Έχω την αίσθηση ότι το «Nosferatu : A Symphony of Horror» (ή «Eine Symphonie Des Grauens», κατά το – πολύ πιο εντυπωσιακό ηχητικά — γερμανικότερον), του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου είναι —παρά τον συμπληρωμένο πλέον αιώνα του— πολύ πιο μοντέρνο από το σινεμά που βλέπουμε σήμερα∙ ότι αποτελεί, όχι μόνο τυπικά αλλά και ουσιαστικά, την υπέρλαμπρη νεότητα μιας τέχνης που σήμερα μοιάζει γερασμένη.
Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να βάλω σε λέξεις την εμπειρία της θέασης αυτού του αριστουργήματος στη μεγάλη οθόνη. Ας πούμε υπάρχει το δέος, προφανώς, ένας βαθύς συγκλονισμός, εφάμιλλος αυτού που σε καταλαμβάνει μπροστά σε αρχαιοελληνικά αγάλματα και πίνακες της Αναγέννησης, αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικότερο. Βλέποντάς το να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου, νιώθεις ότι είσαι παρόν στην ιστορική εκείνη στιγμή όπου μια αρτιγέννητη τέχνη κατέχει πλέον απόλυτα, όλα όσα της είναι απαραίτητα για να προτείνει μια νέα θέαση του κόσμου. Δεν χωράει σε λόγια αυτή η αίσθηση. Με κάθε νέα του σύλληψη απ' την καλλιτεχνική εμπειρία, ο κόσμος ξαναγεννιέται ως παράσταση, αντικείμενο στοχασμού και έκπληξη. Ανακτά την ιδιότητα του θαυμαστού που είχε χάσει. Το «Nosferatu» παρίσταται εκεί - και μαζί του κι εσύ, καθώς μετατρέπει το πραγματικό σε όνειρο, ασημοβάφοντας αντικείμενα, τοπία, πλάσματα (όλα μαγεμένα εννοείται), απαλλάσσοντας την ύλη από τον όγκο και το βάρος της, εκλύοντας μια πρωτοφανέρωτη σαγήνη φτιαγμένη από μυσταγωγικές σκιές και αποχρώσεις, τόνους του γκρίζου, του μαύρου, του λευκού, του γαλάζιου και του κίτρινου που θα έλεγες ότι ξεπήδησαν κατευθείαν μέσα από το ασυνείδητο ενός θεού που ονειρεύεται.
Γιατί, όμως, δείχνει τόσο μοντέρνο; Ακριβώς επειδή πλέον έχουμε ξεχάσει πώς είναι να επινοείται εκ του μηδενός ένας άλλος κόσμος πλησίον του πραγματικού, σαν ατέρμονο παιχνίδι του φωτός και του σκοταδιού, χωρίς να χρειάζεται τίποτα άλλο για να μας συναρπάσει και να μας παρασύρει στη δίνη της γοητείας του. Δεν χρειάζεται, ας πούμε, ο ρεαλισμός, είναι εντελώς περιττός, δεν χρειάζεται οι ηθοποιοί να μοιάζουν μ' εμάς, με τους ανθρώπους έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να τους βλέπουμε και να τους γνωρίζουμε (κι ό,τι έχεις συνηθίσει να γνωρίζεις, παύει να αποτελεί θαύμα), δεν χρειάζεται να μας φαίνονται οικείες οι κινήσεις τους, τα πρόσωπά τους, οι χώροι εντός των οποίων εξελίσσεται η ιστορία τους, δεν χρειάζεται ο ήχος, οι διάλογοι, αυτό το ατέλειωτο μουρμουρητό των λέξεων που ενδόμυχα μας εξαντλεί καθώς σκεπάζει τα πάντα, προσφέροντας την καθησυχαστική ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ασφαλή περιοχή, εφόσον υπάρχουν όντα που μιλάνε, αντιθέτως όλα είναι ανοίκεια, πρωτόγνωρα, ανησυχαστικά καθότι μοιάζουν να προέρχονται από ένα άλλο σύμπαν που μόνο κάπως αόριστα θυμίζει το δικό μας. Ο κινηματογράφος, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η πραγματικότητα ιδωμένη ΑΛΛΙΩΣ, αυτό έρχεται να μας θυμίσει το «Nosferatu», με την πανίσχυρη γοητεία των εικόνων του : το παραισθησιακά μυστηριακό ενός ονείρου που βλέπουν ταυτόχρονα δεκάδες ψυχές (όταν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο για το σύγχρονο σινεμά, ας πούμε, προφανώς κάνουμε μια γλωσσική κατάχρηση άνευ ουσιαστικού περιεχομένου - εδώ και πολύ καιρό το σινεμά δεν είναι όνειρο, ο πληθωρισμός των κινουμένων εικόνων, εντός των οποίων μεγαλώνουμε και συνηθίζουμε περισσότερο κι από την πραγματικότητα, τείνει μάλλον να μετατρέψει την ίδια την πραγματικότητα σε όνειρο).
Αν η ζωγραφική προσπάθησε να επιβάλλει την πρωτοκαθεδρία του υποκειμενικού βλέμματος πάνω στον κόσμο (φτάνοντας, στον εικοστό αιώνα, μέχρι το σημείο να αμφισβητήσει συνολικά το ίδιο το πραγματικό για χάρη της ιδιοσυγκρασιακής μεταλλαγής του απ' τον καλλιτέχνη —δηλαδή το ελεύθερο υποκείμενο— που το ξεπερνά στην κατεύθυνση της πλήρους ανατροπής των κανόνων της αντίληψης, προσεγγίζοντας όλο και περισσότερο το πρωταρχικό σημείο απ' το οποίο ξεκινά να δομείται κάθε αναπαράσταση : το κοχλάζον καζάνι της ψυχής ), αν η φωτογραφία επιχείρησε από την πλευρά της να επαναφέρει τη χαμένη μαγεία του ρεαλισμού, ξαναδίνοντας αξία στην πραγματικότητα και το μόνιμα αντιστεκόμενο βάρος της (η βασική ιδιότητα του Πραγματικού είναι να «προβάλει αντίσταση», όπως λένε οι ψυχαναλυτές), επιστρέφοντάς της τα σκήπτρα που της είχαν κλέψει οι ζωγράφοι, τότε ο κινηματογράφος βρέθηκε στο κομβικό εκείνο σημείο όπου οι δύο τέχνες τέμνονται, φέροντας μαζί του κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που έμελλε να τα αλλάξει όλα : την κίνηση. Διότι, καίτοι «βαλσαμωμένες» από το άχρονο της εμβληματικής τους εικονικότητας, αυτές οι φιγούρες κινούνται, ζουν — πρόκειται για κοσμογονική εξέλιξη. Στο μουσείο του σινεμά, κυκλοφορούν φαντάσματα. Τα εκθέματά του είναι απέθαντα. Εξ αυτού, ο κόμης Ορλόκ (η ερμηνεία του Μαξ Σρεκ παραμένει μια από τις πιο τρομακτικές από καταβολής κινηματογράφου), δικαιωματικά αποτελεί αρχετυπική μορφή στην ιστορία της έβδομης τέχνης.
Το άχρονο που εμβαπτίζεται μέσα στον χρόνο, η ζωντάνια κι ο δυναμισμός της κίνησης που κορυφώνεται στην ακινησία της αιωνιότητας (αυτό επιδιώκει ας πούμε η ζωγραφική αλλά και ευρύτερα η τέχνη: να δημιουργήσει αιώνια αντικείμενα που αντιστέκονται σθεναρά στη ροή του ηρακλείτειου γίγνεσθαι που όλα τα αναλώνει, που ακατάπαυστα γεννά μορφές και τις θανατώνει για να τις αντικαταστήσει με άλλες ), να τι προσπάθησε να είναι αυτή η νέα τέχνη. Κι αν κάποια στιγμή εκλείψει η ανθρωπότητα και ένα νέο έλλογο είδος τη διαδεχθεί επί γης, σε περίπτωση που προσπαθήσει να την καταλάβει απ' ό,τι άφησε πίσω της, ίσως να βρει συγκινητική την προσπάθειά της να πλάσει ομορφιά από τις πιο βαθιά ριζωμένες και σταθερές της αγωνίες, έτσι όπως τις αποτυπώνει ένα μείζον έργο τέχνης του εικοστού αιώνα όπως αυτό εδώ. Γιατί το «Nosferatu», κόντρα στα φαινόμενα, δεν είναι μια ταινία για την πανταχού παρουσία και τη μόνιμη απειλή του θανάτου (την ακινησία που βρίσκεται πάντα στο τέλος κάθε κίνησης), αλλά για τον αναπόφευκτα θρίαμβο της ζωής πάνω στον θάνατο, για το φως που έρχεται να διαδεχτεί το σκοτάδι στο τέλος κάθε νύχτας, όσο μεγάλη ή τρομακτική κι αν είναι, διαλύοντας τις σκιές της κι όσους εξουσιάζουν μέσα σ' αυτές.
Ο έρωτας νικάει τον θάνατο στο φινάλε της ταινίας. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Το πανίσχυρο βαμπίρ είναι ανίκανο να αντισταθεί στον πόθο που του προκαλεί η νεαρή γυναίκα, μένει μαζί της ως την αυγή, ξεχνώντας να προστατευτεί από το φως της μέρας που ξέρει ότι θα το σκοτώσει, κι έτσι χάνεται : αγιάτρευτα ερωτευμένο και τρωτό, απροσμάχητα κυριευμένο από τη δύναμη του πάθους, όπως κάθε θνητός. Ο θάνατος δεν έχει καμιά ελπίδα απέναντι στη ζωή, μας λέει ο Μούρναου, είναι καταδικασμένος να πεθαίνει το ξημέρωμα, όπως η νύχτα. Ο έρωτας (δηλαδή η πηγή της αναγέννησης, το λίκνο της ύπαρξης), τον έχει κατατροπώσει, η ομορφιά είναι προορισμένη να τον αφανίσει έστω και θυσιαζόμενη.
Το μυθικό αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αυτό το σπουδαίο γοτθικό ποίημα (το να το χαρακτηρίσεις απλά μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών είναι καθαρή υποτίμηση), τολμάει μια αισιοδοξία σχεδόν λυτρωτική μέσα στο ανατριχιαστικό του έρεβος : το Κακό δεν μπορεί να υπερισχύσει γιατί είναι μυστικά ερωτευμένο με το Καλό (εδώ προσωποποιημένο στην αγνή αρραβωνιαστικιά που η αληθινή αγάπη της την καθιστά άγια), και μέσα του είναι προορισμένο να διαλυθεί εν τέλει.
Κανένα σκοτάδι δεν κατάφερε ποτέ να μην ηττηθεί από την ανατολή.