Με είχε αφήσει το βαρύ σοσιαλιστικό τραμ του Μ8 στην τριγωνική Rosa-Luxemburg-Platz μέσα στα άγρια χαράματα. Πέρασα το υποφωτισμένο θέατρο Φολκσμπίνε και πήρα την Almstadtstraße με τα χέρια στις τσέπες και τους γιακάδες του πουκαμίσου και των διαθέσεων εξερεύνησης σηκωμένους μέχρι το σβέρκο. Έκανε ψύχρα αν και το ημερολόγιο έδειχνε 2 Αυγούστου.
Θα μπορούσα να πάρω την Rosa-Luxemburgstraße και να βρεθώ κατευθείαν στην Αλεξάντερπλατς, αλλά είχα τους φιλολογικούς μου ανομολόγητους λόγους. Τα είχα μάθει όλα αυτά τα στενά του Mite, από την προηγούμενη φορά που είχαμε οικογενειακώς επισκεφθεί το Βερολίνο. Ήταν ένας υπέροχος, παγωμένος Νοέμβριος όταν είχα δει την πόλη πρώτη φορά. Τότε έβγαλα το συμπέρασμα ότι έτσι πρέπει να είναι ο μήνας που θα επισκεφθεί κανείς το Βερολίνο παγωμένος, με χιόνια στις άκρες των ρείθρων και πάγους στις εσοχές των προσδοκιών. Ήταν μια παγωμένη εβδομάδα αλλά όπου και να πήγαινα, είτε στο Σπαντάου, είτε στο Ουράνιεμπουργκ και το Ζαξενχάουζ, το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί, πάντα άφηνα λίγο χρόνο να περπατήσω στο κέντρο της πόλης. Την Εβραϊκή συνοικία, την Unter den Linden, το Νησί των Μουσείων δεν υπήρχε απόγευμα ή πρωινό τα χαράματα, καλή ώρα, να μην τα περπατήσω.
Οι καλύτερες ώρες να δεις την πόλη είναι πριν ξυπνήσει και όταν κοιμηθεί. Κάποιες φορές εκεί στο ενδιάμεσο γίνεται «το έλα να δεις και το φύγε πριν τα χάσεις». Μια Κυριακή στο Μόναχο, είχα ξυπνήσει πολύ πρωί ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα κατά τις τέσσερις, με σκοπό να δω την πόλη εκεί στο μεταίχμιο που δεν είχε ξυπνήσει ακόμα αλλά δεν είχε και αποκοιμηθεί τελείως. Είχα φτάσει στην Μαριενπλατς, ακόμα δεν είχαν βγει οι σκουπιδιάρηδες και η πλατεία ήταν γεμάτη μπουκάλια, χαρτιά και σκουπιδομάνι. Πέρασα εγκάρσια την πλατεία και έστριψα αριστερά την Sparkassenstraße. Τα φώτα νέον αναβόσβηναν στο μπαρ της γωνίας. Είχα κάποιους δισταγμούς να μπω, αλλά «γι αυτό δεν ξύπνησα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα», είπα μέσα μου, κι άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ξεχύθηκε ένας άλλος κόσμος, ήμουν βέβαια κι εγώ ξενέρωτος εκτός τόπου και χρόνου, αλλά και η κατάσταση στο μπαρ ήταν αποπνικτική, καπνοί, μυρωδιές, ιδρωτίλα, μπιρίλα, κάποιοι γερμένοι πάνω στα τραπέζια και τους πάγκους, γέλια, φωνές ακόμα και τραγούδια ακούγονταν από το βάθος. Μόνη με σώας τας φρένας, φρέσκια, ξεκούραστη και χαμογελαστή μια κοπέλα ξανθιά πίσω από το μπαρ να τρέχει να εξυπηρετήσει όλο αυτό το ασκέρι κι αυτό να το κάνει με τη χάρη δέκα μοντέλων, τη φινέτσα κάμποσων σταρ και τη γλυκύτητα ενός τάγματος αγγέλων. Η θλίψη με μια σταγόνα αισιοδοξίας. Όλο τούτο το σκηνικό έμοιαζε με κάτι παρακμιακά που «ζωγράφιζε» ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ στις ταινίες του για να μιλήσει είτε για τη Γερμανία του μεσοπόλεμου, είτε για τις «παρεκτροπές» των μικροαστών και των λούμπεν είτε για τους εφιάλτες «των ανθρώπων της ημέρας». Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και βγήκα άρον, άρον. Μάλλον δεν βγήκα μόνος μου, απλώς με ξέρασε όλη αυτή η αφόρητη κατάσταση. Αυτό το ξανάκανα σε αρκετές πόλεις αλλά ποτέ πια δεν ξαφνιαζόμουν, ήξερα πάνω κάτω τι να περιμένω, άνοιγα έβλεπα, έκανα καμιά αργόσυρτη βόλτα μέχρι το βάθος του μαγαζιού και τα έγκατα της απελπισίας κι έφευγα. Πάντα θυμάμαι πόσο ευγενικοί και ήμεροι με περίμεναν οι αγουροξυπνημένοι δρόμοι μετά την έξοδό μου από αυτήν τη θεσπέσια κόλαση του μαρασμού και της εγκατάλειψης.
Ο κόσμος μας είναι ο κόσμος δύο θεών. Είναι ο κόσμος της δημιουργίας και ο κόσμος της διάλυσης. Κανένας άλλος λαός δεν μπορεί να το αποδείξει με μεγαλύτερη πειστικότητα αυτό το θεώρημα από τον Γερμανικό.
Αυτό σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα τη Rosenthaler Strasse στο Mite του Βερολίνου όπως ο Φραντς Μπίμπερκοπφ ο ήρωας του «Βερολίνο – Αλεξάντερπλατς». Ο κόσμος μας είναι ο κόσμος δύο θεών, επανέλαβα. Είναι ο κόσμος της δημιουργίας και ο κόσμος της διάλυσης. Η αντιπαράθεσή τους διαδραματίζεται πάνω στη γη κι εμείς συμμετέχουμε σ' αυτή. Συνδέω τώρα αυτή τη συλλογιστική με την εγκληματικότητα. Η κοινωνία είναι ζυμωμένη με το έγκλημα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει τάξη και διάλυση. Δεν είναι δυνατόν να υφίσταται τάξη χωρίς να υπάρχει ταυτόχρονα τάση για διάλυση και de facto καταστροφή.
Στο Βερολίνο Αλεξάντερπλατς του Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο Φραντς Μπίμπερκοπφ αποφυλακίζεται. Είναι από φυσικού του καλός και επιπλέον έχοντας καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι. Βγαίνοντας στην κοινωνία θέλει να μείνει τίμιος, να εφαρμόσει τους νόμους της κοινωνίας ή τουλάχιστον αυτούς που εκείνος θεωρεί νόμους. Αλλά δεν το καταφέρνει. Δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο και καταρρέει. Μαζί του καταρρέουν και οι θεωρητικές μας παραδοχές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Ο Φραντς Μπίμπερκοπφ βγαίνει από τις φυλακές του Τegel αλλά φοβάται να βγει στον κόσμο, κάποτε ξεκολλά από το κόκκινο τοίχο του κτιρίου των φυλακών του, με παρότρυνση του φύλακα και προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που τον έχει ξεχάσει, επιτέλους μετά από πολλές προσπάθειες τον βρίσκουμε στο Μίτε του Βερολίνου να αναζητά κάποια καινούργια αρχή για τη ζωή του στο ρημαγμένο από την ανέχεια και την ανεργία Βερολίνο του μεσοπόλεμου.
Με μια κάμερα 16 mm, ο σπουδαίος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ κινηματογραφεί σε 13 μέρη συνολικής διάρκειας 931 λεπτών (15 1/2 ώρες), μέσα σε μια διετία - από το 1979 έως το 1980 - το Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του Αλφρεντ Ντέμπλιν. Ένα βιβλίο που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης μιας ολόκληρης ζωής για εκείνον και κατάφερε να το μεταφέρει στη μικρή οθόνη. Μέσα από τις εικόνες του κατάφερε να ανασυγκροτήσει, με τη μοναδική εικαστική ματιά του, την πιο άρτια μελέτη του για την ανολοκλήρωτη ανθρώπινη φύση, τους αδυσώπητους μηχανισμούς του νεότευκτου κράτους πρόνοιας, την ανικανότητα κοινωνικής προσαρμογής.
Διέτρεξα όλη την Rosenthaler Strasse μέχρι τη Hackescher Markt. Εδώ μέσα αναπτύσσεται το Χάκεσε Χέφε, το οποίο είναι ένα τεράστιο συγκρότημα των αρχών του 19ου αιώνα. Αποτελείται από μια δαιδαλώδη σειρά αλληλοσυνδεδεμένων αυλών που περιβάλλονται από ψηλά κτίρια αρμονικά αναπτυγμένα. Η περιοχή είναι γεμάτη από εστιατόρια μπαρ, αίθουσες τέχνης, καταστήματα και γραφεία. Κοντοστάθηκα έξω από το café cinema χαμογέλασα, γιατί θυμήθηκα την προηγούμενη φορά που περιδιαβαίναμε το Βερολίνο, το παγωμένο εκείνο Νοέμβριο σ’ αυτό το καφέ τρύπωσαν η Αναστασία και ο Άλεξ για να ζεσταθούν, να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν, περιμένοντας με, από ένα τελευταίο γύρο στην Εβραϊκή συνοικία και το κοιμητήριό της. Ακόμα υπάρχει κρεμασμένη στον τοίχο, εκείνη η φωτογραφία του Φασμπίντερ, κάτω από την οποία κούρνιασε ο Άλεξ. Ο σκηνοθέτης ήταν σοβαρός, λίγο σκυθρωπός, φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, μεγάλα γυαλιά, ένα χνουδωτό κασκόλ και κρατούσε στα χέρια, σαν μωρό, μια 16άρα κινηματογραφική μηχανή.