Εκείνο το βράδυ η θάλασσα είχε θρυμματιστεί και μερικά κομμάτια της είχαν κατέβει και λάβει το σχήμα από τις ταράτσες της Καβάλας, έτσι όπως αυτές είχαν παραταχθεί τυχαία περί τον κόλπο που αποτελούσε τον αφαλό της πόλης. Το λιμάνι έσφιγγε την παραλία και την περιόριζε σε χώρο υποδοχής για πάσης φύσεως πλεούμενα.
Το παιδικό του μυαλό κράτησε αυτήν την εικόνα από την εκδρομή των 16 του χρόνων μαζί με μια πρώτη αίσθηση της νύχτας που δεν τον αφορούσε, υπάρχοντας έξω απ’ αυτόν χρησιμεύοντας μόνο για να ακουμπήσει στο σκοτάδι της, αυτά τα φωτεινά τετράγωνα και παραλληλόγραμμα σχήματα της ανθρώπινης παρουσίας.
Μέχρι τότε τα βράδια περνούσαν με μια αδιαφανή ένταση κυνηγημένα από μητρικές παραινέσεις και ασαφείς ή αποκλεισμένες επιθυμίες. Άρχιζαν ύπουλα διώχνοντας το φως από τα φυλλώματα της πλατείας και διπλώνοντας τους ήχους της γειτονιάς σε άλλους ήχους, μουντούς με ακαθόριστο περιεχόμενο. Όταν σκοτείνιαζε για τα καλά, το κελάηδημα ενός άγνωστου αλλά πάντοτε ίδιου πουλιού ξέφευγε μέσα στη νύχτα σε στρογγυλές φυσαλίδες κενού, με τα φώτα της πλατείας να τραγουδάν τις αυξομειώσεις στην τάση της ηλεκτροδότριας εταιρείας.
Τις νύχτες της εφηβικής σιωπής, ακολούθησαν βράδια νεανικής έντασης, γεμάτα από καινούργιες χειρονομίες γεννημένες σε καινούργιες νυχτερινές γεωγραφίες, π.χ, στο σταυροειδές μνημείο του Αγνώστου Ναυτικού είδε, ότι ακουμπώντας στην πάνω πλευρά του, η νύχτα είχε χρώμα βαθύ μαύρο, ενώ στο πλάι και προς τα κάτω, ξάνοιγε προς το μπλε παρασυρμένο κατά πάσα πιθανότητα από τα μεταλλικά περιστέρια που αποτελούσαν την άκρη της βάσης του. Κράτησε αυτή την νύχτα μέσα του για χρόνια ακατέργαστη, κουβαλώντας την προσεχτικά στις αποσκευές του, από τόπο σε τόπο, όπου τον τραβούσαν πότε η ελπίδα και πότε οι υποχρεώσεις του. Μια δυο φορές προσπάθησε να μοιραστεί την εικόνα της με φίλους ή με αγαπημένους άλλους, αλλά πότε η ηλικία, πότε η ώρα, πότε μια στραβά επιλεγμένη συγκυρία, τον εμπόδισαν. Με τον καιρό έπαψε να τον ενδιαφέρει να την μοιραστεί, γιατί οι νύχτες παίρναν καινούργια νοήματα, και καθόλου περίεργο, καινούργια χρώματα.
Στην Αμερική φερ’ ειπείν οι νύχτες ήταν δίχρωμες. Ανάμεσα στο μαύρο και το κίτρινο τα ουρλιαχτά απ’ τις σειρήνες μια γραμμή. Και βεβαίως δεν θα ξεχνούσε ποτέ ένα βράδυ στον Αμερικάνικο νότο, όπου οδηγώντας αργά, έπεσαν απάνω σε ένα πελώριο, θεόρατο γιγαντιαίο οβάλ φεγγάρι, το οποίο είχε κατέβει και ακουμπήσει απάνω στο δρόμο, υποχρεώνοντας τη νύχτα σε ένα περίεργο μωβ, τεμαχισμένο από τα φαντάσματα των κλαδιών στις όχθες του αυτοκινητόδρομου.
Συμπεριέλαβε κι αυτό το φεγγάρι στις αποσκευές του και το ανέσυρε συχνά στην αρχή και σπανιότερα μετά, ώσπου η εικόνα του αυτονομήθηκε από τις συνοδές αναμνήσεις, αλλά επανερχόταν κάθε που ένα καινούργιο χρώμα της νύχτας, ερχόταν να προστεθεί στα υπάρχοντα.. Φερ’ ειπείν μια νύχτα γεωμετρική, ιδωμένη μόνο από κάτω από την άμμο δηλαδή, στην παραλία της Σούγιας, η οποία εναπόθετε τους αστρικούς της σχηματισμούς στους ήχους ενός κλαρινέτου, άφησε στο μυαλό του μια γαλακτώδη διαύγεια και στην πλάτη του μια υγρή ανάμνηση άμμου. Στην άκρη της μακρινά γέλια και απλοί θόρυβοι την συνδέσαν με τον ορίζοντα και την αιωρούμενη παραλία.
Στην ενήλικη ζωή ακολούθησαν βράδια καμάτου με ήχους που απαγόρευαν τα χρώματα και δραστηριότητες αυστηρά στραμμένες προς τον περιορισμό των αισθήσεων.
Σε ένα από αυτά, χρειάστηκε να δει τη νύχτα μέσα από ένα καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι υπήρχε, έναν παλιό καθρέφτη μεγάλο, με σκαλιστή φαγωμένη από τις βροχές κορνίζα τον οποίο είχαν τοποθετήσει μέσα στα φυλλώματα του μικρού κήπου και μεταξύ αστείου και σοβαρού, του πρόσθεσαν στη βάση ένα ψεύτικο λιοντάρι-παιδικό παιχνίδι, που τους παρέπεμπε στον Ρουσό πλαισιώνοντας την φτώχεια και τον ξενιτεμό με την παράταιρη παρωχημένη πολυτέλεια της φαγωμένης κορνίζας.
Με αυτόν λοιπόν τον καθρέφτη ξαναγύρισε η νύχτα εκείνο το βράδυ της κούρασης και την διέγραψαν με ακρίβεια οι πατούσες του όπως κρεμάστηκαν στο σκοτάδι.
Η οικοδόμηση του λαμπρού του μέλλοντος ήταν γεμάτη από καθημερινό σκοτάδι κατανεμημένο σε αλλεπάλληλα αναπόφευκτα βράδια με το ίδιο περιεχόμενο και χαρακτηριστική αχρωμία. Αυτό διήρκεσε όσο διήρκεσε και προφανώς ήταν προσωρινό, γιατί το διαδέχτηκαν πολλά βράδια ενήλικου όπως είπαμε σκότους, όπου προτάσεις του τύπου «τί θα κάνεις το βράδυ;» τον έβαζαν μπροστά στον τρόμο μιας ακόμα νύχτας χωρίς Ιδιότητες.
Κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι η νύχτα και το βράδυ είναι δύο απολύτως διαφορετικά πράγματα, φτιαγμένα από το ίδιο σκοτάδι, προορισμένα να υποδέχονται άλλους φόβους και άλλες ελπίδες, προορισμένα ίσως να αναμιγνύουν τους φόβους με τις ελπίδες με χρώματα και εμπειρίες, ιδιαίτατα όταν μετά από πολλά χρόνια είδε ότι κάθε βράδυ, ο οριζόντιος ύπνος είχε μοναδικό προορισμό να υποδέχεται το τρυπάνι του απολογισμού και των αναμνήσεων, προσπαθώντας εκεί προς το ξημέρωμα, να συμπτύξει όσα τεμάχια φωτός είχαν σφηνωθεί στο μυαλό του και μπορούσαν να παράγουν —όπως τα παλιά θραύσματα των πολέμων—, αιχμηρές πολύχρωμες τριγωνικές ή παραλληλόγραμμες αιχμηρές παραισθήσεις, και σωτήριο ύπνο.