Παίζω σαν ηθοποιός σε δυο πράξεις κωμικοτραγικού σεναρίου,
ρόλους επιδέξια προσαρμοσμένους στα πιθανά όρια μου,
στο φάσμα που με συνοψίζει στο σήμερα, στο χθες ,
στο ποια θα ήμουν αν είχα πιο σταθερό χαρακτήρα,
στο ποια ήμουν τότε,
σε εκείνη την περίοδο της τυφλής εξέγερσης κατά της ευπειθούς συμμόρφωσης,
τότε που ξαπλωμένη ανάσκελα στην αμμουδιά στο άνθος της νεότητας μου, με την άμμο να μπαίνει στο στόμα μου και να με πνίγει,
έπεφτα στον ωκεανό για να προστατευτώ από την βροχή,
τότε που έκανα σοσιαλάιζινγκ σε πεζά προβλέψιμες κρεβατοκάμαρες διφορούμενων απεσταλμένων, διοικητικών υπάλληλων και τζέντλμεν,
με νοικιασμένο κοστούμι σμόκιν,
με βουλιμία για την ανέφικτη ερωτική πράξη, με ζήλο, με κέφι για το ακαταμάχητο δέλεαρ της ηδονής,
που αναιδώς ζυγισμένο με το ανεκπλήρωτο αφήνει πάντα τα πρωτεία σε αυτό,
βραδιές με μεγάλη επιτυχία,
που διαλύονταν εν μια νυκτί εις τα εξ ων συνετέθησαν, κατέρρεαν απρόβλεπτα οι εξιδανικευμένες αφαιρέσεις και τα μυστικά του έρωτα, με ξαφνικές απογοητεύσεις, με βλέμματα καρφωμένα στο κενό μέσα από τις μάσκες, με τυπικές χειραψίες αποχωρισμών.
Μπορεί και να πρόκειται περί οπτικής άπατης, οι φιγούρες τους δυσδιάκριτες, οι συνομιλίες τους μακρινές, φευγάτες,
μια φωνή από το φλύαρο στόμα τους δίνει παρεμπιπτόντως στοιχεία για εμένα ,με σχολιάζει ότι αφέθηκα στην τύχη και με παρέσυραν εκείνα τα ρεύματα της άλλης εποχής,
εν λευκώ, χωρίς αντιστάσεις, χωρίς καβάτζες, χωρίς κρέντιτ,
ανεπανόρθωτα χαμένη αφ' εαυτού χωρίς επαρκή ορισμό της πραγματικότητας,
μακριά από προκυμαίες και φάρους, σε τόπους παραπαίοντες που μαίνονταν η ονειροπόληση και μια φρενίτιδα ελευθερίας.
Μολυσμένη σήμερα από αντιφάσεις,
παραμένω διαρκώς και ανεξαιρέτως εν εκκρεμότητι,
στον κίνδυνο, στο χάσμα της αυθαιρεσίας των συμβάντων,
βουλιάζω στον αυτοσαρκασμό χωρίς καμία φινέτσα, στο βάθος ενός οβάλ θαμπού αποτρόπαιου καθρέφτη,
και ρίχνω απεγνωσμένα πλωτές γέφυρες σε κάτι πέρα από τον παταγώδη θάνατο,
επιλέγοντας την διαίσθηση του αθλητή στην φυγή, στην περιπέτεια, στο ταξίδι,
τρέχω σαν βολίδα, λες και είμαι δρομέας, σε λωρίδες ακτινωτές,
στο βάναυσο εύρος των διαδρομών της απείθαρχης μνήμης μου,
με το κορμί στραμμένο μισό μέσα μισό έξω, περνώ μέσα από χαοτικούς διαδρόμους φωτισμένους με χλωμό νέον, από υγρές σήραγγες με κάμερες, εντοιχισμένες οθόνες και δίκτυα καλωδίων, τούνελ, ελικοειδείς σκάλες, παρακάμψεις, αδιέξοδα και ανελκυστήρες για τα υπόγεια και τις επάνω πτέρυγες των πεπραγμένων μου,
σκαρφαλώνω σαν αίλουρος στο σκανδαλώδες κιγκλίδωμα του χρόνου και κοιτάζω από ψηλά την θέα,
παγίδα και από την μια και από την άλλη,
ηδονές και απώλειες του τότε και του τώρα,
απλώνονται σαν κηλίδα αίματος πέρα μακριά στα αστραφτερά κύματα, σκάνε στα βράχια σπασμωδικά και έπειτα χάνονται σαν να μην υπήρξαν.