Το όψιμο στάδιο της χρόνιας λοίμωξης από «γονεϊό»

Το όψιμο στάδιο της χρόνιας λοίμωξης από «γονεϊό»

Γιώργος Λαμπράκος, «Αναμνήσεις από το ρετιρέ», εκδ. Οκτώ 2022






Τις Αναμνήσεις από το ρετιρέ[1] –όπως και όλα τα βιβλία του Γιώργου Λαμπράκου– τις απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, όταν όμως τελικά τις διάβασα, τις λάτρεψα. Οι αντιστάσεις μου μάλλον οφείλονταν σε ένα είδος ενστίκτου συναισθηματικής αυτοσυντήρησης, καθώς ο συγγραφέας σε στήνει μπροστά σε άβολες αλήθειες. Σε καλεί να περάσεις μέσα από ένα παχύ στρώμα κυνισμού και σκληρότητας, μέσα από κόσμους όπου κυριαρχούν οι υπολογιστές και οι άνθρωποι μηχανές, για να σε οδηγήσει εν τέλει –ενώ εσύ απολαμβάνεις κάθε λεπτό της αναγνωστικής διαδρομής σου– εκεί όπου θα νιώσεις για τα καλά αυτό που πιστεύω πως συνιστά τον πυρήνα των έργων του: το πόσο μάταιη είναι μια ζωή χωρίς αγάπη, χωρίς τη δημιουργία ενός κοινού κόσμου μαζί με τον όποιον σημαντικό Άλλο.

Πρωταγωνιστής των Αναμνήσεων είναι ο Μανόλης Αλεξανδράκης που, ως άλλος θεός, επιθυμεί να μας πλάσει καθ’ ομοίωσίν του. Ποιος είναι όμως αυτός ο άνθρωπος, που η αστυνομία τον βρήκε νεκρό, τρεις μήνες μετά τον θάνατό του, με τα σάπια δάχτυλά του κολλημένα πάνω στο λιγδιασμένο πληκτρολόγιο;

Ο Μανόλης δεν δουλεύει, δεν συμμετέχει στα κοινά, δεν έχει επαφή με τη φύση, δεν μαγειρεύει, δεν καθαρίζει, δεν πίνει αλκοόλ (τον ρίχνει σε κώμα), δεν παίρνει ναρκωτικά (τον βάζουν σε έκσταση), δεν ονειρεύεται, δεν βλέπει τηλεόραση, δεν διαβάζει εφημερίδες (ούτε και βιβλία από ένα σημείο και μετά), δεν ακούει μουσική, δεν μιλάει – μόνο πληκτρολογεί. Είναι εντελώς αποσυνδεδεμένος από τον πραγματικό κόσμο και τους ανθρώπους. Από παιδί, όμως, δεν ήταν;

«Ο πατέρας μου ήταν σωματικά απών, η μάνα μου ψυχικά απούσα, η γιαγιά μου διανοητικά απούσα, αδέρφια δεν είχα, φίλους δεν είχα, εχθρούς δεν είχα. Με ποιον λοιπόν να τα βάλω; Δεν είχα άλλη επιλογή από το να τα βάζω με τον εαυτό μου. Αυτό ήταν κακό».

Η ιδιαίτερη περίπτωση του Μανόλη Αλεξανδράκη έχει φωτιστεί από διαφορετικές πλευρές, χάρη στα άρθρα που έχουν γραφτεί κατά καιρούς για το συγκεκριμένο βιβλίο.** Προσωπικά, ακολούθησα μια διαφορετική οδό, θέλοντας να τηρήσω αυτό που εξέλαβα ως τελευταία επιθυμία του Μανόλη:

«Όσοι με διαβάζουν στο διαδίκτυο, λένε ότι τα λέω ωμά. Απαντώ: ωμά γεννήθηκα, ωμά μεγάλωσα, ωμά έζησα, ωμά ζω, ωμά θα πεθάνω. Θα τα γράψω λοιπόν ωμά. Περιμένω όμως να μη διαβάζονται ωμά».

Τι σημαίνει «να μη διαβάζονται ωμά»; Σημαίνει να τα διαβάσουμε κρατώντας το συναίσθημα παρόν, όσο κι αν αυτό μοιάζει να απουσιάζει από τα λόγια του Μανόλη. Η συγκεκριμένη φράση δεν μπορούσε παρά να ξυπνήσει την ήδη υπάρχουσα μανία μου να εντοπίζω στις ιστορίες το σημείο μηδέν, απ’ το οποίο ξεκινά να εκτυλίσσεται μια ιστορία. Έτσι, λοιπόν, στέκομαι στο σπάσιμο ενός παιδικού μολυβιού, καθώς και στο μεγάλο ψέμα του Μανόλη.

«Δεν είμαι μισάνθρωπος» γράφει, και εν προκειμένω μάλλον μας λέει την αλήθεια. Κατά βάθος, ο Μανόλης δεν μισεί κάθε είδους επικοινωνία, σχέση και επαφή, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να διψάει για όλα αυτά. «Άρχισα να μιλώ και να γράφω από πολύ νωρίς» μας λέει, αφήνοντάς μας να συμπεράνουμε πως ήταν εκ φύσεως λάτρης της επικοινωνίας. Τι πήγε τόσο στραβά;

«Ο πατέρας μου αντιμετώπισε αρνητικά τη βασική ενασχόληση της πρώιμης ηλικίας μου: το να γράφω με μολύβι τους τοίχους του σπιτιού. Στο τετράδιο η μάνα μου κατέγραψε πως μια μέρα, όταν ήμουν δύο χρόνων, ο πατέρας μού έσπασε το μολύβι, το σπουδαιότερο εργαλείο της ζωής μου. Την πράξη αυτή την κατέγραψε με λόγια θετικά: “Καλά του ’κανε που του το ’κοψε στη μέση, να μάθει το μαλακισμένο να μαυρίζει τους τοίχους”».

Το αγόρι μεγάλωνε με δυο γονείς οι οποίοι ούτε που υποψιάζονταν ότι αυτές οι μουτζούρες στους τοίχους του σπιτιού ήταν τα πρώτα συνθήματα ενός παιδιού που ένιωθε πως δεν είχε κανέναν στον κόσμο! Με τον καιρό, οι μουτζούρες μετατράπηκαν σε λέξεις, οι οποίες ωστόσο έμειναν αμοίραστες. Όταν ένα παιδί νιώθει ανεπιθύμητο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, είναι δυνατόν να νιώθει το αντίθετο έξω απ’ αυτό; Στο σχολείο, φίλους δεν είχε. Όποτε άνοιγε το στόμα του να μιλήσει σε κάποιον, ήταν απλώς για να τον διώξει. Στο δημοτικό κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Αποτυγχάνει.

Διαβάζοντας αυτές τις «αναμνήσεις μιας θαμμένης ζωής», νιώθει κανείς πως αυτός ο άνθρωπος ζει σ’ ένα σπίτι-φυλακή, πηγαίνει σ’ ένα σχολείο-φυλακή, μεγαλώνει μέσα σ’ έναν εαυτό-φυλακή, για να κλειστεί εν τέλει σ’ ένα «ρετιρέ»-φυλακή, μακριά απ’ όλους κι από όλα, όπου θα δημιουργήσει μια σχεδόν συντροφική σχέση με έναν υπολογιστή.

Ο έρωτας και η σεξουαλική επαφή που, ενδεχομένως, να τον έφερναν πιο κοντά στην ανθρώπινη υπόστασή του, εμφανίζονται με δύο διαφορετικές μορφές που, αμφότερες, καταδικάζουν και αυτό το κεφάλαιο σε αποτυχία: στο γυμνάσιο, τον βιάζει μια καθηγήτριά του, και στο λύκειο, που για πρώτη και τελευταία φορά τον βλέπουμε να ενδιαφέρεται για μια κοπέλα, και γενικά για έναν άλλον άνθρωπο, η κοπέλα τον χωρίζει λέγοντάς του πως μαζί του νιώθει πιο μόνη απ’ ό,τι όταν είναι τελείως μόνη. Και την καταλαβαίνει απόλυτα, μιας κι είναι πλέον απολύτως πεπεισμένος ότι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να επικοινωνούν. Όλοι οι άνθρωποι, κι όχι μονάχα εκείνος. Αυτή είναι η απαραίτητη άμυνά του, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή.

Ο Μανόλης μαθαίνει να ζει από παιδί συντροφιά με τον αφόρητο πόνο της μη αποδοχής, της στέρησης της αγάπης και της στοργής. Βλέπει συχνά στον ύπνο του πως έχει κατασκευαστεί σε εργαστήριο – ονειρεύεται ή, ορθότερα, εύχεται, να μην είχε γεννηθεί από ανθρώπους. Αποτυγχάνοντας να ξεχάσει ή να αυτοκασταστραφεί, αποφασίζει να γίνει ο δημιουργός της απόλυτης καταστροφής: «Θα γεννήσω το τίποτα του ανθρώπου και μετά θα πεθάνω». Κι έτσι, η θλιβερή ζωή του αποκτά πλέον κάποιο νόημα.

Ο ανεκδήλωτος θυμός, τα στρώματα μίσους που χτίζονται σταδιακά μέσα του, τον οδηγούν σε συναισθηματική παράλυση αλλά και στη σύλληψη της τελικής λύσης: θα γίνει άνθρωπος μηχανή (οι μηχανές δεν έχουν συναισθήματα) και με εργαλείο του τον υπολογιστή θα απομονώσει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο, για να μην μπορεί ο άνθρωπος να αναπαράγει άνθρωπο. Για να πάψουν να υπάρχουν πια στον κόσμο γονείς. Κατ’ ουσία, οι δικοί του γονείς. Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ψέματα που λέει ο Μανόλης στον εαυτό του. Όντας πεπεισμένος πως η σύγκρουση είναι ανάμεσα σ’ εκείνον και την ανθρωπότητα, παραβλέπει πως η πραγματική σύγκρουση είναι ανάμεσα σ’ εκείνον και τους γονείς του, τους οποίους μάλιστα ισχυρίζεται πως δεν μισεί. Αδυνατώντας, λοιπόν, να τους ακυρώσει, χρειάζεται να κάνει τον κόσμο να νιώσει όπως νιώθει ο ίδιος: να γεννήσει μια καταστροφή που θα προκαλέσει «τις μεγαλύτερες οδύνες σε αυτόν τον κόσμο».

«Η καταστροφή του κόσμου θα έρθει με τη μορφή ενός φαινομενικά ανεπαίσθητου ιού, του δικού μου μοναδιού, που θα δρα διαδικτυακά στο πιο ευάλωτο τμήμα του ανθρώπου: στην ψυχή του».

Προφανώς, ο «μοναδιός» του θα δράσει με εξίσου ανεπαίσθητο τρόπο όπως έδρασε στο παρελθόν στην ψυχή του Μανόλη ένας άλλος ιός: ο γονεϊός. Ο συγκεκριμένος ιός, από τον οποίο προσβλήθηκε σε πολύ τρυφερή ηλικία και έκτοτε δεν κατάφερε να τον αποτινάξει, τον κλείδωσε στη μοναχικότητά του, καθιστώντας τον εξαίρεση στον γενικό κανόνα. Έτσι κλειδωμένος όπως είναι εντός του, είναι αδύνατον να πλησιάσει τους ανθρώπους – μπορεί μονάχα να τους παρατηρεί. Κι αφού δεν μοιάζει στους άλλους, τότε θα κάνει τους άλλους να μοιάσουν σ’ αυτόν. Κι έτσι, δεν θα ’ναι πια μόνος. Θα ’μαστε μόνοι όλοι μαζί.



______________
* Οι Αναμνήσεις από το ρετιρέ (καθώς και το Αίμα Μηχανή) του Γιώργου Λαμπράκου επανεκδόθηκαν τον Μάρτιο του 2022 και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οκτώ.
** Σημαντικό μέρος των εν λόγω άρθρων βρίσκεται συγκεντρωμένο εδώ: https://lamprakos.wordpress.com/

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: