Ο Μάκης της Σκοτίνας

Στην Ελένη, που μου το θύμισε.

Κάποια εποχή, έχοντας πια βαρεθεί τη ... βαβούρα της Χαλκιδικής και την προβληματική – πολλές φορές τρίωρη, πρόσβαση στις ...χρυσές αμμουδιές της, επέστρεψα συνειδητά στις ακτές της Πιερίας, έστω με τις κροκάλες της, αλλά και με τις εκβολές των ποταμών της και τ’ άφθονα... τσαμπιά με μύδια ! Να τα τρως με λίγο λεμόνι, με το ...θεϊκό βουνό πάνω σου και να’ σαι στον παράδεισο. Χωρίς μποτιλιαρίσματα κι εκνευρισμούς. Περνούσα σε μισή ώρα την Κατερίνη και σ’ άλλα 5΄με 10΄ λεπτά βρισκόμουνα με τον Πάνο στην Πλάκα Λιτόχωρου, κι άλλοτε στου Κωστή στον Πλαταμώνα, ή με τον Δώρη στα «Κύματα»...

Έτσι πραγματοποίησα και μια παλιά μου επιθυμία να επισκεφθώ την παλιά Σκοτίνα στον «κάτω» Όλυμπο ( 940 μ. ), ένα πανέμορφο και εγκαταλειμμένο χωριό. Τότε υπήρχαν μόνο τρία κατοικημένα σπίτια κι αυτά από Θεσσαλονικιούς. Και, σε αντίθεση με τη Νέα Σκοτίνα που ήταν κάτω — στη θάλασσα, επάνω δεν υπήρχε απολύτως τίποτε. Ούτε μπακάλικο, ούτε καφενείο, ακόμα και η εκκλησία κλειστή και αλειτούργητη. Φιλοξενήθηκα τρεις μέρες στο φίλο Θαλή, από παλιά φυσιολάτρη και ορειβάτη. Τότε, παραδομένος στην ανίκητη ομορφιά της φύσης, σκέφθηκα να στήσω εκεί το τροχόσπιτο που έφερε η κόρη μας Ρηνιώ απ’ την Αγγλία, ώστε να πηγαίνω κάποια Σαββατοκύριακα, ή στα ‘τριήμερα’ των αργιών. – «Και βέβαια να το φέρεις», συναίνεσαν οι φίλοι. «Μπορείς μάλιστα να το βάλεις εδώ, στο μικρό πλάτωμα λίγο πιο πάνω απ’ το σπίτι«.

Την πρώτη κιόλας βραδιά μού γνώρισαν και τον Μάκη, ένα μεγαλόσωμο τσομπανόσκυλο. «Πρέπει να ξέρεις», μου είπε ο Θαλής, «πως μέχρι πριν λίγους μήνες ο Μάκης ήταν’ στη ...δούλεψη του βοσκού για το κοπάδι. Από τότε όμως που ανεβαίνουμε πιο συχνά εμείς με τους φίλους γείτονες και του δίνουμε αγάπη και τροφή, εγκατέλειψε το κοπάδι... Βγήκε μόνος του στη σύνταξη! Ο βοσκός ακόμα δεν μπορεί να το χωνέψει και τον ψάχνει. Όταν περνάει από ’δω, ο Μάκης τον μυρίζεται έγκαιρα και κρύβεται. Κι εμείς τον ... καλύπτουμε. «Αν πέθανε έχει καλώς ! Αν όμως ζει και την κοπάνησε θα το σκοτώσω το κοπρόσκυλο» μας λέει κάθε φορά. Τώρα λοιπόν που θα έρχεσαι κι εσύ έχε το νου σου... Σίγουρα θα ρωτάει κι εσένα». Ο βοσκός... Ή αλλιώς το «αφεντικό». Ή — ακόμα πιο πέρα ... αυτή η πιεστική αίσθηση του «χρέους», των κάθε λογής ‘πρέπει’ που δυναστεύουν και αλλοτριώνουν.

Θυμάμαι ’κείνο το βράδυ, όταν ο Θαλής και οι άλλοι πήγανε για ύπνο, έμεινα ξάγρυπνος αρκετές ώρες. Με σκέψεις βασανιστικές. Για λανθασμένες επιλογές και συμβιβασμούς. Για όσα ήθελα να κάνω και δεν έκανα. Και απαλλοτρίωσα φτηνά – σχεδόν τζάμπα, τα όνειρά μου. Ξαναδιάβασα ...νοερά ένα παλιό μου κείμενο, το «Ξημέρωμα»... Ένιωσα ταπεινωμένος και ανήμπορος σαν σκλάβος. Βυθίστηκα σ’ ένα λήθαργο όπου εμφανίστηκε ο Λευτέρης να μου λέει ξανά και ξανά πως ο Σαχτούρης έκαψε τα βιβλία των... Νομικών στην σόμπα. Αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση. Και είπε: «όταν άρχισα να γράφω δεν είχα την αίσθηση ότι απευθύνομαι σε κάποιο κοινό. Ότι από ’δω κι εμπρός απευθυνόμουνα στη δύσκολη μοίρα μου».

Αργότερα, όταν είχα εγκαταστήσει πια το τροχόσπιτο και ανέβαινα με ... προμήθειες έπαιρνα, πάντα, και δυο φραντζόλες για τον Μάκη . Κι αυτός θαρρείς είχε μάθει να μετρά τις μέρες, και κάθε πότε«έπεφτε» το Σαββατοκύριακο. Και με περίμενε. Στο τροχόσπιτο. Και κοιμόταν μαζί μου, όσο έμενα. Έξω όμως απ’ την πόρτα. Ακόμα νιώθω τύψεις που δεν τον έπαιρνα μέσα. Ήτανε βρόμικος ο καημένος.

Το καλοκαίρι εκείνο έζησα αξέχαστες στιγμές. Ξαναβρήκα παρθένες γεύσεις μ’ αγριοφράουλες και βατόμουρα. Τα σούρουπα του Ιουνίου χόρευε μπροστά μου ένα μπαλέτο πυγολαμπίδες... Συχνά ξεσπούσαν καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς. Το χάραμα, στην ξεπλυμμένη ατμόσφαιρα, μπορούσες να διακρίνεις απέναντι την κορυφή του Άθωνα.

Με τον καιρό συνειδητοποίησα κι εγώ αυτή την ιδιαίτερη συμπεριφορά του Μάκη. Κάθε πρωί που έπινα καφέ, κι αυτός πανευτυχής έτρωγε ό,τι του είχα κρατημένο... ξαφνικά πετάγονταν από τη θέση του, μύριζε επίμονα τον αέρα, αφουγκράζονταν ανήσυχος κι ύστερα έτρεχε και κρύβονταν στις λόχμες. Λίγο αργότερα άκουγα κι εγώ τους ήχους από κουδουνίσματα κι εμφανιζόταν ο βοσκός με τα κατσίκια, που – κάθε φορά, ρωτούσε μήπως είδα ένα καφετί σκυλί, έτσι κι έτσι… Και μόλις το «αφεντικό» με το κοπάδι απομακρύνονταν ο Μάκης ξαναγύριζε κοντά μου. Η ίδια ακριβώς σκηνή επαναλαμβάνονταν το δειλινό όταν γυρνούσε το κοπάδι. Κι αυτό γίνονταν κάθε μέρα. Κι αυτές ήταν οι μόνες στιγμές που μ’ αποχωριζότανε ο Μάκης.

Ο Μάκης της Σκοτίνας



Ώσπου μια μέρα τον άφησα εγώ, κι έφυγα μακριά από τις λόχμες. Μια δύσκολη απόφαση, σαν ‘παραίτηση’ και απόδραση απ’ την γενέθλια πόλη, από φίλους κι από τους... άσπονδους εχθρούς. Πήρα μια πτήση και προσγειώθηκα ξαφνικά στο καφενείο μιας πλατείας, σε άλλη πόλη, να πίνω ούζα και να γράφω ...

... Έφτασα στον προορισμό μου

Τι ταραχή κι αυτή μες στο καταμεσήμερο
Κανείς δεν μ’ άκουγε ούτε καν μ’ έβλεπαν
Είδα κι έπαθα να καταφέρω το γκαρσόνι
να φέρει ούζο με λίγες πιπεριές
Είχα στο πλάι τη βαλίτσα
κι αυτοί την τηλεόραση στο διαπασών
Η πτήση 24091940 καρφώθηκε λένε στον Όλυμπο
στη χιονισμένη τη χαράδρα της Σκοτίνας
Μέσα στα διαμελισμένα πτώματα
και το δικό μου όνομα – αν είναι δυνατόν
Καλά που δεν με ξέρουνε
σ’ αυτήν τη γειτονιά
Θα τρόμαζαν στο καφενείο
να έχουν πλάι τους έναν κομματιασμένο

Και όμως
η δική μου πτήση μ’ έφερε ως εδώ
στο πιο γωνιακό τραπέζι της Βαρνάβα
Τάιζα μάλιστα ένα βαρβάτο κόκορα
πού ’χε φυτρώσει στη διπλανή μου γλάστρα.


Δυο χρόνια μετά, αυτό το ποίημα το έδωσε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος στον Σαχτούρη... Θέλω να μου το αφιερώσεις είπε ο Μίλτος, όταν με είδε.

Και το έκανα. Απ’ το τυπογραφείο.

Όταν έβγαλα, εκτός ...εμπορίου την Κηδεία του Εγώ.

Πάνε χρόνια που έφυγαν ο Μάκης και ο Μίλτος. Και είμαι έτοιμος.

«Σκέπτομαι πως έζησα καλύτερα από ένα σκύλο. Και περισσότερο».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: