Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η ανάδειξη πτυχών της ποιητικής του Κυριάκου Χαραλαμπίδη μέσα από την εξέταση του συνόλου του ποιητικού έργου του σε μορφολογικό επίπεδο, με έμφαση στην εξέταση των ρυθμολογικών παραμέτρων της ποίησής του ‒ των στοιχείων εκείνων δηλαδή που συμβάλλουν στην παραγωγή ποιητικού ρυθμού. Για τη μελέτη μου, λοιπόν, βασίστηκα στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1961-2017[1] (2019), στην ποιητική συλλογή Η Νύχτα των Κήπων[2] (2022), ενώ στις μετρήσεις μου συμπεριέλαβα και τα παιδικά ποιήματα της συλλογής Σαλιγκάρι και φεγγάρι[3] (2018).
Στο ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη ανιχνεύονται 40 ποιήματα γραμμένα σε αυστηρά έμμετρη φόρμα.[4] Αρχικά να αναφέρω ότι στα 17 αυστηρά έμμετρα από το σύνολο των 24 ποιημάτων της παιδικής συλλογής Σαλιγκάρι και φεγγάρι επικρατεί ο τροχαϊκός ρυθμός, εφόσον μόνο πέντε γράφονται σε ιαμβικό στίχο.[5] Στα λοιπά 23 αυστηρά έμμετρα ποιήματα της χαραλαμπίδειας ποίησης υιοθετείται το ιαμβικό μέτρο. Τα περισσότερα από αυτά γράφονται σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Πρόκειται για τα ποιήματα: «Θανάτου δέντρο»[6] (σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο - δεκατετρασύλλαβο στίχο) και «Ο αγαπητικός της εποχής μας»[7] από την ποιητική συλλογή «Αχαιών Ακτή»[8]· «Του γέρου και του Χάρου»[9], «Της Ανδριανής και του αδελφού της»[10], «Μιαν κόρην είκοσι χρονώ»[11], «Της αγάπης»[12], «Του τραπεζιού»[13] στη συλλογή «Κυδώνιον μήλον»· «Στη γλώσσα της υφαντικής» έχουμε τα ποιήματα «Της Μαστορίνας»[14], «Στον Άδη τρεις και κάθονται»[15], «Του Μιχαήλ ή Μαύρου (Τουρκοκύπριου αντάρτη στην κατοχική Ελλάδα)»[16], «Ταυτοποίηση λειψάνων στη Λευκωσία»[17], «Ήρτε καιρός να παντρευτώ»[18]· στη συλλογή «Ηλίου και Σελήνης άλως» βρίσκουμε «Το στόλισμα της Αφροδίτης»[19] και «Του Χάρου τ’ άλογα»[20]· τέλος, η συλλογή Η Νύχτα των Κήπων περιλαμβάνει τα ποιήματα «Κοινή ταφή»[21], «Πάλη Αχιλλέα και Πενθεσίλειας»[22] και «Του Χαρκιανάκη»[23]. Διαβάζοντας και μόνο τους τίτλους των ποιημάτων αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη σύνδεση με τη δημοτική μας παράδοση. Η ανάκληση της λογοτεχνικής μνήμης δεν εδράζεται μόνο στο μέτρο, αλλά και στις θεματικές, τη χρήση της γλώσσας και της ομοιοκαταληξίας. Ακολουθεί ο ιαμβικός ενδεκασύλλαβος στίχος, τον οποίο συναντάμε: στο ποίημα «Παμφίλη»[24] από τη συλλογή «Δοκίμιν»· στο ποίημα «Αρέθουσα»[25] στη συλλογή «Κυδώνιον μήλον», καθώς και στο γραμμένο σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο - δεκασύλλαβο στίχο «Η κυρία Αριστοδήμου στον Κεραμεικό»[26] στην ίδια συλλογή· επίσης, στη συλλογή «Ίμερος» βρίσκουμε το ποίημα «Άδωνις»[27]· τέλος, τα ποιήματα «Αφροδίτης απόλογος»[28] σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο και «Τρία πουλιά»[29] σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο - δεκασύλλαβο στίχο στη συλλογή «Στη γλώσσα της υφαντικής».
Πολλά από τα ποιήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη δίνουν εκ πρώτης όψεως την εντύπωση πως ανήκουν στην κατηγορία των αυστηρά έμμετρων ποιημάτων, όμως μετά από μια προσεκτική μετρική ανάλυση διαπιστώνει κανείς πως τελικά δεν είναι αυστηρά έμμετρα, λόγω κάποιας ελαφράς μετρικής παρασπονδίας, μιας μικρής διακύμανσης της συλλαβικής έκτασης των στίχων. Πρόκειται για έναν μεθοδευμένο τρόπο να χαλάει η τέλεια τάξη του μέτρου. Είναι σαν ένα παιχνίδι, σαν ένα κλείσιμο του ματιού στον ασκημένο αναγνώστη, σαν να του θέτει το ερώτημα: μπορείς να βρεις σε ποιο σημείο παραβιάζω τους κανόνες; Τα ποιήματα αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο ήπιας μορφής, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Ευριπίδης Γαραντούδης στη μετρικολογική μελέτη του με θέμα το ποιητικό έργο του Παλαμά Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της.[30] Ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου ποιήματος θα μπορούσε να είναι το ποίημα «Τη νύχτα που η Κάλλας έκλαψε πικρά»[31] από τη συλλογή Η Νύχτα των Κήπων. Όλοι οι στίχοι του είναι ιαμβικοί ενδεκασύλλαβοι - δεκασύλλαβοι, με τη μοναδική εξαίρεση του πρώτου στίχου, που είναι ιαμβικός δωδεκασύλλαβος. Το ποίημα δομείται σε πέντε στροφές, οι τέσσερις πρώτες δίστιχες και η τελευταία τετράστιχη, ενώ σε αυτό εντοπίζεται και ομοιοκαταληξία, χωρίς ωστόσο να ακολουθείται ένα σταθερό ομοιοκαταληκτικό σχήμα:
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Η ΚΑΛΑΣ ΕΚΛΑΨΕ ΠΙΚΡΑ
Είχε μαζέψει τόσο χειροκρότημα,
γαρούφαλα και χείμαρρο από ρόδα.
Κι όμως εκείνη ντύθηκε μια θλίψη
μ’ άρρητου λόγου άρραφο χιτώνα.
Πήρε των ομματιών της κι η φωνή της
κλείστηκε σε πυρίμαχο κοιτώνα.
Τούτο, γιατί στου λόγου τη στροφή
επί σκηνής της έπεσε μια νότα.
Αμοναχή στην κάμαρά της τώρα,
με δυο στα χείλη φύλλα του χειμώνα,
το νιώθει που είν’ ανάξια και να δένει
των χειροκροτημάτων τους ιμάντας.
Ο κύκλος των πεζών ποιημάτων[32] του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ανοίγει στην ποιητική συλλογή Μεθιστορία, με το ποίημα «Πρόσκληση σε δείπνο»[33], αποτελούμενο από δύο μέρη. Η πρόσκληση του Θεού στο Δείπνο της Βασιλείας του δεν τυγχάνει συμμετοχής και εν τέλει πραγματοποιείται τη παρουσία μιας παιδικής του κούκλας και «[ε]ις το όνομα των Απόντων, των Πεινασμένων και των Διψασμένων, εις το όνομα της αδιαιρέτου Αγίας αυτής Τριάδος». Η θρησκευτικότητα είναι ένας βασικός άξονας του χαραλαμπίδειου έργου, όπως επίσης και το χιούμορ. «Το χιούμορ του Χαραλαμπίδη είναι ευδιάκριτο ακόμη και στον τρόπο που αντικρίζει τον Θεό», σχολιάζει ο Ιωάννης Κονδυλόπουλος στη μελέτη του «Το Βυζάντιο στο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη»[34], αναφέροντας ως παράδειγμα το εν λόγω ποίημα. Στην ίδια συλλογή βρίσκουμε επίσης άλλα δύο πεζά ποιήματα, τα «Άρδανα ΙΙ»[35] και το «Μάκελλον»[36]. Παραθέτω το πρώτο:
ΑΡΔΑΝΑ ΙΙ
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
— Μιλάτε Αγγλικά;
— Καταλαβαίνω.
— Αυτό είναι το σπίτι μου;
— Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου –τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;– εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ’βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου – ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
— Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
— Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born in? Και μου ’πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται στον φίλο του Πυλάδη το όνειρό του: τον διάλογο με την Τουρκάλα που μένει πλέον στο χαμένο σπίτι του, τα οδυνηρά συναισθήματά του και κυρίως την εναγώνια απορία του γιατί δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το σπίτι ως δικό του. Το επανερχόμενο μοτίβο του Πυλάδη στην ποίηση του Χαραλαμπίδη, το οποίο θα συναντήσουμε και παρακάτω, μας μεταφέρει στα συμφραζόμενα της πολυπόθητης ορέστειας εκδίκησης. Χαρακτηριστική στο εν λόγω ποίημα είναι η πολύ υψηλή εμμετρότητα που αφομοιώνεται - υποκρύπτεται στην πεζόμορφη φόρμα. Ως «Μάκελλον», δηλαδή φραγμένος τόπος, σφαγείο, μπορεί να θεωρηθεί ο κόσμος ο ίδιος, στο ομώνυμο ποίημα που συνιστά ένα σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη ιστορία. Στην τελευταία ποιητική συλλογή του Χαραλαμπίδη, Η Νύχτα των Κήπων, περιλαμβάνονται ακόμα τρία πεζά ποιήματά του. Τα ποιήματα «Μάρκος τῳ Κόιντῳ χαίρειν»[37] και «Κόιντος τῳ Μάρκῳ χαίρειν»[38] είναι ουσιαστικά μια εικονική αλληλογραφία μεταξύ Μάρκου Αυρήλιου και Κικέρωνα, όπου ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον αφενός για την αξία της τιμιότητας και αφετέρου για τη δύναμη της εξαπάτησης. Το είδος της επιστολής υπαγορεύει εδώ και την πεζόμορφη φόρμα. Τελευταίο πεζό ποίημα το ποίημα «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας»[39], το οποίο θεματοποιεί ακόμα μια φορά την επιστροφή στο χαμένο σπίτι της χαμένης πατρίδας. Το στοιχείο της παραγραφοποίησης, παρόν σε όλα τα πεζά ποιήματα, αποτελεί βασικό φορέα και εκφραστή αφηγηματικότητας.
Στην ποιητική συλλογή Το αγγείο με τα σχήματα θα συναντήσουμε το πρώτο μεικτό ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, με τον τίτλο «Κάιν»[40]. Το ποίημα αποτελείται από δέκα αριθμημένα μέρη, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, το πέμπτο και το όγδοο μέρος γράφονται σε πεζόμορφη φόρμα, ενώ στο έβδομο παρατηρείται “συνάντηση” πεζόμορφης και ελευθερόστιχης φόρμας. Τα αριθμημένα μέρη του ποιήματος αντιστοιχούν σε πλασματικά επεισόδια από τη ζωή του βιβλικού προσώπου Κάιν, αναδυόμενα μέσα από την ποιητική φαντασία του δημιουργού. Τα πεζόμορφα αποσπάσματα χαρακτηρίζονται από επανάληψη προαναφερθέντων στοιχείων του μύθου· σηματοδοτούν μια επιστροφή στη μνήμη, αλλά και στο πεπρωμένο της ανθρώπινης φύσης, με τον πεζολογικό χαρακτήρα τους να συνοψίζει λειτουργικά και να διευκολύνει την εκτύλιξη της ιστορίας. Στη συλλογή Αμμόχωστος Βασιλεύουσα απαντάται το μεικτό ποίημα «Η ιστορία του πολιτοφύλακα»[41]. Το ελευθερόστιχο πρώτο μέρος του ποιήματος θεματοποιεί τη στρατιωτική εγκατάλειψη της Κύπρου κατά την πρώτη τουρκική εισβολή. Ακολουθεί σε πεζόμορφη φόρμα η ιστορία του πολιτοφύλακα της Αμμοχώστου, παντοπώλη Αντρέα, που έμεινε πίσω υπερασπιζόμενος τα αγαθά του, σύμβολο κάθε Κύπριου αγωνιζόμενου (αντι)ήρωα. Ο ποιητής επανέρχεται στον ελεύθερο στίχο κατά την αναφορά του στη δεύτερη τουρκική εισβολή και την έξωθεν προδοσία. Το πεζόμορφο τέλος του ποιήματος συνιστά ένα ειρωνικό σχόλιο απέναντι στη μνημείωση της κούφιας ρητορείας και των εκφραστών της. Τα πεζόμορφα τμήματα του ποιήματος φαίνεται να λειτουργούν παρενθετικά, ωστόσο συνθέτουν τον πυρήνα της συναισθηματικής φόρτισης, σε αντίθεση με τα ελευθερόστιχα, που δίνουν περισσότερο το ιστορικό στίγμα. Στην ίδια συλλογή βρίσκουμε και το μεικτό ποίημα «Τα κύματα»[42], αποτελούμενο από ένα ελευθερόστιχο και ένα ισομέγεθες πεζόμορφο μέρος, στα οποία επικρατεί το στοιχείο του διαλόγου. Στο ίδιο κλίμα με το προηγούμενο ποίημα, ο Ριμάκο συνομιλεί με τη χαμένη πόλη του. Μάλιστα, στο τέλος, η πόλη τον αποχαιρετά ως Πυλάδη και στέλνει τα χαιρετίσματά της στον Ορέστη, τον τραγικό ήρωα που ταυτίζεται διαχρονικά με τη μορφή του εκδικητή. Αντίστροφα, δηλαδή από ένα πρώτο πεζόμορφο μέρος και ένα δεύτερο ελευθερόστιχο συντίθεται το μεικτό ποίημα «Στη θάλασσα των πολυνέκρων»[43] στην ποιητική συλλογή Θόλος. Το ποίημα κινείται στα ίδια συμφραζόμενα και η μετάβαση από τον πεζόμορφο στον ελευθερόστιχο λόγο σηματοδοτεί και τη μετάβαση στο όραμα της μελλοντικής ανάστασης. Η συλλογή «Δοκίμιν» περιλαμβάνει ακόμα ένα μεικτό ποίημα, με τον τίτλο «Αρτεμισία»[44], θεματικός άξονας του οποίου είναι η ιστορία του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του το ποίημα είναι ελευθερόστιχο, αλλά με χαρακτηριστικά υψηλή εμμετρότητα και συμμετρία, και μόνο ένα σύντομο παρενθετικό απόσπασμα στο τέλος γράφεται σε πεζόμορφη φόρμα, επιτελώντας επεξηγηματικό ρόλο σε σχέση με το ελευθερόστιχο. Το τελευταίο μεικτό ποίημα του Χαραλαμπίδη είναι το ποίημα «Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947»[45] της συλλογής Η Νύχτα των Κήπων. Το ποίημα ξεκινά ως πεζόμορφο, στη συνέχεια ακολουθεί στιχουργημένη φόρμα, στο μεγαλύτερο μέρος της σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο χωρίς σταθερή ομοιοκαταληξία και προς το τέλος ελεύθερη, επανέρχεται η πεζόμορφη φόρμα, έπειτα και πάλι ελευθερόστιχη γραφή και το ποίημα κλείνει ως πεζόμορφο. Η σύμπραξη των μορφών συνάδει με την σύμπραξη των κατοίκων της Γαληνόπωρνης, του τουρκοκυπριακού χωριού της επαρχίας Αμμοχώστου, κατά την οποία όλοι μαζί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, έκαναν δέηση στην Αγία Άννα και τότε μόνο έβρεξε. Η εναλλαγή των δύο μορφών στο ποίημα θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με μια εναλλαγή αφηγηματικού και λυρικού τόνου, πιθανώς κατά το σολωμικό πρότυπο.
Σε σχέση με τα ελευθερόστιχα ποιήματα[46] του Χαραλαμπίδη, τα οποία καλύπτουν και το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του, να σημειώσουμε ότι αγγίζουν πολύ υψηλό ποσοστό εμμετρότητας, με την ιαμβική εκφορά του στίχου να διαπερνά και να χαρακτηρίζει όλο το εξεταζόμενο ποιητικό έργο, σε βαθμό που, αν δεν συνυπολογίζαμε τη λογοτεχνική ιστορικότητα της ποίησης αυτής, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ελευθερωμένη. Τα ποιήματα αυτά ενισχύονται ρυθμολογικά από ομοιοκαταληκτικούς σχηματισμούς και ομοηχίες, διασκελισμούς, παρηχήσεις, επαναφορές, επαναλήψεις, οπτικοποίηση. Δεν προτιμάται ο μακροσκελής ελεύθερος στίχος και υιοθετείται κατά βάση ορθολογική χρήση της στίξης, εναρμονισμένη με τη συχνή χρήση αφηγηματικών φωνών, αντλημένων από τον χώρο του μύθου και της ιστορίας.
Κλείνοντας και αντικρίζοντας εν συνόλω την ποιητική παραγωγή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, παρατηρεί κανείς ότι σε πολλά σημεία της δίνει την αίσθηση του μορφικά “ραγισμένου”, του ρυθμικά άστοχου. Δεν πρόκειται ασφαλώς για ποιητική ατέλεια. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει την απάντηση σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Παρασκήνιο», αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η φύση η ίδια δεν είναι τετραγωνισμένη. Δεν έχει μια ευθεία γραμμή η φύσις. Όλα είναι ανώμαλα στη φύση. Γι’ αυτό είναι και πολύ ωραία. Αυτή η ανωμαλία, την οποία επιδιώκω και στην ίδια την ποίησή μου, δηλαδή ενώ μπορώ κάλλιστα και έχω το ταλέντο και την ικανότητα να κάνω τους στίχους μου λείους και ομαλούς και να κυλούν αρμονικότατα, ξαφνικά βάζω ένα λιθαράκι, κάνω κάτι που δημιουργεί μια ασυνταξία, μια ανωμαλία στον στίχο, για να δημιουργώ την αίσθηση της ζωής, το βάδισμα όπως προχωρείς σε ένα μονοπάτι, το σκόνταμμα, δηλαδή την ανάσα της ζωής, ακόμα και το σαρδάμ που λέει κανείς μιλώντας».[47]
Αν ο ρυθμός του σύμπαντος απόλυτα επιμένει, λοιπόν, για να δανειστώ τον πρώτο στίχο από το ποίημα «Δεύτερη Άλωση»[48] της συλλογής Η Νύχτα των Κήπων, μακάρι να επιμένει για πάντα.