Η νέα πεζογραφική απόπειρα του Κώστα Βούλγαρη έρχεται για να διευρύνει σημαντικά το πεδίο μέσα στο οποίο κινείται η σύγχρονη αφηγηματική τέχνη και τεχνική, εισηγούμενη όχι μόνο νέους τρόπους και τόπους γραφής, αλλά και μια γενναία και τολμηρή ανανέωση των παλιών και παγιωμένων. Γιατί αυτό που μπορεί να διακρίνει κανείς στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι οι δεσμοί, ενίοτε ιδιαίτερα ισχυροί, του συγγραφέα με συγκεκριμένους ομότεχνους, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Πάνου και ο Θανάσης Βαλτινός, και η υπόγεια, αδιόρατη, οπωσδήποτε όμως δεδηλωμένη πρόθεσή του να στηρίξει και να θεμελιώσει την προσπάθειά του πάνω στο έργο τους και σε όσα αυτοί κόμισαν στην τέχνη, ακριβώς για να μπορέσει να διαφοροποιηθεί και να διαφοροποιήσει, με τη σειρά του, την παράδοση, τη νεοελληνική πεζογραφική παράδοση που είναι, περισσότερο ίσως από ό, τι φαίνεται και χάρη σε τέτοια εγχειρήματα, πολυσχιδής και πολύμορφη. Ο Βούλγαρης λοιπόν συμβάλλει σημαντικά με το έργο του αυτό στην υπεράσπιση της διαφορετικότητας και της ποικιλομορφίας, στην απόκλιση, ως στάση πια δημιουργίας, από τον κανόνα όπως αυτός διαμορφώθηκε και εξακολουθεί να διαμορφώνεται από ανάγκες που μπορεί να είναι ακόμα και εξω-λογοτεχνικές. Υπακούοντας σε τέτοιου είδους εσωτερικές ωθήσεις λοιπόν ο συγγραφέας επιδίδεται ουσιαστικά σε μια συγγραφική ακροβασία, μια ισορρόπηση ανάμεσα σε ένα σύνολο από επιμέρους αφηγηματικά είδη στο ένα άκρο του οποίου βρίσκονται οι αφηγήσεις που έχουν για πρώτη ύλη τους γεγονότα πραγματικά, στιγμιότυπα και περιστατικά που έχουν συμβεί, πρόσωπα που έχουν υπάρξει αφήνοντας ανεξίτηλο και ανάγλυφο το στίγμα και το ίχνος της παρουσίας τους και, στο άλλο, αφηγήσεις εξ ολοκλήρου πλαστές, τεχνουργημένες με την αποκλειστική συνδρομή της φαντασίας του λογοτέχνη και της δημιουργικής εκείνης δύναμης που εμπνέεται από την πραγματικότητα και την αλήθεια, συνθέτει όμως μια εντελώς πλασματική συνθήκη μέσα στην οποία τίποτα δεν είναι, κι ας μοιάζει, πραγματικό. Αν θελήσει να κάνει κανείς πιο συγκεκριμένες αυτές τις δύο εκφάνσεις, θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει λόγο για τη σύζευξη και τη συνύφανση του αφηγηματικού είδους της αυτοβιογραφίας η οποία εκτρέπεται ή εναγκαλίζεται κομμάτια από την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, των Δολιανών Αρκαδίας, αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας από το 1821 μέχρι σήμερα, και της πλασματικής λογοτεχνικής αφήγησης η οποία αντιπροσωπεύεται από ιδιαίτερα ενδιαφέροντα χωρία μυθοπλασίας. Το όλο συγγραφικό εγχείρημα τίθεται κάτω από τη σκέπη μιας γυναικείας μορφής, της Νικηταρούς ή, αλλιώς, Μπετίνας, που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου και η οποία επίσης συγκροτείται, ως φιγούρα, από στοιχεία πραγματικά και φανταστικά, αποτελώντας ουσιαστικά μια μεταιχμιακή μορφή που έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, ακουμπά όμως και στο παρόν, έχει τις ρίζες της στο «εκεί» του αρκαδικού τοπίου, εξακτινώνεται όμως σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, στον οποίο εν τέλει μετουσιώνεται για να αποτελέσει ένα σύμβολο και ένα συμβολισμό μαζί.
Ίσως ο καλύτερος ειδολογικός υπότιτλος που θα μπορούσε να δοθεί στο συγκεκριμένο αφήγημα είναι αυτός της «μυθιστορίας» που καταδεικνύει ακριβώς την πρόθεση μιας ιστορικής κατά βάση αφήγησης που χωνεύεται με στοιχεία φανταστικά ή, καλύτερα, στοιχεία τα οποία επιδιώκουν και θέλουν να είναι πραγματικά ακριβώς για να ταιριάξουν στο σύνολο, ακόμα κι αν προέρχονται από την υποθετική-φαντασιακή λειτουργία της συνείδησης και της σκέψης του συγγραφέα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πάει ένα βήμα παραπέρα και να διατυπώσει μια πρόταση ερμηνείας που αλλάζει κάπως τα μέχρι σήμερα δεδομένα της αφηγηματολογίας, μια πρόταση που σχετίζεται με την ίδια τη φύση του υλικού που προσφέρεται στον Βούλγαρη για τη μορφοποίηση του σε τέχνη του λόγου. Ο τρόπος δηλαδή που ο συγγραφέας προσεγγίζει το υλικό του, τις αναμνήσεις, τις μαρτυρίες, τα ιστορικά και ειδησεογραφικά ντοκουμέντα, τη δική του αντίληψη για τον τόπο και τους ανθρώπους του, τα επίσημα ιστορικά γεγονότα φαίνεται πως προδίδει μια διαφοροποιημένη δημιουργική αντίληψη και διάθεση. Γιατί ο Βούλγαρης εντοπίζει σε όλο αυτόν τον όγκο πληροφοριών μια λογοτεχνική ροπή, την τάση τους να αποτελέσουν αφ’ εαυτών ένα λογοτεχνικό σώμα που εμφορείται από καλλιτεχνική δυναμική και προσδοκά, κατά βάση, εκείνον που θα την αναγνωρίσει και θα την αφήσει απλώς να ξεδιπλωθεί. Το γεγονός αυτό επικυρώνει περίτρανα η αφηγηματική δεινότητα και χάρη, η δεξιοτεχνία της εξιστόρησης που δεν αποκαλύπτει απλώς και μόνο έναν άξιο τεχνίτη του λόγου και των αποχρώσεων που η ελληνική γλώσσα προσέλαβε συν τω χρόνω, αλλά έναν εισηγητή του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ατενίζεται η ιστορία, η πραγματικότητα, η ζωή. Και ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την τέχνη. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ύλη αυτή της ζωής και τον ανθρώπων που τη μοιράζονται είναι φορέας και τροφοδότης της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του μέτρου αλλά και της υπέρβασής του με ορίζοντα ένα καλύτερο αύριο.