ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Τι είναι έλασσον και τι μείζον στην ποίηση; Το μικρό και το μεγάλο είναι έννοιες σχετικές. Κάτι μεγάλο, σαν πελώριο πυροτέχνημα, θαμπώνει, γεμίζει τον ουρανό χάνεται αμέσως. Κάτι μικρό, χαμένο στη φύση, περίμενε για χρόνια μέχρι να το ανακαλύψει κάποιος χρυσοθήρας και να το μετατρέψει σε αντικείμενο θησαυρού. Τα ψήγματα χρυσού είναι απειροελάχιστα. Ο γαιάνθρακας σχηματίζει ένα κοίτασμα ογκώδες και συμπαγές. Μέγα μέρος από το κοίτασμα ίσως να στοιχίζει όσο το άθροισμα των ψηγμάτων.Ακόμα και τα γιγάντια κτίσματα ίσως να μην έχουν την αξία των μικροτέρων, ιδιαίτερα ως προς την αισθητική ποιότητα. Οι Πυραμίδες, ως εντυπωσιακές γεωμετρικές κατασκευές, σβήνουν μπροστά στο σεμνό, αλλά έξοχα κατεργασμένο, Ερέχθειο.
Τη σχετικότητα των όρων μείζον και έλασσον στην ποίηση, άλλωστε, την τονίζει ευθύς εξαρχής, σε σχετική του μελέτη, ο Έλιοτ: «I do not propose to offer you, either at the beginning or at the end, a definition of “minor poetry”. The danger of such a definition would be, that it might lead us to expect that we could settle, once for all, who are the “major” and who are the “minor” poets. Then, if we tried to make our two lists, one of the major and one of the minor poets in English literature, we should find that we agreed which we should differ, and that no two people would produce quite the same list: and what then would be the use of our definition ? ( T.S. Eliot, What is Minor poetry?).
Παρ’ όλα αυτά, οι ισχυρές ιδιοσυγκρασίες δίνουν το στίγμα, σφραγίζουν την ποιητική αισθητική, εκφράζουν τους πολλούς, καταγράφονται με βαθύ αποτύπωμα υστεροφημίας. Η αναφορά του ονόματός τους ανακαλεί αυτόματα έναν κόσμο, μια ματιά πολύ καταλυτική. Οι μείζονες ποιητές γράφουν ιστορία.
Ωστόσο, οι ελάσσονες ποιητές, ενώ φλερτάρουν τη λήθη, κι εν τέλει της παραδίδονται, διατηρούν ένα προνόμιο: ότι κανείς δεν αποκλείει κάποτε να θεωρηθούν μείζονες και να κλέψουν τη φήμη των μεγάλων και τιμημένων. Τι ήταν ο Κάλβος, μέχρι να τον εξερευνήσουν; Κάτι λησμονημένο κι αξιοπερίεργο. Ή ο Ρεμπώ και ο Μαλλαρμέ, μέχρι να εκτιμηθούν σωστά; Ο πρώτος, ακατανόητος παρακμίας, ο δεύτερος, εξεζητημένα φιλολογικός. Ακόμα και ο Καβάφης, ποιο μέγεθος είχε μπροστά στον τεράστιο, τότε, Παλαμά; Το μέγεθος ενός ιδιόρρυθμου κατασκευαστή περίτεχνων «ρεπορτάζ ανά τους αιώνες». Ενώ ο Καρυωτάκης - «απαισιόδοξος» περιθωριακός και νευαρασθενής, άραγε; ή μήπως κριτικός σαρκαστής και αρνητής της μετριότητας και της κοινωνικής υποκρισίας, οξύτατος και πρωτοπόρος μιας αληθινά σύγχρονης (και όχι «μοντέρνας») έκφρασης; Οπότε, η αναμονή σ’ ένα περιθώριο κανείς δεν μπορεί ποτέ να πει πως θα διαρκέσει για πάντα. Μια διαφορετική ανάγνωση μετακινεί ένα έργο από τον αποκλεισμό στην αποδοχή, και μάλιστα την πιο ανθεκτική στον χρόνο. Άρα, πάντα, για τους αγνοημένους και τους μετρίως αναγνωρισμένους, θα υπάρχει η ελπίδα. Ενώ, αντίθετα, οι μείζονες, την ύστατη στιγμή του βιολογικού τέλους, ίσως και να βιώνουνε άξαφνα το άγχος της μετέπειτα λήθης, όταν πια δεν θα υπάρχουνε και θα’ ναι αργά. Αν, βέβαια, είναι ευφυείς και όχι τυφλά ματαιόδοξοι μέχρι τέλους.
Μήπως λοιπόν η ποίηση, όντως, δεν γνωρίζει μείζονες κι ελάσσονες; Άλλωστε, στο τέλος-τέλος, έτσι ή αλλιώς, τους τιμά όλους με τη σκληρή της απάρνηση, εφόσον σε μάκρος χρόνου, όλα σχεδόν αποδεικνύονται, μικρά ή μεγάλα, εφήμερα. Λίγα μένουν. Κι αυτά ως «ανώνυμα». Τα υπόλοιπα, απλώς, αρχειοθετούνται. Ποιος εγγυάται με απόλυτη βεβαιότητα την ύπαρξη του Ομήρου ή του Σαίξπηρ; Κι αν τη βεβαιώνει, πώς την τεκμηριώνει και τη συνδέει με το έργο, έξω από την περιοχή του θρύλου, ή του μύθου;
Επομένως, το ζήτημα στην ποίηση δεν είναι ζήτημα διαστάσεων. Μια μεγάλη διάσταση, απλωμένη πολύ, χάνει τα όριά της και ξεθυμαίνει, αν η ποίηση είναι διάχυτη παντού και σποραδική μέσα στο τεράστιο έργο, που τις περισσότερες φορές υπηρετεί αλλότριους ή εγωπαθείς σκοπούς. Αντίθετα, μια μικρή διάσταση, με συμπυκνωμένη ποιητική ενέργεια, συγκεντρωμένη γύρω από άξονες και πυρήνες ανθεκτικούς, όσο και οι περίπλοκοι τεχνολογικοί μηχανισμοί, μπορεί να θυμίσει αυτοσχέδια βόμβα : εφόσον μάλιστα, κατ’ ουσίαν, Une bombe est une chose au même titre qu’ un
fauteil empire – un peu plus méchante … (Απόψεις του Σαρτρ για τον Μαλλαρμέ). Βόμβα, που η μεταφορική έκρηξή της, βέβαια, δεν καταστρέφει, αλλά επιδρά στη συνείδηση ανατρεπτικά, καταλυτικά.
Αυτό, αμέσως-αμέσως, φέρνει στη σκέψη, σαν πιο σημαντική από την έννοια του μεγάλου και του μικρού, την έννοια του αναλυμένου και του συμπυκνωμένου. Της ποίησης και του ποιήματος. Της ποίησης, όχι σε συνεργασία με άλλες κατηγορίες της γραφής (αφήγηση, φιλοσοφία, ιδεολογία, παραληρηματική αυτοέκφραση, αυτοβιογραφία, διαλεκτική με άλλα κείμενα, κλπ.) αλλά της ποίησης ως ποίησης και μόνο ποίησης.
Δεν αναφέρομαι, προς Θεού, στενά στην poésie pure. Αν και γιατί όχι, ένας ορισμός κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, θα την περιλάμβανε. Κάτι άλλο με απασχολεί.
Ο Αλαίν Μπαντιού, στη μελέτη του περί εποχής των ποιητών, στην αρχή κιόλας, χρησιμοποιεί τον όρο «καθαροί ποιητές» (purs poètes), αναφερόμενος στους ποιητές που θα τον απασχολήσουν- Ρεμπώ, Μαλλαρμέ, Τρακλ, Μάντελσταμ, Πεσσόα, Τσέλαν - και που τους τοποθετεί στη σκιά του Χαίλντερλιν (ενός ρομαντικού ποιητή «ελάσσονος» φήμης, όταν ήταν κυρίαρχο το έργο του Γκαίτε, του Σίλλερ, του Χάινε).
Παράλληλα, ερευνώντας στο διαδίκτυο τον όρο ελάσσων ποιητής, βρίσκω το εξής απόσπασμα από μελέτη σχετική με τον Αμερικανό ελάσσονα μπητ ποιητή John Wieners:
Where Ginsberg saw value in being a ‘pure poet’ he did not pursue the possibility that such purity could exist only because of and as an integral part of Wieners’s minorness. Poetic purity in this case was not something that could be achieved, awarded, or disseminated. By definition it ran counter to the notions of accolade and recognition. It was not a matter of attainment but sacrifice – a sacrifice and replacement of ambition, of ‘majorness’ with poetry itself. (Jennifer Soong The minor poet: a case of John Wieners. Received 23 May 2022, Accepted 9 Sep 2022, Published online: 7 Dec 2022.)
Παρατηρούμε πως ο μελετητής αναφορικά με τον ελάσσονα ποιητή που εξετάζει, θέτει ένα ζήτημα: πολλές φορές, η αξία ενός ποιητικού έργου οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι το έργο κρατιέται στην ελάσσονα κλίμακα, από ανάγκη πνευματική και αισθητική που το οδηγεί σ’ ένα είδος αυτοθυσίας. Αν ενέδιδε στον φιλόδοξο πειρασμό του μείζονος, θα έχανε ίσως ένα ιδιαίτερο υφολογικό γνώρισμα που το χαρακτηρίζει και το κάνει μοναδικό.
Οι σκέψεις αυτές με συνοδεύουν κάθε φορά που παραδίδομαι στην αναγνωστική μου λίμπιντο να επιστρέφω σε τρεις «ελάσσονες» Έλληνες ποιητές, που από νέος με γοήτευσαν, και συχνά τους προτιμώ από άλλους μείζονες, όπου με σπρώχνει μονάχα ο φιλοπερίεργος αναγνωστικός εξαναγκασμός.