Μια γενναιόδωρη Πεσκανδρίτσα



Δύσμορ­φο ψά­ρι η πε­σκαν­δρί­τσα, ψά­ρι του βυ­θού, μο­να­χι­κό. Πε­σκαν­δρί­τσα φω­νά­ζαν, δά­σκα­λος και μα­θη­τές, μια μι­κρή, που ήταν άσχη­μη πο­λύ, έκλαι­γε και οδυ­ρό­ταν και στη μά­να της δια­μαρ­τυ­ρό­ταν, τα δά­κρυα πα­ρα­κα­λού­σε να την πά­ρουν μα­κριά, σε θά­λασ­σα βα­θιά, εκεί, που δεν θα την έβλε­παν οι άν­θρω­ποι ξα­νά. Αλ­λά αυ­τή, δεν ήξε­ρε ού­τε στα ρη­χά να κο­λυ­μπά…

Ένα βρά­δυ του χει­μώ­να, στο βι­βλίο της ιστο­ρί­ας εί­δε μια ζω­γρα­φιά: άγριοι πο­λε­μι­στές, Σα­μου­ράι ήταν αυ­τοί, πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νοι στη σει­ρά, με με­γά­λες πε­σκαν­δρί­τσες μοιά­ζαν έξω από τα νε­ρά. Εσπαρ­τά­ρι­σε η καρ­διά της και χά­ρη­κε πο­λύ, ένιω­σε σαν πρι­γκι­πέ­σα και αυ­το­πε­ποί­θη­ση ακλό­νη­τη απέ­κτη­σε μέ­σα σε μια στιγ­μή: στρα­τό ολό­δι­κό της εί­χε και κα­νέ­νας δεν μπο­ρού­σε εύ­κο­λα πλέ­ον να της κου­νη­θεί. Την άλ­λη μέ­ρα στο σχο­λειό, ο δά­σκα­λός της, που πά­ντα την κοι­τού­σε βλο­συ­ρά και πα­ρα­τη­ρή­σεις της έκα­νε κά­θε φο­ρά, της εφά­νη φο­βι­σμέ­νος, έτοι­μος μπρο­στά της να υπο­κλι­θεί. Μα αυ­τή, γνω­ρί­ζο­ντας κα­λά πώς εί­ναι κά­ποιος να σε λοι­δω­ρεί, δεν το επέ­τρε­ψε, δεν ήθε­λε ο δά­σκα­λός της να εξευ­τε­λι­σθεί σ΄ όλον τον στρα­τό μπρο­στά: άγριοι πο­λε­μι­στές, κα­θι­σμέ­νοι στα θρα­νία με εκεί­νη αρ­χη­γό τον πα­ρα­τη­ρού­σαν προ­σε­κτι­κά και χα­μο­γε­λού­σαν, πού και πού, προ­κλη­τι­κά.

Μια γενναιόδωρη Πεσκανδρίτσα
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: