Οι περιπέτειες του Πινόκιο

Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης

Εικονογράφηση του Κάρλο Κιόστρι

Εικονογράφηση του Κάρλο Κιόστρι

Εικονογράφηση του Κάρλο Κιόστρι



Ο

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 Τζε­πέ­το γυρ­νά­ει σπί­τι και φτιά­χνει τον κού­κλο· τον ονο­μά­ζει Πι­νό­κιο. Πρώ­τες ατα­ξί­ες του κού­κλου.
Το δω­μα­τιά­κι του Τζε­πέ­το, στο ισό­γειο, φω­τι­ζό­τα­νε από ένα πα­ρά­θυ­ρο κά­τω απ’ τις σκά­λες. Εί­χε την πιο απλή επί­πλω­ση που μπο­ρού­σε να γί­νει. Μια πα­λιά κα­ρέ­κλα, ένα κρε­βά­τι που έτρι­ζε, κι ένα τρα­πέ­ζι δια­λυ­μέ­νο. Στο πί­σω μέ­ρος του δω­μα­τί­ου φαι­νό­τα­νε ένα τζά­κι, κι η φω­τιά, κόκ­κι­νη. Μα η φω­τιά ήταν ζω­γρα­φι­στή, και πά­νω της ήταν και μια κα­τσα­ρό­λα, ζω­γρα­φι­στή κι αυ­τή, να βρά­ζει ζω­η­ρά, μ’ ένα σύν­νε­φο ατμού που ήταν σαν πραγ­μα­τι­κό σύν­νε­φο ατμού.
Μό­λις έφτα­σε σπί­τι, ο Τζε­πέ­το πή­ρε τα ερ­γα­λεία του κι άρ­χι­σε να φτιά­χνει τον κού­κλο.
«Πώς να τον βα­φτί­σω;» ανα­ρω­τή­θη­κε. Μου φαί­νε­ται πως θα τον πω Πι­νό­κιο. Αυ­τό το όνο­μα θα μου φέ­ρει τύ­χη. Ήξε­ρα κά­πο­τε μια ολό­κλη­ρη οι­κο­γέ­νεια με το όνο­μα Πι­νό­κιο. Τον πα­τέ­ρα τον λέ­γα­νε Πι­νό­κιο και τη μη­τέ­ρα Πι­νά­κια, και τα παι­διά Πι­νο­κιά­κια, και ζή­σα­νε κα­λά. Ο πιο πλού­σιος απ’ όλους τους ήταν ζη­τιά­νος.
Τώ­ρα που ’χε βρει όνο­μα για τον κού­κλο του, άρ­χι­σε να δου­λεύ­ει με με­γά­λη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Έφτια­ξε τα μαλ­λιά του, το μέ­τω­πο, και τα μά­τια του σε πο­λύ μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα.
Φα­ντα­στεί­τε την αμη­χα­νία του όταν τέ­λειω­σε τα μά­τια, που τα ’δε να κι­νού­νται και να τον κοι­τά­νε!
Όταν ο Τζε­πέ­το εί­δε αυ­τά τα ξύ­λι­να μά­τια να τον κοι­τά­νε, θύ­μω­σε, δεν τ’ άρε­σε κα­θό­λου, και εί­πε:

«Άτα­χτα ξύ­λι­να μά­τια, για­τί με κοι­τά­τε;»

Κα­νέ­νας όμως δεν απά­ντη­σε.
Με­τά τα μά­τια, έφτια­ξε τη μύ­τη. Δεν πρό­λα­βε να την τε­λειώ­σει, κι η μύ­τη άρ­χι­σε να με­γα­λώ­νει. Με­γά­λω­νε, και με­γά­λω­νε, και σε λί­γες στιγ­μές εί­χε τό­σο πο­λύ με­γα­λώ­σει, που ’λε­γες πως δεν έχει τέ­λος.
Ο φτω­χός Τζε­πέ­το προ­σπα­θού­σε απε­γνω­σμέ­να να την κο­ντύ­νει. Όσο πιο πο­λύ όμως την έκο­βε, τό­σο πιο μα­κριά γι­νό­τα­νε η αυ­θά­δι­κη μύ­τη.
Άφη­σε τη μύ­τη, κι έπια­σε το στό­μα. Δεν πρό­λα­βε κι αυ­τό να το τε­λειώ­σει, και το στό­μα άρ­χι­σε να γε­λά­ει και να τον κο­ροϊ­δεύ­ει.

«Στα­μά­τα να γε­λάς!» εί­πε ο Τζε­πέ­το. Λες και μι­λού­σε όμως στον τοί­χο.
«Στα­μά­τα να γε­λάς, σου λέω!» φώ­να­ξε απει­λη­τι­κά.

Το στό­μα στα­μά­τη­σε να γε­λά­ει, και του ’βγα­λε τη γλώσ­σα του. Επει­δή όμως ο Τζε­πέ­το δεν ήθε­λε να χα­λά­σει τον κού­κλο, έκα­νε πως δεν τον εί­δε, και συ­νέ­χι­σε να δου­λεύ­ει.
Έφτια­ξε το σα­γό­νι, το λαι­μό, τους ώμους, το στο­μά­χι, τα μπρά­τσα, τις πα­λά­μες και τα δά­χτυ­λα.
Δεν πρό­λα­βε να τε­λειώ­σει τα χέ­ρια, και η πε­ρού­κα του μα­ρα­γκού πέ­τα­ξε απ’ το κε­φά­λι του. Σή­κω­σε τα μά­τια, και τι να δει: η κί­τρι­νη πε­ρού­κα του βρι­σκό­τα­νε στα χέ­ρια του κού­κλου.

«Πι­νό­κιο! Δώ­σ’ μου αμέ­σως πί­σω την πε­ρού­κα μου!»

Αλ­λά ο Πι­νό­κιο, αντί να του δώ­σει πί­σω την πε­ρού­κα, τη φό­ρε­σε στο δι­κό του κε­φά­λι, και... εξα­φα­νί­στη­κε μέ­σα της.
Τού­τη η αναι­δής, προ­σβλη­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά έκα­νε τον Τζε­πέ­το να νιώ­σει τό­σο δυ­στυ­χι­σμέ­νος, όσο πο­τέ άλ­λο­τε στη ζωή του. Γύ­ρι­σε στον Πι­νό­κιο, και εί­πε:

«Βρο­μό­παι­δο! Δε σε τέ­λειω­σα ακό­μα, κι άρ­χι­σες κιό­λας να μην υπα­κούς στον πα­τέ­ρα σου! Αυ­τό εί­ν’ άσχη­μο, παι­δί μου, πο­λύ άσχη­μο! —Και σκού­πι­σε ένα δά­κρυ απ’ τα μά­τια του.

Μέ­να­νε όμως ακό­μα τα πό­δια, κι έπρε­πε να τα φτιά­ξει.
Όταν ο Τζε­πέ­το τε­λεί­ω­σε τα πό­δια, αντα­μεί­φθη­κε με μια κλο­τσιά στη μύ­τη.

«Κα­λά να πά­θω», εί­πε μέ­σα του. «Έπρε­πε να το ’χα σκε­φτεί από πριν. Τώ­ρα πια ει­ν’ αρ­γά».

Πή­ρε τον κού­κλο στα χέ­ρια του, και τον ακού­μπη­σε κά­τω στο πά­τω­μα, να δει αν μπο­ρού­σε να περ­πα­τή­σει. Αλ­λά ο Πι­νό­κιο δε λύ­γι­ζε τα πό­δια του, δεν ήξε­ρε πώς να τα κι­νή­σει. Τον έπια­σε λοι­πόν ο Τζε­πέ­το από το χέ­ρι και του ’δει­ξε πώς να βά­ζει το ένα πό­δι μπρο­στά ύστε­ρα απ’ τ’ άλ­λο.
Ο Πι­νό­κιο κα­τά­φε­ρε να λυ­γί­σει τα πό­δια του· άρ­χι­σε να περ­πα­τά­ει μο­να­χός του, κι έτρε­χε ολό­γυ­ρα στο δω­μά­τιο. Στο τέ­λος, γλί­στρη­σε απ’ τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα, βγή­κε στο δρό­μο, κι όπου φύ­γει-φύ­γει.
Ο καη­μέ­νος ο γε­ρο-Τζε­πέ­το έτρε­ξε πί­σω του όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σε, μα δεν κα­τά­φερ­νε να τον πιά­σει, για­τί ο μι­κρός δρα­πέ­της πη­δού­σε σαν λα­γός. Τα ξύ­λι­να πό­δια του μά­λι­στα χτυ­πού­σα­νε στις πλά­κες και κά­να­νε τό­σο θό­ρυ­βο, λες κι άκου­γες εί­κο­σι ζευ­γά­ρια ξυ­λο­πά­που­τσα μα­ζί.

«Πιά­στε τον! Πιά­στε τον!» φώ­να­ξε ο Τζε­πέ­το.

Μα οι άν­θρω­ποι, όταν βλέ­πα­νε τον ξύ­λι­νο κού­κλο να τρέ­χει σαν άλο­γο, στα­μα­τού­σα­νε και τον κοι­τού­σα­νε με κα­τά­πλη­ξη, κι ύστε­ρα ξε­σπού­σα­νε σε γέ­λια. Γε­λού­σα­νε, γε­λού­σα­νε, μέ­χρι που πό­να­γε το συ­κώ­τι τους.
Τέ­λος, για κα­λή τύ­χη του Τζε­πέ­το, φά­νη­κε ένας αστυ­φύ­λα­κας, κι ακού­γο­ντας το πο­δο­βο­λη­τό νό­μι­σε πως κα­νέ­να άλο­γο το ’χε σκά­σει από τ’ αφε­ντι­κό του. Στά­θη­κε λοι­πόν ρι­ψο­κίν­δυ­να στη μέ­ση του δρό­μου, μ’ ανοιγ­μέ­να τα πό­δια, να το στα­μα­τή­σει και να προ­λά­βει πα­ρα­πέ­ρα φα­σα­ρί­ες.
Ο Πι­νό­κιο εί­δε από μα­κριά τον αστυ­φύ­λα­κα που του ’κλει­νε το δρό­μο κι απο­φά­σι­σε να πε­ρά­σει ανά­με­σα στα πό­δια του. Μα από­τυ­χε οι­κτρά.
Ο αστυ­φύ­λα­κας, χω­ρίς να με­τα­κι­νη­θεί απ’ τη θέ­ση του, τον άρ­πα­ξε απ’ τη μύ­τη —εκεί­νη τη γε­λοία, μα­κριά μύ­τη, που ’μοια­ζε να ’χει γί­νει επί­τη­δες, για να την αρ­πά­ζουν οι αστυ­φύ­λα­κες— και τον πα­ρά­δω­σε στον Τζε­πέ­το, που ’θε­λε να του τρα­βή­ξει τ’ αυ­τιά, να τον τι­μω­ρή­σει για την ατα­ξία του. Φα­ντα­στεί­τε πώς αι­σθάν­θη­κε όταν δεν κα­τά­φε­ρε να βρει αυ­τιά! Και ξέ­ρε­τε για­τί; Για­τί τον εί­χε φτιά­ξει τό­σο βια­στι­κά, που ’χε ξε­χά­σει τ' αυ­τιά.
Έτσι, τον έπια­σε απ’ το σβέρ­κο, κι όπως τον έφερ­νε πί­σω, του ’λε­γε τι­νά­ζο­ντας του το κε­φά­λι κι απει­λώ­ντας τον:

«Πά­με σπί­τι, και θα σε τα­κτο­ποι­ή­σω εγώ!»

Ο Πι­νό­κιο, όταν τ’ άκου­σε αυ­τό, ρί­χτη­κε στο έδα­φος κι αρ­νιό­τα­νε να περ­πα­τή­σει.
Ένα πλή­θος από αρ­γό­σχο­λους και πε­ρί­ερ­γους μα­ζεύ­τη­κε γύ­ρω του. Ο κα­θέ­νας έλε­γε το κο­ντό και το μα­κρύ του.

«Ο καη­μέ­νος ο κού­κλος», εί­πε κά­ποιος, «έχει δί­κιο που δε θέ­λει να γυ­ρί­σει σπί­τι! Ποιος ξέ­ρει πό­σο άσχη­μα θα τό­νε δεί­ρει αυ­τός ο άκαρ­δος Τζε­πέ­το!»

Κι άλ­λοι συ­μπλη­ρώ­να­νε με κα­κε­ντρέ­χεια:

«Ο Τζε­πέ­το πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν κα­λός άν­θρω­πος, φέ­ρε­ται όμως τυ­ραν­νι­κά στα παι­διά. Αν αφή­σου­με τού­το τον κα­κο­μοί­ρη στα χέ­ρια του, θα τον σκο­τώ­σει».

Με λί­γα λό­για, και τι δε λέ­γα­νε. Μέ­χρι που ο αστυ­φύ­λα­κας ελευ­θέ­ρω­σε τον Πι­νό­κιο απ’ τον Τζε­πέ­το κι απο­φά­σι­σε να κλεί­σει το φτω­χό γε­ρά­κο στη φυ­λα­κή.
Ο Τζε­πέ­το δεν μπο­ρού­σε να πει τί­πο­τε για να υπε­ρα­σπι­στεί τον εαυ­τό του, έκλαι­γε μό­νο σαν ανό­η­τος, κι όπως τρα­βού­σα­νε για τη φυ­λα­κή, μουρ­μού­ρι­ζε μες σε λυγ­μούς:

«Κα­τα­ρα­μέ­νο παι­δί! Μό­νο που σκέ­φτο­μαι πό­σο σκλη­ρά δού­λε­ψα να φτιά­ξω έναν κα­λό κού­κλο! Κα­λά όμως να πά­θω. Έπρε­πε να σκε­φτώ τι θα γι­νό­τα­νε!»

Τι ακο­λού­θη­σε με­τά εί­ναι δύ­σκο­λο να το πι­στέ­ψε­τε, θα σας το δι­η­γη­θώ στα επό­με­να κε­φά­λαια.


Οι πε­ρι­πέ­τειες του Πι­νό­κιο του Κάρ­λο Κο­λό­ντι στη με­τά­φρα­ση του Σω­τή­ρη Κα­κί­ση και με την κλα­σι­κή τους ει­κο­νο­γρά­φη­ση του Κάρ­λο Κιό­στρι ξα­να­κυ­κλο­φο­ρούν από τις εκ­δό­σεις Ερα­τώ.


Εικονογράφηση του Τοπόρ (1972)

Εικονογράφηση του Τοπόρ (1972)

Εικονογράφηση του Τοπόρ (1972)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: