Η δύσκολη κληρονομιά του Μισέλ Φουκό

Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης



Ο Ζακ Ραν­σιέρ (Jacques Rancière)εί­ναι ένας από τους πιο ση­μα­ντι­κούς εκ­προ­σώ­πους της γαλ­λι­κής φι­λο­σο­φί­ας σή­με­ρα. Γεν­νή­θη­κε το 1940 στην Αλ­γε­ρία αλ­λά με­γά­λω­σε στη Μασ­σα­λία και στο Πα­ρί­σι. Σπού­δα­σε στην ENS και υπήρ­ξε μα­θη­τής του Λουί Αλ­του­σέρ. Εί­ναι ομό­τι­μος κα­θη­γη­τής στο Paris VIII και έχει δι­δά­ξει επί­σης σε πολ­λά πα­νε­πι­στή­μια σε Ευ­ρώ­πη και Αμε­ρι­κή. Έγι­νε αρ­χι­κά γνω­στός για τις συ­νει­σφο­ρές του στην πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία και φι­λο­σο­φία. Γί­νε­ται ωστό­σο ιδιαί­τε­ρα δη­μο­φι­λής από τη δε­κα­ε­τία του 1990 και με­τά, μέ­σα από τη σκέ­ψη που κα­τα­θέ­τει για τις σχέ­σεις ανά­με­σα σε αι­σθη­τι­κή και πο­λι­τι­κή αντλώ­ντας από την κλα­σι­κή και σύγ­χρο­νη ιστο­ρία της δυ­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας και εμπλέ­κο­ντας όλες τις μορ­φές σχε­δόν καλ­λι­τε­χνι­κής πρα­κτι­κής. Στα ελ­λη­νι­κά έχουν με­τα­φρα­στεί επί­σης ση­μα­ντι­κά έρ­γα του όπως: Το πε­πρω­μέ­νο των ει­κό­νων (2020), Δυ­σφο­ρία στην αι­σθη­τι­κή (2018), Ο χει­ρα­φε­τη­μέ­νος θε­α­τής (2015), Ο με­ρι­σμός του αι­σθη­τού (2012), Το μί­σος για τη δη­μο­κρα­τία (2009) και Ο αδα­ής δά­σκα­λος (2008).



Ο Ζακ Ρανσιέρ
Ο Ζακ Ρανσιέρ

Αυτόν τον μή­να, συ­μπλη­ρώ­νο­νται εί­κο­σι χρό­νια από τον θά­να­το του Μι­σέλ Φου­κό. Εί­ναι λοι­πόν μια νέα αφορ­μή για εορ­τα­σμό, κα­θώς τους αγα­πά­με στη Γαλ­λία. Αυ­τή η επέ­τειος εί­ναι ωστό­σο πιο προ­βλη­μα­τι­κή από εκεί­νη του Σαρτρ, πριν τέσ­σε­ρα χρό­νια. Για αυ­τή την τε­λευ­ταία ήταν απα­ραί­τη­τη μια ση­μα­ντι­κή επι­χεί­ρη­ση συμ­φι­λί­ω­σης προ­κει­μέ­νου να απα­γκι­στρω­θεί ο προ­κλη­τι­κός φι­λό­σο­φος από τoυς «εξ­τρε­μι­στι­κούς» σκο­πούς με τους οποί­ους εί­χε θέ­σει σε κίν­δυ­νο τη φή­μη του έτσι ώστε να το­πο­θε­τη­θεί στο εθνι­κό πάν­θεο των συγ­γρα­φέ­ων και των στο­χα­στών, των φί­λων της ελευ­θε­ρί­ας. Η πε­ρί­πτω­ση του Φου­κό εί­ναι πιο σύν­θε­τη. Δεν υπάρ­χουν υπερ­βο­λές που θα έπρε­πε να συγ­χω­ρε­θούν στον φι­λό­σο­φο ή στον ακτι­βι­στή στο όνο­μα των αρε­τών του. Και αυ­τό για­τί, ακρι­βώς, δεν γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά ού­τε τι πρέ­πει να κα­τα­λο­γί­σου­με στον ακτι­βι­στή ού­τε τι να απο­δώ­σου­με στον φι­λό­σο­φο. Πη­γαί­νο­ντας βα­θύ­τε­ρα, δεν γνω­ρί­ζου­με αρ­κε­τά πώς να κα­τα­νο­ή­σου­με τη σχέ­ση ανά­με­σα στον έναν και στον άλ­λο.

Αυ­τή η αβε­βαιό­τη­τα με­τα­φρά­ζε­ται στις συ­ζη­τή­σεις για την κλη­ρο­νο­μιά του Φου­κό. Μια από αυ­τές αφο­ρά τη σχέ­ση του με τον αγώ­να των σε­ξουα­λι­κών μειο­νο­τή­των. Στη Βού­λη­ση για γνώ­ση υπο­στή­ρι­ζε πράγ­μα­τι μια αρ­κε­τά προ­κλη­τι­κή θέ­ση: η υπο­τι­θέ­με­νη «σε­ξουα­λι­κή κα­τα­πί­ε­ση» απέ­κρυ­πτε μια αντί­στρο­φη λει­τουρ­γία όπου η άσκη­ση της εξου­σί­ας εξα­σφα­λι­ζό­ταν από την εξώ­θη­ση σε ομι­λία γύ­ρω από το σεξ, υπο­χρε­ώ­νο­ντας τα άτο­μα να υπε­ρε­πεν­δύ­ουν στα μυ­στι­κά και στις υπο­σχέ­σεις που αυ­τό κα­τεί­χε. Από αυ­τό κά­ποιοι προ­χώ­ρη­σαν αρ­κε­τά πρό­θυ­μα, κυ­ρί­ως στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες Αμε­ρι­κής, στη συ­νε­πα­γω­γή της ακυ­ρό­τη­τας των πο­λι­τι­κών ταυ­τό­τη­τας τις οποί­ες προ­ω­θού­σαν οι σε­ξουα­λι­κές μειο­νό­τη­τες. Αντί­στρο­φα, με το βι­βλίο Άγιος Φου­κό του Dadid Halperin ο φι­λό­σο­φος εν­θρο­νί­ζε­ται σε άγιο προ­στά­τη του queer κι­νή­μα­τος, απο­κη­ρύσ­σο­ντας το παι­χνί­δι των κα­τα­σκευα­σμέ­νων σε­ξουα­λι­κών ταυ­το­τή­των που εί­χε τε­θεί από την ομο­φο­βι­κή πα­ρά­δο­ση. Στη Γαλ­λία, η πο­λε­μι­κή ανα­πτύ­χθη­κε σε ένα άλ­λο πε­δίο. Ο ένας από τους δύο επι­με­λη­τές των Dits et Écrits του Φου­κό, François Ewald, εί­ναι σή­με­ρα ο διο­ρι­σμέ­νος θε­ω­ρη­τι­κός ενός συν­δι­κά­του ερ­γο­δο­τών, και εί­ναι στρα­τευ­μέ­νος, στο όνο­μα της ηθι­κό­τη­τας της δια­κιν­δύ­νευ­σης, στον αγώ­να ενά­ντια στο γαλ­λι­κό σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας. Από εδώ προ­έρ­χε­ται το ερώ­τη­μα που επε­ξερ­γά­στη­καν οι πο­λέ­μιοι: μπο­ρού­με να εξά­γου­με από τη φου­κοϊ­κή κρι­τι­κή της «κοι­νω­νί­ας του ελέγ­χου» ένα πρό­γραμ­μα για τον αγώ­να ενά­ντια στην κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση;

Κά­ποιοι θέ­λη­σαν να υπερ­βούν αυ­τές τις συ­ζη­τή­σεις εξά­γο­ντας τα φι­λο­σο­φι­κά θε­μέ­λια της πο­λι­τι­κής του Φου­κό. Τα ανα­ζή­τη­σαν γε­νι­κά στις ανα­λύ­σεις της βιο­ε­ξου­σί­ας, που κά­πο­τε ο ίδιος εί­χε σχε­διά­σει. Άλ­λοι, όπως οι Μάικλ Χαρντ και Αντό­νιο Νέ­γκρι, του έδω­σαν το υπό­στρω­μα μιας φι­λο­σο­φί­ας της ζω­ής, κά­τι που ο ίδιος δεν φρό­ντι­σε πο­τέ να κά­νει, για να αφο­μοιω­θεί η βιο­πο­λι­τι­κή στην κί­νη­ση των πολ­λα­πλο­τή­των σπά­ζο­ντας τα δε­σμά της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Άλ­λοι, όπως ο Τζόρ­τζιο Αγκά­μπεν, αφο­μοιώ­νουν την πε­ρι­γρα­φή του Φου­κό για την «εξου­σία πά­νω στη ζωή» σε ένα γε­νι­κευ­μέ­νο κα­θε­στώς κα­τά­στα­σης εξαί­ρε­σης, κοι­νό στις δη­μο­κρα­τί­ες και στους ολο­κλη­ρω­τι­σμούς. Άλ­λοι πά­λι βλέ­πουν στον Φου­κό έναν θε­ω­ρη­τι­κό της ηθι­κής και μας προ­σκα­λούν να βρού­με, ανά­με­σα σε αυ­τές τις ακα­δη­μαϊ­κές με­λέ­τες για τον ασκη­τι­σμό στην αρ­χαιό­τη­τα και τις μι­κρές εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις για τις σύγ­χρο­νες απο­λαύ­σεις της σά­ου­νας, τις αρ­χές μιας νέ­ας ηθι­κό­τη­τας του υπο­κει­μέ­νου.

Όλα αυ­τά τα εγ­χει­ρή­μα­τα έχουν ένα κοι­νό ση­μείο. Επι­διώ­κουν να ορί­σουν μια αρ­χή τε­λι­κό­τη­τας μέ­σα στη δια­δρο­μή του Φου­κό, που θα δια­σφά­λι­ζε τη συ­νο­χή του όλου και θα έδι­νε μια στέ­ρεα βά­ση σε μια νέα πο­λι­τι­κή ή σε μια πρω­τό­γνω­ρη ηθι­κή. Θέ­λουν να δουν σε αυ­τόν μια επι­βε­βαί­ω­ση της ιδέ­ας του φι­λο­σό­φου που συν­θέ­τει τη γνώ­ση για να δι­δά­ξει τους κα­νό­νες της δρά­σης.

Τώ­ρα, εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η ιδέα του φι­λο­σό­φου και της συμ­φω­νί­ας ανά­με­σα σε γνώ­ση, σκέ­ψη και ζωή που έθε­σε ο Φου­κό υπό διε­ρώ­τη­ση, μέ­σω της προ­σέγ­γι­σής του πε­ρισ­σό­τε­ρο ακό­μα και από τις δη­λώ­σεις του. Αυ­τό που επι­νό­η­σε κα­ταρ­χάς εί­ναι ένας πρω­τό­γνω­ρος τρό­πος του φι­λο­σο­φείν. Όταν η φαι­νο­με­νο­λο­γία υπο­σχό­ταν, στο τέ­λος των αφαι­ρέ­σε­ών της, την πρό­σβα­ση «στα ίδια τα πράγ­μα­τα» και στον «κό­σμο της ζω­ής» και κά­ποιοι ονει­ρεύ­ο­νταν να κά­νουν αυ­τόν τον υπε­σχη­μέ­νο κό­σμο να συ­μπέ­σει με εκεί­νον που ο μαρ­ξι­σμός υπο­σχό­ταν στους ερ­γά­τες, ο Φου­κό επε­δί­ω­κε τη μέ­γι­στη από­στα­ση. Δεν υπο­σχό­ταν τη ζωή. Ήταν ολο­κλη­ρω­τι­κά μέ­σα σε αυ­τή, μέ­σα στις απο­φά­σεις της αστυ­νο­μί­ας, στις κραυ­γές των εγκλεί­στων ή στην εξέ­τα­ση των σω­μά­των των ασθε­νών. Αλ­λά δεν μας έλε­γε αυ­τό που θα μπο­ρού­σα­με να κά­νου­με με αυ­τή τη «ζωή» και με τη γνώ­ση της. Ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, έβλε­πε στη ζωή τη διά­ψευ­ση, στην πρά­ξη, των λό­γων για τη συ­νεί­δη­ση και το αν­θρώ­πι­νο που υπο­στή­ρι­ζαν τό­τε την ελ­πί­δα ενός απε­λευ­θε­ρω­μέ­νου αύ­ριο. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από οποιον­δή­πο­τε άλ­λο θε­ω­ρη­τι­κό του «στρου­κτου­ρα­λι­σμού», ο Φου­κό κα­τη­γο­ρή­θη­κε ως στο­χα­στής του τε­χνο­κρα­τι­σμού, με­τα­τρέ­πο­ντας την κοι­νω­νία και τη σκέ­ψη μας σε μια μη­χα­νή κα­θο­ρι­σμέ­νη από ανα­πό­φευ­κτες και ανώ­νυ­μες λει­τουρ­γί­ες.

Γνω­ρί­ζου­με πώς τα χρό­νια του ‘68 ανέ­τρε­ψαν τα πράγ­μα­τα. Ανά­με­σα στη δη­μιουρ­γία του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Vincennes και της Ομά­δας πλη­ρο­φό­ρη­σης για τις φυ­λα­κές, ο στρου­κτου­ρα­λι­στής «τε­χνο­κρά­της» βρι­σκό­ταν στην πρώ­τη σει­ρά των δια­νοη­τών στο πρό­σω­πο των οποί­ων το αντι-αυ­ταρ­χι­κό κί­νη­μα ανα­γνώ­ρι­ζε τον εαυ­τό του. Το πράγ­μα έδει­χνε ξαφ­νι­κά προ­φα­νές: αυ­τός που εί­χε ανα­λύ­σει τη γέν­νη­ση της ια­τρι­κής εξου­σί­ας και τον με­γά­λο εγκλει­σμό των τρε­λών και των πε­ρι­θω­ρια­κών προ­ο­ρι­ζό­ταν να απο­τε­λέ­σει σύμ­βο­λο ενός κι­νή­μα­τος επι­τι­θέ­με­νο όχι μό­νο στις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής και στους ορα­τούς θε­σμούς του Κρά­τους αλ­λά σε όλες τις μορ­φές της εξου­σί­ας που εί­χαν εξα­πλω­θεί μέ­σα στο κοι­νω­νι­κό σώ­μα. Μια φω­το­γρα­φία συ­νο­ψί­ζει αυ­τή τη λο­γι­κή: σε αυ­τή βλέ­που­με τον Φου­κό, οπλι­σμέ­νο με ένα μι­κρό­φω­νο, δη­μή­γο­ρο, δί­πλα στον πα­λιό του εχθρό τον Σαρτρ, σε μια δια­δή­λω­ση κα­τα­δί­κης ενός ρα­τσι­στι­κού εγκλή­μα­τος. Η φω­το­γρα­φία εί­χε τί­τλο: «Οι φι­λό­σο­φοι εί­ναι στους δρό­μους».

Δεν αρ­κεί όμως ένας φι­λό­σο­φος να εί­ναι στους δρό­μους προ­κει­μέ­νου η φι­λο­σο­φία του να θε­με­λιώ­σει εκεί το κί­νη­μα ού­τε καν την ίδια την πα­ρου­σία του. Η φι­λο­σο­φι­κή με­τα­τό­πι­ση που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Φου­κό συ­νε­πα­γό­ταν ακρι­βώς την απορ­ρύθ­μι­ση των σχέ­σε­ων ανά­με­σα σε θε­τι­κή γνώ­ση, φι­λο­σο­φι­κή συ­νεί­δη­ση και δρά­ση. Κα­τα­βυ­θί­ζο­ντας τον εαυ­τό του στην εξέ­τα­ση των πραγ­μα­τι­κών λει­τουρ­γιών μέ­σω των οποί­ων η πραγ­μα­τι­κή σκέ­ψη επε­νερ­γεί πά­νω στα σώ­μα­τα, η φι­λο­σο­φία πα­ραι­τεί­ται από την κε­ντρι­κή της θέ­ση. Όμως τό­τε, η γνώ­ση που απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται μέ­σω αυ­τής της πα­ραί­τη­σης, δεν ορί­ζει κα­νέ­να όπλο των μα­ζών με τον τρό­πο του μαρ­ξι­σμού. Εί­ναι απλώς ένας νέ­ος χάρ­της του πε­δί­ου αυ­τής της πραγ­μα­τι­κής και απο­κε­ντρω­μέ­νης σκέ­ψης. Δεν πα­ρέ­χει κα­μία συ­νεί­δη­ση στην εξέ­γερ­ση. Επι­τρέ­πει όμως στο δί­κτυο των λό­γων της να συ­να­ντή­σει το δί­κτυο των λό­γων εκεί­νων που, εδώ ή εκεί, πα­ρέ­χουν στους εαυ­τούς τους το δι­καί­ω­μα, στη βά­ση της δι­κής τους γνώ­σης και των δι­κών τους λό­γων, να ει­σά­γουν τον κόκ­κο της άμ­μου που μπλο­κά­ρει τη μη­χα­νή.

Η αρ­χαιο­λο­γία των σχέ­σε­ων εξου­σί­ας και οι λει­τουρ­γί­ες της σκέ­ψης λοι­πόν δεν θε­με­λιώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο την εξέ­γερ­ση από την υπο­τα­γή. Ανα­δια­νέ­μουν τις επι­κρά­τειες και τους χάρ­τες. Αφαι­ρώ­ντας τη σκέ­ψη από τη βα­σι­λι­κή της θέ­ση, δί­νει το δι­καί­ω­μα σε εκεί­νη του κα­θέ­να και όλων μας, σε εκεί­νη ει­δι­κά των «δια­βό­η­των αν­θρώ­πων» τη ζωή των οποί­ων εί­χε επι­χει­ρή­σει να γρά­ψει ο Φου­κό. Αλ­λά με τον ίδιο τρό­πο ωστό­σο εί­ναι που απα­γο­ρεύ­ει τη σκέ­ψη, απο­κα­τε­στη­μέ­νη για όλους, να ανα­λά­βει κε­ντρι­κή θέ­ση στην ανα­μέ­τρη­ση της γνώ­σης με την εξου­σία. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι η πο­λι­τι­κή χά­νε­ται μέ­σα στην πολ­λα­πλό­τη­τα των σχέ­σε­ων της εξου­σί­ας που εί­ναι δια­σκορ­πι­σμέ­νες πα­ντού. Ση­μαί­νει κα­ταρ­χάς ότι εί­ναι πά­ντα ένα άλ­μα που κα­μία γνώ­ση δεν δι­καιο­λο­γεί και που επο­μέ­νως κα­μία γνώ­ση δεν χο­ρη­γεί. Το πέ­ρα­σμα από την κά­θε γνώ­ση στην κά­θε πα­ρέμ­βα­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει μια ιδιό­μορ­φη με­τα­βί­βα­ση, το συ­ναί­σθη­μα κά­ποιου ανυ­πό­φο­ρου πράγ­μα­τος.

«Η κα­τά­στα­ση στις φυ­λα­κές εί­ναι ανυ­πό­φο­ρη» δή­λω­νε το 1971 όταν θε­με­λί­ω­νε την Ομά­δα πλη­ρο­φό­ρη­σης για τις φυ­λα­κές. Αυ­τό το «ανυ­πό­φο­ρο» δεν προ­κύ­πτει από το προ­φα­νές της γνώ­σης και δεν απευ­θύ­νε­ται σε κα­μία οι­κου­με­νι­κή συ­νεί­δη­ση που θα ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νη να το δε­χθεί. Εί­ναι απλώς ένα «συ­ναί­σθη­μα», το ίδιο, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, που εί­χε ωθή­σει τον φι­λό­σο­φο να κα­τα­πια­στεί με την άγνω­στη επι­κρά­τεια των αρ­χεί­ων, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει πού θα τον οδη­γού­σε, και ακό­μα λι­γό­τε­ρο πού θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει τους άλ­λους. Ωστό­σο, κά­ποιους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το ανυ­πό­φο­ρο του φι­λο­σό­φου έπρε­πε να συ­να­ντή­σει αυ­τό που οι εξε­γερ­μέ­νοι φυ­λα­κι­σμέ­νοι σε πολ­λές γαλ­λι­κές φυ­λα­κές δή­λω­ναν με τα δι­κά τους όπλα βα­σι­σμέ­να στη δι­κή τους γνώ­ση. Η γνώ­ση δεν με­τα­δί­δε­ται στη δρά­ση. Αυ­τό που συμ­βαί­νει εί­ναι μια σκέ­ψη που με­τα­δί­δε­ται σε μια σκέ­ψη και μια δρά­ση που προ­κα­λεί μια άλ­λη. Η σκέ­ψη δρα στον βαθ­μό που απο­δέ­χε­ται να μη γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τι την ωθεί ταυ­τό­χρο­να με την πα­ραί­τη­ση από τον έλεγ­χο των συ­νε­πειών της.

Αυ­τό το πα­ρά­δο­ξο, φαί­νε­ται ότι ο Φου­κό δυ­σκο­λευό­ταν να το απο­δε­χτεί πλή­ρως. Γνω­ρί­ζου­με ότι για ένα με­γά­λο διά­στη­μα στα­μά­τη­σε να γρά­φει. Αυ­τό συ­νέ­βη αμέ­σως με­τά τη Βού­λη­ση για γνώ­ση, το βι­βλίο γύ­ρω από το οποίο μά­χο­νται σή­με­ρα οι ερ­μη­νευ­τές. Αυ­τό το βι­βλίο στό­χευε κα­ταρ­χήν να λει­τουρ­γή­σει ως ει­σα­γω­γή στην Ιστο­ρία της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας συ­νο­ψί­ζο­ντας προ­κα­τα­βο­λι­κά τη ση­μα­σία του. Φαί­νε­ται ότι ο Φου­κό φο­βή­θη­κε τη δια­δρο­μή που χά­ρα­ξε προ­κα­τα­βο­λι­κά. Πριν το επι­κεί­με­νο του θα­νά­του του τον ωθή­σει να δη­μο­σιεύ­σει τη Χρή­ση των απο­λαύ­σε­ων και την Επι­μέ­λεια του εαυ­τού, δεν εί­χε δη­μο­σιεύ­σει πα­ρά μό­νο συ­νε­ντεύ­ξεις. Σε αυ­τές τις συ­νε­ντεύ­ξεις, βε­βαί­ως, δε­χό­ταν ερω­τή­μα­τα για τη σύν­δε­ση που υπάρ­χει ανά­με­σα στις υπο­μο­νε­τι­κές του έρευ­νες στα αρ­χεία με τις πα­ρεμ­βά­σεις για την κα­τα­στο­λή στην Πο­λω­νία, την κα­τα­βύ­θι­σή του στις αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κές τε­χνι­κές της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας και την ερ­γα­σία του με ένα σω­μα­τείο συ­νο­μο­σπον­δί­ας. Όλες του οι απα­ντή­σεις, το αι­σθα­νό­μα­στε κα­θα­ρά, πε­ριέ­χουν τό­σους αντι­πε­ρι­σπα­σμούς που ει­σά­γουν ξα­νά μια θέ­ση αυ­θε­ντί­ας που η ίδια του η ερ­γα­σία εί­χε κα­τα­στρέ­ψει. Το ίδιο ισχύ­ει για όλες αυ­τές τις εξορ­θο­λο­γή­σεις που εξά­γουν από τα γρα­πτά του την αρ­χή της queer επα­νά­στα­σης, της χει­ρα­φέ­τη­σης των πολ­λα­πλο­τή­των ή μιας νέ­ας ηθι­κής του υπο­κει­μέ­νου. Δεν υπάρ­χει σώ­μα σκέ­ψης του Φου­κό που να θε­με­λιώ­νει μια νέα πο­λι­τι­κή ή ηθι­κή. Υπάρ­χουν βι­βλία που έχουν επί­δρα­ση στον βαθ­μό που δεν μας υπα­γο­ρεύ­ουν τι να κά­νου­με με αυ­τά. Οι τα­ρι­χευ­τές θα έχουν δύ­σκο­λο έρ­γο.




________________
Jacques Rancière (2005), ‘L’héritage difficile de Michel Foucault’, στο Chroniques des temps consensuels, Πα­ρί­σι: Éditions du Seuil, 183-187, πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στην εφη­με­ρί­δα Folha de Sao Paulo, Ιού­νιος 2004.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: