Ο Ζακ Ρανσιέρ (Jacques Rancière)είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γαλλικής φιλοσοφίας σήμερα. Γεννήθηκε το 1940 στην Αλγερία αλλά μεγάλωσε στη Μασσαλία και στο Παρίσι. Σπούδασε στην ENS και υπήρξε μαθητής του Λουί Αλτουσέρ. Είναι ομότιμος καθηγητής στο Paris VIII και έχει διδάξει επίσης σε πολλά πανεπιστήμια σε Ευρώπη και Αμερική. Έγινε αρχικά γνωστός για τις συνεισφορές του στην πολιτική θεωρία και φιλοσοφία. Γίνεται ωστόσο ιδιαίτερα δημοφιλής από τη δεκαετία του 1990 και μετά, μέσα από τη σκέψη που καταθέτει για τις σχέσεις ανάμεσα σε αισθητική και πολιτική αντλώντας από την κλασική και σύγχρονη ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και εμπλέκοντας όλες τις μορφές σχεδόν καλλιτεχνικής πρακτικής. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί επίσης σημαντικά έργα του όπως: Το πεπρωμένο των εικόνων (2020), Δυσφορία στην αισθητική (2018), Ο χειραφετημένος θεατής (2015), Ο μερισμός του αισθητού (2012), Το μίσος για τη δημοκρατία (2009) και Ο αδαής δάσκαλος (2008).
Η δύσκολη κληρονομιά του Μισέλ Φουκό
Αυτόν τον μήνα, συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Μισέλ Φουκό. Είναι λοιπόν μια νέα αφορμή για εορτασμό, καθώς τους αγαπάμε στη Γαλλία. Αυτή η επέτειος είναι ωστόσο πιο προβληματική από εκείνη του Σαρτρ, πριν τέσσερα χρόνια. Για αυτή την τελευταία ήταν απαραίτητη μια σημαντική επιχείρηση συμφιλίωσης προκειμένου να απαγκιστρωθεί ο προκλητικός φιλόσοφος από τoυς «εξτρεμιστικούς» σκοπούς με τους οποίους είχε θέσει σε κίνδυνο τη φήμη του έτσι ώστε να τοποθετηθεί στο εθνικό πάνθεο των συγγραφέων και των στοχαστών, των φίλων της ελευθερίας. Η περίπτωση του Φουκό είναι πιο σύνθετη. Δεν υπάρχουν υπερβολές που θα έπρεπε να συγχωρεθούν στον φιλόσοφο ή στον ακτιβιστή στο όνομα των αρετών του. Και αυτό γιατί, ακριβώς, δεν γνωρίζουμε πολύ καλά ούτε τι πρέπει να καταλογίσουμε στον ακτιβιστή ούτε τι να αποδώσουμε στον φιλόσοφο. Πηγαίνοντας βαθύτερα, δεν γνωρίζουμε αρκετά πώς να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στον έναν και στον άλλο.
Αυτή η αβεβαιότητα μεταφράζεται στις συζητήσεις για την κληρονομιά του Φουκό. Μια από αυτές αφορά τη σχέση του με τον αγώνα των σεξουαλικών μειονοτήτων. Στη Βούληση για γνώση υποστήριζε πράγματι μια αρκετά προκλητική θέση: η υποτιθέμενη «σεξουαλική καταπίεση» απέκρυπτε μια αντίστροφη λειτουργία όπου η άσκηση της εξουσίας εξασφαλιζόταν από την εξώθηση σε ομιλία γύρω από το σεξ, υποχρεώνοντας τα άτομα να υπερεπενδύουν στα μυστικά και στις υποσχέσεις που αυτό κατείχε. Από αυτό κάποιοι προχώρησαν αρκετά πρόθυμα, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στη συνεπαγωγή της ακυρότητας των πολιτικών ταυτότητας τις οποίες προωθούσαν οι σεξουαλικές μειονότητες. Αντίστροφα, με το βιβλίο Άγιος Φουκό του Dadid Halperin ο φιλόσοφος ενθρονίζεται σε άγιο προστάτη του queer κινήματος, αποκηρύσσοντας το παιχνίδι των κατασκευασμένων σεξουαλικών ταυτοτήτων που είχε τεθεί από την ομοφοβική παράδοση. Στη Γαλλία, η πολεμική αναπτύχθηκε σε ένα άλλο πεδίο. Ο ένας από τους δύο επιμελητές των Dits et Écrits του Φουκό, François Ewald, είναι σήμερα ο διορισμένος θεωρητικός ενός συνδικάτου εργοδοτών, και είναι στρατευμένος, στο όνομα της ηθικότητας της διακινδύνευσης, στον αγώνα ενάντια στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Από εδώ προέρχεται το ερώτημα που επεξεργάστηκαν οι πολέμιοι: μπορούμε να εξάγουμε από τη φουκοϊκή κριτική της «κοινωνίας του ελέγχου» ένα πρόγραμμα για τον αγώνα ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση;
Κάποιοι θέλησαν να υπερβούν αυτές τις συζητήσεις εξάγοντας τα φιλοσοφικά θεμέλια της πολιτικής του Φουκό. Τα αναζήτησαν γενικά στις αναλύσεις της βιοεξουσίας, που κάποτε ο ίδιος είχε σχεδιάσει. Άλλοι, όπως οι Μάικλ Χαρντ και Αντόνιο Νέγκρι, του έδωσαν το υπόστρωμα μιας φιλοσοφίας της ζωής, κάτι που ο ίδιος δεν φρόντισε ποτέ να κάνει, για να αφομοιωθεί η βιοπολιτική στην κίνηση των πολλαπλοτήτων σπάζοντας τα δεσμά της Αυτοκρατορίας. Άλλοι, όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, αφομοιώνουν την περιγραφή του Φουκό για την «εξουσία πάνω στη ζωή» σε ένα γενικευμένο καθεστώς κατάστασης εξαίρεσης, κοινό στις δημοκρατίες και στους ολοκληρωτισμούς. Άλλοι πάλι βλέπουν στον Φουκό έναν θεωρητικό της ηθικής και μας προσκαλούν να βρούμε, ανάμεσα σε αυτές τις ακαδημαϊκές μελέτες για τον ασκητισμό στην αρχαιότητα και τις μικρές εκμυστηρεύσεις για τις σύγχρονες απολαύσεις της σάουνας, τις αρχές μιας νέας ηθικότητας του υποκειμένου.
Όλα αυτά τα εγχειρήματα έχουν ένα κοινό σημείο. Επιδιώκουν να ορίσουν μια αρχή τελικότητας μέσα στη διαδρομή του Φουκό, που θα διασφάλιζε τη συνοχή του όλου και θα έδινε μια στέρεα βάση σε μια νέα πολιτική ή σε μια πρωτόγνωρη ηθική. Θέλουν να δουν σε αυτόν μια επιβεβαίωση της ιδέας του φιλοσόφου που συνθέτει τη γνώση για να διδάξει τους κανόνες της δράσης.
Τώρα, είναι ακριβώς αυτή η ιδέα του φιλοσόφου και της συμφωνίας ανάμεσα σε γνώση, σκέψη και ζωή που έθεσε ο Φουκό υπό διερώτηση, μέσω της προσέγγισής του περισσότερο ακόμα και από τις δηλώσεις του. Αυτό που επινόησε καταρχάς είναι ένας πρωτόγνωρος τρόπος του φιλοσοφείν. Όταν η φαινομενολογία υποσχόταν, στο τέλος των αφαιρέσεών της, την πρόσβαση «στα ίδια τα πράγματα» και στον «κόσμο της ζωής» και κάποιοι ονειρεύονταν να κάνουν αυτόν τον υπεσχημένο κόσμο να συμπέσει με εκείνον που ο μαρξισμός υποσχόταν στους εργάτες, ο Φουκό επεδίωκε τη μέγιστη απόσταση. Δεν υποσχόταν τη ζωή. Ήταν ολοκληρωτικά μέσα σε αυτή, μέσα στις αποφάσεις της αστυνομίας, στις κραυγές των εγκλείστων ή στην εξέταση των σωμάτων των ασθενών. Αλλά δεν μας έλεγε αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε με αυτή τη «ζωή» και με τη γνώση της. Ακόμα περισσότερο, έβλεπε στη ζωή τη διάψευση, στην πράξη, των λόγων για τη συνείδηση και το ανθρώπινο που υποστήριζαν τότε την ελπίδα ενός απελευθερωμένου αύριο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεωρητικό του «στρουκτουραλισμού», ο Φουκό κατηγορήθηκε ως στοχαστής του τεχνοκρατισμού, μετατρέποντας την κοινωνία και τη σκέψη μας σε μια μηχανή καθορισμένη από αναπόφευκτες και ανώνυμες λειτουργίες.
Γνωρίζουμε πώς τα χρόνια του ‘68 ανέτρεψαν τα πράγματα. Ανάμεσα στη δημιουργία του Πανεπιστημίου της Vincennes και της Ομάδας πληροφόρησης για τις φυλακές, ο στρουκτουραλιστής «τεχνοκράτης» βρισκόταν στην πρώτη σειρά των διανοητών στο πρόσωπο των οποίων το αντι-αυταρχικό κίνημα αναγνώριζε τον εαυτό του. Το πράγμα έδειχνε ξαφνικά προφανές: αυτός που είχε αναλύσει τη γέννηση της ιατρικής εξουσίας και τον μεγάλο εγκλεισμό των τρελών και των περιθωριακών προοριζόταν να αποτελέσει σύμβολο ενός κινήματος επιτιθέμενο όχι μόνο στις σχέσεις παραγωγής και στους ορατούς θεσμούς του Κράτους αλλά σε όλες τις μορφές της εξουσίας που είχαν εξαπλωθεί μέσα στο κοινωνικό σώμα. Μια φωτογραφία συνοψίζει αυτή τη λογική: σε αυτή βλέπουμε τον Φουκό, οπλισμένο με ένα μικρόφωνο, δημήγορο, δίπλα στον παλιό του εχθρό τον Σαρτρ, σε μια διαδήλωση καταδίκης ενός ρατσιστικού εγκλήματος. Η φωτογραφία είχε τίτλο: «Οι φιλόσοφοι είναι στους δρόμους».
Δεν αρκεί όμως ένας φιλόσοφος να είναι στους δρόμους προκειμένου η φιλοσοφία του να θεμελιώσει εκεί το κίνημα ούτε καν την ίδια την παρουσία του. Η φιλοσοφική μετατόπιση που πραγματοποίησε ο Φουκό συνεπαγόταν ακριβώς την απορρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα σε θετική γνώση, φιλοσοφική συνείδηση και δράση. Καταβυθίζοντας τον εαυτό του στην εξέταση των πραγματικών λειτουργιών μέσω των οποίων η πραγματική σκέψη επενεργεί πάνω στα σώματα, η φιλοσοφία παραιτείται από την κεντρική της θέση. Όμως τότε, η γνώση που απελευθερώνεται μέσω αυτής της παραίτησης, δεν ορίζει κανένα όπλο των μαζών με τον τρόπο του μαρξισμού. Είναι απλώς ένας νέος χάρτης του πεδίου αυτής της πραγματικής και αποκεντρωμένης σκέψης. Δεν παρέχει καμία συνείδηση στην εξέγερση. Επιτρέπει όμως στο δίκτυο των λόγων της να συναντήσει το δίκτυο των λόγων εκείνων που, εδώ ή εκεί, παρέχουν στους εαυτούς τους το δικαίωμα, στη βάση της δικής τους γνώσης και των δικών τους λόγων, να εισάγουν τον κόκκο της άμμου που μπλοκάρει τη μηχανή.
Η αρχαιολογία των σχέσεων εξουσίας και οι λειτουργίες της σκέψης λοιπόν δεν θεμελιώνουν περισσότερο την εξέγερση από την υποταγή. Αναδιανέμουν τις επικράτειες και τους χάρτες. Αφαιρώντας τη σκέψη από τη βασιλική της θέση, δίνει το δικαίωμα σε εκείνη του καθένα και όλων μας, σε εκείνη ειδικά των «διαβόητων ανθρώπων» τη ζωή των οποίων είχε επιχειρήσει να γράψει ο Φουκό. Αλλά με τον ίδιο τρόπο ωστόσο είναι που απαγορεύει τη σκέψη, αποκατεστημένη για όλους, να αναλάβει κεντρική θέση στην αναμέτρηση της γνώσης με την εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική χάνεται μέσα στην πολλαπλότητα των σχέσεων της εξουσίας που είναι διασκορπισμένες παντού. Σημαίνει καταρχάς ότι είναι πάντα ένα άλμα που καμία γνώση δεν δικαιολογεί και που επομένως καμία γνώση δεν χορηγεί. Το πέρασμα από την κάθε γνώση στην κάθε παρέμβαση προϋποθέτει μια ιδιόμορφη μεταβίβαση, το συναίσθημα κάποιου ανυπόφορου πράγματος.
«Η κατάσταση στις φυλακές είναι ανυπόφορη» δήλωνε το 1971 όταν θεμελίωνε την Ομάδα πληροφόρησης για τις φυλακές. Αυτό το «ανυπόφορο» δεν προκύπτει από το προφανές της γνώσης και δεν απευθύνεται σε καμία οικουμενική συνείδηση που θα ήταν υποχρεωμένη να το δεχθεί. Είναι απλώς ένα «συναίσθημα», το ίδιο, χωρίς αμφιβολία, που είχε ωθήσει τον φιλόσοφο να καταπιαστεί με την άγνωστη επικράτεια των αρχείων, χωρίς να γνωρίζει πού θα τον οδηγούσε, και ακόμα λιγότερο πού θα μπορούσε να οδηγήσει τους άλλους. Ωστόσο, κάποιους μήνες αργότερα, το ανυπόφορο του φιλοσόφου έπρεπε να συναντήσει αυτό που οι εξεγερμένοι φυλακισμένοι σε πολλές γαλλικές φυλακές δήλωναν με τα δικά τους όπλα βασισμένα στη δική τους γνώση. Η γνώση δεν μεταδίδεται στη δράση. Αυτό που συμβαίνει είναι μια σκέψη που μεταδίδεται σε μια σκέψη και μια δράση που προκαλεί μια άλλη. Η σκέψη δρα στον βαθμό που αποδέχεται να μη γνωρίζει πολύ καλά τι την ωθεί ταυτόχρονα με την παραίτηση από τον έλεγχο των συνεπειών της.
Αυτό το παράδοξο, φαίνεται ότι ο Φουκό δυσκολευόταν να το αποδεχτεί πλήρως. Γνωρίζουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα σταμάτησε να γράφει. Αυτό συνέβη αμέσως μετά τη Βούληση για γνώση, το βιβλίο γύρω από το οποίο μάχονται σήμερα οι ερμηνευτές. Αυτό το βιβλίο στόχευε καταρχήν να λειτουργήσει ως εισαγωγή στην Ιστορία της σεξουαλικότητας συνοψίζοντας προκαταβολικά τη σημασία του. Φαίνεται ότι ο Φουκό φοβήθηκε τη διαδρομή που χάραξε προκαταβολικά. Πριν το επικείμενο του θανάτου του τον ωθήσει να δημοσιεύσει τη Χρήση των απολαύσεων και την Επιμέλεια του εαυτού, δεν είχε δημοσιεύσει παρά μόνο συνεντεύξεις. Σε αυτές τις συνεντεύξεις, βεβαίως, δεχόταν ερωτήματα για τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις υπομονετικές του έρευνες στα αρχεία με τις παρεμβάσεις για την καταστολή στην Πολωνία, την καταβύθισή του στις αρχαιοελληνικές τεχνικές της υποκειμενικότητας και την εργασία του με ένα σωματείο συνομοσπονδίας. Όλες του οι απαντήσεις, το αισθανόμαστε καθαρά, περιέχουν τόσους αντιπερισπασμούς που εισάγουν ξανά μια θέση αυθεντίας που η ίδια του η εργασία είχε καταστρέψει. Το ίδιο ισχύει για όλες αυτές τις εξορθολογήσεις που εξάγουν από τα γραπτά του την αρχή της queer επανάστασης, της χειραφέτησης των πολλαπλοτήτων ή μιας νέας ηθικής του υποκειμένου. Δεν υπάρχει σώμα σκέψης του Φουκό που να θεμελιώνει μια νέα πολιτική ή ηθική. Υπάρχουν βιβλία που έχουν επίδραση στον βαθμό που δεν μας υπαγορεύουν τι να κάνουμε με αυτά. Οι ταριχευτές θα έχουν δύσκολο έργο.
________________
Jacques Rancière (2005), ‘L’héritage difficile de Michel Foucault’, στο Chroniques des temps consensuels, Παρίσι: Éditions du Seuil, 183-187, πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Folha de Sao Paulo, Ιούνιος 2004.