Υπήρξα τόσοι άλλοι


                    1.

Όταν ο άν­θρω­πος ονει­ρεύ­ε­ται συλ­λο­γι­κά, ονει­ρεύ­ε­ται τι­μές ακί­νη­των, το κό­στος της ζω­ής, τα σχο­λεία για τα παι­διά, τι να ψω­νί­σει. Όταν το όνει­ρο γί­νε­ται εφιάλ­της, βυ­θί­ζε­ται σε ει­κό­νες βί­ας, σε μυ­ρω­διές κα­μέ­νης γης, σε φλα­σιές πορ­νό και μια απο­πνι­κτι­κή αί­σθη­ση φό­βου.

Πέ­ρα­σα και περ­νάω τη ζωή μου μέ­σα σε μια δέ­σμη πα­ραι­σθή­σε­ων. Αρ­κε­τές φο­ρές μέ­σα στη μέ­ρα, νιώ­θω ότι συμ­με­τέ­χω σε μια συ­ζή­τη­ση που διε­ξά­γε­ται σ’ ένα κόμ­μα­τι του νου μου, ανε­ξάρ­τη­τη από τα τε­κται­νό­με­να, ανε­ξάρ­τη­τη από τη συ­γκυ­ρία της στιγ­μής, όπως θα έλε­γε ο Να­μπό­κοφ. Εί­ναι μια ου­δέ­τε­ρη, απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη, ανώ­νυ­μη φω­νή, που την πιά­νω να λέ­ει λέ­ξεις που δεν έχουν ση­μα­σία για μέ­να. Τε­λι­κά όμως απο­δει­κνύ­ο­νται χρη­σι­μό­τα­τες πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Ξε­πη­δούν χω­ρίς λό­γο σε ένα κεί­με­νο κι ενώ­νουν τα απο­μα­κρυ­σμέ­να. Βοη­θούν στη συμ­μα­χία αντι­θε­τι­κών πε­δί­ων. Πυ­ρο­δο­τούν.

Όσο για τις επα­φές με τους άλ­λους, πέ­φτω σε χα­ρα­κτή­ρες (αν­θρώ­πους εν­νοώ!) που λες κι έχουν ξε­πη­δή­σει από μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Ουί­λιαμ Γκά­ντις. Το θέ­μα της συ­ζή­τη­σης μέ­σα σε μια σκη­νή, φαι­νο­με­νι­κά κα­τα­νοη­τό, στα­δια­κά ξε­φεύ­γει και ακυ­ρώ­νε­ται. Οι χα­ρα­κτή­ρες του ξε­κι­νούν μέ­σα σε μια ομί­χλη και μέ­νουν εκεί. Ασα­φείς, και φαι­νο­με­νι­κά ατε­λώς σχε­δια­σμέ­νοι. Εξυ­φαί­νουν ένα κου­κού­λι με το οποίο συ­ναλ­λάσ­σο­μαι αλ­λά πο­τέ δε σπά­ει για βγει η πο­λύ­χρω­μη πε­τα­λού­δα.

Ως νι­κη­τής της γή­ι­νης μά­χης ο άν­θρω­πος εί­ναι πλέ­ον απελ­πι­στι­κά προ­βλέ­ψι­μος. Με τα εί­τε/εί­τε του, τους άμε­σους νε­ο­λο­γι­σμούς του επί των φρι­κω­δέ­στε­ρων συν­θή­κων, τα πλαί­σια και τα αφη­γή­μα­τά του και, τέ­λος, την απο­φυ­γή της απο­δο­χής του ως εκεί­νος που πραγ­μα­τι­κά εί­ναι: ένα μυρ­μή­γκι του σύ­μπα­ντος.

Έργο του Ερμή (2023)
Έργο του Ερμή (2023)



                    2.

Κά­ποιες πε­ριό­δους ο εαυ­τός σου απο­δε­σμεύ­ε­ται. Με­τα­τί­θε­ται σε μια εν­διά­με­ση κα­τά­στα­ση, πιο αρ­χαία, σχε­δόν σαν αυ­τή που πε­ρι­γρά­φει στην αρ­χή του «Μα­γι­κού Βου­νού» ο Τό­μας Μαν. Το έχω ζή­σει διαρ­ρη­γνύ­ο­ντας κα­θη­με­ρι­νές συ­νή­θειες, έστω και προ­σω­ρι­νά. Όταν λέω συ­νή­θειες, δεν εν­νοώ φυ­σι­κά τα πρα­κτι­κά. Τα έν­δον, σκέ­πτο­μαι. Το λά­θος να με­τα­τρέ­πεις το συ­ναί­σθη­μα σε ηθι­κή, σε στά­ση. Την προ­κα­τά­λη­ψη που βο­λεύ­ει, έστω κι αν μοιά­ζει ιπ­πο­τι­κή πρά­ξη. Ξέ­σφιγ­μα, αλ­λα­γή.

Ιλιγ­γιώ­δες το αί­σθη­μα, μα τό­σο ανα­κου­φι­στι­κό ταυ­τό­χρο­να. Να ζεις και να ζεις. Να επι­στρέ­φεις στην πα­νάρ­χαια ικε­σία της επι­βί­ω­σης. Κι ο κα­λός Θε­ός σου χα­ρί­ζει δυο όμορ­φα πρό­σω­πα αν­θη­ρά γε­μά­τα κα­λο­σύ­νη.

«Μπα­μπά, ένα κύ­μα δει­νο­σαύ­ρου», λέ­ει αυ­τή τη στιγ­μή ο γιος μου. Φι­λάω σταυ­ρό.




[ Δύο αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του Α.Σ. που θα εκδοθεί από τις εκδ. Καστανιώτη προσεχώς ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: