμού πίσω από φτωχές κουβέντες, να παραχωρούν τα σκήπτρα στο ελάχιστο, δεν χρειαζόμασταν εμείς κανέναν Shakespeare να μας συνεπάρει, και να ένας επιπλέον λόγος που το όργανο παρέμεινε ένα σχήμα της ονειροπόλησης, δεν πρόσβαλε με τη φιλαυτία του την ψυχή μας, δεν μας ταπείνωσε με την υπεροψία του, ήρθε να αναπληρώσει τις ελλείψεις του με τη φρεσκάδα μιας παράξενης άρθρωσης σαν ντοπιολαλιά φυλής του Αμαζονίου, άρθρωση που σε προσκαλούσε για να σου αποκαλύψει τα θαυμαστά σύνορα μιας εξ ολοκλήρου ανεξερεύνητης ηπείρου, σαν να ήταν από πάντα Εκεί τα πατρογονικά σου. Έτσι κι οι κριτικοί θα έμεναν βουβοί ώσπου να καταλάβουν. Ναι, η κιθάρα υπήρξε νέος κόσμος.


Ο πατερούλης

Σε άλλη γωνιά των διάσπαρτων στο πάτωμα ψηφίδων εκείνης της πρωταρχικής εικόνας, που δέσποσε στους δύο δύσκολους αιώνες, θα βρίσκαμε τον Andres σαν πάτερ-φαμίλια πια, έτσι που τον περιέγραψαν κι οι μαθητές του. Τρυφερός και δοτικός, απ’ τη μια, μες στη μεγάλη οικογένεια των κιθαρωδών [ίλιγγος, πτώση και ακαριαία είσοδος, εδώ, στη γλώσσα και στον κόσμο του δικού μας Νίκου Κούνδουρου!], μα και με σιδερένια πυγμή απ’ την άλλη. Η Αγάπη του προς την κιθάρα και τους μαθητές του θα ήθελε ασφαλώς έναν καλό μεταφραστή, δεν θα μπορούσε να παραμείνει αλώβητη στην κριτική των έξυπνων ανθρώπων, ήταν μια αγάπη που ασφαλώς ζητούσε τα εαυτής, το καύσιμό της σπαταλιόταν για να φωτίσει μόνο το πορτραίτο του, και να το κάνει από μίλια ορατό στις μητροπόλεις. Μπορώ να τον φανταστώ να μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο.


Το σχίσμα

Κι εδώ φτάνουμε στον σωρό με τα παρατημένα αποσπάσματα που ξυπνούν το ερωτηματικό, την ιδέα του Σχίσματος, που φώτισε το κέντρο της ευλογημένης με κάποιους τρόπους —και καταραμένης με κάποιους άλλους— παρουσίας του. Τα δύο πρόσωπα που απάρτιζαν το πλήρες, συγκατοικούσαν εδώ διαυγή, σαν στον βυθό υπόγειου ρεύματος που μόλις αναδύθηκε απ’ τον βράχο.

Αλλά ας μιλήσουμε στο επόμενο για αυτό το Σχίσμα.

Αντρές Σεγκόβια Τόρες
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: