Η νύχτα ή το βράδυ

Τελώνης Ρουσό: «Το όνειρο» (1910). Μητροπολιτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη
Τελώνης Ρουσό: «Το όνειρο» (1910). Μητροπολιτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη



Εκεί­νο το βρά­δυ η θά­λασ­σα εί­χε θρυμ­μα­τι­στεί και με­ρι­κά κομ­μά­τια της εί­χαν κα­τέ­βει και λά­βει το σχή­μα από τις τα­ρά­τσες της Κα­βά­λας, έτσι όπως αυ­τές εί­χαν πα­ρα­τα­χθεί τυ­χαία πε­ρί τον κόλ­πο που απο­τε­λού­σε τον αφα­λό της πό­λης. Το λι­μά­νι έσφιγ­γε την πα­ρα­λία και την πε­ριό­ρι­ζε σε χώ­ρο υπο­δο­χής για πά­σης φύ­σε­ως πλε­ού­με­να.
Το παι­δι­κό του μυα­λό κρά­τη­σε αυ­τήν την ει­κό­να από την εκ­δρο­μή των 16 του χρό­νων μα­ζί με μια πρώ­τη αί­σθη­ση της νύ­χτας που δεν τον αφο­ρού­σε, υπάρ­χο­ντας έξω απ’ αυ­τόν χρη­σι­μεύ­ο­ντας μό­νο για να ακου­μπή­σει στο σκο­τά­δι της, αυ­τά τα φω­τει­νά τε­τρά­γω­να και πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μα σχή­μα­τα της αν­θρώ­πι­νης πα­ρου­σί­ας.
Μέ­χρι τό­τε τα βρά­δια περ­νού­σαν με μια αδια­φα­νή έντα­ση κυ­νη­γη­μέ­να από μη­τρι­κές πα­ραι­νέ­σεις και ασα­φείς ή απο­κλει­σμέ­νες επι­θυ­μί­ες. Άρ­χι­ζαν ύπου­λα διώ­χνο­ντας το φως από τα φυλ­λώ­μα­τα της πλα­τεί­ας και δι­πλώ­νο­ντας τους ήχους της γει­το­νιάς σε άλ­λους ήχους, μου­ντούς με ακα­θό­ρι­στο πε­ριε­χό­με­νο. Όταν σκο­τεί­νια­ζε για τα κα­λά, το κε­λά­η­δη­μα ενός άγνω­στου αλ­λά πά­ντο­τε ίδιου που­λιού ξέ­φευ­γε μέ­σα στη νύ­χτα σε στρογ­γυ­λές φυ­σα­λί­δες κε­νού, με τα φώ­τα της πλα­τεί­ας να τρα­γου­δάν τις αυ­ξο­μειώ­σεις στην τά­ση της ηλε­κτρο­δό­τριας εται­ρεί­ας.

Τις νύ­χτες της εφη­βι­κής σιω­πής, ακο­λού­θη­σαν βρά­δια νε­α­νι­κής έντα­σης, γε­μά­τα από και­νούρ­γιες χει­ρο­νο­μί­ες γεν­νη­μέ­νες σε και­νούρ­γιες νυ­χτε­ρι­νές γε­ω­γρα­φί­ες, π.χ, στο σταυ­ροει­δές μνη­μείο του Αγνώ­στου Ναυ­τι­κού εί­δε, ότι ακου­μπώ­ντας στην πά­νω πλευ­ρά του, η νύ­χτα εί­χε χρώ­μα βα­θύ μαύ­ρο, ενώ στο πλάι και προς τα κά­τω, ξά­νοι­γε προς το μπλε πα­ρα­συρ­μέ­νο κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα από τα με­ταλ­λι­κά πε­ρι­στέ­ρια που απο­τε­λού­σαν την άκρη της βά­σης του. Κρά­τη­σε αυ­τή την νύ­χτα μέ­σα του για χρό­νια ακα­τέρ­γα­στη, κου­βα­λώ­ντας την προ­σε­χτι­κά στις απο­σκευ­ές του, από τό­πο σε τό­πο, όπου τον τρα­βού­σαν πό­τε η ελ­πί­δα και πό­τε οι υπο­χρε­ώ­σεις του. Μια δυο φο­ρές προ­σπά­θη­σε να μοι­ρα­στεί την ει­κό­να της με φί­λους ή με αγα­πη­μέ­νους άλ­λους, αλ­λά πό­τε η ηλι­κία, πό­τε η ώρα, πό­τε μια στρα­βά επι­λεγ­μέ­νη συ­γκυ­ρία, τον εμπό­δι­σαν. Με τον και­ρό έπα­ψε να τον εν­δια­φέ­ρει να την μοι­ρα­στεί, για­τί οι νύ­χτες παίρ­ναν και­νούρ­για νο­ή­μα­τα, και κα­θό­λου πε­ρί­ερ­γο, και­νούρ­για χρώ­μα­τα.

Στην Αμε­ρι­κή φε­ρ’ ει­πείν οι νύ­χτες ήταν δί­χρω­μες. Ανά­με­σα στο μαύ­ρο και το κί­τρι­νο τα ουρ­λια­χτά απ’ τις σει­ρή­νες μια γραμ­μή. Και βε­βαί­ως δεν θα ξε­χνού­σε πο­τέ ένα βρά­δυ στον Αμε­ρι­κά­νι­κο νό­το, όπου οδη­γώ­ντας αρ­γά, έπε­σαν απά­νω σε ένα πε­λώ­ριο, θε­ό­ρα­το γι­γα­ντιαίο οβάλ φεγ­γά­ρι, το οποίο εί­χε κα­τέ­βει και ακου­μπή­σει απά­νω στο δρό­μο, υπο­χρε­ώ­νο­ντας τη νύ­χτα σε ένα πε­ρί­ερ­γο μωβ, τε­μα­χι­σμέ­νο από τα φα­ντά­σμα­τα των κλα­διών στις όχθες του αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μου.
Συ­μπε­ριέ­λα­βε κι αυ­τό το φεγ­γά­ρι στις απο­σκευ­ές του και το ανέ­συ­ρε συ­χνά στην αρ­χή και σπα­νιό­τε­ρα με­τά, ώσπου η ει­κό­να του αυ­το­νο­μή­θη­κε από τις συ­νο­δές ανα­μνή­σεις, αλ­λά επα­νερ­χό­ταν κά­θε που ένα και­νούρ­γιο χρώ­μα της νύ­χτας, ερ­χό­ταν να προ­στε­θεί στα υπάρ­χο­ντα.. Φε­ρ’ ει­πείν μια νύ­χτα γε­ω­με­τρι­κή, ιδω­μέ­νη μό­νο από κά­τω από την άμ­μο δη­λα­δή, στην πα­ρα­λία της Σού­γιας, η οποία ενα­πό­θε­τε τους αστρι­κούς της σχη­μα­τι­σμούς στους ήχους ενός κλα­ρι­νέ­του, άφη­σε στο μυα­λό του μια γα­λα­κτώ­δη διαύ­γεια και στην πλά­τη του μια υγρή ανά­μνη­ση άμ­μου. Στην άκρη της μα­κρι­νά γέ­λια και απλοί θό­ρυ­βοι την συν­δέ­σαν με τον ορί­ζο­ντα και την αιω­ρού­με­νη πα­ρα­λία.

Στην ενή­λι­κη ζωή ακο­λού­θη­σαν βρά­δια κα­μά­του με ήχους που απα­γό­ρευαν τα χρώ­μα­τα και δρα­στη­ριό­τη­τες αυ­στη­ρά στραμ­μέ­νες προς τον πε­ριο­ρι­σμό των αι­σθή­σε­ων.
Σε ένα από αυ­τά, χρειά­στη­κε να δει τη νύ­χτα μέ­σα από ένα κα­θρέ­φτη για να βε­βαιω­θεί ότι υπήρ­χε, έναν πα­λιό κα­θρέ­φτη με­γά­λο, με σκα­λι­στή φα­γω­μέ­νη από τις βρο­χές κορ­νί­ζα τον οποίο εί­χαν το­πο­θε­τή­σει μέ­σα στα φυλ­λώ­μα­τα του μι­κρού κή­που και με­τα­ξύ αστεί­ου και σο­βα­ρού, του πρό­σθε­σαν στη βά­ση ένα ψεύ­τι­κο λιο­ντά­ρι-παι­δι­κό παι­χνί­δι, που τους πα­ρέ­πε­μπε στον Ρου­σό πλαι­σιώ­νο­ντας την φτώ­χεια και τον ξε­νι­τε­μό με την πα­ρά­ται­ρη πα­ρω­χη­μέ­νη πο­λυ­τέ­λεια της φα­γω­μέ­νης κορ­νί­ζας.

Με αυ­τόν λοι­πόν τον κα­θρέ­φτη ξα­να­γύ­ρι­σε η νύ­χτα εκεί­νο το βρά­δυ της κού­ρα­σης και την διέ­γρα­ψαν με ακρί­βεια οι πα­τού­σες του όπως κρε­μά­στη­καν στο σκο­τά­δι.
Η οι­κο­δό­μη­ση του λα­μπρού του μέλ­λο­ντος ήταν γε­μά­τη από κα­θη­με­ρι­νό σκο­τά­δι κα­τα­νε­μη­μέ­νο σε αλ­λε­πάλ­λη­λα ανα­πό­φευ­κτα βρά­δια με το ίδιο πε­ριε­χό­με­νο και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή αχρω­μία. Αυ­τό δι­ήρ­κε­σε όσο δι­ήρ­κε­σε και προ­φα­νώς ήταν προ­σω­ρι­νό, για­τί το δια­δέ­χτη­καν πολ­λά βρά­δια ενή­λι­κου όπως εί­πα­με σκό­τους, όπου προ­τά­σεις του τύ­που «τί θα κά­νεις το βρά­δυ;» τον έβα­ζαν μπρο­στά στον τρό­μο μιας ακό­μα νύ­χτας χω­ρίς Ιδιό­τη­τες.

Κα­τέ­λη­ξε έτσι στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η νύ­χτα και το βρά­δυ εί­ναι δύο απο­λύ­τως δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, φτιαγ­μέ­να από το ίδιο σκο­τά­δι, προ­ο­ρι­σμέ­να να υπο­δέ­χο­νται άλ­λους φό­βους και άλ­λες ελ­πί­δες, προ­ο­ρι­σμέ­να ίσως να ανα­μι­γνύ­ουν τους φό­βους με τις ελ­πί­δες με χρώ­μα­τα και εμπει­ρί­ες, ιδιαί­τα­τα όταν με­τά από πολ­λά χρό­νια εί­δε ότι κά­θε βρά­δυ, ο ορι­ζό­ντιος ύπνος εί­χε μο­να­δι­κό προ­ο­ρι­σμό να υπο­δέ­χε­ται το τρυ­πά­νι του απο­λο­γι­σμού και των ανα­μνή­σε­ων, προ­σπα­θώ­ντας εκεί προς το ξη­μέ­ρω­μα, να συμ­πτύ­ξει όσα τε­μά­χια φω­τός εί­χαν σφη­νω­θεί στο μυα­λό του και μπο­ρού­σαν να πα­ρά­γουν —όπως τα πα­λιά θραύ­σμα­τα των πο­λέ­μων—, αιχ­μη­ρές πο­λύ­χρω­μες τρι­γω­νι­κές ή πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μες αιχ­μη­ρές πα­ραι­σθή­σεις, και σω­τή­ριο ύπνο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: