Θα ξεκινήσω από τον Ελύτη. Σ’ ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δοκίμιά του, εκείνο για τον Ρωμανό τον Μελωδό, προτείνει μια ποιητική διάκριση, σύμφωνα με την οποία από τη μία τοποθετείται η πρισματική ποίηση, όπως την ονομάζει, και από την άλλη η επίπεδη. Πρισματική είναι, φερ’ ειπείν, η ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα που, ακόμη και αν σωζόταν κομματιασμένη, πάλι θα αναγνωρίζαμε από τα αποσπάσματα που θα έμεναν έναν μεγάλο ποιητή. Παράδειγμα ο στίχος: Θα λείπεις /και φυσάει απ' τη μεριά που λιγοστεύω. Επίπεδη είναι η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, του οποίου τα ποιήματα για να είναι δραστικά πρέπει να διαβαστούν ολόκληρα, διαφορετικά μπορεί να μην είναι παρά αδιάφορες καθημερινές φράσεις. Παράδειγμα: Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- / Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών. Από τη μία, έχουμε δηλαδή ποιητές οι οποίοι δημιουργούν ποιητικούς πυρήνες και με αυτούς ή γύρω από αυτούς χτίζουν το ποίημα και, από την άλλη, ποιητές οι οποίοι δημιουργούν ποιήματα που διαβάζονται και λειτουργούν μόνο ως σύνολο, και όχι με τους επιμέρους στίχους τους.
Είναι μια διάκριση που τη σκέφτομαι και προσπαθώ να την εφαρμόσω σε κάθε νέο ποιητικό βιβλίο που διαβάζω, ως ένα πρώτο όργανο προσανατολισμού. Σε αυτή λοιπόν την κλίμακα, πρισματικής και επίπεδης ποίησης, τα ποιήματα της Θέκλας Γεωργίου δεν είμαι βέβαιος πού πρέπει να τα τοποθετήσω. Υπάρχουν, στα σαράντα τρία ποιήματα που απαρτίζουν τα «Υποθαλάμια», στίχοι που λειτουργούν σαν αυτόνομες μαγικές φράσεις και αιχμαλωτίζουν το αυτί του αναγνώστη, ανεξάρτητα από τη σημασία που λαμβάνουν πλάι στους υπόλοιπους στίχους: Ο άνθρωπος είναι κάτι που ξεπερνιέται ή Η νύχτα περπατάει σε τόξα. Υπάρχουν όμως και ποιήματα που μόνο αν διαβαστούν ολόκληρα πείθουν για την ποιητική τους δύναμη. Επιτρέψτε μου να διαβάσω ένα από αυτά ολόκληρο: Μισώ το κεφάλι μου. / Τα χνώτα των υγρών σκέψεων. / Τον ιδρώτα του άλλου. / Την οσμή που αναδίδει η παράνοια. // Το σώμα υποτάσσεται. / Το σώμα υποτάσσει. / Οι νευρώνες τη σάρκα. / Η σάρκα τους νευρώνες. // Η είσοδος ΑΛΛΟΥ. Υπάρχει όμως και μια τρίτη ομάδα ποιημάτων που μόνο αν διαβαστούν σε συνδυασμό μαζί με τα υπόλοιπα της συλλογής, ή παράλληλα με κάποια από αυτά, φανερώνουν την ποιητική σημασία τους. Ένα από αυτά έχει τον τίτλο «Τρία» που ακολουθείται από έξι όλες κι όλες λέξεις: του άσπρου, / του μαύρου, / του γκρι.
Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Πώς διαβάζεται μια ποίηση που δεν χωράει εύκολα ούτε καν σε μια τόσο πλατιά κατηγοριοποίηση σαν αυτή που μόλις περιέγραψα; Η προφανής απάντηση είναι, βέβαια, ότι όπως όλα τα βιβλία έτσι και αυτό κάθε αναγνώστης το διαβάζει με τον δικό του τρόπο. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια νήματα που διατρέχουν ολόκληρη τη συλλογή, τα οποία μπορούν να μας βοηθήσουν να προσανατολιστούμε εντός της και να κάνουν ευκρινέστερη την ενότητά της. Θα δοκιμάσω να παρουσιάσω τέσσερα από αυτά τα νήματα, ακροθιγώς έστω, πρώτα όμως να τα καταγράψω: ξεχωρίζω το θέμα της ποίησης και του ποιητή, το θέμα της σάρκας, του σώματος, το θέμα της διαλεκτικής των προσώπων και, τελευταίο, το θέμα της γλώσσας με την οποία όλα αυτά εκφράζονται.
Υπάρχει λοιπόν μια ομάδα ποιημάτων ή στίχων μες στα «Υποθαλάμια» που δοκιμάζουν να απαντήσουν στο ερώτημα από πού έρχονται τα ποιήματα και, κατά συνέπεια, τι δουλειά κάνει ο ποιητής. Είναι τα ποιήματα που, συνήθως, ονομάζουμε ποιήματα ποιητικής ή ποιήματα για την ποίηση και συχνά κατηγορούνται ως αυτοαναφορικά και, κατά συνέπεια, αδιάφορα για τον αναγνώστη. Στην περίπτωση της Θέκλας Γεωργίου, αλλά και γενικότερα κατά την αντίληψή μου, αυτό δεν ισχύει, καθώς η ποιήτρια δεν ενδιαφέρεται να περιαυτολογήσει, αλλά να παρουσιάσει την ποιητική δημιουργία ως κομμάτι της ζωής κάθε ανθρώπου, δηλώνοντας ότι, με τον ίδιο τρόπο που ο ποιητής εξορύσσει τα ποιήματα από μέσα του, και ο αναγνώστης βρίσκει την αλήθεια, τη δική του και του κόσμου.
Ποιος είναι αυτός ο τόπος; Από πού έρχονται, λοιπόν, τα ποιήματα; Ξεκινώντας από τον τίτλο της συλλογής, θα λέγαμε από τον υποθάλαμο, δηλαδή την περιοχή εκείνη του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη, όπως διαβάζουμε, για ορισμένες από τις ζωτικές ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η σίτιση, η διασφάλιση της ομοιόστασης (της εσωτερικής δηλαδή ισορροπίας του σώματος), η ρύθμιση της θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος, η ρύθμιση του κιρκάδιου ρυθμού, η αναπαραγωγή και ο μεταβολισμός. Η ποίηση ορίζεται έτσι ως μία ακόμη ζωτική λειτουργία του ανθρώπινου σώματος.
Τα ποιήματα μάς παρέχουν περισσότερες λεπτομέρειες για την καταγωγή της ποίησης. Το πρώτο ποίημα της συλλογής, οι «Αχιβάδες» την τοποθετεί μες στα σπλάχνα, στην κρεουργημένη κοίτη της αγχινοίας, ενώ στο επόμενο το ποίημα ορίζεται ως οργασμός δίχως ήχο, ένα εσωτερικό γεγονός που στιγμιαία συγκλονίζει την ποιήτρια. Παρακάτω ξαναβρίσκουμε το ποίημα να κρεουργεί την αγχίνοια, να σκίζει τους βρόγχους, να ποιεί και να πίνει την ποιήτρια, να την ορίζει και να ορίζεται απ’ αυτήν. Μοιάζει ξεκάθαρο ότι ο ποιητής, κάθε ποιητής, εξορύσσει το ποίημα από μέσα του, το εκριζώνει με φρίκη, με πόνο και τρόμο, για να το προσφέρει βαλμένο σε λέξεις. Κι όμως θα μπορούσε κάλλιστα να μην αναφέρεται στο ποίημα, αλλά στον έρωτα, στην καρδιά ή στον ίδιο τον άνθρωπο που ανοίγεται ενώπιον του άλλου.
Θα διαβάσω ολόκληρο ένα ποίημα, το «Βαζάκι», που, αφενός, μας συνδέει με το επόμενο θέμα στο οποίο θέλω ν’ αναφερθώ και, αφετέρου, κάνει ξεκάθαρη την πολυσημία του ποιητικού λόγου, καθώς προσφέρεται σε πολλαπλές ερμηνείες:
Μ’ ένα καλά ακονισμένο νυστέρι
Τεμάχισα το σημείο της σάρκας,
εκεί ανάμεσα στους δυο κόλπους.
Ανακάτευα με τα νύχια βουτηγμένα στο κόκκινο.
Για ώρα.
Ώσπου την άρπαξα.
Ακαριαία την άρπαξα.
Ακαριαία την τράβηξα
— να πνίξω το ουρλιαχτό.
Τη σφήνωσα σ’ ένα βαζάκι,
να σε ταΐζω κάθε μέρα μ’ αυτήν.
Το τελευταίο κομμάτι το έφτυνες.
Πάντα.
Θα μπορούσε να είναι η ποίηση αυτό που προσφέρεται σε αυτό το ποίημα, θα μπορούσε ωστόσο να είναι και η ίδια η ματωμένη καρδιά του ποιητικού υποκειμένου. Μια ερμηνεία που υποστηρίζεται και από τα άλλα ποιήματα της συλλογής, καθώς η ποίηση της Θέκλας Γεωργίου είναι μία κατεξοχήν σωματική ποίηση – το δεύτερο καθοδηγητικό νήμα που εντόπισα διαβάζοντας το βιβλίο.
Τα «Υποθαλάμια» είναι χωρισμένα σε δύο μέρη: το πρώτο έχει τον τίτλο «Κάρνε», δηλαδή σάρκα, κρέας στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες, ενώ το δεύτερο τον τίτλο «Βοη/ντ», δηλαδή κενό στα αγγλικά, που ωστόσο περιέχει μέσα του και τη βοή, καθώς είναι γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες. Η σάρκα, τα όργανα του ανθρώπινου σώματος και οι λειτουργίες τους κυριαρχούν ή έστω εμφανίζονται στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο ποιητής γράφει την ιστορία του σώματός του. Η Θέκλα Γεωργίου φαίνεται να εφαρμόζει αυτή την αρχή πιο κυριολεκτικά από άλλους ποιητές μας, θυμίζοντας ορισμένως την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Θα αρκεστώ σε μια απλή καταγραφή των σχετικών σημάτων που συναντάμε στις σελίδες του βιβλίου: τα σπλάχνα, το στομάχι, οι βρόγχοι, το κεφάλι, τα χνώτα, ο ιδρώτας, η οσμή, οι νευρώνες, η σάρκα, το στόμα, το χέρι, το σώμα, η μήτρα, η τεστοστερόνη, οι κόλποι, τα νύχια, το πρόσωπο, τα κορμιά, το κρανίο, το δέρμα, η χώνεψη, η αιμορραγία, οι χούφτες, τα δάχτυλα, τα δόντια, το τραύμα. Επέμεινα σχεδόν εξαντλητικά στις λέξεις αυτές, πολλές από τις οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στα ποιήματα, γιατί δεν ξέρω πολλά ποιητικά βιβλία που να δίνουν τόση σημασία στο σώμα και στις λειτουργίες του.
Θα είμαι πιο σύντομος στα δύο τελευταία θέματα που έχω ξεχωρίσει. Το πρώτο από αυτά είναι αυτό που ονομάζω Διαλεκτική των προσώπων ή, ίσως, Διαλεκτική των προσωπικών αντωνυμιών, εννοώντας την εναλλαγή στα ποιήματα της συλλογής των αντωνυμιών εγώ – εσύ – αυτό ή αυτός – εμείς. Στο βιβλίο δεν κυριαρχεί το πρώτο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στα περισσότερα βιβλία της εποχής μας, η ποιήτρια δεν μιλάει διαρκώς για τον εαυτό της. Αλλά ούτε απευθύνεται σε ένα εσύ, όπως επίσης συχνά συμβαίνει στην ερωτική κυρίως ποίηση. Αντιθέτως εναλλάσσει τα δύο ρηματικά πρόσωπα, ενώ κάποτε καταφεύγει επίσης στο αντικειμενικό και αποστασιοποιημένο τρίτο πρόσωπο, καθώς και στο συλλογικό εμείς. Κι αν μιλάω για διαλεκτική, εννοώ πως δεν έχουμε μια απλή εναλλαγή -θέση και αντίθεση- των προσώπων απ’ το ένα ποίημα στο άλλο, αλλά μια σύνθεση που φέρνει δίπλα δίπλα τους πρωταγωνιστές, αν επιτρέπεται να το πω έτσι των ποιημάτων. Ένα δηλωτικό παράδειγμα, το ποίημα με τον τίτλο «Διασταυρούμενα εγώ»
Δύο εγώ σ’ ένα κύκλο
Κοιτιούνται.
Συναντώνται.
Πάλλονται.
Έρχομαι στο τελευταίο θέμα που θέλω να θίξω. Το πιο δύσκολο ίσως να περιγραφεί, χωρίς να καταφύγουμε στην ανάγνωση όλων των ποιημάτων: στη γλώσσα τους. Η γλώσσα της Θέκλας Γεωργίου διαφέρει ουσιωδώς, αλλά όχι κραυγαλέα, από τη γλώσσα των περισσότερων σύγχρονων ποιητικών βιβλίων. Χωρίς να κάνει άκαιρη, άστοχη και επιδεικτική χρήση ενός σπάνιου και ιδιαίτερου λεξιλογίου, όπως το βλέπουμε καμιά φορά να συμβαίνει, δυναμιτίζει θα έλεγα τη γλώσσα ενθέτοντας στους στίχους της λέξεις που δεν τις περιμένουμε ή, ακόμα, λέξεις δικής της επινόησης, που ωστόσο η σημασία τους, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, είναι διάφανη και δεν μπλοκάρει τον αναγνώστη κατά την ανάγνωση.
Θα κλείσω με τρία τέσσερα τέτοια παραδείγματα: Αυτό, που διακτινίζει αγρίμια στον χρόνο· οι ανοριακοί χαρακτήρες / δε χωράνε στη μήτρα μας· χρώμα μαβί αραχνήσιο· ανήκω στη λεγόμενη ελεύθερη κατάδυση: / καταγράφω μανίες δυτικές· η νύχτα […] ερμητίζει και ερμητίζεται. Αυτά νομίζω αρκούν από μένα. Τα υπόλοιπα στο ίδιο το βιβλίο.
[ Κείμενο που διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 7 Απριλίου 2023, στο βιβλιοπωλείο Μωβ σκίουρος ]