«Nosferatu: A Symphony of Horror» (1922), του Friedrich Wilhelm Murnau

«Nosferatu: A Symphony of Horror» (1922), του Friedrich Wilhelm Murnau

Έχω την αί­σθη­ση ότι το «Nosferatu : A Symphony of Horror» (ή «Eine Symphonie Des Grauens», κα­τά το – πο­λύ πιο εντυ­πω­σια­κό ηχη­τι­κά — γερ­μα­νι­κό­τε­ρον), του Φρί­ντριχ Βίλ­χελμ Μούρ­να­ου εί­ναι —πα­ρά τον συ­μπλη­ρω­μέ­νο πλέ­ον αιώ­να του— πο­λύ πιο μο­ντέρ­νο από το σι­νε­μά που βλέ­που­με σή­με­ρα∙ ότι απο­τε­λεί, όχι μό­νο τυ­πι­κά αλ­λά και ου­σια­στι­κά, την υπέρ­λα­μπρη νε­ό­τη­τα μιας τέ­χνης που σή­με­ρα μοιά­ζει γε­ρα­σμέ­νη.

Δεν εί­μαι σί­γου­ρος ότι μπο­ρώ να βά­λω σε λέ­ξεις την εμπει­ρία της θέ­α­σης αυ­τού του αρι­στουρ­γή­μα­τος στη με­γά­λη οθό­νη. Ας πού­με υπάρ­χει το δέ­ος, προ­φα­νώς, ένας βα­θύς συ­γκλο­νι­σμός, εφά­μιλ­λος αυ­τού που σε κα­τα­λαμ­βά­νει μπρο­στά σε αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά αγάλ­μα­τα και πί­να­κες της Ανα­γέν­νη­σης, αλ­λά δεν εί­ναι αυ­τό το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο. Βλέ­πο­ντάς το να ζω­ντα­νεύ­ει μπρο­στά στα μά­τια σου, νιώ­θεις ότι εί­σαι πα­ρόν στην ιστο­ρι­κή εκεί­νη στιγ­μή όπου μια αρ­τι­γέν­νη­τη τέ­χνη κα­τέ­χει πλέ­ον από­λυ­τα, όλα όσα της εί­ναι απα­ραί­τη­τα για να προ­τεί­νει μια νέα θέ­α­ση του κό­σμου. Δεν χω­ρά­ει σε λό­για αυ­τή η αί­σθη­ση. Με κά­θε νέα του σύλ­λη­ψη απ' την καλ­λι­τε­χνι­κή εμπει­ρία, ο κό­σμος ξα­να­γεν­νιέ­ται ως πα­ρά­στα­ση, αντι­κεί­με­νο στο­χα­σμού και έκ­πλη­ξη. Ανα­κτά την ιδιό­τη­τα του θαυ­μα­στού που εί­χε χά­σει. Το «Nosferatu» πα­ρί­στα­ται εκεί - και μα­ζί του κι εσύ, κα­θώς με­τα­τρέ­πει το πραγ­μα­τι­κό σε όνει­ρο, αση­μο­βά­φο­ντας αντι­κεί­με­να, το­πία, πλά­σμα­τα (όλα μα­γε­μέ­να εν­νο­εί­ται), απαλ­λάσ­σο­ντας την ύλη από τον όγκο και το βά­ρος της, εκλύ­ο­ντας μια πρω­το­φα­νέ­ρω­τη σα­γή­νη φτιαγ­μέ­νη από μυ­στα­γω­γι­κές σκιές και απο­χρώ­σεις, τό­νους του γκρί­ζου, του μαύ­ρου, του λευ­κού, του γα­λά­ζιου και του κί­τρι­νου που θα έλε­γες ότι ξε­πή­δη­σαν κα­τευ­θεί­αν μέ­σα από το ασυ­νεί­δη­το ενός θε­ού που ονει­ρεύ­ε­ται.

Για­τί, όμως, δεί­χνει τό­σο μο­ντέρ­νο; Ακρι­βώς επει­δή πλέ­ον έχου­με ξε­χά­σει πώς εί­ναι να επι­νο­εί­ται εκ του μη­δε­νός ένας άλ­λος κό­σμος πλη­σί­ον του πραγ­μα­τι­κού, σαν ατέρ­μο­νο παι­χνί­δι του φω­τός και του σκο­τα­διού, χω­ρίς να χρειά­ζε­ται τί­πο­τα άλ­λο για να μας συ­ναρ­πά­σει και να μας πα­ρα­σύ­ρει στη δί­νη της γοη­τεί­ας του. Δεν χρειά­ζε­ται, ας πού­με, ο ρε­α­λι­σμός, εί­ναι εντε­λώς πε­ριτ­τός, δεν χρειά­ζε­ται οι ηθο­ποιοί να μοιά­ζουν μ' εμάς, με τους αν­θρώ­πους έτσι όπως έχου­με συ­νη­θί­σει να τους βλέ­που­με και να τους γνω­ρί­ζου­με (κι ό,τι έχεις συ­νη­θί­σει να γνω­ρί­ζεις, παύ­ει να απο­τε­λεί θαύ­μα), δεν χρειά­ζε­ται να μας φαί­νο­νται οι­κεί­ες οι κι­νή­σεις τους, τα πρό­σω­πά τους, οι χώ­ροι εντός των οποί­ων εξε­λίσ­σε­ται η ιστο­ρία τους, δεν χρειά­ζε­ται ο ήχος, οι διά­λο­γοι, αυ­τό το ατέ­λειω­το μουρ­μου­ρη­τό των λέ­ξε­ων που εν­δό­μυ­χα μας εξα­ντλεί κα­θώς σκε­πά­ζει τα πά­ντα, προ­σφέ­ρο­ντας την κα­θη­συ­χα­στι­κή ψευ­δαί­σθη­ση ότι βρι­σκό­μα­στε σε ασφα­λή πε­ριο­χή, εφό­σον υπάρ­χουν όντα που μι­λά­νε, αντι­θέ­τως όλα εί­ναι ανοί­κεια, πρω­τό­γνω­ρα, ανη­συ­χα­στι­κά κα­θό­τι μοιά­ζουν να προ­έρ­χο­νται από ένα άλ­λο σύ­μπαν που μό­νο κά­πως αό­ρι­στα θυ­μί­ζει το δι­κό μας. Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, μια φο­ρά κι έναν και­ρό, ήταν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ιδω­μέ­νη ΑΛ­ΛΙΩΣ, αυ­τό έρ­χε­ται να μας θυ­μί­σει το «Nosferatu», με την πα­νί­σχυ­ρη γοη­τεία των ει­κό­νων του : το πα­ραι­σθη­σια­κά μυ­στη­ρια­κό ενός ονεί­ρου που βλέ­πουν ταυ­τό­χρο­να δε­κά­δες ψυ­χές (όταν ισχυ­ρι­ζό­μα­στε κά­τι τέ­τοιο για το σύγ­χρο­νο σι­νε­μά, ας πού­με, προ­φα­νώς κά­νου­με μια γλωσ­σι­κή κα­τά­χρη­ση άνευ ου­σια­στι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου - εδώ και πο­λύ και­ρό το σι­νε­μά δεν εί­ναι όνει­ρο, ο πλη­θω­ρι­σμός των κι­νου­μέ­νων ει­κό­νων, εντός των οποί­ων με­γα­λώ­νου­με και συ­νη­θί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τεί­νει μάλ­λον να με­τα­τρέ­ψει την ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε όνει­ρο).

Αν η ζω­γρα­φι­κή προ­σπά­θη­σε να επι­βάλ­λει την πρω­το­κα­θε­δρία του υπο­κει­με­νι­κού βλέμ­μα­τος πά­νω στον κό­σμο (φτά­νο­ντας, στον ει­κο­στό αιώ­να, μέ­χρι το ση­μείο να αμ­φι­σβη­τή­σει συ­νο­λι­κά το ίδιο το πραγ­μα­τι­κό για χά­ρη της ιδιο­συ­γκρα­σια­κής με­ταλ­λα­γής του απ' τον καλ­λι­τέ­χνη —δη­λα­δή το ελεύ­θε­ρο υπο­κεί­με­νο— που το ξε­περ­νά στην κα­τεύ­θυν­ση της πλή­ρους ανα­τρο­πής των κα­νό­νων της αντί­λη­ψης, προ­σεγ­γί­ζο­ντας όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο το πρω­ταρ­χι­κό ση­μείο απ' το οποίο ξε­κι­νά να δο­μεί­ται κά­θε ανα­πα­ρά­στα­ση : το κο­χλά­ζον κα­ζά­νι της ψυ­χής ), αν η φω­το­γρα­φία επι­χεί­ρη­σε από την πλευ­ρά της να επα­να­φέ­ρει τη χα­μέ­νη μα­γεία του ρε­α­λι­σμού, ξα­να­δί­νο­ντας αξία στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και το μό­νι­μα αντι­στε­κό­με­νο βά­ρος της (η βα­σι­κή ιδιό­τη­τα του Πραγ­μα­τι­κού εί­ναι να «προ­βά­λει αντί­στα­ση», όπως λέ­νε οι ψυ­χα­να­λυ­τές), επι­στρέ­φο­ντάς της τα σκή­πτρα που της εί­χαν κλέ­ψει οι ζω­γρά­φοι, τό­τε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος βρέ­θη­κε στο κομ­βι­κό εκεί­νο ση­μείο όπου οι δύο τέ­χνες τέ­μνο­νται, φέ­ρο­ντας μα­ζί του κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό, κά­τι που έμελ­λε να τα αλ­λά­ξει όλα : την κί­νη­ση. Διό­τι, καί­τοι «βαλ­σα­μω­μέ­νες» από το άχρο­νο της εμ­βλη­μα­τι­κής τους ει­κο­νι­κό­τη­τας, αυ­τές οι φι­γού­ρες κι­νού­νται, ζουν — πρό­κει­ται για κο­σμο­γο­νι­κή εξέ­λι­ξη. Στο μου­σείο του σι­νε­μά, κυ­κλο­φο­ρούν φα­ντά­σμα­τα. Τα εκ­θέ­μα­τά του εί­ναι απέ­θα­ντα. Εξ αυ­τού, ο κό­μης Ορ­λόκ (η ερ­μη­νεία του Μαξ Σρεκ πα­ρα­μέ­νει μια από τις πιο τρο­μα­κτι­κές από κα­τα­βο­λής κι­νη­μα­το­γρά­φου), δι­καιω­μα­τι­κά απο­τε­λεί αρ­χε­τυ­πι­κή μορ­φή στην ιστο­ρία της έβδο­μης τέ­χνης.

Το άχρο­νο που εμ­βα­πτί­ζε­ται μέ­σα στον χρό­νο, η ζω­ντά­νια κι ο δυ­να­μι­σμός της κί­νη­σης που κο­ρυ­φώ­νε­ται στην ακι­νη­σία της αιω­νιό­τη­τας (αυ­τό επι­διώ­κει ας πού­με η ζω­γρα­φι­κή αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα η τέ­χνη: να δη­μιουρ­γή­σει αιώ­νια αντι­κεί­με­να που αντι­στέ­κο­νται σθε­να­ρά στη ροή του ηρα­κλεί­τειου γί­γνε­σθαι που όλα τα ανα­λώ­νει, που ακα­τά­παυ­στα γεν­νά μορ­φές και τις θα­να­τώ­νει για να τις αντι­κα­τα­στή­σει με άλ­λες ), να τι προ­σπά­θη­σε να εί­ναι αυ­τή η νέα τέ­χνη. Κι αν κά­ποια στιγ­μή εκλεί­ψει η αν­θρω­πό­τη­τα και ένα νέο έλ­λο­γο εί­δος τη δια­δε­χθεί επί γης, σε πε­ρί­πτω­ση που προ­σπα­θή­σει να την κα­τα­λά­βει απ' ό,τι άφη­σε πί­σω της, ίσως να βρει συ­γκι­νη­τι­κή την προ­σπά­θειά της να πλά­σει ομορ­φιά από τις πιο βα­θιά ρι­ζω­μέ­νες και στα­θε­ρές της αγω­νί­ες, έτσι όπως τις απο­τυ­πώ­νει ένα μεί­ζον έρ­γο τέ­χνης του ει­κο­στού αιώ­να όπως αυ­τό εδώ. Για­τί το «Nosferatu», κό­ντρα στα φαι­νό­με­να, δεν εί­ναι μια ται­νία για την πα­ντα­χού πα­ρου­σία και τη μό­νι­μη απει­λή του θα­νά­του (την ακι­νη­σία που βρί­σκε­ται πά­ντα στο τέ­λος κά­θε κί­νη­σης), αλ­λά για τον ανα­πό­φευ­κτα θρί­αμ­βο της ζω­ής πά­νω στον θά­να­το, για το φως που έρ­χε­ται να δια­δε­χτεί το σκο­τά­δι στο τέ­λος κά­θε νύ­χτας, όσο με­γά­λη ή τρο­μα­κτι­κή κι αν εί­ναι, δια­λύ­ο­ντας τις σκιές της κι όσους εξου­σιά­ζουν μέ­σα σ' αυ­τές.

Ο έρω­τας νι­κά­ει τον θά­να­το στο φι­νά­λε της ται­νί­ας. Το μή­νυ­μα εί­ναι ξε­κά­θα­ρο. Το πα­νί­σχυ­ρο βα­μπίρ εί­ναι ανί­κα­νο να αντι­στα­θεί στον πό­θο που του προ­κα­λεί η νε­α­ρή γυ­ναί­κα, μέ­νει μα­ζί της ως την αυ­γή, ξε­χνώ­ντας να προ­στα­τευ­τεί από το φως της μέ­ρας που ξέ­ρει ότι θα το σκο­τώ­σει, κι έτσι χά­νε­ται : αγιά­τρευ­τα ερω­τευ­μέ­νο και τρω­τό, απρο­σμά­χη­τα κυ­ριευ­μέ­νο από τη δύ­να­μη του πά­θους, όπως κά­θε θνη­τός. Ο θά­να­τος δεν έχει κα­μιά ελ­πί­δα απέ­να­ντι στη ζωή, μας λέ­ει ο Μούρ­να­ου, εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να πε­θαί­νει το ξη­μέ­ρω­μα, όπως η νύ­χτα. Ο έρω­τας (δη­λα­δή η πη­γή της ανα­γέν­νη­σης, το λί­κνο της ύπαρ­ξης), τον έχει κα­τα­τρο­πώ­σει, η ομορ­φιά εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη να τον αφα­νί­σει έστω και θυ­σια­ζό­με­νη.

Το μυ­θι­κό αρι­στούρ­γη­μα του γερ­μα­νι­κού εξ­πρε­σιο­νι­σμού, αυ­τό το σπου­δαίο γοτ­θι­κό ποί­η­μα (το να το χα­ρα­κτη­ρί­σεις απλά μια από τις κα­λύ­τε­ρες ται­νί­ες τρό­μου όλων των επο­χών εί­ναι κα­θα­ρή υπο­τί­μη­ση), τολ­μά­ει μια αι­σιο­δο­ξία σχε­δόν λυ­τρω­τι­κή μέ­σα στο ανα­τρι­χια­στι­κό του έρε­βος : το Κα­κό δεν μπο­ρεί να υπε­ρι­σχύ­σει για­τί εί­ναι μυ­στι­κά ερω­τευ­μέ­νο με το Κα­λό (εδώ προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νο στην αγνή αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά που η αλη­θι­νή αγά­πη της την κα­θι­στά άγια), και μέ­σα του εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νο να δια­λυ­θεί εν τέ­λει.

Κα­νέ­να σκο­τά­δι δεν κα­τά­φε­ρε πο­τέ να μην ητ­τη­θεί από την ανα­το­λή.



«Nosferatu: A Symphony of Horror» (1922), του Friedrich Wilhelm Murnau
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: