Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια για το χατίρι ενός λαού, που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει ή τον σιχαίνεται.
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Στις 15 Ιουνίου συμπληρώνονται 29 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Εκείνο τον Ιούνιο του 1994 είχα προσκληθεί στο Λουξεμβούργο για ένα δεκαπενθήμερο, εκπροσωπώντας με το εστιατόριο του «Ραγιά», την ελληνική-Μακεδονική κουζίνα στην καρδιά της Κοινότητας. Τη ’μέρα που έφυγε ο Χατζιδάκις ήμουνα έξω απ’ την πόλη, στην εξοχή, στο σπίτι του φίλου Ροδόλφου Μασλία, που είχε από τότε, δορυφορική λήψη για να βλέπει πατρίδα .Εκεί ακούσαμε τη θλιβερή είδηση και είδαμε το σχετικό ρεπορτάζ.
Πριν φύγω απ’ τη Θεσσαλονίκη είχα τηλεφωνήσει το Γιώργο Χρονά, να μάθω για την εξέλιξη της υγείας του Χατζιδάκι που ήταν ήδη στο Νοσοκομείο. «Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι πια αναστρέψιμη», μου είπε έκδηλα συγκινημένος.
Κι όμως ... ενώ ήξερα πως κόντευε το τέλος και το περίμενα... μόλις το είδα εκείνο το απόγευμα στην τηλεόραση αισθάνθηκα πολύ άσχημα, σαν κάτι να με έπνιγε. Πετάχτηκα έξω... Μπήκα σ’ ένα γειτονικό χωράφι και άρχισα να βαδίζω μες στο φρεσκοσκαμμένο χώμα — έτοιμο για νέα σπορά. Ήτανε πρώτη φορά που αυτή η ζεστή και υγρή μυρουδιά του χώματος με τρόμαζε. Τότε άρχισα να τρέχω, να γλυτώσω ...αλλά τα πόδια βούλιαζαν μες στους σβόλους. Ο Ήλιος μπροστά μου κατέβαινε στη Δύση και το χωράφι στην πλαγιά ανηφορικό, τόσο που δεν προλάβαινα την τροχιά του και τον έχανα. Μια-δυο φορές έπεσα χάμω λαχανιασμένος. Σα να είχα βάλει με τον εαυτό μου ένα περίεργο στοίχημα, ή θέλοντας να ξορκίσω – κι εγώ δε ξέρω τι, ξανάρχισα το τρέξιμο ελπίζοντας πως κάποια στιγμή τούτη η ανηφόρα θα τελειώσει και θα προλάβαινα να ξαναδώ το φως του. Μάταια. Όταν – ανήμπορος, γύρισα πίσω ήτανε πια σούρουπο και οι φίλοι είχαν αρχίσει να ψήνουν κρέατα και να τσιμπολογάνε.
Αργότερα αναρωτήθηκα γιατί ταράχτηκα τόσο… Τον Χατζιδάκι βέβαια ευτύχησα να τον γνωρίσω πριν λίγα χρόνια στο «Ραγιά», που έρχονταν τακτικά, κάθε φορά που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν το στέκι του, όπως είχε στην Αθήνα τον «Μαγεμένο αυλό», στο Παγκράτι. Στη συνέχεια με αξίωσε της φιλίας και της αγάπης του. Κι αυτή η αίσθηση που μετάγγιζα από τον Μάνο σίγουρα είναι ‘κοινός τόπος’ όσων έτυχε να τον γνωρίσουν από κοντά, και όχι μόνο σαν συνθέτη.
Ήταν λοιπόν φυσικό να νιώσω οδύνη για το βιολογικό χαμό ενός πολύτιμου φίλου. Αλλά με είχε καθηλώσει και κάτι άλλο, πέρα απ’ τον Θάνατο, που ολοκλήρωσε την απόγνωση που βίωσα και με το ξέφρενο τρεχαλητό που ακολούθησε. Ήθελα να σβήσω απ’ τα μάτια μου μια βάναυση εικόνα... Τη στιγμή, στην τηλεόραση, που ο φακός ενός «καπάτσου» δημοσιογραφίσκου έκανε ζουμ στο ράντσο του ασθενοφόρου και «πέτυχε» τον Μάνο με το στόμα τραγικά ανοιχτό, στον επιθανάτιο ρόγχο του. Και «κάρφωσε» αποφασιστικά το «ντοκουμέντο»... Εκείνον, που είπε ότι κάθε άνθρωπος έχει δυο ιερές στιγμές, αποκλειστικά δικές του και απαραβίαστες: τον Έρωτα και το Θάνατο.
Η Μουσική είναι βροχή... Άλλοι τρέχουν να προφυλαχθούν.
Άλλοι συνεχίζουν γίνονται μούσκεμα... Αυτοί είναι οι μουσικοί.