ΜΙΣΕΛ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (1949-2023)

Ο χρόνος γυρνάει πίσω… Βουτιά στις σελίδες του Σύγχρονου κινηματογράφου, απ’ όπου αλιεύει ο αναγνώστης ένα όνομα που φαίνεται να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων των μεγάλων φεστιβάλ και να μας μεταγγίζει εμπειρίες από το μοντερνισμό της δεκαετίας του ‘70: Μισέλ Δημόπουλος. Αλήθεια, γιατί το ξενικό όνομα; Εκ καταγωγής ή επιθυμία σύνδεσης με ό,τι η γαλλική κουλτούρα των καιρών κουβαλούσε στην ανά τον κόσμο κινηματογραφική κριτική: ψυχανάλυση, στρουκτουραλισμός, κυρίως σημειολογία; Μπλεγμένα τα νοήματα και οι λέξεις, ο Μισέλ τα απλοποιεί.
Ανάγνωση ευαγγελίου ο Σύγχρονος και μύηση σε μια κειμενογραφία διαφορετική από την πεζότητα των εφημερίδων, έστω κι αν εκεί βρίσκει ολοένα και περισσότερο κάποιος στιγμές φωτισμένης αντίληψης και γραφής. Από τα κεντρικά πρόσωπα του πρωτοποριακού περιοδικού ο Μισέλ μοιάζει να ζει στον παράδεισο των εικόνων, διάγοντας ένα ζηλευτό βίο.
Κάποτε ο βίος αυτός ετελεύτησε. Είχε προλάβει, όμως, να στήσει στη χώρα, μπροστά στα μάτια μας, μια τέτοια κινηματογραφική γιορτή, ίδια με όσες η φαντασία μας ζούσε μέσα από τα κείμενα των λίγων τυχερών, που μας τις μετέδιδαν. Οι ιστορίες από τα φεστιβάλ του κόσμου ήταν σαν ιστορίες ναυτικών από ταξίδια στη μεγάλη οθόνη. Και πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η αφήγηση γινόταν πραγματικότητα, ο Μισέλ ήταν ένας άξιος καπετάνιος, που βρήκε ένα ετοιμοθάνατο σκαρί, στη μέση του πουθενά και ανέλαβε να το οδηγήσει με ασφάλεια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ κινηματογράφου, με υμνημένη πλοήγηση για τριάντα —τότε— χρόνια στις εγχώριες θάλασσες, είχε δει στα τελευταία του ένα κιβούρι να κατεβαίνει από τα ψηλά του Δεύτερου Εξώστη, προάγγελος διπλού θανάτου. Το εμπόρευμα ( οι ελληνικές ταινίες ) σάπιζε στ’ αμπάρια και μαζί του βούλιαζε και ο άλλοτε ένδοξος μεταφορέας του.
Για να φτιαχτεί το σκάφος, χρειαζόταν ματσακόνι, σκληρή δουλειά, αλλά περισσότερο αλλαγή πλεύσης. Πώς θα την κατάφερνε κάποιος, όταν οι συνδικαλιστές χοροπηδούσαν γύρω του, ο Δεύτερος Εξώστης απαιτούσε κεντρική θέση, με δικαιώματα γηπεδικών αποδοκιμασιών, η καχυποψία απ’ όλες τις πλευρές περίσσευε, τα χρήματα δεν ξεπερνούσαν εύκολα τη μηδενική ορατότητα;
Ο Μισέλ γνώριζε εικόνες και πρόσωπα. Θα μπορούσε να τραγουδήσει, σαν παραφθαρμένος Νιόνιος, «να δω τους δημιουργούς πρόλαβα εγώ…» και τους κουβάλησε, ακόμη και ως φυσικές παρουσίες, πολλούς από αυτούς τους σκηνοθέτες-δημιουργούς, μαζί με την κινηματογραφική πραμάτεια τους, εδώ στα μέρη μας.
Αρχικά, είχε μόνον ένα σύμμαχο, τους κριτικούς της έβδομης τέχνης. Είχε πρωτοστατήσει στη σύμπτυξή τους σε σωματείο (την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου), όπου θα συναντιόνταν πολλοί από αυτούς τους μεμονωμένους λαξευτές ενός άλλου κινηματογραφικού λόγου, εμπνευσμένου από τα υλικά της ευρωπαϊκής κριτικής. Βασικότερο όλων η κινηματογραφοφιλία. Ένα σύστημα αναφορών αντλημένο από τη διάθεση της αναγόρευσης του σινεμά σε άξονα ζωής. Οι ταινίες δε βρίσκονται εκεί μόνο για να τις βλέπουμε, μας διαποτίζουν, κυκλοφορούν στα αγγεία μας, φωτίζουν τη μοναξιά μας, το δράμα μας, την ανάτασή μας.
Ως τα τελευταία του ο Μισέλ ανέπνεε με το οξυγόνο που του χάριζε η φωτεινή δέσμη της κινηματογραφικής αίθουσας. Όπως αρμόζει σε κάθε μύστη αυτού του φωτός, έδωσε την ευκαιρία στον επιπολασμό του, γεμίζοντας το Φεστιβάλ με αίθουσες και εικόνες. Στο λιμάνι έστησε μικρά ιερά, οι πιστοί άρχισαν να συρρέουν, διστακτικά στην αρχή, φανατικά στη συνέχεια.
Μαζί άρχισε να ανασαίνει και μια πόλη μπαγιάτικη, σχεδόν μουχλιασμένη, που μετά από καιρό αναθυμούνταν την κοσμοπολίτικη ταυτότητά της. Κάποτε μεγαλοαστή, αιώνες πολλούς, εσχάτως ξεπεσμένη αρχόντισσα, νοσηρή θιασώτις των «περασμένων μεγαλείων». Η συντήρηση αποτελούσε πάντα την πιο επικίνδυνη πυξίδα αποπροσανατολισμού της, μαγνητισμένη από μια κεντρική εξουσία, που σα δυνάστης της στερούσε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία.
Ακόμη και τώρα, τριάντα έτη μετά, τίποτα δεν ανθίζει στην καμμένη γη των γραμμάτων και των τεχνών της κι έχει μείνει ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου να της υπομνήσκει τη δυνατότητα σύνδεσής της με τις γωνιές του πλανήτη που κάποιες μέρες το χρόνο, ζουν κι αυτές με το ίδιο υλικό ονείρων.
Προσφάτως, σε μια επίσκεψη στο κουρδικό και άγνωστο Ντουχόκ, όπου έχει στηθεί ένα ανάλογα φιλόδοξο κινηματογραφικό Φεστιβάλ, άκουσα να λένε ότι θέλουν να μοιάσουν της Θεσσαλονίκης: να μπουν στο χάρτη από το δρόμο της έβδομης τέχνης. Τότε, ίσως για πρώτη φορά, αντιλήφθηκα ότι το «Μισέλ» ήταν απλώς ένα στοιχείο ταυτότητας ενός ανεξίπατρη πολίτη του σινεμά.