Το χαστούκι

Το χαστούκι


Εκείνη τη μέρα ξύπνησα μισή ώρα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ξέρεις, τον τελευταίο χρόνο δεν κοιμάμαι πολύ. Φόρεσα το πουκάμισο και το παντελόνι και πήρα την ποδιά στη θήκη με την κρεμάστρα. Είχες ξυπνήσει πριν από μένα.
Καθόσουν στην άκρη του κρεβατιού με τις παλάμες ακουμπισμένες στα γόνατά σου και παρακολουθούσες σιωπηλή τις κινήσεις μου. Όλα ηχούσαν στο μυαλό́ μου όπως πρώτα.

Καλά, δε βλέπεις ότι ο γιακάς της είναι βρόμικος; Ο κόσμος θα λέει πως δεν τον βλέπει η γυναίκα του. Πάρε την άλλη ποδιά.
Αντικατέστησα την ποδιά στη θήκη με μιαν άλλη από την ντουλάπα. Πήγα στην κουζίνα, έφτιαξα καφέ και άναψα την τηλεόραση. Εσύ πήρες τις σημειώσεις σου από́ το κομοδίνο και με ακολούθησες αθόρυβα, σέρνοντας τις κάλτσες σου. Συχνά έπρεπε να σου υπενθυμίζω να φορέσεις παντόφλες.
Ξέχασες να βάλεις φρέσκο νερό στην καφετιέρα. Μα όλα εγώ πρέπει να τα κάνω πια;
Έχυσα τους καφέδες, άλλαξα νερό́ στο δοχείο και έφτιαξα δυο νέους. Από́ την τηλεόραση ακουγόταν η πρωινή οικονομική ενημέρωση, που με ενδιαφέρει. Εσύ θα ξεφυσούσες στα λαϊκίστικα σχόλια του δημοσιογράφου.
Σε χαιρέτησα και πήρα να βγάλω τα σκουπίδια. Περπάτησες πίσω μου σβήνοντας με τις κάλτσες σου το μονοπάτι που όριζαν οι σταγόνες από την τρύπια σακούλα.
Πάλι θα σφουγγαρίζω. Μα είναι σακούλα αυτή να κρατήσει τόσο βάρος;
Πήρα την σφουγγαρίστρα και καθάρισα. Η γάτα, που παραφυλούσε πεινασμένη έξω από την πόρτα, ήρθε αμέσως καιτρίφτηκε στα πόδια μου. Το γουργουρητό της κοιλιάς της, η ίδια της η ύπαρξη, είναι μια σταθερά που με ανακουφίζει τώρα που έχουν έρθει όλα τούμπα. Άνοιξα το κουτί με την γατοτροφή κι εσύ της χαμογέλασες τόσο ζεστά, σα νεογέννητο που αντίκρυζες για πρώτη φορά.
Λίγο βάλε, γιατί όταν χορταίνει, σκορπάει το υπόλοιπο και γεμίζουμε μυρμήγκια.
Έβαλα λίγο, σε συνόδευσα πίσω στην κουζίνα και έφυγα για τη δουλειά.
Μην αλλάζεις λωρίδα ούτε να τρέχεις. Τέτοια ώρα που φεύγεις, άλλοι γυρνάνε από τα μπουζούκια μεθυσμένοι.
Έμεινα στη μεσαία λωρίδα και δεν ξεπέρασα τα 90.
Στο ιατρείο η μέρα πέρασε δύσκολα, δεν είχα πολλούς ασθενείς, βαριόμουν.
Μην κάθεσαι. Άμα κάθεσαι, κάθεται και το μυαλό́. Και φυραίνει. Εκεί που θα περιμένεις το επόμενο ραντεβού, διάβασε κάτι, ζωγράφισε, κάνε τα φορολογικά σου. Κάτι. Αλλά μην κάθεσαι, γιατί άμα κάθεσαι, κάθεται και το μυαλό και φυραίνει.

Είμαι ήδη στο τρίτο μου έργο. Μετά τη φρουτιέρα με τα μήλα, ήρθε η κανάτα με τις δυο φέτες καρπούζι παραδίπλα, και τώρα ο φασιανός. Δεν είναι πολύ́ πετυχημένος.

Επέστρεψα αργά το απόγευμα και σε βρήκα σχεδόν όπως σε άφησα. Χαμογελαστή και γαλήνια στον καναπέ της κουζίνας. Μπροστά σου, σαν χαρτοπετσέτες που ανακάτεψε ο αέρας, ήταν σκορπισμένες οι σημειώσεις και τα σχεδιαγράμματα του σπιτιού. Τα σκονάκια της ζωής σου. Τα μάζεψα, τα έβαλα σε σειρά́ και στα παρέδωσα. Με κοίταξες με ευγνωμοσύνη. Πρώτη πρώτη έβαλα επίτηδες τη σελίδα με τη φωτογραφία μου.
Διάβασες πάλι τα γνωστά́ «Νίκος, σύζυγος, είμαστε 30 χρόνια μαζί, καρδιολόγος...». Σηκώθηκες αμέσως, με αγκάλιασες μηχανικά́ και ξαναέκατσες. Γύρεψα κάτι αληθινό.

Πήρα μια φέτα ψωμί, έφαγα μια μπουκιά και θρυμμάτισα το υπόλοιπο σε όλο το δωμάτιο. Βούτηξα το δάχτυλό μου στο δοχείο τού λαδιού, το τίναξα και πάτησα με αυτό όλα τα τζάμια αφήνοντας ένα γλοιώδες αποτύπωμα. Άνοιξα την πόρτα, η γάτα χώθηκε κάτω από́ το καλοριφέρ και κατούρησε. Άναψα όλα τα φώτα, παντού, κι άνοιξα αντικρυστά παράθυρα για να βαράνε οι πόρτες από το ρεύμα. Κάλυψες τα αυτιά σου. Δεν καταλάβαινες. Άναψα ένα ξεραμένο τσιγάρο από παλιά, έβηξα και φύσηξα τον καπνό επάνω σου. Να σου πω, ούτε εγώ́ καταλαβαίνω. Έβαλα τις φωνές, γιατί εδώ και έναν χρόνο ούτε εγώ καταλαβαίνω. Και να σε μαλώσω δεν μπορώ και να το γιατρέψω δεν μπορώ και να το συνηθίσω δε θέλω. Η γάτα τσίριζε, με κοιτούσες απορημένη, σαν ξένο, κρατώντας τα αυτιά σου. Απελπισμένος έβγαλα το κινητό μου, βρήκα μια τυχαία γυναικεία φωτογραφία και σου την έδειξα. Σου είπα πως τάχαμου αυτή είναι η γκόμενά μου. Τότε σηκώθηκες και μου έριξες ένα γερό χαστούκι. Τα αυτιά μου κουδούνισαν, πόνεσε η μασέλα μου. Τα μάγουλό μου σπαρτάρησε κατακόκκινο και ικανοποιημένο. Πιο τρυφερό́ κι από χάδι. Ένας ηλεκτρικός σπινθήρας, μια στιγμιαία συνεργασία νευρώνων, μια μνήμη που επανήλθε και γέννησε κάτι αληθινό. Δάκρυσα σα να σε είχα πάλι κοντά μου, κανονική. Μου σκούπισες τα δάκρυα.

«Γιατί κλαίτε, κύριε, τι σας συμβαίνει;»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: