_________
Μ΄ένα κείμενο του Άρι Γεωργίου
_________
Περιπλάνηση στη θάλασσα, περιπλάνηση στη πόλη, περιπλάνηση στο δάσος. Περιπλάνηση στον νου.
Οι αισθήσεις, οι ξεχασμένες εικόνες οι αποτυπωμένες στα κρυφά μονοπάτια του μυαλού περιμένουν το κατάλληλο ερέθισμα για να ζωντανέψουν, να δημιουργήσουν συνειρμούς, καινούργιες εικόνες.
Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν ακριβώς για τους συνειρμούς τους. Είναι φυσικό οι συνειρμοί αυτοί να μην λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο για κάθε παρατηρητή. Κάθε εγκέφαλος, κάθε ψυχισμός είναι μοναδικός και σε μία εικόνα κάποιος θα ανακαλύψει δεκάδες μορφές κάποιος άλλος θα δει μόνο μια πέτρα.
Τις συνοδεύουν μικρά κείμενα, σχόλια που υποστηρίζουν τους δικούς μου συνειρμούς και επιχειρούν να δώσουν μια επιπλέον διάσταση στις δύο διαστάσεις της τυπωμένης εικόνας. Να δώσουν στον αναγνώστη-θεατή την ευκαιρία μιας δεύτερης ματιάς.
Δεν είναι ποίηση, δεν είναι απλή περιγραφή.
Είναι ένα νεύμα «follow me» στα δικά μου μονοπάτια.
Β. Β.
Κάτι ανάμεσα σε ακαθόριστο τριγμό και ξεψυχισμένο ρολάρισμα των ντραμς σε επιβραδυνόμενο τέμπο μέχρις οριστικής εκπνοής. Τα ελαστικά ακινητοποιούνται στο χαλίκι ανάμεσα στην άσφαλτο και στο χαντάκι. Πνιγμένο από την παλάμη το κουδούνισμα των κλειδιών που βγαίνουν απ' τον διακόπτη για να χωθούν στην τσέπη. Υπόκωφος αλλά σοβαρός ο ήχος της βαριάς πόρτας του οδηγού που κλείνει και, ατάκα, ως βεβιασμένη κατάποση, το εξ αποστάσεως σφράγισμα του τετράθυρου.
Ολιγόλεπτη ακινησία, βραδυκίνητη σάρωση του εγγύς ορίζοντα, ο μακρινός δεν είναι ορατός, τον καλύπτει το πέτασμα του πρώτου πλάνου, τα δέντρα, η εμπροσθοφυλακή του δάσους. Στο βάθος πιο ψηλά σκούρος ο ουρανός, φαιόχροη μονοχρωμία, απουσία τόνων, μηδενικές διακυμάνσεις. Ακαθόριστες ριπές βοής, κάπου εκεί μακριά άφαντο καιρικό φαινόμενο. Νηνεμία επιτοπίως, ανυπαρξία περιβάλλοντος ήχου. Εισπνοές απόλαυσης, οικείος συριγμός στη ρινική κοιλότητα. Άρωμα χλωροφύλλης.
Χαλαρός, όχι νωχελής, ο βηματισμός, αέρινος, σχεδόν χορευτικός, η ηλικία δεν τον έχει βαρύνει, χωρίς βιάση, οικοδομεί ρυθμό κομψής κρουστικότητας συνοδόν εκείνου της αναπνοής καθώς, αργά, χωρίς βιάση, επιτελείται η διείσδυση στο δάσος. Το ηχόχρωμα του βήματος προοδευτικά ποικίλει, η συνάντηση του πέλματος με το έδαφος αποκαλύπτει κάθε τόσο παραλλαγές απόχρωσης ανάλογα με το ποιόν της ύλης στην οποία προσκρούει. Χώμα, χαλίκια, πέτρες, χόρτα, λάσπη, πεσμένα φύλλα, τσαλιά, πευκοβελόνες, βρύα, κουκουνάρια. Οι ήχοι εναλλάσσονται, συμφύρονται με τον ρυθμό, διακόπτονται από τις σιωπές, τα κόμματα, τις τελείες, τα αποσιωποιητικά, συντέμνονται από την στίξη, επικαλούνται την αντίστιξη, χτίζουν από τα χαμηλά προς τα ψηλότερα ένα μουρμούρισμα, μια φωνή, μονωδία, δυο, τρεις, πολυφωνία. Μια μουσική.
Η ατραπός στοχεύει βαθύτερα, το φως σταδιακά ελαττώνεται καθώς διηθείται από δέντρα όλο και ψηλότερα, όλο και πιο εύρωστα, η βλάστηση άναρχη, σύμπλοκη, το μονοπάτι δύσβατο, δυσδιάκριτο, σε λίγο ανύπαρκτο, τα σκίνα επιθετικότερα, οι λειχήνες στα σπασμένα ξερόκλαδα γλιστερές, σταγονίδια γυαλίζουν διάστικτα στους ιστούς από αράχνες που γεφυρώνουν τις φτέρες. Ημίφως.
Διάχυτη εδώ και ώρα μια βουβή βοή, βόμβος Βαβυλωνίας ακατάληπτης, ανάμεικτη με συριγμό σε χαμηλή συχνότητα, το «ίσο» μιας ψαλμωδίας, διαχέεται έρποντας στην αρχή, μετά αναρριχάται μουλωχτά, ανακτά ύψος χαμηλής πτήσης, ξετυλίγεται ύπουλα και επάλληλα διά μέσου πυκνών και ατίθασων θυσάνων των θαμνοειδών. Στην ιδιοσυχνότητα της μεγαλοπρεπούς ταλάντωσης των ψηλότερων αειθαλών και φυλλοβόλων. Προελαύνουν γαρ αέριες μάζες, οι ώσεις τους απαιτούν το σέβας ―και το εισπράττουν― από τη χλωρίδα που δεν θα προέβαλε αντίσταση ούτως ή άλλως, τουναντίον συμπράττει, ανταποκρίνεται στη διέγερση, συμβάλλει με τη δική της γλώσσα στη σύνθεση του ψίθυρου, επικαλείται τη συνδρομή της πανίδας, την συστρατεύει απαίδευτα, αξιοποιεί κραυγές, ουρλιαχτά, κρωγμούς, υλακτές, βρυχηθμούς, τιτιβίσματα, κοάσματα, μουγκανητά, τα συντάσσει τυχαία, τα διατάσσει εν σειρά, τα παρατάσσει αντιστικτικά, τα συντονίζει αβίαστα με τη δική της δόνηση. Οικοδομείται αυτεπαγγέλτως η συναυλία, γιγαντώνεται μεγαλειωδώς η Συμφωνία.
Απύθμενα βάθη. Ωκεανός σε τόνους του γκρί. Δύσκολη μαζί και ανάλαφρη η κολύμβηση ανάμεσα στα πλάσματα του δάσους. Από ψηλά στην επιφάνεια εισδύουν δέσμες φωτός, διαθλώνται, κατακρημνίζονται ατάκτως, συγκρούονται με τα φυλλώματα, θωπεύουν κλωνάρια, περιπτύσσονται με τους κορμούς, σε όλο το ύψος, σε όλο το βάθος, σε όλη την απέραντη έκταση μέχρι τον απόμακρο μελανό ορίζοντα που δεν ορίζει παρά χάος.
Θολά μαζί και διαπεραστικά πλανώνται και διασταυρώνονται τα βλέμματα, τα νεύματα. Αλλού αμήχανα κι αλλού ασύστολα. Απειλητικά, ειρωνικά, σαρκαστικά. Υπομειδιάματα, γέλια, καγχασμός. Τα πλάσματα του Δάσους νηφάλια, ανενόχλητα, ολύμπια, σε πλήρη σύντηξη με τον Κόσμο τους, παρακολουθούν με χλιαρό ενδιαφέρον την κατάπληξη που προκαλούν στον εισβολέα. Και την απολαμβάνουν.
Ακούστηκε ουρλιαχτό, κραυγή αγωνίας, βρυχηθμός,
παράπονο μαζί και απειλή.
Άφησα το αυτοκίνητο και χώθηκα στο.
Δεν ήταν παρά ένα κλαδί από πεσμένο έλατο
που το ‘τρωγε σιγά σιγά το δάσος.
Τίποτα σπουδαίο.
Μοιάζει κουφάρι ελαφιού που το ΄φαγαν οι λύκοι.
Έχει την κίνηση του ελαφιού, μακρύ λαιμό, μικρό κεφάλι.
Έχει τη χάρη του ελαφιού, την αγωνία του θανάτου.
Θα ΄ταν ωραίο ελάφι αν ήταν ελάφι.
Που δεν ήταν.
Δράκων φύλαξ
εκ του δέρκομαι, δερκόμενος, ἐδερκόμην, δερκέσκετο, δέρξομαι δέδορκα, ἔδρᾰκον, ἐδέρχθην, ἐδρακόμην (Ἐκ τῆς √ ΔΕΡΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ δέργμα, δράκων, δορκάς· πρβ λ. dar← (videre), πρκμ. dadar←a· Ἀγγλο-Σαξ. torht (ἔνδοξος)· Παλαιο-Γερμ. zoraht (σαφής, καθαρός).) Βλέπω καθαρῶς, βλέπω, Ὅμ.· μετοχ. δεδορκώς, ἔχων τὴν ὅρασιν, ἀντίθετον τῷ τυφλός, Σοφ. Οἰδίπους τύραννος. 454· ἀκολούθως ἐπειδὴ ἡ ὅρασις ἀναγκαία εἰς τὴν ζωήν, ζῶν, ζωντανός, ζῶντος, καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Ἰλιάς. Α . - συχνάκις ὡς τὸ βλέπω, μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., δεινόν, σμερδαλέον δ., φαίνομαι φοβερός, Ὅμ., κτλ.· οὕτω μετὰ συστοίχου αἰτιατ., πῦρ ὀφθαλμοῖσι δεδορκώς, ἐξακοντίζων πῦρ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Ὀδύσεια τ. 446· παρὰ Πινδ. Π. 3. 151, = ἐποπτεύω· δεδορκὸς βλέπω, εἰμὶ ὀξυδερκής, ἔχω ὀξυδέρκειαν, ἔχω ὀξύαν ὅρασιν.*
*Απόσμασμα από το Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell & Scott
Μεγαλείο - Δύναμη - Ευλογία – Καλοσύνη – Υπεροχή – Επιμονή – Ηρωισμό – Τόλμη - Ιερή Δύναμη – Αρχοντιά – Αισιοδοξία – Ενέργεια – Νοημοσύνη - Ανδρική γονιμότητα.
Όλες τις αρετές τις έχει ο Δράκος στην μακρινή Ανατολή.
Εδώ στα μέρη μας είναι κακός, απόγονος του Όφεως του ἐπικατάρατου ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπό πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς που μήλα από το δένδρο της γνώσης μοίραζε ως μη όφειλε ο άτακτος πλανευτής.
Γι᾽ αυτό και ο Άγιος Γεώργιος …
Ένα πεσμένο έλατο.
Κορμός σπασμένος, κλαδιά σπασμένα, αποκομμένα, σπαρμένα γύρω του σε χίλια κομμάτια. Κάποια κρατούν ακόμη επάνω του αλλά όλα με τον χρόνο διαλύονται γίνονται σκόνη, πρωταρχικά στοιχεία, άζωτο και άνθρακας, λίπασμα για τα νέα έλατα που θα φυτρώσουν εδώ.
Ποιος Δράκος;
Ένα αγριογούρουνο, πέντε έξι σκυλιά, ένας μυρμηγκοφάγος και μια κουκουβάγια αποκαλύφθηκαν στις ρίζες ενός έλατου σε δάσος της κεντρικής Ελλάδας.
Στη θέα του φωτογράφου ετράπησαν εις φυγήν.
Πρόκειται για ανεξήγητο φαινόμενο που θα μπορούσε να οφείλεται και στην κλιματική αλλαγή.
Ίσως πάλι να είναι απλά πνεύματα και ξωτικά του δάσους.
Μια κουκουβάγια μια φορά κοίταξε σ’ ένα καθρέφτη και κοκάλωσε.
Έχασε τα πούπουλα, έχασε τα φτερά της κι έγινε δένδρο.
Και το δένδρο μεγάλωσε και ψήλωσε κι έγινε το καμάρι του δάσους.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια και ήρθε η ώρα του.
Έχασε τα φύλλα, έχασε τα κλαδιά.
Πασχίζει τώρα να ξαναγίνει κουκουβάγια.
Δίπλα στο ποτάμι κάθεται το ξωτικό.
Παραμονεύει ν’ αρπάξει με τα χέρια του τα μακριά τις νύμφες που έρχονται με το φεγγάρι.
Παραμονεύει τα χρόνια που οι νύμφες έρχονταν με το φεγγάρι.
Μα τα χρόνια πια δεν έρχονται που οι νύμφες έρχονταν με το φεγγάρι.
Και τα χέρια έγιναν κλαδιά κι έβγαλαν φύλλα και το κορμί έγινε κορμός κι έβγαλε ρίζες.
Κι έγινε το ξωτικό πλατάνι σαν όλα τα πλατάνια
δίπλα στο ποτάμι.
Γελᾷ δ’ ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γ έλοιον ᾖ.
Ξεραμένο κούτσουρο, παλιόξυλο φαγωμένο απ΄τη βροχή και τον αέρα .
Δεν έχεις πια φύλλα ούτε κλαδιά και τα πουλιά σ΄ εγκαταλείψαν .
Μυρμήγκια μόνο γέμισες που τρώνε τον φλοιό σου.
Και συ γελάς;
Μωρέ.
Άραγε αν ζούσαμε κι εμείς 200 χρόνια
Όρθιοι στην ίδια θέση
Με το κρύο, με τη ζέστη
Με τους ίδιους γείτονες
Όταν θα ερχότανε η μέρα
Θα σκάγαμε κι εμείς στα γέλια πεθαίνοντας;
τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά. καὶ ἀπέθανε πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος. καὶ πάντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
Γένεσις, κεφ. 7 — Ο κατακλυσμός του Νώε.
§8 Τὸ θηρίον ὃ εἶδες, ἦν καὶ οὐ κ ἔστι, καὶ μέλλει ἀναβαίνειν ἐκ τῆς ἀβύσσου καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγειν· καὶ θαυμάσονται οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐπὶ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, βλεπόντων τὸ θηρίον ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ παρέσται.
Ιωάννου, Αποκάλυψις ΙΖ’
Μωυσής ΙΙ : (από Πάρνηθα αυτή τη φορά)
Κύριε, Κύριε, Κύριε.
Ο Λαός σου περιμένει νέες εντολές, αναθεωρημένες.
Οι προηγούμενες ποτέ δεν εισακούσθηκαν.
Απόλυτη αποτυχία, καταστροφή.
Και καλά το «οὐ φονεύσεις»
Εκείνο το «οὐ μοιχεύσεις» πώς το σκέφτηκες;
Έλατο γυμνό, ακούς;
Η μισή Πάρνηθα κάηκε.
Καταστροφή. Κάηκαν ελάφια, αλεπούδες, αγριογούρουνα, σκαντζόχοιροι, λαγοί, ασβοί, κουνάβια, χωραφομυγαλίδες, τυφλοπόντικες, χελώνες, φίδια.
Ας μη συνεχίσω.
Άλλαξε το κλίμα της Αττικής, όπου ζει η μισή Ελλάδα.
Η Σαλώμη μόνο ένα κεφάλι ζήτησε για να κάνει το χορό της.
Ήρθε κάποτε η ώρα, από τα δυο, ν’ αναδειχθεί το δυνατότερο.
Αυτό που θα βασίλευε σ’ όλα τα ξωτικά του δάσους.
Άπλωσαν τα κλαδιά, αρπάχτηκαν με φοβερή μανία κι άρχισαν να συστρέφονται, ποιο θα ρίξει τ’ άλλο καταγής τις ρίζες του να κόψει.
Οι βροντερές τους οι κραυγές τρόμαξαν ζώα και πουλιά μα νικητής δεν βγήκε.
Η πάλη συνεχίστηκε για χρόνια, για αιώνες.
Τόσο πολύ που πάλεψαν, κλαδιά, ρίζες, κορμοί πλέχτηκαν με τον καιρό σε μακραμέ περίτεχνο με χίλιους κόμπους.
Έγιναν ένα σώμα.
Μόνα τα δυο κεφάλια τους μείναν χωριστά
το ένα να βλέπει ανατολή, τ’ άλλο να βλέπει δύση
μη και φανεί ο Πήγασος με τον Βελλερεφόντη.
Τότε που το παιδί ήταν παιδί
στο Μαύρο Δάσος χάνονταν και ρώταγε τα δένδρα να του πουν τα μυστικά του κόσμου.
Κι αυτά απαντούσαν «θρόισμα», «θρόισμα» ψιθυριστά, εκκωφαντικά φώναζαν «θρόισμα».
Τότε που το παιδί ήταν παιδί ένας λύκος λευκός ερχότανε και του ‘δειχνε τον δρόμο για να βγει από το Μαύρο Δάσος.
Τώρα που το παιδί δεν είναι πια παιδί κι έπαψε να ρωτά, ακόμα κι αν δεν έμαθε ποτέ τις απαντήσεις,
συχνά του λευκού λύκου τη μορφή βλέπει στα σύννεφα και στους κορμούς των δέντρων.
Αναφορά στο ποίημα «Lied vom Kindsein» του Peter Handke για την ταινία Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο.