Η επιχείρηση του Φαρτζάλα μπιλ Αλί

Aπό το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
Aπό το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης


Συλλογική μετάφραση:
Ηλέκτρα Αναγνώστου, Θανάσης Κορώνης, Μάγδα Μαρίτσα, Νίκος Μανουσάκης, Ματίνα Μπίλλια
Συντονισμός: Νίκος Πρατσίνης







Οσοι με γνώριζαν, μόλις άκουγαν ότι θα έπιανα δουλειά στο εκτροφείο γοριλών του Φαρτζάλα μπιλ Αλί ανασήκωναν τους ώμους συμπονετικά.
Εγώ είχα πια ξεμείνει από επιλογές. Με είχαν πετάξει έξω από τα πιο σημαντικά εμπορικά στο Στάνλεϊ. Σε κάποια με κατηγορούσαν ως μικροκλέφτη, σε άλλα ως μπεκρή. Το τελευταίο μου αφεντικό, σκοντάφτοντας πάνω μου στην είσοδο της αγοράς, σχολίασε ειρωνικά την απόφασή μου:

«Του λαγωνικού την ουρά δεν θα ισιώσεις, και είκοσι χρόνια στην κάννη ενός όπλου να τη χώσεις».

Μπροστά στην απαισιοδοξία που απέπνεε αυτό το αραβικό ρητό, εγώ ανασήκωσα τους ώμους. Τι μπορούσα να κάνω; Στην Αφρική πεθαίνεις από πείνα, όχι μονάχα στην έρημο αλλά και στην πιο πυκνή και πολύβουη ζούγκλα. Εκεί που πρασινίζει το μάνγκο και χαχανίζει ο χιμπατζής, σχεδόν πάντα παραμονεύει το δηλητηριασμένο βέλος.
Στην επιχείρηση του Φαρτζάλα μπιλ Αλί θα εργαζόμουν ως λογιστής. Αυτό το καθίκι δεν εκμεταλλευόταν μόνο το επικερδές εκτροφείο γοριλών, αλλά και ένα κέντρο εκπαίδευσης νεαρών ελεφάντων. Εκεί τους εκπαίδευε να δουλεύουν. Ο έμπορος πουλούσε τους εξημερωμένους ελέφαντες και τους γορίλες με εξαιρετικά υψηλό κέρδος. Είχε στη διάθεσή του κάμποσες λεύγες ζούγκλας και πολυάριθμα κοπάδια σκλάβων. Καθώς εκείνοι παραήταν χαζοί για να αναλάβουν την εκπαίδευση των ελεφάντων, τους χρησιμοποιούσε για τις κοπιαστικές εργασίες. Οι μαύρες, γενικά, απασχολούνταν στην επιχείρηση ως παραμάνες των ορφανών γοριλών, καθότι οι ενήλικοι πίθηκοι, όταν έχαναν την ελευθερία τους, πέθαιναν από θλίψη. Το τάισμα των νεογέννητων και ορφανών γοριλών απαιτούσε ειδική φροντίδα, επειδή με την ευαίσθητη όσφρησή τους αντιλαμβάνονταν τη διαφορά ανάμεσα στις μανάδες τους και στις μαύρες. Επιπλέον, αυτά τα μικρά θηρία είναι τρομακτικά ζηλιάρικα και δεν ανέχονται να ταΐζει μια σκλάβα το δικό της παιδί. Καθώς ο Φαρτζάλα Μπιλ Αλί δεν επεδείκνυε στο θέμα αυτό την δέουσα προσοχή, μια μαύρη, που την έλεγαν Τούλα και είχε φέρει το παιδάκι της στο εκτροφείο, είδε τον γορίλα που εκείνη φρόντιζε να στραγγαλίζει τον μικρό, δίχως να μπορέσει να το εμποδίσει.
Το γεγονός προκάλεσε ένα δράμα. Ο πατέρας του μικρού, ένας μαύρος που εργαζόταν στις αποβάθρες, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο γιος του ξεψύχησε στα νύχια ενός γορίλα, εμφανίστηκε στο εκτροφείο, άρπαξε το κτήνος από το πόδι και του έκοψε το κεφάλι. Ικανοποιημένος με το κατόρθωμά του, παρουσιάστηκε στο λιμάνι με το κεφάλι του γορίλα.
Σύντομα ο Φαρτζάλα μπιλ Αλί ενημερώθηκε για τη ζημιά που έπαθε. Ο Φαρτζάλα κατέβηκε στην αποβάθρα. Από μακριά διακρινόταν το κεφάλι του πιθήκου, τοποθετημένο πάνω σε μία στοίβα σακιά βαμβάκι. Ο Φαρτζάλα εμφανίστηκε «σαν την οργή του προφήτη», σύμφωνα με ένα μάρτυρα. Δεν είπε λέξη, έβγαλε από τη θήκη το χοντρό πιστόλι του και άδειασε στο κεφάλι του άντρα της Τούλα όλα τα βλήματα που είχε στη θαλάμη. Με την ιδιότητά μου ως επιστάτης εκφόρτωσης για άλλον έμπορο, ήμουν μάρτυρας του εγκλήματος. Ο μαύρος απέμεινε ουσιαστικά ακέφαλος. Στη δίκη που ακολούθησε ο Φαρτζάλα αθωώθηκε. Οι μάρτυρες κατέθεσαν ψευδώς ότι ο Άραβας αναγκάστηκε να αμυνθεί σε μια επίθεση του μαύρου. Ανάμεσα σ' εκείνους τους άδικους μάρτυρες ήμουν και εγώ. Το αφεντικό μου, που εκείνη την εποχή ενδιαφερόταν να αγοράσει χαυλιόδοντες, είχε δεσμεύσει τα κεφάλαιά του στην εταιρεία του Φαρτζάλα, και με υποχρέωσε να δηλώσω ότι ο μαύρος είχε προσπαθήσει να ορμήσει στον Άραβα με ένα μεγάλο μαχαίρι. Κατά τη διάρκεια της δίκης, το κεφάλι του καρατομημένου γορίλα θεωρήθηκε πολύ σημαντικό πειστήριο.
Περιττό να ειπωθεί ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο Φαρτζάλα Μπιλ Αλί δεν φυλακίστηκε ούτε μια μέρα. Ήρθε η ώρα λοιπόν, να παρουσιάσω τον πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Ο Φαρτζάλα μπιλ Αλί ήταν κάθαρμα από κούνια. Είχε τέτοιους προγόνους που δε μπορούσε παρά να φανεί αντάξιός τους. Τον παππού της μητέρας του τον είχαν κρεμάσει από το κατάρτι μιας φρεγάτας επειδή εμπορευόταν σκλάβους. Ο πατέρας του Φαρτζάλα είχε δολοφονηθεί από έναν έμπορο. Η μητέρα του Φαρτζάλα ασχολήθηκε για μεγάλο διάστημα με το δουλεμπόριο. Κατά τη διάρκεια μιας σιέστας, ένας εξαγριωμένος ελέφαντας την κομμάτιασε με τους χαυλιόδοντές του. Ο Φαρτζάλα ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης.
Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός Κονγκολέζος με γαμψή μύτη, ο οποίος ακολουθούσε το μουσουλμανικό θρήσκευμα. Στόλιζε το κεφάλι του με ένα τουρμπάνι από κίτρινη μουσελίνα, και ποτέ κανείς δεν τον είδε χωρίς το χοντρό του μαστίγιο. Μαστίγωνε το ίδιο λευκούς και μαύρους. Το σίγουρο είναι ότι όταν ένας λευκός καταντούσε να δουλέψει για τον Φαρτζάλα, είχε φτάσει σε πλήρη εξαθλίωση. Πιο χαμηλά από την επιχείρηση του Φαρτζάλα ήταν μόνο η φυλακή.
Ο Φαρτζάλα ήξερε και τους δικούς μου προγόνους. Όταν παρουσιάστηκα για να του ζητήσω δουλειά, διέταξε να μου δώσουν ένα μπουκάλι ουίσκι και με έδιωξε λέγοντάς μου:

— Τράβα να μεθύσεις. Ύστερα μιλάμε.

Ήμουν τρεις μέρες μεθυσμένος. Την τέταρτη, με ξύπνησε μια βροχή από κλωτσιές στα πλευρά. Όρθιος, δίπλα μου, ψυχρός και αυστηρός, έστεκε ο έμπορος. Σηκώθηκα πονώντας, ενώ ο τιποτένιος με ρωτούσε:

— Θα κοιμάσαι μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία; Άντε, τράβα στην αποθήκη! Καιρός να κερδίσεις το ψωμί σου!

Έτσι ξεκίνησα στην επιχείρησή του. Οι σχέσεις μας όμως δεν μπορούσαν να πάνε καλά. Μια μέρα που βγήκαμε στο ποτάμι για να βρούμε ένα φορτίο φίλντισι κοντά στους αποκαλούμενους «καταρράκτες του Στάνλεϊ», αφού είχαμε αποκτήσει το εμπόρευμα και τη στιγμή που οι «κυνηγοί» Βάουα στις πιρόγες τους εκτελούσαν γύρω μας κάτι σαν ναυτικό χορό, ο Φαρτζάλα θέλησε να αρπάξει με τη βία μια σκλάβα που εγώ είχα ανταλλάξει με ένα αυτόματο πιστόλι. Ισχυριζόταν προσχηματικά ότι εγώ, όσο εργαζόμουν υπό τις διαταγές του, δεν μπορούσα να αποκτήσω κανενός είδους εμπόρευμα και ότι αν οι κυνηγοί μού πούλησαν τη σκλάβα, ήταν λόγω του δικού του κύρους. Προφανώς, ο μαύρος που μου την πούλησε είχε ενεργήσει κακόπιστα. Εγώ ήμουν λευκός, και κανείς δεν ήταν δυνατόν να αντιταχθεί κανείς στην αγορά της νέγρας από μέρους μου. Τότε ο Φαρτζάλα, εκνευρισμένος, μου απάντησε ότι δεν θα ανεχόταν ποτέ να ζήσει η μαύρη στην επιχείρηση. Του απάντησα ότι σε καμία περίπτωση δεν σκεφτόμουν να φέρω τη σκλάβα μου στο άντρο του. Όταν πρόφερα αυτή την τελευταία λέξη, η τσαντίλα του Φαρτζάλα φούντωσε τόσο πολύ που, σκύβοντας πάνω μου και πριν προλάβω να μαντέψω την πρόθεση του, με έφτυσε στο πρόσωπο. Ποιός είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ρίχτηκα πάνω του να του τσακίσω τα κόκαλα, αλλά ο Φαρτζάλα μου έχωσε μια τέτοια κλωτσιά στο στομάχι που έπεσα λιπόθυμος στον πάτο της βάρκας.

Όταν συνήλθα από την επίδραση του χτυπήματος, του αλκοόλ από το απόσταγμα μπανάνας και της κόπωσης, η σκλάβα μου είχε εξαφανιστεί. Ήμουν απολυμένος, ατιμασμένος και δαρμένος.
Οι μαύροι με κοίταζαν ειρωνικά. Κατάλαβα ότι αν δεν συμφιλιωνόμουν με τον Φαρτζάλα μπιλ Αλί ήμουν χαμένος.
Καταπίνοντας το μίσος μου, με το χαμόγελο στα χείλη και την προδοσία στην καρδιά, κατευθύνθηκα προς την επιχείρηση. Ο Άραβας βλαστήμαγε ανάμεσα στα καρότσια με τα φορτία. Ίσα που καταδέχτηκε να απαντήσει στον χαιρετισμό μου. Συνέχισα προς το γραφειάκι της αποθήκης σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Έκτοτε οι σχέσεις μου με τον έμπορο ήταν φριχτές. Εκείνος με θεωρούσε έναν ανάξιο σκλάβο, και εγώ εκείνον έναν άντρα που μια μέρα η εκδίκησή μου θα έκανε τα δόντια του να τρίζουν από μίσος.

Είναι όμως γραφτό να μην πηγαίνει μακριά το μονοπάτι του αχρείου.
Μερικές μέρες μετά από τα γεγονότα που εξιστορώ, ένας ενήλικας γορίλας, που έπρεπε να στείλουμε στο ζωολογικό κήπο της Μελβούρνης, πέθανε στην επιχείρηση. Ο Φαρτζάλα, που από αμέλεια ανέβαλλε την αποστολή, έβριζε θεούς και δαίμονες και αποφάσισε να στείλει στη θέση του έναν χιμπατζή που φρόντιζε η Τούλα, η γυναίκα του μαύρου τον οποίον ο Φαρτζάλα είχε δολοφονήσει πυροβολώντας τον. Η Τούλα είχε δεθεί πολύ με τον μικρό πίθηκο. Ο χιμπατζής την ακολουθούσε όπως ένα άτακτο πιτσιρίκι ακολουθεί τη μαμά του. Όταν η χήρα πληροφορήθηκε ότι θα έστελναν τον πίθηκο σε έναν κήπο με θηρία, ξέσπασε απαρηγόρητη σε κλάματα. Ήταν να το βλέπεις και να μην το πιστεύεις, το πώς η μαύρη έπαιρνε τον χιμπατζή, του ίσιωνε το μαλλί και τον έσφιγγε κλαίγοντας στο στήθος της, ενόσω ο πίθηκος κοίταζε ολόγυρα με θλιμμένη έκφραση χαϊδεύοντας με τα ροζ, μακριά, τριχωτά δάκτυλά του τα υγρά μάγουλα της θετής μητέρας του.
Ο Φαρτζάλα μπιλ Αλί ήταν από εκείνους που δεν μαλακώνουν με δάκρυα, δεν πα να κλαίγανε χίλιες μαύρες. Την επομένη θα ξεκινούσαμε για το Στάνλεϊ. Θα παίρναμε στο ίδιο φορτηγάκι τον πεθαμένο γορίλα, τον ζωντανό χιμπατζή και τη μαύρη. Τον χιμπατζή θα τον στέλναμε από την πόλη στη Μελβούρνη. Όσο για τον ψόφιο γορίλα, η μαύρη θα έμενε μαζί του σε μια τερμιτοφωλιά.
Στον δρόμο για το Στάνλεϊ, ούτε δύο λεύγες απόσταση από την επιχείρηση, ξεπρόβαλε ένα κομμάτι ζούγκλας αποψιλωμένο από τους τερμίτες ή τα άσπρα μυρμήγκια. Εκεί, σε εκείνη την απογυμνωμένη ανοιχτωσιά που την κατάκαιγε ο ήλιος, ορθώνονταν σε κάτι σαν χωμάτινα μενίρ ύψους πέντε έως επτά μέτρων. Αυτά τα κούφια μνημεία ήταν οι φωλιές των τερμιτών. Ο Φαρτζάλα συνήθιζε, όταν του ψόφαγε κάνα εξωτικό ζώο, να πουλάει τον σκελετό του. Στο Στάνλεϊ ζούσε κάποιος που αγόραζε τους σκελετούς των γοριλών και τους έστελνε στο Λονδίνο. Πιθανόν οι σκελετοί να προορίζονταν για εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο Φαρτζάλα, με σκοπό να αποφύγει τη φυσική διαδικασία της αποστέωσης, ακολουθώντας τα έθιμα του τόπου, έφερνε το πτώμα στην τερμιτοφωλιά και με μια ματσόλα της άνοιγε μια τρύπα. Αμέσως, πυκνές σειρές από τερμίτες κάλυπταν το εγκαταλελειμμένο πάνω στην τρύπα ψοφίμι. Μέσα σε λίγες ώρες ο σκελετός έμενε πεντακάθαρος. Εδώ δεν θα παραλείψω να προσθέσω ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια οι δουλέμποροι τιμωρούσαν τους πιο απείθαρχους μαύρους αλείφοντάς τους με μέλι και δένοντάς τους σε μια τέτοια μυρμηγκοφωλιά.
Φορτώσαμε τον πεθαμένο γορίλα στο παλιό φορτηγάκι του εμπόρου. Και στη συνέχεια, τη μαύρη και τον χιμπατζή. Έκατσα δίπλα στον Άραβα που οδηγούσε. Θέλω να επισημάνω ότι εμείς ήμασταν τα μοναδικά άτομα που είχαν μείνει στην επιχείρηση. Όλο το προσωπικό είχε συγκεντρωθεί στον βορρά για να κυνηγήσει ένα ζευγάρι λιονταριών, που την προηγούμενη νύχτα είχαν καταβροχθίσει ένα βόδι. Οι άντρες, οπλισμένοι με τα μακριά ακόντια για το κυνήγι ελεφάντων, ακολουθούμενοι από τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, είχαν εισχωρήσει στη ζούγκλα.
Φύγαμε με τον πρώτο ήλιο με προορισμό την πόλη του Στάνλεϊ. Σμήνη από πολύχρωμες πεταλούδες στροβιλίζονταν στο δρόμο. Παρόλο που το φορτηγάκι πήγαινε γρήγορα, γνωρίζαμε ότι μας παρακολουθούσαν όλα τα μάτια του δάσους. Ξαφνικά, ο Φαρτζάλα, χωρίς να πάρει το βλέμμα από το τιμόνι, μου είπε:

— Βρες άλλο αφεντικό. Εμένα δεν μου κάνεις.
— Εντάξει, απάντησα.

Πίσω μας ακουγόταν ο θρήνος της μαύρης, αγκαλιά με τον χιμπατζή της. Κάτι σαν πνιχτό αναφιλητό. Ανάμεσα από τις τάβλες ξεχώριζε η γυναίκα που αγκάλιαζε με τρυφερότητα το ζώο, ενώ ο πίθηκος, με θλιμμένη έκφραση, κοίταζε ολόγυρα με τα παραπονιάρικα μάτια του να γυαλίζουν. Η μαύρη χάιδευε το κεφάλι του χιμπατζή, που περιεργαζόταν το πρόσωπο της θετής μητέρας του ζωηρά και σαστισμένα. Δεν γνώριζε απέναντι σε ποιον ακριβώς κίνδυνο να την υπερασπιστεί.

— Βούλωσ’ το!, έσκουξε ο έμπορος, απευθυνόμενος στη σκλάβα χωρίς να την κοιτά, γιατί όταν οδηγούσε πρόσεχε συνεχώς τον δρόμο. Προσπαθώντας να προσποιηθώ υποταγή του είπα:

— Λυπάμαι που δεν σου κάνω.

Ο Άραβας αρκέστηκε να μου απαντήσει:

— Δεν κάνεις ούτε για να μοιράσεις δυο γαϊδουριών άχυρα.

Η μαύρη, αγκαλιά με τον χιμπατζή, είχε αρχίσει πάλι να κλαίει. Ξαφνικά βγήκαμε από τη σκιά των δένδρων. Από πάνω μας ήταν ο ουρανός. Μπροστά, στην κατακαμένη από τον ήλιο ανοιχτωσιά, οι τερμίτες είχαν ορθώσει τις τραχιές καφετί κατασκευές τους. Σε μερικές από αυτές τις γιγάντιες φωλιές, στη βάση τους, ξεπετάγονταν θύσανοι από χορτάρια.
Το φορτηγάκι σταμάτησε με ολόκληρο τον σιδερένιο του σκελετό να τρίζει. Πήρα τη ματσόλα και κατευθύνθηκα σε μια μυρμηγκοφωλιά τρεις φορές πιο ψηλή από μένα. Έμοιαζε σαν ένας κορμός φαγωμένος από την αγριάδα του καιρού. Η μαύρη φορτώθηκε τον σάκο με τον πεθαμένο γορίλα και κοπιαστικά, με βαρυγκώμια, κατευθύνθηκε προς την τερμιτοφωλιά. Πίσω της, στραβοκάνης, κοιτώντας μας πικραμένος, περπατούσε ο μικρός χιμπατζής.
Σήκωσα τη ματσόλα και την κατέβασα με φόρα στη βάση της μυρμηγκοφωλιάς. Η αρματωσιά της φωλιάς δεν υποχώρησε. Ο Φαρτζάλα πλησίασε, εγώ σήκωσα τη ματσόλα, και προτού να είναι σε θέση να το αποφύγει, του κατάφερα μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι. Σαν εκείνη που μου είχε ρίξει στη βάρκα τη μέρα της γιορτής των μαύρων στους “καταρράκτες του Στάνλεϊ”. Ο Φαρτζάλα κατέρρευσε. Είπα στη σκλάβα:

— Φέρε τον γορίλα.

Η γυναίκα άφησε να πέσει βαρύ το νεκρό ζώο δίπλα στον δουλέμπορο. Χωρίς να χάσω χρόνο, του αφαίρεσα το τουρμπάνι και με το μακρύ ύφασμα μουσελίνας του έδεσα τα χέρια και τα πόδια. Μετά έδωσα άλλη μια σφυριά στην τερμιτοφωλιά και ένα κομμάτι του φλοιού της βυθίστηκε παντελώς, αφήνοντας να φανεί το ηφαιστειακό εσωτερικό, σπαρμένο με μαύρα κανάλια, στα οποία κυλούσε πυρετωδώς μια ολόκληρη ασπριδερή πολιτεία από γκρίζα μυρμήγκια.

— Βοήθησέ με! φώναξα στη μαύρη.

Η σκλάβα κατάλαβε. Σηκώνοντας τον νεκρό γορίλα δεμένο με τον έμπορο, σπρώξαμε τα δύο σώματα προς την τερμιτοφωλιά. Η γυναίκα έβγαλε κάτι λαρυγγικές κραυγές, ο μικρός χιμπατζής έτρεξε προς αυτήν και κόλλησε στο πλευρό της πιάνοντάς της το χέρι. Εκείνη, γελώντας, με τα χείλη μισάνοιχτα, έμεινε να χαζεύει τη ρωγμή της τερμιτοφωλιάς που έβραζε. Μιλιούνια εξαγριωμένων μυρμηγκιών κάλυπταν με ένα γκρι σεντόνι τα δύο κορμιά. Η κελεμπία του Φαρτζάλα και το τριχωτό σώμα του γορίλα είχαν πλέον καλυφθεί με μια κινούμενη σταχτιά κρούστα που διαρκώς ακολουθούσε τα περιγράμματα εκείνων των σωμάτων τα οποία άλλαζαν συνεχώς σχήμα.
Η μαύρη και το υιοθετημένο της κοίταζαν εκείνο το φινάλε. Εγώ πήρα το μπουκάλι το ουίσκι που είχε μείνει στο κουτί κάτω από το κάθισμα του φορτηγού και είπα στη σκλάβα:

— Καλύτερα να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις ξαναγυρίσεις.

Η γυναίκα, αρπάζοντας στα γρήγορα το χέρι του πιθήκου κατευθύνθηκε προς το δάσος. Τους είδα για τελευταία φορά καθώς περνούσαν τα όρια του καταπράσινου τείχους. Ο μικρός χιμπατζής, κρατώντας της το χέρι, έστρεφε το κεφάλι προς το μέρος μου σαν παραπονεμένο πιτσιρίκι. Εγώ πάλι, αθέατος πίσω από κάτι κάκτους, περίμενα τη στιγμή να ανέβω στο άλογο που είχα κρύψει το προηγούμενο βράδυ. Η Τούλα παραμέρισε μερικά κλαδιά και χάθηκε μέσα στο πράσινο. Εγώ καβάλησα το άλογο και επέστρεψα στην επιχείρηση για να αποδείξω το άλλοθι μου, ενόσω εκεί, κάτω από τον ήλιο, είχε μείνει ο Φαρτζάλα μπιλ Αλί. Τα μυρμήγκια τον κατέτρωγαν ζωντανό.

Από τη συλλογή διηγημάτων Εl criador de gorilas (O εκτροφέας γοριλών).  Η συλλογή πρωτοεκδόθηκε από την Revista Aventura, Zig Zag, Σαντιάγο της Χιλής, 1941



Δυο λόγια για τη μετάφραση του διηγήματος, για τον συγγραφέα και για το έργο του

____________

Η μετάφραση του διηγήματος έγινε συλλογικά, από τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες στο Σεμινάριο Κατάρτισης Μεταφραστών του Κέντρου Γλωσσών και Πολιτισμών της Ιβηρικής και της Λατινικής Αμερικής Abanico, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Η συλλογική μετάφραση είχε ξεκινήσει κατά τη διεξαγωγή τους σεμιναρίου, στο οποίο ο διδάσκων / συντονιστής ήταν ο Νίκος Πρατσίνης — με τη μετάφραση του αρχικού ¼ του διηγήματος — και ολοκληρώθηκε εκτός του εκπαιδευτικού πλαισίου, με τη δημιουργία μιας ad hoc μεταφραστικής ομάδας από τα άτομα που αναφέρονται παραπάνω. Το αποτέλεσμα, προϊόν διαφορετικών αναγνώσεων και αντίστοιχων μεταφραστικών προσεγγίσεων, σε συνδυασμό με μια από κοινού επιμέλεια, είναι το διήγημα που διαβάσατε.



Ο Roberto Godofredo Christophersen Arlt (1900-1942) γεννήθηκε και πέθανε, στο Μπουένος Άιρες. Γιος μετανάστη από την Αυστρουγγαρία και Ιταλίδας μετανάστριας, μεγάλωσε σε περιβάλλον με επικρατούσα γλώσσα την γερμανική· οι φτωχοί γονείς του δεν έμαθαν ποτέ επαρκώς την ισπανική.
Έχοντας έναν πολύ αυστηρό και βίαιο πατέρα, σωστό τύραννο, έχοντας χάσει τις δυο αδερφές του σε μικρή ηλικία από φυματίωση, κατέληξε να αναπτύξει ένα δύσκολο χαρακτήρα. Αποβλήθηκε συχνά από πολλά σχολεία, αλλά κατάφερε να μπει στην σχολή Μηχανολόγων Ναυπηγών, χωρίς να την τελειώσει. Επί της ουσίας, ήταν είναι ένας αυτοδίδακτος συγγραφέας, που έμαθε πολλά στο δρόμο, στο καφέ και στην ταβέρνα – μεγάλη η αγάπη του για το καφέ La puñalada/Η μαχαιριά, στα χρόνια που άνθιζε η milonga – και στη βιβλιοθήκη, όπου καταβρόχθισε τα έργα των αγαπημένων του συγγραφέων M. Γκόρκι, Λ. Τολστόι, Φ. Ντοστογιέφσκι. Η βιβλιοθήκη και οι απλοί άνθρωποι του δρόμου, της πιάτσας και του υποκόσμου τροφοδότησαν σε μεγάλο βαθμό το έργο του.
Άσκησε πολλά επαγγέλματα για τα προς το ζην. Ως βοηθός τενεκετζή, υπάλληλος βιβλιοπωλείου, μπογιατζής, εργαζόμενος σε βουλκανιζατέρ, λιμενεργάτης, διευθυντής μικρής επιχείρησης κατασκευής τούβλων, εργαζόμενος σε μηχανουργείο, διευθυντής εφημερίδας, δημοσιογράφος και χρονογράφος –πολύ δημοφιλής–, καθώς και ρεπόρτερ, επάγγελμα που του επέτρεψε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και την Αφρική. Το όνειρό του, όμως, ήταν να γίνει εφευρέτης· επινόησε μάλιστα και κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια μέθοδο ενίσχυσης του καουτσούκ. Η πατέντα δεν είχε εμπορική επιτυχία.
Άρχισε από νέος να γράφει και να δημοσιεύει μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα και γρήγορα κέρδισε μια ιδιαίτερη θέση στη λογοτεχνική πρωτοπορία της Αργεντινής, υπό μία έννοια και ολόκληρης της Λ. Αμερικής. Τα διηγήματά του δημοσιεύονταν πρώτα σε εφημερίδες και περιοδικά, και στη συνέχεια εκδίδονταν σε συλλογές.

Όπως γράφει το International Dictionary of Theatre, «Ο Αρλτ ενσωματώνει ιδέες και τεχνικές για να δημιουργήσει έναν μοναδικό κόσμο αλλόκοτων ονειρικών καταστάσεων και εφιαλτικών χαρακτήρων, που προκύπτουν από μια ισχυρή κοινωνική συνείδηση». Οι ήρωές του, συνήθως σε σύγκρουση με τις κοινωνικές συμβάσεις και στα όρια της τρέλας, μια τρέλας που γεννά ο παραλογισμός της κοινωνικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών σε εποχή παρακμής έχουν πάντα κάτι το αναγνωρίσιμο και το ξεχωριστό. Ο Ρομπέρτο Αρλτ, όπως είναι αναμενόμενο, πολλές φορές, γνώρισε την δυσπιστία και την απαξίωση από μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού, και όχι μόνον, κατεστημένου.
Τα μυθιστορήματά του συνδυάζουν στοιχεία πειραματικής γραφής και εξπρεσιονισμού. Κατά ορισμένους, κάποια από αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μυθιστορήματα του παράλογου», με αναγνωρίσιμες επιρροές από τη λογοτεχνία του φανταστικού. Το στοιχείο του «παράλογου» είναι πολύ εμφανές στα θεατρικά του έργα, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους, και συχνά θυμίζουν Πιραντέλο. Ήταν πρωτοπόρος στη χρήση της γλώσσας των κατώτερων τάξεων της χώρας, των μεταναστών, του υποκόσμου, και πολλών λαϊκών αργκό της εποχής εκείνης στην Αργεντινή. Ήταν ακόμη πολέμιος της γλωσσικής καθαρότητας και, κυρίως της γλωσσικής ομοιομορφίας. Οι Μπόρχες και Μάρκες αναγνώρισαν ότι του όφειλαν πολλά. Σήμερα έχει περιπέσει κάπως στη λήθη, όσοι όμως τύχει να τον διαβάσουν συνήθως εντυπωσιάζονται, πράγμα που συνέβη με τους μεταφραστές του διηγήματος και ελπίζω να συμβεί και με τους αναγνώστες του.

Νίκος Πρατσίνης

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: