Το σπίτι του Οδυσσέα



«Ιθάκης και Κυκλάδων. Το σπίτι που γεννήθηκε ο πατέρας σου και ο παππούς σου. Αυτό το σπίτι κληρονομείς αλλά υπό έναν όρο. Να μην δοθεί ποτέ αντιπαροχή και να μην γκρεμιστεί. Να ανακαινιστεί και να κατοικηθεί από εσένα και την οικογένειά σου. Άλλως θα μείνει ως έχει και θα δοθεί δωρεά στην ενορία του Αγίου Γεωργίου».

«Μα… δεν έχω οικογένεια».

«Θα αποκτήσεις αγαπητέ Οδυσσέα, είσαι νέος, μόλις τριάντα επτά. Άλλωστε δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός. Μπορείς κάλλιστα να εγκατασταθείς εκεί μόνος μόλις το επισκευάσεις».

«Με υποχρεώνει, δηλαδή, να μείνω σε ένα σπίτι που δεν έχω επιλέξει».

«Κατά έναν τρόπο….»

Κάθισα πάνω από τρεις ώρες στο συμβολαιογραφείο του επιστήθιου φίλου τού πατέρα μου. Ήξερα πως μοιράζονταν τα προσωπικά τους και προσπαθούσα να συμπληρώσω από τις υπαινικτικές αναφορές του κυρίου Κώστα την εικόνα του πατέρα μου αλλά και να κατανοήσω την εμμονή του με αυτό το σπίτι. Έλειπα πολλά χρόνια και η επαφή μου με την οικογένειά μου είχε κάπως ξεθωριάσει. Είχαμε σχεδόν αποξενωθεί. Εκείνοι είχαν φαγωθεί να φύγω. Για το καλό μου.

Έμαθα ότι ο πατέρας μου, αφότου πέθανε η μητέρα μου, περνούσε πολύ χρόνο στο σπίτι αυτό. Καθόταν με τις ώρες και διάβαζε ή φρόντιζε τον κήπο. Δεν κοιμόταν ποτέ εκεί. Επέστρεφε στο σπίτι μας όπου μάλλον ένιωθε λιγότερο μόνος έχοντας συντροφιά τις αναμνήσεις που πιθανόν να ζωντάνευαν οι οικογενειακές μας φωτογραφίες. Μάταια οι τρεις μεγαλύτερες αδερφές του, που κατοικούσαν εκεί, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους. Και όμως, τις λάτρευε τις αδελφές του.

Κι εγώ τις αγαπούσα πολύ. Δεν είχαν ποτέ παντρευτεί. Μεγάλωσαν με τη μητέρα τους και τον πατέρα μου, τον μικρό τους αδελφό, στο σπίτι αυτό και δεν το εγκατέλειψαν ποτέ. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου κάθε Κυριακή να τις επισκεφτούμε. «Σήμερα Οδυσσέα θα δοκιμάσεις το κοκκινιστό μου, την αγαπημένη συνταγή της γιαγιάς σου που δεν γνώρισες». «Κοίτα αυτό το βιβλίο, το είχα κάνει δώρο στον πατέρα σου όταν ήταν στην ηλικία σου». «Τώρα, Οδυσσέα, θα σου παίξω στο πιάνο το αγαπημένο μου κομμάτι που το είχα παρουσιάσει όταν έδινα εξετάσεις για το δίπλωμά μου».

Η Όλγα, Η Μάσα και η Ιρίνα. Έτσι τις φώναζα από τότε που με πήγε ο πατέρας μου και είδα τις τρεις αδελφές του Τσέχοφ. Θα 'μουν δεν θα 'μουν δώδεκα χρόνων. Επέλεξα, και πολύ σωστά όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο πατέρας μου, το όνομα της κάθε ηρωίδας και το έδωσα σε καθεμιά από τις θείες μου. Αυτό βοήθησε τις Κυριακές μας να περνούν πιο παιχνιδιάρικα. Οι θείες μου, παρόλο που ενοχλήθηκαν λίγο στην αρχή, σιγά σιγά αντιδρούσαν θετικά. Κι εγώ συνέχιζα να τις τσιγκλάω. «Έτσι θα έλεγε και η Μάσα». «Αλλά και με την Ιρίνα ίδιες επιθυμίες έχετε». «Ο συνταγματάρχης σου πού είναι;» Κι εκείνες λες και έμπαιναν στους ρόλους τους, συνέχιζαν να ξεδιπλώνουν το παρελθόν που περιλάμβανε τη ζωή που δεν έζησαν. Δεν ήξεραν, όμως, ότι όλη αυτή την ώρα –της κυριακάτικης εθιμοτυπίας– το μυαλό μου ήταν στη μισή τυρόπιτα που δεν μου είχε επιτρέψει ο πατέρας μου να φάω, κατά τη διάρκεια της βόλτας που πάντοτε κάναμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης πριν να πάμε στις θείες.

«Τη μισή να φας. Μη φας άλλο. Τη μισή να τρως. Να απολαμβάνεις, αλλά με μέτρο. Άκου τον πατέρα σου. Δεν είναι καλό και για την υγεία σου». Έτσι τελείωνε κάθε εξαντλητική επίσκεψη, ευλαβικό προσκύνημα στα μνημεία της δικής μας Αθήνας. Ακρόπολη, Πλάκα, Κεραμεικός, Αρχαία Αγορά με τη σειρά και με πρόγραμμα, κάθε Κυριακή να εξαντλούμε –με γλαφυρό κι ανάλαφρο τρόπο– και από μια εκκρεμότητα με το παρελθόν.

Μισή η τυρόπιτα. Μισή και η χαρά από την απόκτηση του πατρικού σπιτιού. Αυτό που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν το τετελεσμένο. Δεν με ενοχλούσε απλώς. Με διέλυε. Με την τελευταία επιθυμία του ο πατέρας μου μού επέβαλε την απόλυτη δέσμευση. Εντέλλεστε… σαν να μου είπε ο κύριος Κώστας. Και αν αρνηθώ; Το αγαπούσα το σπίτι αυτό.

Έπρεπε να το δω πρώτα. Πάνε δέκα χρόνια που δεν το έχω επισκεφτεί. Πήρα τα κλειδιά από τον κύριο Κώστα και ξεκίνησα για το πατρικό σπίτι αρκετά δύσθυμος. Το παρελθόν μου ξαναζωντάνευε αρκετά ζοφερό και η κληρονομιά μού έδινε την ευκαιρία να ξεμπερδέψω με αμφίθυμα, προσωπικά στοιχήματα.

Πείνασα. Ήταν δύο η ώρα μεσημέρι και είχα φτάσει στη γνώριμη γειτονιά. Ο παραδοσιακός φούρνος της πλατείας ήταν στη θέση του. Ζήτησα μια στρογγυλή, χωριάτικη τυρόπιτα και είπα να μου την κόψουν στη μέση. Παρατηρούσα τα δύο ημικύκλια, τα επίχειρα της ενοχής. Δάγκωνα αργά, απολαυστικά φροντίζοντας να μην μου ξεφύγει ούτε ένα τρίμμα.

Την ώρα που έφτανα στο σπίτι έτρωγα την τελευταία μπουκιά μιας ολόκληρης τυρόπιτας. Η είσοδός του πάντα με γοήτευε. Πάνω στο μικρό αέτωμα που στέγαζε τις δυο κολόνες υπήρχε μια μαρμάρινη, εντοιχισμένη παράσταση με θαλασσινό θέμα. Η βαρκούλα στην κάτω δεξιά άκρη της, κάθε φορά που περνούσα το κατώφλι, μου έδινε την εντύπωση πως ξεκινούσε ένα ακόμη ταξίδι.

Χωρίς να ασχοληθώ με τον μεγάλο κήπο και τους εξωτερικούς χώρους, μπήκα κατευθείαν στο σπίτι. Η αμηχανία που ένιωσα μου υπενθύμισε τη σχέση μου με το σπίτι αυτό. Ήταν επιδερμική, δεν είχα παίξει εκεί –με ποιον άλλωστε;– δεν είχα κάνει σκανταλιές, δεν είχα κοιμηθεί ποτέ αν και εκλιπαρούσα τον πατέρα μου γι' αυτό. «Έχεις διάβασμα… ώρα να φεύγουμε… μην καθυστερείς». Μόνιμη επωδός το διάβασμα.

Τριγύρισα σαστισμένος στα δωμάτια. Άνοιξα όλα τα παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας και κυρίως το φως του μεσημεριού. Κατέβηκα στο υπόγειο. Από το παλιό μαγειρείο είχαν μείνει μόνο οι νεροχύτες και οι βρύσες. Δίπλα ήταν το λεβητοστάσιο. Παραδίπλα ήταν ο χώρος της μπουγάδας. Δυο μεγάλες μαρμάρινες σκάφες για το πλύσιμο. Το βασίλειο της Όλγας. Και στην άλλη άκρη η αποθήκη, ντουλάπες και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Και μια καταπακτή της οποίας την ύπαρξη αγνοούσα.

Ήμουν, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού. Υπό αίρεση. Είχα κι ανταγωνιστή, την ενορία του Αγίου Γεωργίου. Όχι, τον εαυτό μου θα ανταγωνιζόμουν, τη μισή του πλευρά που ανέστελλε, υπό όρους, την κάθε χαρά. Σαν την ελλιπή χαρά της διαθήκης. Το σκηνικό ήταν στημένο.

Κάθησα στο πιάνο, στη μεγάλη σάλα με τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Άγγιξα τα πλήκτρα του πιάνου των προγόνων μου. Ακούμπησα πάνω τους με στοργή. Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες... τραγούδησα. Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ… «Είσαι φάλτσος, σωστές οι νότες αλλά μην τραγουδάς, δεν έχεις μουσικό αυτί». Έτσι μου είχε πει όταν με άκουσε στα πρώτα τραγούδια που τραγούδησα πολύ μικρός, μιμούμενος εκείνον που τα τραγουδούσε, αυτά και τόσα άλλα, μαζί με τις αδελφές του. Μα ήμουν φάλτσος;

Θα φαλτσάρω και θα τραγουδάω. Φάλτσα ήταν και η ζωή τού Παπαδιαμάντη. «Ο καλύτερος, ο πιο ταπεινός, ο πιο βαθυστόχαστος» έλεγε ο πατέρας μου για το ίνδαλμά του. Ατελείωτες ώρες μου διάβαζε διηγήματά του χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά και ματωμένα και αδιέξοδα. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω τον Παπαδιαμάντη. Αλλά μισός κι αυτός. Καλόγερος μέσα στον κόσμο γίνεται; Δεν γίνεται.

Το φως του ήλιου τώρα έπεφτε πάνω στη μεγάλη βιβλιοθήκη. «Ο καλύτερος σύντροφος του ανθρώπου είναι το βιβλίο». Κάθε φορά που η επιθυμία μου ξεμάκραινε από τη δική του βεβαιότητα, το βιβλίο γινόταν το πρόσχημα. Έπαιρνε ένα βιβλίο με μεγάλη προσοχή, το χάιδευε και ξεκινούσε το ταξίδι… Και η πιο απλή ιστορία γινόταν έπος. Με ζωηρό τρόπο, αβίαστα και φυσικά με ταξίδευε σε κόσμους απίθανους. Και ξεχνιόμουν. Τον ακολουθούσα σε δρόμους άγνωστους που το φανέρωμά τους είχε γοητεία. Άραγε τι έμεινε από όλα αυτά; Μπορεί να μετρηθεί ο καλπασμός της φαντασίας; Μπορεί να ζυγιστεί η μέθη του ονείρου; Μπορούν να συνοψιστούν οι εικόνες και να αξιολογηθεί το αποτύπωμά τους στη ζωή;

«θέλω να πάω στα ξαδέλφια μου να παίξω». Τα παιδιά της πρώτης του εξαδέλφης, μεγαλύτερα από μένα δυο-τρία χρόνια, φάνταζαν θεοί επειδή η ζωή τους ήταν διαφορετική από τη δική μου, πιο ελεύθερη, με λιγότερα πρέπει. Ονειρευόμουν βόλτες μαζί τους στη Φωκίωνος και στα Εξάρχεια και στο Λυκαβηττό και στο λόφο του Στρέφη, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στοχοθεσίες, χωρίς το κυνήγι του χρήσιμου. Ήμουν δώδεκα χρόνων.

«Σήμερα θα πάμε στο πρώτο Νεκροταφείο». Μικρά κτίσματα που έμοιαζαν με αρχαίους ναούς με κίονες. Γλυπτά περίτεχνα, διακοσμημένοι τάφοι από διάσημους γλύπτες. Αυτό δεν έμοιαζε με νεκροταφείο. Τόση ομορφιά συντροφιά με το θάνατο δεν το φανταζόμουν. Περνώντας μπροστά από την κοιμωμένη, σταμάτησα και ψέλλισα, φοβούμενος μην έχω κάνει λάθος, «Χαλεπάς». Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα και το χάδι του πατέρα μου. Ήμουν, πράγματι, καλός μαθητής.

«Αυτός είναι ο τάφος του πατέρα μου», είπε με σπασμένη φωνή και ταυτόχρονα τρεμόπαιξαν τα μάτια του όπως κάνουν οι άνθρωποι που πρόκειται να κλάψουν. Δεν έκλαψε. Ο οικογενειακός μας τάφος ήταν μνημειακός αλλά με λιτή διακόσμηση. «Δεν τον γνώρισα. Πέθανε δυο μήνες αφότου γεννήθηκα». Παρατηρούσα τη φωτογραφία του παππού μου στο μνήμα. Ήταν η ίδια που είχαμε στο σπίτι μας. Δεν είχε προλάβει να βγει πολλές φωτογραφίες σκέφτηκα, ήταν πολύ νέος. Πώς είναι, αλήθεια, να μην έχεις γνωρίσει τον πατέρα σου;

Κόντευε απόγευμα. Το φως λιγόστευε στη μεγάλη σάλα, τα αντικείμενα έχαναν τον όγκο τους, η σιωπή διεύρυνε τη μοναξιά, γαλήνη. Κάθισα στην πολυθρόνα που καθόταν πάντοτε ο πατέρας μου και διάβαζε. Τον θυμόμουν σκεπτικό και αδιόρατα μελαγχολικό. Τα παιδιά δεν κάνουν λάθη σ' αυτά. Δίπλα ήταν το τραπέζι, κυκλικό, που ακουμπούσε τα προς ανάγνωση βιβλία. Άναψα το πορτατίφ που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Τα τελευταία βιβλία που μάλλον διάβασε πριν πεθάνει ήταν το Έγκλημα και τιμωρία σε μετάφραση Παπαδιαμάντη και οι Δοκιμές του Σεφέρη. Πόσα είχα να μάθω ακόμα γι’ αυτόν;

Δίπλα στα βιβλία βρισκόταν ένα χειροποίητο χάρτινο κουτί, συσκευασία ενός δώρου που είχα προσφέρει πριν πολλά χρόνια στη μητέρα μου για τη γιορτή της. Βρήκα μέσα δύο όστρακα. Άρπαξα το κουτί με τα όστρακα, σηκώθηκα κι άναψα τα φώτα. Πήγαινα πάνω κάτω σαστισμένος κι έκπληκτος, περιχαρής κι εμβρόντητος από το πολύτιμο δώρο. Περιεργαζόμουν τα όστρακά μου που είχα να τα δω είκοσι χρόνια. Ήξερα και την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Τα ψηλαφούσα για να βεβαιωθώ. Τα έσφιξα στην αγκαλιά μου. Τα δικά μου όστρακα. Το ένα ήταν από ανασκαφή σε ναό της αρχαίας αγοράς και το άλλο από ανασκαφή στον Κεραμεικό. Θραύσματα ήταν ασήμαντης αξίας, αλλά για μένα μοναδικά. Όταν μου τα δώρισε η Ινώ, αρχαιολόγος και συμμαθήτρια της μητέρας μου, νόμιζα ότι κατείχα τουλάχιστον τις δέκα εντολές του Μωυσή.

Μου τα είχε φυλάξει. Τα είχε περισώσει. Μέσα στο σπίτι που κληρονομούσα ήταν τα όστρακά μου. Ήταν πια βαθύ σούρουπο. Ακούμπησα τα όστρακα πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα βιβλία, χαμήλωσα τα φώτα και βγήκα στη μεγάλη βεράντα. Στάθηκα στο σημείο από όπου μπορούσα να βλέπω τον κήπο και το σπίτι. Τίποτα δεν θα αλλάξω. Θα περιφρουρήσω το σπίτι μου και τα όστρακά μου.

Αυτά τα όστρακα είναι η συμπύκνωση της ζωής μου. Το ένα από τα θεμέλια και το άλλο από τον τάφο ορίζουν τα άκρα. Στην ευρυχωρία των δύο αυτών άκρων θα κινούνται πάντοτε ο πατέρας μου, η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα. Εγώ θα δίνω το ρυθμό και την ένταση. Στο θέατρο, άλλωστε, ο σκηνοθέτης είναι παντοδύναμος. Το σκηνικό δεν θα αλλάξει. Μόνο ανάγκες λειτουργικές θα επιβάλλουν οριακές μετατροπές χωρίς να αλλοιώνεται το ύφος και η ατμόσφαιρα.

Νύχτωσε. Ο Οδυσσέας άναψε όλα τα φώτα για να γιορτάσει την απόφασή του. Μόνος στο σπίτι της οδού Ιθάκης θα κινείται με την άνεση που θα του δίνει το κύρος της δικής του απόφασης να αναμετρηθεί με το σπίτι και τους επίδοξους συγκατοίκους του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: