Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Φωτ. Γ. &. Γ. Ζαρζώνης
Φωτ. Γ. &. Γ. Ζαρζώνης




ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Τι εί­ναι έλασ­σον και τι μεί­ζον στην ποί­η­ση; Το μι­κρό και το με­γά­λο εί­ναι έν­νοιες σχε­τι­κές. Κά­τι με­γά­λο, σαν πε­λώ­ριο πυ­ρο­τέ­χνη­μα, θα­μπώ­νει, γε­μί­ζει τον ου­ρα­νό χά­νε­ται αμέ­σως. Κά­τι μι­κρό, χα­μέ­νο στη φύ­ση, πε­ρί­με­νε για χρό­νια μέ­χρι να το ανα­κα­λύ­ψει κά­ποιος χρυ­σο­θή­ρας και να το με­τα­τρέ­ψει σε αντι­κεί­με­νο θη­σαυ­ρού. Τα ψήγ­μα­τα χρυ­σού εί­ναι απει­ρο­ε­λά­χι­στα. Ο γαιάν­θρα­κας σχη­μα­τί­ζει ένα κοί­τα­σμα ογκώ­δες και συ­μπα­γές. Μέ­γα μέ­ρος από το κοί­τα­σμα ίσως να στοι­χί­ζει όσο το άθροι­σμα των ψηγ­μά­των.Ακό­μα και τα γι­γά­ντια κτί­σμα­τα ίσως να μην έχουν την αξία των μι­κρο­τέ­ρων, ιδιαί­τε­ρα ως προς την αι­σθη­τι­κή ποιό­τη­τα. Οι Πυ­ρα­μί­δες, ως εντυ­πω­σια­κές γε­ω­με­τρι­κές κα­τα­σκευ­ές, σβή­νουν μπρο­στά στο σε­μνό, αλ­λά έξο­χα κα­τερ­γα­σμέ­νο, Ερέ­χθειο.
Τη σχε­τι­κό­τη­τα των όρων μεί­ζον και έλασ­σον στην ποί­η­ση, άλ­λω­στε, την το­νί­ζει ευ­θύς εξαρ­χής, σε σχε­τι­κή του με­λέ­τη, ο Έλιοτ: «I do not propose to offer you, either at the beginning or at the end, a definition of “minor poetry”. The danger of such a definition would be, that it might lead us to expect that we could settle, once for all, who are the “major” and who are the “minor” poets. Then, if we tried to make our two lists, one of the major and one of the minor poets in English literature, we should find that we agreed which we should differ, and that no two people would produce quite the same list: and what then would be the use of our definition ? ( T.S. Eliot, What is Minor poetry?).
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, οι ισχυ­ρές ιδιο­συ­γκρα­σί­ες δί­νουν το στίγ­μα, σφρα­γί­ζουν την ποι­η­τι­κή αι­σθη­τι­κή, εκ­φρά­ζουν τους πολ­λούς, κα­τα­γρά­φο­νται με βα­θύ απο­τύ­πω­μα υστε­ρο­φη­μί­ας. Η ανα­φο­ρά του ονό­μα­τός τους ανα­κα­λεί αυ­τό­μα­τα έναν κό­σμο, μια μα­τιά πο­λύ κα­τα­λυ­τι­κή. Οι μεί­ζο­νες ποι­η­τές γρά­φουν ιστο­ρία.
Ωστό­σο, οι ελάσ­σο­νες ποι­η­τές, ενώ φλερ­τά­ρουν τη λή­θη, κι εν τέ­λει της πα­ρα­δί­δο­νται, δια­τη­ρούν ένα προ­νό­μιο: ότι κα­νείς δεν απο­κλεί­ει κά­πο­τε να θε­ω­ρη­θούν μεί­ζο­νες και να κλέ­ψουν τη φή­μη των με­γά­λων και τι­μη­μέ­νων. Τι ήταν ο Κάλ­βος, μέ­χρι να τον εξε­ρευ­νή­σουν; Κά­τι λη­σμο­νη­μέ­νο κι αξιο­πε­ρί­ερ­γο. Ή ο Ρε­μπώ και ο Μαλ­λαρ­μέ, μέ­χρι να εκτι­μη­θούν σω­στά; Ο πρώ­τος, ακα­τα­νό­η­τος πα­ρακ­μί­ας, ο δεύ­τε­ρος, εξε­ζη­τη­μέ­να φι­λο­λο­γι­κός. Ακό­μα και ο Κα­βά­φης, ποιο μέ­γε­θος εί­χε μπρο­στά στον τε­ρά­στιο, τό­τε, Πα­λα­μά; Το μέ­γε­θος ενός ιδιόρ­ρυθ­μου κα­τα­σκευα­στή πε­ρί­τε­χνων «ρε­πορ­τάζ ανά τους αιώ­νες». Ενώ ο Κα­ρυω­τά­κης - «απαι­σιό­δο­ξος» πε­ρι­θω­ρια­κός και νευα­ρα­σθε­νής, άρα­γε; ή μή­πως κρι­τι­κός σαρ­κα­στής και αρ­νη­τής της με­τριό­τη­τας και της κοι­νω­νι­κής υπο­κρι­σί­ας, οξύ­τα­τος και πρω­το­πό­ρος μιας αλη­θι­νά σύγ­χρο­νης (και όχι «μο­ντέρ­νας») έκ­φρα­σης; Οπό­τε, η ανα­μο­νή σ’ ένα πε­ρι­θώ­ριο κα­νείς δεν μπο­ρεί πο­τέ να πει πως θα διαρ­κέ­σει για πά­ντα. Μια δια­φο­ρε­τι­κή ανά­γνω­ση με­τα­κι­νεί ένα έρ­γο από τον απο­κλει­σμό στην απο­δο­χή, και μά­λι­στα την πιο αν­θε­κτι­κή στον χρό­νο. Άρα, πά­ντα, για τους αγνοη­μέ­νους και τους με­τρί­ως ανα­γνω­ρι­σμέ­νους, θα υπάρ­χει η ελ­πί­δα. Ενώ, αντί­θε­τα, οι μεί­ζο­νες, την ύστα­τη στιγ­μή του βιο­λο­γι­κού τέ­λους, ίσως και να βιώ­νου­νε άξαφ­να το άγ­χος της με­τέ­πει­τα λή­θης, όταν πια δεν θα υπάρ­χου­νε και θα’ ναι αρ­γά. Αν, βέ­βαια, εί­ναι ευ­φυ­είς και όχι τυ­φλά μα­ταιό­δο­ξοι μέ­χρι τέ­λους.
Μή­πως λοι­πόν η ποί­η­ση, όντως, δεν γνω­ρί­ζει μεί­ζο­νες κι ελάσ­σο­νες; Άλ­λω­στε, στο τέ­λος-τέ­λος, έτσι ή αλ­λιώς, τους τι­μά όλους με τη σκλη­ρή της απάρ­νη­ση, εφό­σον σε μά­κρος χρό­νου, όλα σχε­δόν απο­δει­κνύ­ο­νται, μι­κρά ή με­γά­λα, εφή­με­ρα. Λί­γα μέ­νουν. Κι αυ­τά ως «ανώ­νυ­μα». Τα υπό­λοι­πα, απλώς, αρ­χειο­θε­τού­νται. Ποιος εγ­γυά­ται με από­λυ­τη βε­βαιό­τη­τα την ύπαρ­ξη του Ομή­ρου ή του Σαίξ­πηρ; Κι αν τη βε­βαιώ­νει, πώς την τεκ­μη­ριώ­νει και τη συν­δέ­ει με το έρ­γο, έξω από την πε­ριο­χή του θρύ­λου, ή του μύ­θου;
Επο­μέ­νως, το ζή­τη­μα στην ποί­η­ση δεν εί­ναι ζή­τη­μα δια­στά­σε­ων. Μια με­γά­λη διά­στα­ση, απλω­μέ­νη πο­λύ, χά­νει τα όριά της και ξε­θυ­μαί­νει, αν η ποί­η­ση εί­ναι διά­χυ­τη πα­ντού και σπο­ρα­δι­κή μέ­σα στο τε­ρά­στιο έρ­γο, που τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές υπη­ρε­τεί αλ­λό­τριους ή εγω­πα­θείς σκο­πούς. Αντί­θε­τα, μια μι­κρή διά­στα­ση, με συ­μπυ­κνω­μέ­νη ποι­η­τι­κή ενέρ­γεια, συ­γκε­ντρω­μέ­νη γύ­ρω από άξο­νες και πυ­ρή­νες αν­θε­κτι­κούς, όσο και οι πε­ρί­πλο­κοι τε­χνο­λο­γι­κοί μη­χα­νι­σμοί, μπο­ρεί να θυ­μί­σει αυ­το­σχέ­δια βόμ­βα : εφό­σον μά­λι­στα, κα­τ’ ου­σί­αν, Une bombe est une chose au même titre qu’ un fauteil empireun peu plus méchante … (Από­ψεις του Σαρτρ για τον Μαλ­λαρ­μέ). Βόμ­βα, που η με­τα­φο­ρι­κή έκρη­ξή της, βέ­βαια, δεν κα­τα­στρέ­φει, αλ­λά επι­δρά στη συ­νεί­δη­ση ανα­τρε­πτι­κά, κα­τα­λυ­τι­κά.
Αυ­τό, αμέ­σως-αμέ­σως, φέρ­νει στη σκέ­ψη, σαν πιο ση­μα­ντι­κή από την έν­νοια του με­γά­λου και του μι­κρού, την έν­νοια του ανα­λυ­μέ­νου και του συ­μπυ­κνω­μέ­νου. Της ποί­η­σης και του ποι­ή­μα­τος. Της ποί­η­σης, όχι σε συ­νερ­γα­σία με άλ­λες κα­τη­γο­ρί­ες της γρα­φής (αφή­γη­ση, φι­λο­σο­φία, ιδε­ο­λο­γία, πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κή αυ­το­έκ­φρα­ση, αυ­το­βιο­γρα­φία, δια­λε­κτι­κή με άλ­λα κεί­με­να, κλπ.) αλ­λά της ποί­η­σης ως ποί­η­σης και μό­νο ποί­η­σης.
Δεν ανα­φέ­ρο­μαι, προς Θε­ού, στε­νά στην poésie pure. Αν και για­τί όχι, ένας ορι­σμός κά­τω απ’ αυ­τό το πρί­σμα, θα την πε­ρι­λάμ­βα­νε. Κά­τι άλ­λο με απα­σχο­λεί.
Ο Αλαίν Μπα­ντιού, στη με­λέ­τη του πε­ρί επο­χής των ποι­η­τών, στην αρ­χή κιό­λας, χρη­σι­μο­ποιεί τον όρο «κα­θα­ροί ποι­η­τές» (purs poètes), ανα­φε­ρό­με­νος στους ποι­η­τές που θα τον απα­σχο­λή­σουν- Ρε­μπώ, Μαλ­λαρ­μέ, Τρακλ, Μά­ντελ­σταμ, Πεσ­σόα, Τσέ­λαν - και που τους το­πο­θε­τεί στη σκιά του Χαίλ­ντερ­λιν (ενός ρο­μα­ντι­κού ποι­η­τή «ελάσ­σο­νος» φή­μης, όταν ήταν κυ­ρί­αρ­χο το έρ­γο του Γκαί­τε, του Σίλ­λερ, του Χάι­νε).
Πα­ράλ­λη­λα, ερευ­νώ­ντας στο δια­δί­κτυο τον όρο ελάσ­σων ποι­η­τής, βρί­σκω το εξής από­σπα­σμα από με­λέ­τη σχε­τι­κή με τον Αμε­ρι­κα­νό ελάσ­σο­να μπητ ποι­η­τή John Wieners:

Where Ginsberg saw value in being a ‘pure poet’ he did not pursue the possibility that such purity could exist only because of and as an integral part of Wieners’s minorness. Poetic purity in this case was not something that could be achieved, awarded, or disseminated. By definition it ran counter to the notions of accolade and recognition. It was not a matter of attainment but sacrifice – a sacrifice and replacement of ambition, of ‘majorness’ with poetry itself. (Jennifer Soong The minor poet: a case of John Wieners. Received 23 May 2022, Accepted 9 Sep 2022, Published online: 7 Dec 2022.)

Πα­ρα­τη­ρού­με πως ο με­λε­τη­τής ανα­φο­ρι­κά με τον ελάσ­σο­να ποι­η­τή που εξε­τά­ζει, θέ­τει ένα ζή­τη­μα: πολ­λές φο­ρές, η αξία ενός ποι­η­τι­κού έρ­γου οφεί­λε­ται ακρι­βώς στο γε­γο­νός ότι το έρ­γο κρα­τιέ­ται στην ελάσ­σο­να κλί­μα­κα, από ανά­γκη πνευ­μα­τι­κή και αι­σθη­τι­κή που το οδη­γεί σ’ ένα εί­δος αυ­το­θυ­σί­ας. Αν ενέ­δι­δε στον φι­λό­δο­ξο πει­ρα­σμό του μεί­ζο­νος, θα έχα­νε ίσως ένα ιδιαί­τε­ρο υφο­λο­γι­κό γνώ­ρι­σμα που το χα­ρα­κτη­ρί­ζει και το κά­νει μο­να­δι­κό.
Οι σκέ­ψεις αυ­τές με συ­νο­δεύ­ουν κά­θε φο­ρά που πα­ρα­δί­δο­μαι στην ανα­γνω­στι­κή μου λί­μπι­ντο να επι­στρέ­φω σε τρεις «ελάσ­σο­νες» Έλ­λη­νες ποι­η­τές, που από νέ­ος με γο­ή­τευ­σαν, και συ­χνά τους προ­τι­μώ από άλ­λους μεί­ζο­νες, όπου με σπρώ­χνει μο­νά­χα ο φι­λο­πε­ρί­ερ­γος ανα­γνω­στι­κός εξα­να­γκα­σμός.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942)

Εστέτ, καλ­λι­τε­χνι­κός, με έντο­νη αγά­πη για την «κα­θα­ρή ποί­η­ση», τον Σο­λω­μό, τη ζω­γρα­φι­κή. Η γε­νιά του ’30 τον δέ­χτη­κε στους κόλ­πους της, ως πα­ρεί­σα­κτο. Πέ­θα­νε στην Κα­το­χή από τις στε­ρή­σεις. Ο Κα­ρα­ντώ­νης μι­λά γι’ αυ­τόν θε­τι­κά, μα συ­γκα­τα­βα­τι­κά.

Βέ­βαια, ο Δρί­βας δεν εί­ναι πλού­σια ποι­η­τι­κή φύ­ση. Ού­τε εί­χε την ευ­ρω­παϊ­κή αγω­γή των άλ­λων. Τον μο­ντερ­νι­σμό τον επή­ρε από δεύ­τε­ρο χέ­ρι – κυ­ρί­ως από τον Σα­ρα­ντά­ρη […] Όμως ο Δρί­βας εί­χε κά­τι το αγνά καλ­λι­τε­χνι­κό. […] Ποι­η­τής λι­γο­στός, μι­κρής πνο­ής, με έμπνευ­ση που την πιά­νει στα δά­χτυ­λά του, όπως πιά­νει κα­νείς τις πε­τα­λού­δες. […] Το πά­θος του εί­ναι η έκ­φρα­ση, η διαύ­γεια, η λι­τό­τη­τα — αρε­τές ελ­λη­νι­κές. ( Αντρέα Κα­ρα­ντώ­νη, Ει­σα­γω­γή στη νε­ώ­τε­ρη ποί­η­ση, Γύ­ρω από τη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση, εκδ. Δ. Πα­πα­δή­μα 1976, σελ. 245-249)

Ανα­ρω­τιέ­μαι τι ση­μαί­νει μι­κρής πνο­ής, όταν η με­γά­λη πνοή πια σή­με­ρα τεί­νει να αρ­χειο­θε­τη­θεί ως μη ανα­γνώ­σι­μη, κα­θώς κυ­ριαρ­χεί το ποι­η­τι­κό στιγ­μιό­τυ­πο, αν όχι το σλό­γκαν, κι όταν ο ελ­λη­νι­κός ποι­η­τι­κός μο­ντερ­νι­σμός του Με­σο­πο­λέ­μου, ο μεί­ζων, αρ­χί­ζει, σι­γά-σι­γά, να φα­ντά­ζει σαν ένας μο­ντερ­νι­στι­κός «πα­λα­μι­σμός» ( ο όρος αυ­τός δεν έχει τί­πο­τα το αξιο­λο­γι­κό). Κι όταν ο ποι­η­τι­κός μι­νι­μα­λι­σμός, κερ­δί­ζο­ντας έδα­φος, προ­τι­μά, με­τά τον Τσέ­λαν, την έκ­θε­ση πα­ρά την επι­βο­λή της ποι­η­τι­κής σύλ­λη­ψης. Άρα, το μι­κρής πνο­ής και η έλ­λει­ψη «ποι­η­τι­κού πλού­του» με­τα­φρά­ζε­ται ως λι­τό­τη­τα, πα­ρά­θε­ση και όχι δια­πλο­κή των ποι­η­τι­κών υλι­κών, μι­κρή φόρ­μα του απο­στάγ­μα­τος όπου το κε­νό «μι­λά» πε­ρισ­σό­τε­ρο γλα­φυ­ρά απ’ ό,τι τα ρη­το­ρι­κά ευ­ρή­μα­τα και οι πε­ζο­λο­γι­κοί συ­νειρ­μοί (ο Σε­φέ­ρης στο τέ­λος της στα­διο­δρο­μί­ας του, στα Τρία κρυ­φά ποι­ή­μα­τα, το διαι­σθάν­θη­κε).
Η εκ­δί­κη­ση των mineurs; Δεν θα έφτα­να στο ση­μείο να υπο­στη­ρί­ξω κά­τι τέ­τοιο, αν και η ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση της ποί­η­σης όπως την πε­ρι­γρά­φω πιο πά­νω, ίσως να μην το απέ­κλειε.

Επι­στρέ­φο­ντας στον Δρί­βα, όσα υπο­στη­ρί­ζει ο Κα­ρα­ντώ­νης πε­ρί «πε­τα­λού­δων», τα αναι­ρούν κά­ποια κομ­μά­τια μιας ποι­η­τι­κής σει­ράς, με αξιο­ση­μεί­ω­τη συ­νο­χή, δύ­να­μη αλ­λά και βά­θος.
Μια δέ­σμη αχτί­δες στο νε­ρό. Δέ­σμη απο­χρώ­σε­ων. Ανά­λυ­ση του φω­τός. Ιρι­δι­σμός και ου­ρά­νιο τό­ξο. Πα­ρά τις επιρ­ρο­ές της κα­θα­ρής ποί­η­σης, η δρα­μα­τι­κό­τη­τα υπάρ­χει σαν μα­γι­κό σκιό­φως. Τό­νοι έγ­χω­μοι πλάι σε γκρί­ζες και σκο­τει­νές πι­νε­λιές. Εξ­πρε­σιο­νι­σμός. Λί­γο ακό­μα και θα μπο­ρού­σε ν’ ανι­χνεύ­σει κα­νείς εδώ την κα­τα­γω­γή αντι­στοί­χων, κα­το­πι­νών, συν­θέ­σε­ων με­γα­λό­πνο­ων ομο­τέ­χνων του : Πα­ραλ­λα­γές πά­νω σε μιαν αχτί­δα ( Ελύ­της) και Πά­νω σε μια χει­μω­νιά­τι­κη αχτί­να ( Σε­φέ­ρης).

Πυ­ρα­κτω­μέ­νο μέ­ταλ­λο ρευ­στό γα­λά­ζιο
κυ­μά­τι­σε πά­νω από την ύλη, ο ήλιος
στρώ­νο­ντας νέα χει­με­ρι­κά ωκε­ά­νεια στρώ­μα­τα

το δι­ψα­σμέ­νο σώ­μα μύ­ρι­ζε λεί­ψα­νο ξαν­θής γυ­ναί­κας

Η απα­θής σκλη­ρό­τη­τα και θλί­ψη των το­πί­ων της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, όνει­ρο σπα­ρα­κτι­κό, θυ­μί­ζει τον Τρακλ. Πο­λύ πριν τον Εγ­γο­νό­που­λο και τον Σα­χτού­ρη, έμ­με­σα τον ει­ση­γεί­ται, ως δια­κεί­με­νο, μάλ­λον δεν τον γνώ­ρι­ζε, πά­ντως τον πε­ριεί­χε ακού­σια, με­τέ­χο­ντας στο συλ­λο­γι­κό λο­γο­τε­χνι­κό ασυ­νεί­δη­το.
Συ­ναι­ρού­νται ει­κό­νες ασχή­μιας, ή ερη­μιάς, ή σπα­ραγ­μού, με κά­τι πά­ντα το αλ­χη­μι­κά μα­γι­κό, όπως και στον Τρακλ. Τα πρό­σω­πα των ποι­η­μά­των, άσχη­μες γυ­ναί­κες, γριές, πόρ­νες, ζη­τιά­νοι, δεν εί­ναι πα­ρά φι­γού­ρες χρω­μα­τι­στές σε πί­να­κες αντί­στοι­χους με τη ζω­γρα­φι­κή του Soutine, υπο­γραμ­μί­ζουν πα­γε­ρά το υπαρ­ξια­κό αί­νιγ­μα .

Σκέ­ψου […]
Το ζη­τιά­νο που πέ­θα­νε
επει­δή δεν εί­χε ζε­στό ρού­χο να φο­ρέ­σει
το ρα­χη­τι­κό παι­δί την άσχη­μη γυ­ναί­κα.
Η βρο­χή ξε­πλέ­νει τα μάρ­μα­ρα
ο άνε­μος που χρω­μα­τί­ζει τη θά­λασ­σα
την αυ­γή και τη χλόη-
παια­νί­ζουν με κύμ­βα­λα πιο θεϊ­κά
το μι­σε­μό τους.

….
Η τυ­φλή ώρα στα­μα­τη­μέ­νη στο κα­μπα­να­ριό ησυ­χά­ζει
κω­δο­νο­κρού­στης ο άνε­μος φυ­γα­δεύ­ει κά­θε ολέ­θρια μνή­μη
το πα­ρελ­θόν εντα­φιά­ζε­ται
θα πε­θά­νει το γε­ρο­ντά­κι η ζη­τιά­να του νε­κρο­τα­φεί­ου…

Η γριά πόρ­νη θα μοι­ρά­σει το σώ­μα της με τον αλή­τη
οι ζη­τιά­νοι θα κοι­μη­θούν σε ανί­σκιω­τα πι­κρά δέ­ντρα
ενώ η γριά μη­τέ­ρα της θα πε­θά­νει
την ώρα που θ’ ανά­βει
την αρ­χαία ερει­πω­μέ­νη της λά­μπα

η άσχη­μη γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη χει­μω­νιά­τι­κα
αι­σθά­νε­ται το ψύ­χος
τον αν­θό της ρή­γισ­σας αγ­γε­λο­κρου­σμέ­νης νύ­χτας

Η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και τ’ όνει­ρο δια­πλέ­κο­νται, χω­ρίς ηθε­λη­μέ­νο υπερ­ρε­α­λι­σμό, σε πα­ρά­ξε­να πε­ζο­ποι­ή­μα­τα.

Μί­λη­σε με το μα­χαί­ρι : να κτυ­πή­σει να μη κτυ­πή­σει. Σκρό­φες ( του δρυ­μού πι­κρο­κι­θά­ρες) βα­στά­νε το σκλη­ρό δι­κό του χέ­ρι. Πλη­σιά­ζει…
Αφαί­ρε­ση και πυ­κνό­τη­τα σε απο­τε­λέ­σμα­τα μα­γι­κά.
Εγώ που έχα­σα τον ύπνο μου
δί­νω ύπνο :
το μα­γι­κό και την αγά­πη …
….
Δι­ή­γη­μα
ο πα­λιός ο χρό­νος
ύστε­ρ’ από τη συ­νου­σία
η φω­το­γρα­φία της γριάς μη­τέ­ρας…

[…]
Η αστρο­φεγ­γιά φυ­τεύ­ει τα δια­μα­ντι­κά της:
χιό­νι
ανε­μώ­νες
ρε­ζε­ντά
…..

Ακό­μα και ποι­ή­μα­τα-ανα­φο­ρές, στον Χα­λε­πά (μα­νία), τον Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λο ( αυ­το­χει­ρία), αλ­λά και τη Γκρέ­τα Γκάρ­μπο ( ίν­δαλ­μα μυ­θι­κό του μο­ντέρ­νου κό­σμου). Μια τρί­χρω­μη πα­λέ­τα που δί­νει το στίγ­μα της δι­κής του προ­σω­πι­κό­τη­τας, ίσως.

Αφιέ­ρω­ση στην τέ­χνη με πά­θος μα­νί­ας μυ­στι­κό (Χα­λε­πάς):

πη­λός της κα­κο­ρε­μα­τιάς
η Νε­φέ­λη η Μή­δεια ο γο­να­τι­σμέ­νος Άγ­γε­λος

Εξι­δα­νί­κευ­ση της Ελ­λά­δας και της Ιδέ­ας μέ­χρι τον θά­να­το (Γιανν­νό­που­λος) :

Θά­λασ­σα! πα­να­γία μη­τέ­ρα
δέ­ξου τον μο­νο­γε­νή σου

Προ­σή­λω­ση στο αρ­χε­τυ­πι­κό, αλ­λά και σύγ­χρο­νο (Γκάρ­μπο).

Ρά­γι­σμα πά­γων σε πο­λι­κή ατέ­λειω­τη μο­να­ξιά
φλό­γα του κί­τρι­νου κε­ρέ­νιου ρό­δου-

Ποιος άλ­λος, από τους πρω­τα­γω­νι­στές της ποι­η­τι­κής γε­νιάς του ‘30, ή άλ­λους ποι­η­τές του Με­σο­πο­λέ­μου, θα τολ­μού­σε ένα ποί­η­μα για μια με­γά­λη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ντί­βα; Πι­θα­νώς, μό­νον ο Κα­ρυω­τά­κης, που ξαφ­νι­κά τον ακούς, πί­σω από τους στί­χους:

Τα και­νούρ­για μου ρού­χα
τα και­νούρ­για πα­πού­τσια
το φρέ­σκο που­κά­μι­σο
το μάλ­λι­νο κα­σκόλ, το ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νο-
θα συμ­με­ρί­ζο­νται την ερή­μω­σή μου…
[…] θα’ χω κα­πνί­σει το τε­λευ­ταίο τσι­γά­ρο μου.

Σα­τι­ρι­κός αυ­το­σαρ­κα­σμός. Ακρο­τε­λεύ­τιος.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969)

Πα­ρά την με­γα­λο­α­στι­κή κα­τα­γω­γή και την ανε­πί­ση­μη έντα­ξη στη γε­νιά του ’30, την σπου­δαία «ευ­ρω­παϊ­κή αγω­γή» (σπου­δές στην Οξ­φόρ­δη) και την υψη­λή κοι­νω­νι­κή θέ­ση (δια­κε­κρι­μέ­νος δι­πλω­μά­της), η ποί­η­σή του, βα­θειά ελ­λη­νι­κή, συ­νο­μι­λεί μό­νο με τον Κάλ­βο και τον Κα­βά­φη. Δεν εν­δί­δει σε μο­ντερ­νι­στι­κές σει­ρή­νες. Δεν εν­δια­φέ­ρε­ται, ως ει­σα­γω­γέ­ας ξέ­νων προ­ϊ­ό­ντων, για συγ­χρο­νι­σμούς με την Ευ­ρώ­πη. Βα­σι­σμέ­νος απο­κλει­στι­κά στην εμπει­ρία και με την ιδιό­τη­τα του γλύ­πτη, πλά­θει αγάλ­μα­τα ( ο ποι­η­τής πλά­θει αγάλ­μα­τα. Ο με­γά­λος ποι­η­τής εί­ναι ένας κομ­ψός και ρω­μα­λέ­ος τε­χνουρ­γός λέ­ξε­ων. Δ. Λια­ντί­νης, Τα Ελ­λη­νι­κά, Βι­βλιο­γο­νία 1994, σελ. 89).
Ο πραγ­μα­τι­σμός, κύ­ριο στοι­χείο της ελ­λη­νι­κής αι­σθη­τι­κής ήδη από τους λυ­ρι­κούς, τους τρα­γι­κούς, τον Φει­δία και τον Πρα­ξι­τέ­λη, ρε­α­λι­σμός εξυ­ψω­μέ­νος. Φορ­μα­λι­στής, θυ­μί­ζει όλες τις επο­χές των Ελ­λή­νων όπως συ­νέ­λα­βαν το ωραίο - εί­τε υπήρ­ξα­νε ως μι­νω­ί­τες, εί­τε ως αρ­χαϊ­κοί, εί­τε ως κλα­σι­κοί, εί­τε ως βυ­ζα­ντι­νοί, εί­τε ως με­τα­βυ­ζα­ντι­νοί νε­ο­έλ­λη­νες. Ο Σο­λω­μός απου­σιά­ζει. Η λό­για αί­σθη­ση κυ­ριαρ­χεί, βα­φτι­σμέ­νη στην ονει­ρι­κή διά­στα­ση της ζω­ής και την εκ­φρα­στι­κή αλή­θεια της ομι­λου­μέ­νης, όπως μας δί­δα­ξε ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Αι­σθη­τι­σμός και τε­λειό­τη­τα του θραύ­σμα­τος, θυ­μί­ζει κά­ποιες στιγ­μές Έλ­λη­να Μαλ­λαρ­μέ, αρ­χαϊ­ζο­ντα :

Εσθή­τι ποι­κί­λη σ’ εκό­σμη­σα
και στε­φά­νοις χρυ­σοίς, και κα­λών
ονο­μά­των ευ­κλεία, τυ­χαί-
ε πό­θε εσπε­ρι­νέ θε-
ός τα­χύ­πτε­ρος.

Ή με δια­κο­σμη­τι­κή, ακό­μα και κο­σμι­κή, διά­θε­ση :

Λάμ­ψις μο­νό­πε­τρας και κο­ράλ­λι νυ­χιών
στ’ ωραίο χέ­ρι με τα χαρ­τιά ρι­πί­διο
Απλό κό­σμη­μα λέ­ξε­ων που ει­κο­νί­ζουν στο­λί­δι κε­νό:
Κομ­ψή σο­φία ψι­μυ­θί­ων και στο­λι­σμά­των

Εδώ ακού­γε­ται, σαν ηχώ, ο μαλ­λαρ­μεϊ­κός μη­δε­νι­σμός του ποι­η­τι­κού νο­ή­μα­τος, όπου κά­τω από τον εκλε­πτυ­σμέ­νο μά­ταιο λυ­ρι­σμό, κα­ρα­δο­κεί ο εφιάλ­της του υπαρ­ξια­κού κε­νού, η μα­ταιό­τη­τα της ποί­η­σης, η αδυ­να­μία της να υπο­κα­τα­στή­σει τον απω­λε­σθέ­ντα μύ­θο (Σαρτρ) :

Aboli bibelot d’ inanite sonore

Αλ­λού, όμως, συ­ναι­ρεί­ται, η εξε­ζη­τη­μέ­νη, με την απλή, αί­σθη­ση. Το πλα­στό με το φυ­σι­κό. Το χρυ­σε­λε­φά­ντι­νο, ει­δω­λο­λα­τρι­κό, γειτ­νιά­ζει με το σαρ­κι­κό, πρω­το­γε­νές και πα­γα­νι­στι­κό.

Χρυ­σε­λε­φά­ντι­νη μορ­φή με­σ’ στη γα­λή­νη
της ακτής, και τον πυρ­σό της με­σημ­βρί­ας…

[…]
Κα­θώς εκά­θη­σο στο βρά­χο, με την κνή­μη
στο νε­ρό, και το κε­φά­λι με­σ’ στον ήλιο
        και το μύ­θο.

Ο ερω­τι­σμός, πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τι­κής τά­ξε­ως πα­ρά αι­σθη­μα­τι­κής, ή αι­σθη­σια­κής. Η επε­ξερ­γα­σία των ει­κό­νων και των εκ­φρά­σε­ων, μο­λο­νό­τι εδραιω­μέ­νη στο συμ­βάν, συ­να­ντά το αφη­ρη­μέ­νο :

τις δυ­να­τές στιγ­μές της αλή­θειας σου
τα πρό­σω­πα που σκό­τω­σες, αυ­τό­χειρ,
τα μά­τια σου που εί­δα φω­τι­σμέ­να
από το νό­η­μα της προ­δο­μέ­νης σου ζω­ής.

Μνη­μεί­ω­ση των αι­σθή­σε­ων και των αι­σθη­μά­των. Εμ­βλή­μα­τα οι ει­κό­νες. Απα­θα­να­τί­ζο­νται συ­νή­θως μες στο λιο­πύ­ρι, ώρα μυ­στι­κή ακρι­βο­δί­και­ης μοι­ρα­σιάς του φω­τός :

Σκιά δεν μέ­νει στην κο­λό­να και στο βρά­χο,
Στον κα­θαρ­μό της απο­λύ­του με­σημ­βρί­ας
[…]
                λάμ­ψε, στιγ­μή !
Την σκιάν απέρ­ρι­ψες και συ, ως δας μου, σώ­μα
ήσυ­χα καί­ον, προς τον θά­να­τον.

Συγ­γε­νές δια­κεί­με­νο ίσως για το ελυ­τι­κόν Σώ­μα του κα­λο­και­ριού;

Κά­ποιες φο­ρές, ερ­μη­τι­σμός της με­σημ­βρί­ας που πε­ριέ­χει ακού­σιες απη­χή­σεις και από το Θα­λασ­σι­νό Κοι­μη­τή­ρι ( Βα­λε­ρύ) :

Ευ­δαι­μο­νία της κο­λό­νας, κυ­πα­ρίσ­σι
των Αριθ­μών !

Ύπνος και θά­να­τος σε αγα­στή συ­νερ­γα­σία με τον Έρω­τα. Έρως ο απρό­σκλη­τος, Έρως, ο διαρ­κής συ­γκά­τοι­κος των ερα­στών, πα­ρα­τη­ρεί, πα­ρα­κο­λου­θεί, απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος από τα υπέ­ρο­χα και τρα­γι­κά έρ­γα του, την απο­γεί­ω­ση και τη συ­ντρι­βή των δύο ερω­τευ­μέ­νων. Τις νύ­χτες σαν ένα τρι­πρό­σω­πο πλά­σμα ( Ύπνος, Έρως, Θά­να­τος) με το προ­σω­πείο του Ύπνου, κοι­μά­ται ανά­με­σά τους. Μο­χθη­ρός αντί­ζη­λος.

Αντέ­ρα­στης ανά­με­σά μας πλά­για­σεν
ο Ύπνος.

Ωστό­σο, πρό­κει­ται για μια ποί­η­ση που δεν απο­κλεί­ει τη δρα­μα­τι­κό­τη­τα. Ή την κρι­τι­κή της αν­θρώ­πι­νης κω­μω­δί­ας. Την ου­σία κά­τω από κέ­λυ­φος της ομορ­φιάς. Τη φρί­κη κά­τω από τη γυα­λι­στε­ρή επι­φά­νεια της ρη­το­ρι­κής. Την τρα­γω­δία.

Περ­νά το κά­ρο των πτω­μά­των—
Με­σ’ στα βα­σα­νι­σμέ­να σκέ­λη
Και τις ανώ­νυ­μες σο­ρούς,
Εκά­βη ! ψά­ξε τα παι­διά σου !


Στο ποί­η­μα «Μά­σκα του 1942», όσο που­θε­νά αλ­λού, μέ­χρι τό­τε, στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, πι­θα­νώς και στην ξέ­νη, ο δο­σι­λο­γι­σμός συ­να­ντά τον ερω­τι­σμό της αμοι­βαί­ας έλ­ξης θύ­τη και θύ­μα­τος. Ανά­λα­φροι από­η­χοι από το μέλ­λον ( Ζε­νέ, Κολ­τές).

Ήρ­θεν η απο­κριά σου, φό­ρε­σε το προ­σω­πείο
                Μη σε δουν οι Ερι­νύ­ες,
και κα­τέ­βαι­νε στο μπλό­κο να σε κά­νου­με Θεό.
[…]
Ποιον θ’ αφή­σεις, ποιον θα δεί­ξεις ;
[…]
Εί­ν’ αφό­ρη­το το βλέμ­μα που σου ρί­χνει σαν περ­νάς,
                σαν να σ’ έχει ανα­γνω­ρί­σει,
[…]
πό­ση φλό­γα μες στα μά­τια, πό­ση θέρ­μη στην αγκά­λη !
[…]
                Έλα! σή­κω­σε το χέ­ρι!

Ο Έλιοτ ως από­μα­κρη ανά­μνη­ση, στο πρό­σω­πο του ερ­μα­φρό­δι­του μά­ντη :

Τει­ρε­σία !
κα­τα­ρα­μέ­νε μά­ντι, με φω­νή
γυ­ναί­κας άσε­μνης στα χεί­λη, και με γέ­νια
στους κρε­μα­στούς μα­στούς, ω αί­σχος
πε­ρή­φα­νο !

Αλ­λά και σε το­πία της πό­λης ή της κα­το­χι­κής «έρη­μης χώ­ρας» :

στις θύ­ρες των θε­ά­τρων και των κέ­ντρων—
όπου ανή­συ­χες η πόρ­νες ενε­δρεύ­ουν,
και τρι­γυ­ρί­ζουν ντρο­πια­σμέ­νοι θη­ρευ­ταί
Κ’ η πό­λις του λι­μού και του θα­νά­του,
η πό­λις που μυ­ρί­ζει πτώ­μα­τα

Τέ­λος, το κα­λο­και­ρι­νό λιο­πύ­ρι ταυ­τί­ζε­ται με το μυ­στι­κό φως. Η «ηλια­κή με­τα­φυ­σι­κή» του Ελύ­τη αλ­λά και «ο πρώ­τος εαυ­τός» του Σι­κε­λια­νού ; Η κά­θαρ­σις επέρ­χε­ται μό­νο στο νη­σί της Δή­λου, τον ομ­φαλ­μό του κό­σμου, το πιο ηλιό­λου­στο ση­μείο της Γης, «σε θά­λασ­σα σγου­ρή σαν κού­ρου κό­μη».

Την κά­θαρ­σί σου ζή­τη­σε σ’ αυ­τό
τ’ αυ­στη­ρό χώ­μα, κ’ ίσως κα­τορ­θώ­σης
τον πάλ­λα­μπρο του εαυ­τού σου το­κε­τό.

Αρι­στο­κρα­τι­κός ποι­η­τής. Άρα ελάσ­σων, για­τί δεν προ­ο­ρί­ζε­ται για τους πολ­λούς; ( Μα το ίδιο ήτα­νε και ο Χαίλ­ντερ­λιν, ή ο Κάλ­βος, ή ο Ρε­μπώ, κά­πο­τε, προ­τού «ανα­κα­λυ­φθού­νε». ) Σε μια πιο προηγ­μέ­νη στιγ­μή της ποί­η­σης θα μπο­ρού­σε, άρα­γε, το υλι­κό των στί­χων του να γί­νει κοί­τα­σμα πο­λύ­τι­μο, που το κά­λυ­ψε με­θο­δι­κά, όπως και τό­σα άλ­λα, η με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ζό­τη­τα και λα­τρεία του κα­θη­με­ρι­νού ; Για­τί όχι.

Ραψωδία σε τόνο ελάσσονα

Γιώργος Θέμελης (1900-1976)

Πέ­ρα­σαν απ’ την άγια κρύ­πτη
Τη μυ­στι­κή ατέ­λειω­τη κυο­φο­ρία
Της πέ­τρας και του γα­λά­ζιου
Και δεν ένιω­σαν το ρί­γος
Την τρυ­φε­ρή παλ­λό­με­νη χορ­δή

Δεν ένιω­σαν τη φρί­κη
Απ’ τα σιω­πη­λά μου­σκε­μέ­να σπή­λαια
Όπου κοι­μά­ται ο θά­να­τος
Σαν ένα χα­μέ­νο κο­χύ­λι

Γρά­φει ο Πεν­τζί­κης γι’ αυ­τούς τους στί­χους του ποι­η­τή Γιώρ­γου Θέ­με­λη :

«Το κο­χύ­λι, λέ­ει πά­λι ο ποι­η­τής, εί­ναι στα μου­σκε­μέ­να σπή­λαια, θά­να­τος που κοι­μά­ται. Ωραία η σχέ­ση του θα­νά­του και της γυ­ναί­κας που και οι δύο εξο­μοιώ­νο­νται με κο­χύ­λι, σχή­μα που χω­ρά πολ­λούς αριθ­μούς και γε­ω­με­τρία..» ( Επί­με­τρο, Ο Θέ­με­λης και τα Σχή­μα­τα, Στε­φάν Μαλ­λαρ­μέ, Ο Ίγκι­τουρ ή Η τρέ­λα του Ελ­βε­νόν, Με­τά­φρα­ση-ένα δο­κί­μιο και επί­με­τρο Νί­κος Γα­βρι­ήλ Πεν­τζί­κης, Άγρα, Φε­βρουά­ριος 1983, σελ. 56).

Γε­ω­με­τρία, λέ­ξη-κλει­δί γι’ αυ­τή την λα­κω­νι­κή και αυ­στη­ρή ποί­η­ση, που­μνη­μειώ­νει την υπαρ­ξια­κή αγω­νία και την οδύ­νη σε σχή­μα­τα πα­γω­μέ­να και ακί­νη­τα, σαν κλα­διά με φό­ντο χει­μω­νιά­τι­κο ου­ρα­νό. Όπως στους ποι­η­τές της Επο­χής των Ποι­η­τών ( Μπα­ντιού) η επο­χή εί­ναι πά­ντα χει­μώ­νας, ακό­μα κι αν ει­κο­νο­γρα­φεί την άνοι­ξη.

Κά­τι σαν κρί­νος σε καρ­διά χει­μώ­να
…..
Ο απέ­ρα­ντος τοί­χος με το καρ­φί και το γκρε­μι­σμέ­νο πα­ρά­θυ­ρο
…..
Περ­νά­ει ο άνε­μος φορ­τω­μέ­νος μι­λή­μα­τα πε­ρι­στέ­ρια και μά­τια
….
Πά­νω από κά­θε ύψος
Αρ­χί­ζει η μο­να­ξιά

Αρ­χή της ερη­μιάς. Πα­γω­μέ­να κλα­διά. Γκρί­ζος ου­ρα­νός. Ατμό­σφαι­ρα ται­νί­ας του Τά­κη Κα­νελ­λό­που­λου.

Εγκα­τα­λειμ­μέ­νο πο­ρεύ­ε­ται το λεί­ψα­νο

Φρό­ντι­σα να στα­λεί μια πρό­στυ­χη κά­σα
(Εί­ναι κά­τι ντρο­πές που δε λέ­γο­νται
Κά­τι αμαρ­τί­ες που φο­βά­σαι τον ίσκιο σου)
….
Έρ­μο δυ­σώ­νυ­μο φτω­χι­κό κοι­μη­τή­ρι
Ανα­παύ­ο­νται όσοι περ­πά­τη­σαν πε­θα­μέ­νοι

Ο Κάφ­κα, ως πι­θα­νό­τη­τα, στα δω­ρι­κά το­πία του θα­νά­του, της Κα­το­χής. Το πα­ρά­λο­γο και η φρι­κτή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πεί­νας. Ει­κό­νες του μαρ­τυ­ρί­ου, αν­θρώ­πων που υπαι­νίσ­σο­νται, μέ­σα στη δο­κι­μα­σία τους, ακό­μα και τα απο­στε­ω­μέ­να σώ­μα­τα της αγιό­τη­τας. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη, πό­λη των εκ­κλη­σιών, των πα­ρα­πλή­σιων μο­να­στη­ριών. Πό­λη με νύ­ξεις κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, ατμό­σφαι­ρα ονει­ρι­κού και σπα­ρα­κτι­κού μυ­στη­ρί­ου (πά­λι ο Τρακλ).

Ισχνό λιω­μέ­νο σώ­μα
Σαν ένα γυ­μνό πε­θα­μέ­νο που­λί

[…] Μέ­σα σ’ ένα πα­ρά­ξε­νο βα­θύ όνει­ρο
Που η καρ­διά των παι­διών πα­γώ­νει
Τα χα­μό­γε­λα ρα­γί­ζουν επά­νω στα δό­ντια
Κι οι μη­τέ­ρες δεν έχου­νε μα­στούς

[…]
Τα δέ­ντρα εξα­κο­λου­θούν
Να ση­κώ­νουν τη μο­να­ξιά
Τα σκυ­λιά να ουρ­λιά­ζουν

[…] Φά­σμα λι­πό­σαρ­κο μέ­σα στη νύ­χτα
Φτε­ρού απο­τύ­πω­μα στα ξύ­λα μιας κού­νιας
Δι­ψά­ει μια στά­λα δρο­σιά ψά­χνο­ντας μέ­σα σ’ όλα τα μά­τια
Πε­ριερ­γά­ζε­ται ένα γυ­μνό κρα­νίο
Ένα στε­γνό πε­θα­μέ­νο πρό­σω­πο
[…]

Αν εί­χε τρό­πο να μι­λή­σει η σιω­πή, αλ­λά και η αγνό­τη­τα, τον τρό­πο αυ­τής της ποί­η­σης θα επέ­λε­γε. Πο­λύ κο­ντά στη βου­βή ενα­τέ­νι­ση που μοιά­ζει με προ­σευ­χή. Απά­θεια; Όχι. Αξιο­πρέ­πεια; Λί­γη, αν τη σκε­φτείς. Μάλ­λον, απο­φυ­γή του εγώ και σχη­μα­το­ποί­η­ση των μορ­φών, που γε­ω­με­τρεί το ρε­α­λι­στι­κό και το με­τα­τρέ­πει σε ιε­ρό, όπως στις βυ­ζα­ντι­νές ει­κό­νες. Τα χεί­λη μιας Πα­να­γί­ας, με την αδιό­ρα­τη πί­κρα : μη­τέ­ρα χω­ρι­κή, με­γα­λο­πρε­πής. Λε­πτό­τη­τα, που με­τα­μορ­φώ­νει το αί­σθη­μα σε γε­ω­με­τρι­κό σχή­μα και τεί­νει στην αγ­γε­λι­κή εξαϋ­λω­ση, στη χώ­ρα του μυ­στι­κού.

Πρό­σω­πο χα­ραγ­μέ­νο στον άνε­μο
Μορ­φή αναμ­μέ­νη στην όρα­ση
Στό­μα πι­κρό σφρα­γι­σμέ­νο
Μ’ ένα κομ­μά­τι πά­χνη

Τα θαυ­μα­στά σου χέ­ρια βυ­θί­ζο­νται μέ­σα στη λά­σπη
Ξε­σκί­ζο­ντας τη σκιά κά­τω απ’ τα πε­θα­μέ­να φύλ­λα
Και πλά­θουν την απλό­τη­τα του προ­σώ­που με τα με­γά­λα τους δά­χτυ­λα
Χα­ρά­ζο­ντας την απα­ρά­μιλ­λη ομορ­φιά του σύμ­βο­λο ζω­ντα­νό
Πά­νω από τα ζώα
Πά­νω απ’ τ’ άστρα

Επά­νω απ’ τους Αγ­γέ­λους

Εδώ έχει θέ­ση, κλεί­νο­ντας, και πά­λι μια φρά­ση του Πεν­τζί­κη, με αφορ­μή τον ποι­η­τή Θέ­με­λη : «Θυ­μού­μαι τη ζω­γρα­φι­κή του Παρ­θέ­νη, που με τη βο­ή­θεια με­τα­φυ­σι­κών προ­ε­κτά­σε­ων, μας έδω­κε έναν ακρι­βή νε­ο­ελ­λη­νι­κό προσ­διο­ρι­σμό αυ­τού του ση­μεί­ου που, για μέ­να προ­σω­πι­κά, εί­ναι η Θε­ο­τό­κος Κό­ρη στο Ναό, απρό­σι­τη, τρε­φο­μέ­νη από πε­ρι­στε­ρά.» ( Ν. Γ. Πεν­τζί­κης, ό,π. σελ. 59).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: