Η Έλενα μαγειρεύει κάθε μέρα. Ανάλογα με τις εποχές χρησιμοποιεί διαφορετικά υλικά. Την Άνοιξη χρησιμοποιεί ψαχνό από κόκκινα σύννεφα του δειλινού, αρώματα από φτερούγισμα γαλάζιας νεογέννητης πεταλούδας, αντανακλάσεις φύλλων μoβ βουκαμβίλιας, περιέργεια ύπερου λευκών λίλιουμ. Αυτά τις καθημερινές. Την Κυριακή συνήθως χρησιμοποιεί ολόκληρα, με το λίπος τους, τα όνειρα του Σαββάτου και τους αναστεναγμούς που ξεπηδούν λίγο πριν το ξημέρωμα. Τη Μεγάλη εβδομάδα κόβει σε μικρούς κύβους τη θλίψη σε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και τους τυλίγει με φύλλα που ανοίγει η ίδια από θροΐσματα ζουμερών αγριόχορτων.
Το καλοκαίρι, που ο καιρός ζεσταίνει, τρώμε ελαφρά: υδρόβια από τα έγκατα των θαλασσών, όστρακα που ζούνε στα μαλλιά εξόριστων Νηρηίδων, σκιές ψαράδων όταν καθρεφτίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας (αυτές οι σκιές σκορπούν αρμύρα και δεν χρειάζεται το φαγητό καθόλου αλάτι, έτσι λέει η Έλενα, κι εγώ συμφωνώ) και όλα τα αρωματίζει με την ηχώ υποθέσεων και προσδοκιών μεταμεσονύκτιων, αυτών που έρχονται από τον δρόμο που περνά κάτω από το μπαλκόνι μας. Τον δεκαπενταύγουστο μαγειρεύει ουρές από βρισιές τυλιγμένες σε ακτίνες καυτού ήλιου, εις το όνομα των μεταμελημένων.
Το φθινόπωρο είναι η πιο διασκεδαστική εποχή: Την έχω δει που κόβει με τέχνη κομμάτια μελαγχολίας, τα πιο άπαχα, αυτά που έχουν μέσα τους όλη την οδύνη, τα κόβει λεπτά, τόσο λεπτά και ωραία, που μια, δυο, φορές το πολύ θέλουν γύρισμα στα κάρβουνα και είναι έτοιμα. Θαυμάσια! Αντί για αλάτι χρησιμοποιεί στάλες βροχής, τις πιο μικρές σταγόνες, αυτές που λαμπυρίζουν στο ελάχιστο φεγγαρένιο φώς. Για πρώτο πιάτο φτιάχνει, σχεδόν κάθε μέρα, μια τέλεια σούπα από το παχύ μέρος του ουράνιου τόξου, με κομμάτια από φθινοπωρινούς ψιθύρους, ελαφρά τσιγαρισμένους.
Ο χειμώνας είναι η αγαπημένη μου εποχή. Η Έλενα το ξέρει και μαγειρεύει με υπέρτατη φαντασία, μυστικά μανιταριών με ανάσες αγωνίας ζώων που τρέχουν να ξεφύγουν από τους κυνηγούς. Συνήθως, τα μαγειρεύει σε μεγάλα πήλινα δοχεία σκεπασμένα με ζεστά, παρηγορητικά λόγια μοναχικών γυναικών. Στις γιορτές των Χριστουγέννων και στα γενέθλιά μου, φτιάχνει την «Εναστέρια πέρκουλε» που είναι γιαπωνέζικο φαγητό, αλλά η Έλενα χρησιμοποιεί, αφρό από σύρσιμο ερπετών, κελαηδήματα εξωτικών πουλιών, μαζί με ίσες δόσεις, απόγνωσης, απρόβλεπτου και ουτοπίας. Αυτά τα τρία, λέει, φαίνονται περίεργα συστατικά για τη μαγειρική κι όμως, η γεύση τους είναι τέλεια, αν, χωρίς δισταγμό, τα κόψεις, φραπ μια κι έξω, καθώς περισσεύουν από τις ανθρώπινες ψυχές. Είναι υπέροχα υλικά και σπάνια, δίνουν στο φαγητό τη γεύση της αιωνιότητας.
Πάντα σκέφτομαι γιατί κι εγώ να μην μπορώ να μαγειρέψω έτσι, όπως η Έλενα. Εκείνη νιώθει το ερώτημά μου και με ενθαρρύνει: «κάνε για αρχή δυο αυγά μάτια τηγανισμένα σε υπεροψία, θα δεις, θα τα καταφέρεις».