Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη, προσεγμένη, όπως όλες οι προηγούμενες, με τις λέξεις επιπλέον σμιλεμένες να γεννούν ρυθμό, έννοιες, συναισθήματα, με έμφαση στα δυσάρεστα, που αποκαλύπτουν ωμά την εποχή μας. Σημαντική η άρνηση –ανθός σε φυτώρια έπαρσης–, πολυσήμαντο το μηδέν – το μη-Εγώ που, αν και στρογγυλό άρα ολοκληρωμένο, χρειάζεται αντιπρόσωπο για να εκφραστεί–, με απέραντο βάθος η χρήση των ποιητικών μέτρων, καθώς, χωρίς ωδίνες, γεννούν τα σύνθετα νοήματα. Ο υπότιτλος, το μηδέν στον καθρέφτη, προετοιμάζει συνάμα την εποχή του μηδενός (τρίτο μέρος) και την εποχή στον καθρέφτη (πέμπτο). Ζούμε σε τόση ομίχλη που και ο ιδεατός καθρέφτης της ζωής μας την αντανακλά. Ένα κάτοπτρο, εξάλλου, γυάλινο ή υδάτινο, στόχο έχει να πολλαπλασιάζει την πραγματικότητα. Αρχέτυπο, μετουσιώνεται σε μυθική πόρτα και ανοίγει σε άλλο κόσμο. Μέσα από καθρέφτη πέρασε η Αλίκη για να φτάσει στη χώρα των θαυμάτων.
Η εικόνα της ψυχής που ταξιδεύει με αντικατοπτρισμό είναι πολύ παλιά και πηγάζει από τον Πλάτωνα. Στο ποιητικό δράμα του Δελιόπουλου πνέει φιλοσοφικός άνεμος που θυμίζει επίσης Πλωτίνο, με την ψυχή να είναι η κορύφωση των τριών οντολογικών βαθμίδων –Εν, Νους, Ψυχή– και τον πλατωνικό ουρανό να μεταναστεύει ακόμη πιο μακριά, πάντα με αντανάκλαση στη γη.
Στη μυθολογία ο Νάρκισσος βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό του σε λίμνη. Η Αλιρρόη, πιστή στο όνομά της –αλς + ροή–, επιλέγει τη θάλασσα, με την τεράστια έκτασή της, την ξέφρενη ροή της, τα απύθμενα βάθη της, σύνθετος ορισμός της ψυχής της. Νιώθει ότι είναι αρκετά δυνατή να δραπετεύσει από τα δεσμά της. Ωστόσο, για να το κατορθώσει η απόφασή της δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τη θέλησή της. Η Αλιρρόη-Ελίντα απευθύνεται στον ιψενικό ναυτικό (το όνομά της την ανάγει επίσης σε αδελφή του «αλιάδη», του θαλασσινού, στον σοφόκλειο Αίαντα), όταν λέει,
στα κύματα με σύστησες […]
πρότεινα μόνη μου το σώμα στον αφρό […]
δοκίμασα στα χείλη την αρμύρα
σε απάτητα ναυάγια περπάτησα […]
ώσπου στο τέλος πνίγηκα.
Λίγους στίχους μετά ερμηνεύει, αποκτώντας την αυτοδυναμία της ως Αλιρρόη, έστω και ως μεταφορά, ή ακόμη και νεκρή:
κατάδική σου άγκυρα
ως τα ρηχά της άμμου.
(«Ως τα ρηχά της άμμου», σ. 35)
Αρχέτυπο ζωής και θανάτου, η θάλασσα οδηγεί με το αγκάλιασμά της στην αρχή και το τέλος της ζωής, ενώ συμβολίζει το τοπίο όπου δρα το ασυνείδητο. Και όταν αργότερα ακούγεται η κραυγή της Αλιρρόης, «ματαίως ψάχνω στον αφρό λευκά πανιά» («η μπαλάντα του βυθού», 46), ταυτίζεται με τη φωνή τής Κυράς της θάλασσας. Η μπαλάντα που ακούγεται από τα βάθη των υδάτων ανάγεται σε μπαλάντα μπλουζ, καθώς η αντιηρωίδα προσπαθεί να ανατρέψει την εξουσία. Με θρηνητικό και μαζί διονυσιακό ρυθμό, η μπαλάντα-μπάλος που επινοεί ο Δελιόπουλος, με ρίζες στην ποίηση του Γαλλικού Μεσαίωνα, υμνεί την κρυφή δύναμη της αντιηρωίδας του. Η απουσία ομοιοκαταληξίας βοηθά τον ποιητή να μην ξεφύγει από την αναζήτηση της ορθής λέξης (mot juste), πιο σημαντική στην ποιητική ιδεολογία του από τη μνημοτεχνική αρωγή της επανάληψης.
Σε πέντε εποχές χωρίζει ο ποιητής την ιστορία της Αλιρρόης του, συνδέοντας τις πέντε γενιές των θνητών στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου (χρύσεον, αργύρεον, χάλκειον, ανδρών ηρώων θείον γένος ή ημίθεοι, σιδήρεον) και τις τέσσερεις μεταλλικές εποχές στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Και οι δύο ποιητές της Αρχαιότητας αρχίζουν με τη γενιά των αρίστων ή την άριστη εποχή και καταλήγουν στη σκληρή για τον άνθρωπο γενιά/εποχή του σιδήρου. Ο Ησίοδος, με την αισιοδοξία που κάποτε δικαίως μας χαρακτήριζε, εις πείσμα όλων των δεινών, ανοίγει παρένθεση στη ροή προς την άβυσσο, για να δώσει μια αχτίδα ελπίδας. Ξανά, και ενώ ο ίδιος ζει στο σιδήρεον γένος, επεμβαίνει στην αφήγηση για να προβλέψει ένα καλύτερο μέλλον. Τίποτε παρόμοιο στον Οβίδιο. Η παρακμή δεν μπορεί να σταματήσει. Έλληνας, ο ποιητής μας υποκλίνεται μπροστά στο σθένος της ηρωίδας του. Προς το τέλος του βιβλίου του, ο Άνθρωπος παλεύει ενάντια στο σιδήρεον γένος, που είναι το σταθερό γνώρισμα της ανθρωπότητας, σύμφωνα με τους δύο αρχαίους ποιητές. Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι η ηρωίδα πρέπει να πιάσει «δουλειά στα ξένα θαύματα» (55). Προφανώς διαισθάνεται πως μόνο μέσα από τη ζωή και τη σκέψη τού Άλλου θα αναστηθεί σε Άνθρωπο, χωρίς πρώτα να σταυρωθεί. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω –όπως γράφω σε βιβλίο μου (Le Règne de Cronos), που κυκλοφόρησε στο Παρίσι πριν από σαράντα χρόνια– ότι ενώ ο αρχαίος Έλληνας απονέμει όλη τη δύναμη και την ευθύνη στον άνθρωπο, ο μιμητής του, αντικαθιστώντας τα γένη ανθρώπων με τις εποχές τού Χρόνου, το σκηνικό μέσα στο οποίο δρα ο θνητός, βρίσκεται πιο κοντά στη δική μας κοσμοαντίληψη, με τον καθένα μας να απεκδύεται συχνά τις ευθύνες του.
Οι πέντε εποχές της Αλιρρόης –άρνηση, οργή, μηδέν, θλίψη, καθρέφτης– μοιάζουν με μήνυμα στην ανθρωπότητα. Στους πρώτους στίχους τής Άρνησης, η ηρωίδα ανακαλύπτει ότι είναι φυλακισμένη, αλλά μάλλον φυλακή της είναι το σύμπαν ή η ίδια η ζωή (13). Δεσμοφύλακες τη χαιρετούν από συνήθεια, καθώς αλλάζουν βάρδια. Αόρατοι θεοί, οι δικαστές, έχουν ήδη πάρει την απόφασή τους (33). Ίσως το πρόβλημά της να ξεκινά από το γεγονός ότι πάντα κατορθώνει να είναι αλλού, να ζει «σαν αντωνυμία στους αιώνες» (38). Στην «Εποχή στον καθρέφτη» ποιο είναι το εσύ στο οποίο απευθύνεται η Αλιρρόη; Φέρνει στο νου μας τον θαλασσινό στην Κυρά της θάλασσας, το σύμβολο του πειρασμού που καταδιώκει την Αλίντα και δεν την αφήνει να ζήσει στη στεριά.
Ένας στέρεος στοχασμός απαιτεί μια εξίσου ισχυρή έκφραση. Στο ποιητικό δράμα του Γιώργου Δελιόπουλου, τα ποιητικά μέτρα δεν είναι αυτοσκοπός, φορμαλιστικό ένδυμα ανύπαρκτου ή κοινότοπου προβληματισμού. Στο ποίημα «η μπαλάντα του βυθού» (46), ο ίαμβος επιταχύνει το ρυθμό τής ζωής μας, ο καθένας μας, ναυαγός, φυλακισμένος, ή ακόμη κλεισμένος σε μπουκάλι, κομιστής μηνυμάτων, ταξιδεύει στο βυθό της θάλασσας σαν να μεταφέρεται με αστραπή. Το ίδιο μέτρο θα εμποδίσει το Εγώ να κάνει ανώφελες κινήσεις: «γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;» («φτερά στη βαλίτσα», 58). Οι τεχνικές του στίχου ανάγονται σε μήτρες που γεννούν υψηλά νοήματα. Με αυτές ο ποιητής αναδεικνύει το προνόμιο της ποίησης, που είναι η τέχνη τής ερωτοτροπίας τού σημαίνοντος με το σημαινόμενο.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο για τους αναγνώστες-αγωνιστές της ποίησης.