(1958-2023). Φωτ. Σω­τή­ρης Κα­κί­σης



Γνω­ρι­στή­κα­με με κα­ταρ­ρα­κτώ­δη βρο­χή. Πριν τρια­ντα­πέ­ντε χρό­νια.
Εί­χα­με πά­ει στο σπί­τι της βρά­δυ βρεγ­μέ­νοι ο Γιώρ­γος ο Πα­νου­σό­που­λος κι εγώ, να της ζη­τή­σει ο Πα­νου­σό­που­λος να παί­ξει στο «Μ’ Αγα­πάς;», στην ται­νία του, που το σε­νά­ριό της μα­ζί και με τον Βα­σί­λη Αλε­ξά­κη εί­χα­με γρά­ψει.
Γέ­λα­σε. Δεν ήθε­λε πια ού­τε το θέ­α­τρο, ού­τε τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, κι ας εί­χε ήδη πρω­τα­γω­νι­στή­σει με τον Χορν, αλ­λά και στον Πα­να­γιω­τό­που­λο.
Γέ­λα­σε. Γέ­λα­γε που εμείς τη θέ­λα­με για το έρ­γο κι ολό­γυ­μνη, όπως όλα σχε­δόν τα κο­ρί­τσια, τις γυ­ναί­κες στο «Μ’ Αγα­πάς;».
Γί­να­με όμως φί­λοι οι δύο μας, πο­λύ φί­λοι. Κι από τό­τε, ακό­μα και στο τη­λέ­φω­νο, γε­λά­γα­με, γε­λά­γα­με πο­λύ. Ακό­μα κι όταν χα­νό­μα­σταν για λί­γο και με­τά ξα­να­βρι­σκό­μα­σταν, όπως τώ­ρα, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, πο­λύ. Κι εγώ ένιω­θα πως αυ­τό το γέ­λιο της σαν να ’ταν πά­νω κι από την ομορ­φιά της, πά­νω κι από τη ζωή της την ίδια. Τη ζωή της τη δύ­σκο­λη συ­χνά, σχε­δόν σ’ όλη της τη διάρ­κεια, όπως και προς το τέ­λος, πα­ρά το Μου­σείο, πα­ρά την Ελευ­σί­να, πα­ρά την τό­ση αγά­πη τό­σων για ’κεί­νη.
Ο Χορν, η Δέ­σπω Δια­μα­ντί­δου, της εί­χαν αδυ­να­μία, όπως κι άλ­λοι, ξέ­ρω, άν­θρω­ποι με­γά­λοι, ση­μα­ντι­κοί.
Εγώ και στην Αί­γι­να στο νε­ρό δί­πλα αλ­λά και πα­ντού σαν νε­ρό κα­θα­ρό πά­ντα την έβλε­πα, την αγά­πη­σα.
Από τη βρο­χή εκεί­νη ως σή­με­ρα, την εξί­σου κα­θα­ρή με τη Δέ­σποι­να, τη βρα­δι­νή.


(Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο του Σω­τή­ρη Κα­κί­ση Νουάρ Στιγ­μές )