Ποιήματα για τη σάρκα και το κενό

Ποιήματα για τη σάρκα και το κενό

Θέκλα Γεωργίου, «Υποθαλάμια», εκδ. Σαιξπηρικόν 2022

Θα ξε­κι­νή­σω από τον Ελύ­τη. Σ’ ένα από τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα δο­κί­μιά του, εκεί­νο για τον Ρω­μα­νό τον Με­λω­δό, προ­τεί­νει μια ποι­η­τι­κή διά­κρι­ση, σύμ­φω­να με την οποία από τη μία το­πο­θε­τεί­ται η πρι­σμα­τι­κή ποί­η­ση, όπως την ονο­μά­ζει, και από την άλ­λη η επί­πε­δη. Πρι­σμα­τι­κή εί­ναι, φε­ρ’ ει­πείν, η ποί­η­ση του Δ.Π. Πα­πα­δί­τσα που, ακό­μη και αν σω­ζό­ταν κομ­μα­τια­σμέ­νη, πά­λι θα ανα­γνω­ρί­ζα­με από τα απο­σπά­σμα­τα που θα έμε­ναν έναν με­γά­λο ποι­η­τή. Πα­ρά­δειγ­μα ο στί­χος: Θα λεί­πεις /και φυ­σά­ει απ' τη με­ριά που λι­γο­στεύω. Επί­πε­δη εί­ναι η ποί­η­ση του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, του οποί­ου τα ποι­ή­μα­τα για να εί­ναι δρα­στι­κά πρέ­πει να δια­βα­στούν ολό­κλη­ρα, δια­φο­ρε­τι­κά μπο­ρεί να μην εί­ναι πα­ρά αδιά­φο­ρες κα­θη­με­ρι­νές φρά­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα: Στην οδό Αι­γύ­πτου -πρώ­τη πά­ρο­δος δε­ξιά- / Τώ­ρα υψώ­νε­ται το μέ­γα­ρο της Τρά­πε­ζας Συ­ναλ­λα­γών. Από τη μία, έχου­με δη­λα­δή ποι­η­τές οι οποί­οι δη­μιουρ­γούν ποι­η­τι­κούς πυ­ρή­νες και με αυ­τούς ή γύ­ρω από αυ­τούς χτί­ζουν το ποί­η­μα και, από την άλ­λη, ποι­η­τές οι οποί­οι δη­μιουρ­γούν ποι­ή­μα­τα που δια­βά­ζο­νται και λει­τουρ­γούν μό­νο ως σύ­νο­λο, και όχι με τους επι­μέ­ρους στί­χους τους.

Εί­ναι μια διά­κρι­ση που τη σκέ­φτο­μαι και προ­σπα­θώ να την εφαρ­μό­σω σε κά­θε νέο ποι­η­τι­κό βι­βλίο που δια­βά­ζω, ως ένα πρώ­το όρ­γα­νο προ­σα­να­το­λι­σμού. Σε αυ­τή λοι­πόν την κλί­μα­κα, πρι­σμα­τι­κής και επί­πε­δης ποί­η­σης, τα ποι­ή­μα­τα της Θέ­κλας Γε­ωρ­γί­ου δεν εί­μαι βέ­βαιος πού πρέ­πει να τα το­πο­θε­τή­σω. Υπάρ­χουν, στα σα­ρά­ντα τρία ποι­ή­μα­τα που απαρ­τί­ζουν τα «Υπο­θα­λά­μια», στί­χοι που λει­τουρ­γούν σαν αυ­τό­νο­μες μα­γι­κές φρά­σεις και αιχ­μα­λω­τί­ζουν το αυ­τί του ανα­γνώ­στη, ανε­ξάρ­τη­τα από τη ση­μα­σία που λαμ­βά­νουν πλάι στους υπό­λοι­πους στί­χους: Ο άν­θρω­πος εί­ναι κά­τι που ξε­περ­νιέ­ται ή Η νύ­χτα περ­πα­τά­ει σε τό­ξα. Υπάρ­χουν όμως και ποι­ή­μα­τα που μό­νο αν δια­βα­στούν ολό­κλη­ρα πεί­θουν για την ποι­η­τι­κή τους δύ­να­μη. Επι­τρέψ­τε μου να δια­βά­σω ένα από αυ­τά ολό­κλη­ρο: Μι­σώ το κε­φά­λι μου. / Τα χνώ­τα των υγρών σκέ­ψε­ων. / Τον ιδρώ­τα του άλ­λου. / Την οσμή που ανα­δί­δει η πα­ρά­νοια. // Το σώ­μα υπο­τάσ­σε­ται. / Το σώ­μα υπο­τάσ­σει. / Οι νευ­ρώ­νες τη σάρ­κα. / Η σάρ­κα τους νευ­ρώ­νες. // Η εί­σο­δος ΑΛ­ΛΟΥ. Υπάρ­χει όμως και μια τρί­τη ομά­δα ποι­η­μά­των που μό­νο αν δια­βα­στούν σε συν­δυα­σμό μα­ζί με τα υπό­λοι­πα της συλ­λο­γής, ή πα­ράλ­λη­λα με κά­ποια από αυ­τά, φα­νε­ρώ­νουν την ποι­η­τι­κή ση­μα­σία τους. Ένα από αυ­τά έχει τον τί­τλο «Τρία» που ακο­λου­θεί­ται από έξι όλες κι όλες λέ­ξεις: του άσπρου, / του μαύ­ρου, / του γκρι.

Τι έχου­με εδώ λοι­πόν; Πώς δια­βά­ζε­ται μια ποί­η­ση που δεν χω­ρά­ει εύ­κο­λα ού­τε καν σε μια τό­σο πλα­τιά κα­τη­γο­ριο­ποί­η­ση σαν αυ­τή που μό­λις πε­ριέ­γρα­ψα; Η προ­φα­νής απά­ντη­ση εί­ναι, βέ­βαια, ότι όπως όλα τα βι­βλία έτσι και αυ­τό κά­θε ανα­γνώ­στης το δια­βά­ζει με τον δι­κό του τρό­πο. Υπάρ­χουν, ωστό­σο, κά­ποια νή­μα­τα που δια­τρέ­χουν ολό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή, τα οποία μπο­ρούν να μας βοη­θή­σουν να προ­σα­να­το­λι­στού­με εντός της και να κά­νουν ευ­κρι­νέ­στε­ρη την ενό­τη­τά της. Θα δο­κι­μά­σω να πα­ρου­σιά­σω τέσ­σε­ρα από αυ­τά τα νή­μα­τα, ακρο­θι­γώς έστω, πρώ­τα όμως να τα κα­τα­γρά­ψω: ξε­χω­ρί­ζω το θέ­μα της ποί­η­σης και του ποι­η­τή, το θέ­μα της σάρ­κας, του σώ­μα­τος, το θέ­μα της δια­λε­κτι­κής των προ­σώ­πων και, τε­λευ­ταίο, το θέ­μα της γλώσ­σας με την οποία όλα αυ­τά εκ­φρά­ζο­νται.

Υπάρ­χει λοι­πόν μια ομά­δα ποι­η­μά­των ή στί­χων μες στα «Υπο­θα­λά­μια» που δο­κι­μά­ζουν να απα­ντή­σουν στο ερώ­τη­μα από πού έρ­χο­νται τα ποι­ή­μα­τα και, κα­τά συ­νέ­πεια, τι δου­λειά κά­νει ο ποι­η­τής. Εί­ναι τα ποι­ή­μα­τα που, συ­νή­θως, ονο­μά­ζου­με ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής ή ποι­ή­μα­τα για την ποί­η­ση και συ­χνά κα­τη­γο­ρού­νται ως αυ­το­α­να­φο­ρι­κά και, κα­τά συ­νέ­πεια, αδιά­φο­ρα για τον ανα­γνώ­στη. Στην πε­ρί­πτω­ση της Θέ­κλας Γε­ωρ­γί­ου, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα κα­τά την αντί­λη­ψή μου, αυ­τό δεν ισχύ­ει, κα­θώς η ποι­ή­τρια δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να πε­ριαυ­το­λο­γή­σει, αλ­λά να πα­ρου­σιά­σει την ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία ως κομ­μά­τι της ζω­ής κά­θε αν­θρώ­που, δη­λώ­νο­ντας ότι, με τον ίδιο τρό­πο που ο ποι­η­τής εξο­ρύσ­σει τα ποι­ή­μα­τα από μέ­σα του, και ο ανα­γνώ­στης βρί­σκει την αλή­θεια, τη δι­κή του και του κό­σμου.

Ποιος εί­ναι αυ­τός ο τό­πος; Από πού έρ­χο­νται, λοι­πόν, τα ποι­ή­μα­τα; Ξε­κι­νώ­ντας από τον τί­τλο της συλ­λο­γής, θα λέ­γα­με από τον υπο­θά­λα­μο, δη­λα­δή την πε­ριο­χή εκεί­νη του εγκε­φά­λου που εί­ναι υπεύ­θυ­νη, όπως δια­βά­ζου­με, για ορι­σμέ­νες από τις ζω­τι­κές αν­θρώ­πι­νες λει­τουρ­γί­ες, όπως η σί­τι­ση, η δια­σφά­λι­ση της ομοιό­στα­σης (της εσω­τε­ρι­κής δη­λα­δή ισορ­ρο­πί­ας του σώ­μα­τος), η ρύθ­μι­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος, η ρύθ­μι­ση του κιρ­κά­διου ρυθ­μού, η ανα­πα­ρα­γω­γή και ο με­τα­βο­λι­σμός. Η ποί­η­ση ορί­ζε­ται έτσι ως μία ακό­μη ζω­τι­κή λει­τουρ­γία του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος.

Τα ποι­ή­μα­τα μάς πα­ρέ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες για την κα­τα­γω­γή της ποί­η­σης. Το πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής, οι «Αχι­βά­δες» την το­πο­θε­τεί μες στα σπλά­χνα, στην κρε­ουρ­γη­μέ­νη κοί­τη της αγ­χι­νοί­ας, ενώ στο επό­με­νο το ποί­η­μα ορί­ζε­ται ως ορ­γα­σμός δί­χως ήχο, ένα εσω­τε­ρι­κό γε­γο­νός που στιγ­μιαία συ­γκλο­νί­ζει την ποι­ή­τρια. Πα­ρα­κά­τω ξα­να­βρί­σκου­με το ποί­η­μα να κρε­ουρ­γεί την αγ­χί­νοια, να σκί­ζει τους βρόγ­χους, να ποιεί και να πί­νει την ποι­ή­τρια, να την ορί­ζει και να ορί­ζε­ται απ’ αυ­τήν. Μοιά­ζει ξε­κά­θα­ρο ότι ο ποι­η­τής, κά­θε ποι­η­τής, εξο­ρύσ­σει το ποί­η­μα από μέ­σα του, το εκρι­ζώ­νει με φρί­κη, με πό­νο και τρό­μο, για να το προ­σφέ­ρει βαλ­μέ­νο σε λέ­ξεις. Κι όμως θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να μην ανα­φέ­ρε­ται στο ποί­η­μα, αλ­λά στον έρω­τα, στην καρ­διά ή στον ίδιο τον άν­θρω­πο που ανοί­γε­ται ενώ­πιον του άλ­λου.

Θα δια­βά­σω ολό­κλη­ρο ένα ποί­η­μα, το «Βα­ζά­κι», που, αφε­νός, μας συν­δέ­ει με το επό­με­νο θέ­μα στο οποίο θέ­λω ν’ ανα­φερ­θώ και, αφε­τέ­ρου, κά­νει ξε­κά­θα­ρη την πο­λυ­ση­μία του ποι­η­τι­κού λό­γου, κα­θώς προ­σφέ­ρε­ται σε πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες:

Μ’ ένα κα­λά ακο­νι­σμέ­νο νυ­στέ­ρι
Τε­μά­χι­σα το ση­μείο της σάρ­κας,
εκεί ανά­με­σα στους δυο κόλ­πους.
Ανα­κά­τευα με τα νύ­χια βου­τηγ­μέ­να στο κόκ­κι­νο.
Για ώρα.
Ώσπου την άρ­πα­ξα.
Ακα­ριαία την άρ­πα­ξα.
Ακα­ριαία την τρά­βη­ξα
να πνί­ξω το ουρ­λια­χτό.
Τη σφή­νω­σα σ’ ένα βα­ζά­κι,
να σε τα­ΐ­ζω κά­θε μέ­ρα μ’ αυ­τήν.

Το τε­λευ­ταίο κομ­μά­τι το έφτυ­νες.
Πά­ντα.

Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι η ποί­η­ση αυ­τό που προ­σφέ­ρε­ται σε αυ­τό το ποί­η­μα, θα μπο­ρού­σε ωστό­σο να εί­ναι και η ίδια η μα­τω­μέ­νη καρ­διά του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου. Μια ερ­μη­νεία που υπο­στη­ρί­ζε­ται και από τα άλ­λα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής, κα­θώς η ποί­η­ση της Θέ­κλας Γε­ωρ­γί­ου εί­ναι μία κα­τε­ξο­χήν σω­μα­τι­κή ποί­η­ση – το δεύ­τε­ρο κα­θο­δη­γη­τι­κό νή­μα που εντό­πι­σα δια­βά­ζο­ντας το βι­βλίο.

Τα «Υπο­θα­λά­μια» εί­ναι χω­ρι­σμέ­να σε δύο μέ­ρη: το πρώ­το έχει τον τί­τλο «Κάρ­νε», δη­λα­δή σάρ­κα, κρέ­ας στις πε­ρισ­σό­τε­ρες λα­τι­νο­γε­νείς γλώσ­σες, ενώ το δεύ­τε­ρο τον τί­τλο «Βοη/ντ», δη­λα­δή κε­νό στα αγ­γλι­κά, που ωστό­σο πε­ριέ­χει μέ­σα του και τη βοή, κα­θώς εί­ναι γραμ­μέ­νο με ελ­λη­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες. Η σάρ­κα, τα όρ­γα­να του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος και οι λει­τουρ­γί­ες τους κυ­ριαρ­χούν ή έστω εμ­φα­νί­ζο­νται στα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής. Εί­ναι γνω­στό εξάλ­λου ότι ο ποι­η­τής γρά­φει την ιστο­ρία του σώ­μα­τός του. Η Θέ­κλα Γε­ωρ­γί­ου φαί­νε­ται να εφαρ­μό­ζει αυ­τή την αρ­χή πιο κυ­ριο­λε­κτι­κά από άλ­λους ποι­η­τές μας, θυ­μί­ζο­ντας ορι­σμέ­νως την Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ.

Θα αρ­κε­στώ σε μια απλή κα­τα­γρα­φή των σχε­τι­κών ση­μά­των που συ­να­ντά­με στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου: τα σπλά­χνα, το στο­μά­χι, οι βρόγ­χοι, το κε­φά­λι, τα χνώ­τα, ο ιδρώ­τας, η οσμή, οι νευ­ρώ­νες, η σάρ­κα, το στό­μα, το χέ­ρι, το σώ­μα, η μή­τρα, η τε­στο­στε­ρό­νη, οι κόλ­ποι, τα νύ­χια, το πρό­σω­πο, τα κορ­μιά, το κρα­νίο, το δέρ­μα, η χώ­νε­ψη, η αι­μορ­ρα­γία, οι χού­φτες, τα δά­χτυ­λα, τα δό­ντια, το τραύ­μα. Επέ­μει­να σχε­δόν εξα­ντλη­τι­κά στις λέ­ξεις αυ­τές, πολ­λές από τις οποί­ες επα­να­λαμ­βά­νο­νται ξα­νά και ξα­νά στα ποι­ή­μα­τα, για­τί δεν ξέ­ρω πολ­λά ποι­η­τι­κά βι­βλία που να δί­νουν τό­ση ση­μα­σία στο σώ­μα και στις λει­τουρ­γί­ες του.

Θα εί­μαι πιο σύ­ντο­μος στα δύο τε­λευ­ταία θέ­μα­τα που έχω ξε­χω­ρί­σει. Το πρώ­το από αυ­τά εί­ναι αυ­τό που ονο­μά­ζω Δια­λε­κτι­κή των προ­σώ­πων ή, ίσως, Δια­λε­κτι­κή των προ­σω­πι­κών αντω­νυ­μιών, εν­νο­ώ­ντας την εναλ­λα­γή στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής των αντω­νυ­μιών εγώ – εσύ – αυ­τό ή αυ­τός – εμείς. Στο βι­βλίο δεν κυ­ριαρ­χεί το πρώ­το πρό­σω­πο, όπως συμ­βαί­νει στα πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλία της επο­χής μας, η ποι­ή­τρια δεν μι­λά­ει διαρ­κώς για τον εαυ­τό της. Αλ­λά ού­τε απευ­θύ­νε­ται σε ένα εσύ, όπως επί­σης συ­χνά συμ­βαί­νει στην ερω­τι­κή κυ­ρί­ως ποί­η­ση. Αντι­θέ­τως εναλ­λάσ­σει τα δύο ρη­μα­τι­κά πρό­σω­πα, ενώ κά­πο­τε κα­τα­φεύ­γει επί­σης στο αντι­κει­με­νι­κό και απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο τρί­το πρό­σω­πο, κα­θώς και στο συλ­λο­γι­κό εμείς. Κι αν μι­λάω για δια­λε­κτι­κή, εν­νοώ πως δεν έχου­με μια απλή εναλ­λα­γή -θέ­ση και αντί­θε­ση- των προ­σώ­πων απ’ το ένα ποί­η­μα στο άλ­λο, αλ­λά μια σύν­θε­ση που φέρ­νει δί­πλα δί­πλα τους πρω­τα­γω­νι­στές, αν επι­τρέ­πε­ται να το πω έτσι των ποι­η­μά­των. Ένα δη­λω­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το ποί­η­μα με τον τί­τλο «Δια­σταυ­ρού­με­να εγώ»

Δύο εγώ σ’ ένα κύ­κλο
Κοι­τιού­νται.
Συ­να­ντώ­νται.
Πάλ­λο­νται.

Έρ­χο­μαι στο τε­λευ­ταίο θέ­μα που θέ­λω να θί­ξω. Το πιο δύ­σκο­λο ίσως να πε­ρι­γρα­φεί, χω­ρίς να κα­τα­φύ­γου­με στην ανά­γνω­ση όλων των ποι­η­μά­των: στη γλώσ­σα τους. Η γλώσ­σα της Θέ­κλας Γε­ωρ­γί­ου δια­φέ­ρει ου­σιω­δώς, αλ­λά όχι κραυ­γα­λέα, από τη γλώσ­σα των πε­ρισ­σό­τε­ρων σύγ­χρο­νων ποι­η­τι­κών βι­βλί­ων. Χω­ρίς να κά­νει άκαι­ρη, άστο­χη και επι­δει­κτι­κή χρή­ση ενός σπά­νιου και ιδιαί­τε­ρου λε­ξι­λο­γί­ου, όπως το βλέ­που­με κα­μιά φο­ρά να συμ­βαί­νει, δυ­να­μι­τί­ζει θα έλε­γα τη γλώσ­σα εν­θέ­το­ντας στους στί­χους της λέ­ξεις που δεν τις πε­ρι­μέ­νου­με ή, ακό­μα, λέ­ξεις δι­κής της επι­νό­η­σης, που ωστό­σο η ση­μα­σία τους, και στη μία και στην άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι διά­φα­νη και δεν μπλο­κά­ρει τον ανα­γνώ­στη κα­τά την ανά­γνω­ση.

Θα κλεί­σω με τρία τέσ­σε­ρα τέ­τοια πα­ρα­δείγ­μα­τα: Αυ­τό, που δια­κτι­νί­ζει αγρί­μια στον χρό­νο· οι ανο­ρια­κοί χα­ρα­κτή­ρες / δε χω­ρά­νε στη μή­τρα μας· χρώ­μα μα­βί αρα­χνή­σιο· ανή­κω στη λε­γό­με­νη ελεύ­θε­ρη κα­τά­δυ­ση: / κα­τα­γρά­φω μα­νί­ες δυ­τι­κές· η νύ­χτα […] ερ­μη­τί­ζει και ερ­μη­τί­ζε­ται. Αυ­τά νο­μί­ζω αρ­κούν από μέ­να. Τα υπό­λοι­πα στο ίδιο το βι­βλίο.




[ Κεί­με­νο που δια­βά­στη­κε κα­τά την πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου στις 7 Απρι­λί­ου 2023, στο βι­βλιο­πω­λείο Μωβ σκί­ου­ρος ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: