Η έκθεση

«Το συναισθηματικό κορίτσι» (1920-1922). Έργο του Ιταλού ζωγράφου Ubaldo Oppi (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Tρέντο & Ροβερέτο Ιταλία)
«Το συναισθηματικό κορίτσι» (1920-1922). Έργο του Ιταλού ζωγράφου Ubaldo Oppi (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Tρέντο & Ροβερέτο Ιταλία)


Στον Γιάννη Κ.



Τις Κυριακές πήγαινε στο παζάρι της Ιεράς Οδού. Τα Σάββατα στο παζάρι του Πειραιά και κάποιες άλλες μέρες χαμηλά στην Ερμού. Σ’ αυτά τα αυτοσχέδια παζάρια που καταλάμβαναν το μισό δρόμο και άλλαζαν τη γεωγραφία της περιοχής. Όχι για να ψάξει στα κατάλοιπα των ανθρώπων που η θάλασσα της ζωής ξέβρασε σε ξένα μέρη, όχι για να σκαλίσει ξένες αναμνήσεις και ν’ αγγίξει αντικείμενα που στόλισαν άλλα σπίτια, που τ’ ακούμπησαν άλλα χέρια, όχι για ν’ αναστατώσει σελίδες τυπωμένες ή γραμμένες από άγνωστους, όχι για ν’ ανακαλύψει παλιές φωτογραφίες και ντοκουμέντα από ξένες ζωές, όχι. Αυτή ήταν δουλειά για άλλους, αγαπημένη συνήθεια ή αρρωστημένη εμμονή κάποιων που πια τους γνώριζε και τους συναντούσε στα παζάρια της Αθήνας. Αυτός ήταν εκεί για να εκθέσει, για να πουλήσει, για να δελεάσει όλους αυτούς τους παράξενους τύπους, που τρέφονταν με τ’ απομεινάρια των άλλων, που βούταγαν με αδηφαγία στις κρυφές όψεις του βίου τους και που τελικά τους ανασύσταιναν με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια. Ήταν εκεί για να προμηθεύει υπομονετικούς κι ακούραστους ερευνητές, που έβρισκαν χρησιμότητα σε όσα άλλοι θεωρούσαν άχρηστα και με κάποια ίσως επιπολαιότητα είχαν απαλλαγεί απ’ αυτά. Ήταν εκεί γιατί ο ίδιος μπορούσε να εκτιμά τις αξίες που πιθανόν έκρυβαν αυτά τα απομεινάρια, σαν το χρυσάφι μέσα στην τύρφη. Εδώ ποτάμια ζωής κυλούσαν ατελείωτα, ποικιλόμορφα, στις όχθες τους έβρισκες κοιτάσματα, στις κοίτες τους ανάσταινες ψυχές.

Δεν ήταν απ’ την αρχή έτοιμος γι’ αυτή τη δουλειά. Πολύ νωρίς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να δουλέψει. Ευτυχώς κιόλας που πρόλαβε ν’ αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο. Δεν ήταν κακός μαθητής, ήταν άτυχος. Ήταν ο μεγάλος αδερφός χωρίς πατέρα, ήταν φτωχός. Όπου φτωχός κι η μοίρα του. Το είχε πάρει απόφαση και δεν παραπονιόταν. Τα κουτσοκατάφερνε. Δούλευε μ’ έναν μάστορα σε οικοδομές. Έπαιρνε ένα συμπαθητικό μεροκάματο, βοηθούσε τους δικούς του, τού έμενε κι ένα χαρτζιλίκι να βγει με τους φίλους ή τη φιλεναδίτσα του. Κυλούσαν οι μέρες. Ακόμα δεν είχε όνειρα.

Όταν ήρθε η κρίση στην οικοδομή, ήταν απροετοίμαστος, όπως όλοι. Η μια μέρα δεν έφερνε την άλλη, μερικές βραδιές δεν ξημέρωνε. Δεν υπήρχε ούτε μεροδούλι ούτε μεροφάι. Έφτασε κι αυτός κάποια στιγμή να ψάξει τα σκουπίδια. Όχι ακριβώς για να βρει φαΐ, ίσως για να βρει θησαυρό. Και τον βρήκε…

Σιγά - σιγά ειδικεύτηκε στα χαρτιά. Μάζευε εφημερίδες, κυρίως παλιές, βιβλία διαβασμένα, τετράδια γραμμένα, φακέλους, ντοσιέ με χειρόγραφες και δακτυλογραφημένες σελίδες, αποκόμματα κάθε είδους, επιστολές και ό,τι άλλο χάρτινο μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι περισσότεροι ομότεχνοί του περιμάζευαν την ανάλογη σοδειά, για να την πουλήσουν στην ανακύκλωση. Εκείνος όχι. Και δεν είναι ότι τα μάζευε, είναι ότι σιγά-σιγά (όχι απ’ την αρχή, είναι η αλήθεια) άρχισε να τα διαβάζει. Τα βράδια στο σπίτι, αντί για άλλη διασκέδαση, ρουφούσε γραμμένες σειρές. Αυτή η συνήθεια έμελλε μ’ έναν τρόπο να του αλλάξει τη ζωή.

Διάβαζε τα πάντα: ερωτικές επιστολές με οικογενειακά μυστικά και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, γράμματα ξεθωριασμένα από το χρόνο ή το δάκρυ, μέχρι και δικογραφίες είχε μελετήσει. Δεν είναι μόνον ότι γέμιζε το χρόνο του και ακόνιζε κάπως το μυαλό του, ήταν ότι ζούσε μιαν έντονη εσωτερική ζωή ακουμπώντας κλεφτά τις ζωές των άλλων, επεξεργαζόμενος τις δικές τους εμπειρίες, αναλογιζόμενος τις τύχες τους. Αυτή η συνήθεια τον είχε συνεπάρει. Δεν πουλούσε τίποτε πριν το μελετήσει. Αυτό άλλωστε του έδινε τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αξία του, κι έτσι να το παζαρέψει σκληρά με τους γνωστούς πια πελάτες του, που -κατά παράδοξο τρόπο- μπορούσαν να δώσουν πολλά για ένα προσωπικό γράμμα και βέβαια για το χειρόγραφο κάποιου επώνυμου, που όχι σπάνια βρισκόταν κι αυτό στα σκουπίδια. Κάποτε είχε ανακαλύψει ένα ολόκληρο πακέτο αλληλογραφίας σχετικά γνωστών λογοτεχνών, που το πούλησε για πολλές εκατοντάδες ευρώ σ’ έναν λίγο ιδιότροπο συλλέκτη.

Ώσπου διάβασε την έκθεση ενός μικρού κοριτσιού. Ήταν ο αποχαιρετισμός στο Δημοτικό, στο παιδικό -όπως έγραφε- σχολείο του. Αυτή η έκθεση τον τάραξε. Κατ’ αρχάς, εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο γραφής, από το στοχασμό και τους προβληματισμούς του 12χρονου κοριτσιού και του φαινόταν απίστευτο να το έχει γράψει εκείνο. Ο ίδιος δε θα μπορούσε ούτε σήμερα να γράψει έτσι. Σκεφτόταν ότι ίσως το κορίτσι αυτό ήταν τυχερό, είχε μορφωμένους γονείς που το βοηθούσαν. Ναι, σίγουρα η έκθεση δεν ήταν δική του ή δεν ήταν καταδική του. Ήταν όμως και κάτι άλλο που τον άγγιξε. Ήταν το ίδιο το περιεχόμενο της έκθεσης, η αναφορά στο σχολείο, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στις γνώσεις που είχε αποκομίσει το κορίτσι, στη νοσταλγική διάθεση που εξέπεμπε και στην αγάπη γι’ αυτό το χώρο, που δυσκολευόταν ν’ αποχωριστεί. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε φράσεις σαν αυτές:

Εδώ θ’ αφήσουμε ένα κομμάτι της ψυχής μας… ό,τι κι αν πούμε είτε γιατί μάθαμε τις πρώτες πικρές αλήθειες της ζωής είτε γιατί γνωρίσαμε τη βαθιά χαρά της γνώσης είτε γιατί δεν έχουμε ακόμη εγκαταλείψει το παιχνίδι, το σχολείο μας αυτό το πρώτο, το παιδικό, είναι μια μεγάλη φωτεινή σελίδα στη ζωή μας… Σε χαιρετώ, λοιπόν, σα μια χαρούμενη εποχή που πέρασε. Σε χαιρετώ μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, μ’ ένα δάκρυ στα μάτια. Αντίο καλό μου σχολείο, αγαπημένο Δημοτικό μου!

Η έκθεση αυτή, η μισοσβησμένη απ’ το χρόνο γραφή, οι ταλαιπωρημένες και από τον ίδιον σελίδες, του προκάλεσαν -σαν από θαύμα- έναν ανεξέλεγκτο εγκεφαλικό πυρετό, μια ψυχική ταραχή, κι ακόμη μια σύγκορμη έξαψη.

Ήρθε και κατοίκησε μέσα του (η έκθεση, το κορίτσι;), εγκαταστάθηκε, μετακόμισε εκεί. Κάθε μέρα έφερνε και καινούργια πράγματα, δεν άφηνε τίποτε πίσω. Σε λίγο έγινε ασφυκτική η κατάσταση, στριμωγμένη. Ζούσε μια διπλή, αλλά και βασανιστική, ζωή.

Έμοιαζε με έρωτα, αλλά πώς θα μπορούσε να είναι; Μέχρι τότε είναι αλήθεια πως δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του ν’ αφεθεί ολοκληρωτικά στον έρωτα, να καεί από πόθο. Νόμιζε, ήξερε πως πραγματικά θα καιγόταν, θα έσβηνε, θα έλιωνε. Αυτά ήταν για άλλους, για τους πρωταγωνιστές της ζωής, γι’ αυτούς που γέμιζαν τις γραμμένες σελίδες. Αυτός βρισκόταν στις υποσημειώσεις, ακόμη χειρότερα στο περιθώριο, κανείς δε θα του έδινε σημασία, κανέναν δε θα απασχολούσε η ύπαρξή του. Η ύπαρξή του; Αλήθεια, υπήρχε; Μήπως τελικά δεν υπήρχε; Μήπως το γεγονός ότι δε βρισκόταν στη σκέψη (σχεδόν) κανενός τον έκανε νεκρό, τον έστελνε στην ανυπαρξία; Μήπως το ότι δεν τον συναντούσε το βλέμμα (σχεδόν) κανενός τον έκανε αόρατο; Αισθανόταν σα μια σταγόνα που χύθηκε έξω από το ποτήρι και έμελλε γρήγορα να εξατμιστεί.

Μέχρι τώρα βολευόταν με κοπέλες του περιθωρίου, ελληνοπούλες ή συνήθως μετανάστριες, τις ξοδεμένες, όπως τις έλεγε. Δεν τους είχαν μείνει πολλά, ούτε πολλή ομορφιά, ούτε πολλά νιάτα, ούτε πολλή όρεξη για ζωή, λίγο παραιτημένες γι’ αυτό πιο πρόθυμες να τον συντροφέψουν για μια-δυο νύχτες, ίσως και κάτι παραπάνω, ας πούμε για μια-δυο σελίδες, άντε κανένα μικρό κεφάλαιο, όχι βέβαια για ένα βιβλίο… Μια χαρά ήταν κι αυτές, βολευόταν όπως του έπρεπε.

Και τι ήταν τώρα αυτό το σύγκορμο κάψιμο, που απειλούσε να τον βγάλει από το περιθώριο και να τον τοποθετήσει μέσα στις γραμμένες σελίδες, ίσως μέσα σε μια έκθεση Δημοτικού; Τι ήταν αυτός ο πρωτόγνωρος πόθος, που απαιτούσε να θρονιαστεί στα μέσα φύλλα ενός βιβλίου και να φτάσει μέχρι το τέλος;

Είχε πλάσει την κοπέλα με το μυαλό του, με υλικά αέρινα, πνευματικά. Δεν είχε ιδέα για τη μορφή της, ούτε καν τη σχημάτιζε, δεν έκανε προσπάθεια να φανταστεί αν ήταν όμορφη ή άσχημη, ψηλή ή κοντή, μελαχρινή ή ξανθιά. Ήταν όμως πάντα μαζί της, την κουβαλούσε μέσα του.

Δυο πράγματα σκεφτόταν από την αρχή σχεδόν εμμονικά. Το πρώτο ήταν να γνωρίσει το κορίτσι, που δεν ήταν πια κορίτσι. Υπολόγιζε ότι θα ήταν λίγο-πολύ στη δική του ηλικία. Ο φάκελος όπου βρήκε την έκθεση είχε μέσα κι άλλα πράγματα: αρκετές ζωγραφιές από μπλοκ ιχνογραφίας, δυο ενδεικτικά του Δημοτικού (με άριστα) και μερικά ενδεικτικά από το Γαλλικό Ινστιτούτο. Είχε, λοιπόν, και χρονολογίες. Θα κόντευε τα τριανταπέντε, όπως κι εκείνος. Μόνο που φανταζόταν ότι εκείνη θα είχε γίνει κάτι σημαντικό, δεν μπορεί, θα είχε οπωσδήποτε σπουδάσει και πιθανόν διαπρέψει στον τομέα της, ενώ εκείνος είχε σταματήσει το σχολείο στην υποχρεωτική εκπαίδευση, στην τρίτη Γυμνασίου. Από τότε δεν είχε κάνει τίποτε στη ζωή του. Τώρα το συνειδητοποιούσε. Ο απολογισμός του ήταν φτωχότερος από τον ίδιον. Αλλά και η προοπτική του φάνταζε ανύπαρκτη, μηδαμινή. Αίφνης βρέθηκε μπροστά στο φάσμα του εαυτού του, του ταπεινού εαυτού του, του τιποτένιου, του χάρτινου ρακοσυλλέκτη, ναι αυτός ήταν χάρτινος, έτοιμος να καεί ή να σβηστεί και να εξαφανιστεί ή να πεταχτεί και να περισυλλεγεί από κάποιον ομότεχνό του, να συμπιεστεί στο εργοστάσιο της ανακύκλωσης και να περάσει για πάντα στη διάσταση του θανάτου και της οριστικής ανυπαρξίας. Έβλεπε μπροστά του το φάσμα του ωχρού μέλλοντος, τον όγκο της μοίρας να τον καταπλακώνει σαν τα χαρτιά της ανακύκλωσης, σαν τα βουνά από τα χαρτόνια που λιώνανε στα εργοστάσια. Έβλεπε μπροστά του την ανεμοδαρμένη όψη του, τη ζητιάνικη μορφή του, έβλεπε ότι δεν είχε καταφέρει τίποτε και κυρίως έβλεπε ότι δεν επρόκειτο τίποτε να καταφέρει.

Ήθελε λοιπόν να βρει το κορίτσι, αλλά φυσικά δεν τολμούσε ούτε καν να ξεκινήσει το ψάξιμο. Αλλά ήθελε και κάτι άλλο. Κι αν το πετύχαινε, ίσως, να ξεκινούσε την αναζήτηση του κοριτσιού. Ήθελε -και το ήθελε πολύ- να γραφτεί στο σχολείο, να τελειώσει το Λύκειο, ίσως και να σπουδάσει. Ήθελε ν’ αποκτήσει υπόσταση, ήθελε ν’ αποκτήσει απόσταση από τον τωρινό εαυτό του. Ήθελε, αλλά…

Φυσικά δεν ήταν εύκολο. Το σπουδαιότερο όμως βήμα είχε γίνει. Ήταν η δική του απόφαση. Άλλωστε, μ’ έναν τρόπο, ήταν τυχερός. Η Καλλιθέα, όπου έμενε, είχε νυχτερινό σχολείο. Είχε το Εσπερινό (όπως το έλεγαν πια) Γενικό Λύκειο. Ό,τι ακριβώς ήθελε. Δεν επιθυμούσε Επαγγελματικό σχολείο, παρότι αυτό θα φαινόταν πιο λογικό, αφού θα του έδινε τη δυνατότητα να μάθει μια τέχνη και ενδεχομένως να βρει πιο εύκολα μια ανάλογη δουλειά. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο, άλλωστε τέχνη ήξερε και δουλειά δεν έβρισκε. Εκείνος ήθελε να μορφωθεί, ήθελε να μάθει όλα αυτά που το μικρό κορίτσι γνώριζε ήδη από το Δημοτικό. Ήθελε να μάθει (ή να θυμηθεί;) την Ιστορία, να μάθει τη Φυσική, τα Μαθηματικά, την ξένη γλώσσα, ήθελε κυρίως να μάθει (ή να θυμηθεί;) να γράφει, ήθελε να μπορεί να γράφει σαν εκείνο το κορίτσι, έστω στα τριανταπέντε του, έστω σήμερα, έστω αύριο.

Ο ίδιος είχε μείνει πια μόνο με τη μάνα του, τ’ αδέλφια του είχαν φύγει, είχαν όπως – όπως τακτοποιηθεί σε νέα σπίτια, σε νέες ζωές. Ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσει ξανά.

Και πήγε. Και γράφτηκε.

Ήταν εκεί κάθε λογής και κάθε ηλικίας άνθρωποι. Από γυναίκες που παράτησαν νωρίς το σχολείο γιατί παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια μέχρι άντρες ψημένους στη ζωή ή κάποιους απόκληρους και βασανισμένους. Υπήρχε κι ένα παντρεμένο ζευγάρι, ακόμα και μια καλόγρια, αν έχεις το Θεό σου! Ήταν ένα πολύχρωμο ποτάμι, που προερχόταν από δεκάδες πηγές και ήθελε να εκβάλει στην ίδια θάλασσα. Ήταν ένα πολύβουο πλήθος, ζωές, ηλικίες πολλαπλασιασμένες από την εμπειρία της ζωής. Ήταν εκεί κι αυτός με την ελπίδα να σαλέψει η ασάλευτη ζωή του.

Κι οι καθηγητές δεν ήταν αυτοί που είχε αφήσει στο Γυμνάσιο, δεν ήταν εκεί για να τους φοβάται ή να τους κοροϊδεύει, όπως έκανε παλιά. Ήταν σχεδόν ισότιμοι, σχεδόν συνομήλικοι, παρόμοια συνειδητοποιημένοι, ταγμένοι να του μάθουν τα μυστικά των επιστημών, κι αυτός να τους μάθει τα μυστικά της ζωής. Ήταν εκεί για άλλο ένα παζάρι, άλλη μιαν ανταλλαγή σ’ ένα ιδιότυπο χρηματιστήριο αξιών, για μια τίμια συναλλαγή, για μιαν ελπίδα.

Την πρώτη μέρα που μπήκε στην τάξη τού φάνηκαν όλα τόσο περίεργα. Οι συμμαθητές του (περί τους 18) φαίνονταν κι αυτοί χαμένοι. Γρήγορα όμως εξοικειώθηκε, πλησίασε κάποιον στη δική του πάνω κάτω ηλικία και αποφάσισαν να καθίσουν μαζί στο ίδιο θρανίο. Πόση διαφορά, πόση απόσταση από εκείνα τα άλλα χρόνια, τα «κανονικά», όταν ήταν όλοι δεκαπεντάχρονα παιδιά, που νόμιζαν πως μεγάλωσαν απότομα. Τότε που πειράζονταν και πείραζαν παρά άκουγαν και ακούγονταν. Τώρα πάλι ήρθε η σοβαρότητα να πάρει τη θέση της επιπολαιότητας, αν και, εδώ που τα λέμε, μόλις κάθισε στο θρανίο σα να γύρισε μαζί μια διάθεση παιδική, σα να ήθελε να κάνει όσα δεν είχε προλάβει να κάνει στην ώρα τους – και τα καλά και τα κακά. Σα να καταλάβαινε ότι ήταν μεν αποφασισμένος να μάθει, να διαβάσει, να σεβαστεί το σχολείο και να το τελειώσει, αλλά παράλληλα δε δυσκολευόταν να φανταστεί ότι θα κουραζόταν, θα πιεζόταν, θα βαριόταν και ίσως θα έκανε αταξίες και κοπάνες. Όμως, όχι. Έπρεπε να σοβαρευτεί, εδώ θα γινόταν και πιο κοινωνικός, θα έκανε νέες παρέες, θα έβρισκε ανθρώπους με ανάλογα προβλήματα και ποιος ξέρει τι άλλο. Σίγουρα βρισκόταν μπροστά σ’ έναν καινούργιο κόσμο, σε μια νέα ζωή.

Μετά από λίγο, μπήκε στην τάξη η Διευθύντρια. Ήταν νέα και γλυκιά, καμιά σχέση με τους Διευθυντές που θυμόταν. Φαινόταν δοτική και με ενδιαφέρον για τους μαθητές, φαινόταν ακόμη να ξέρει την ιδιαιτερότητά τους, τα προβλήματά τους. Σιγά-σιγά αισθανόταν ότι βρίσκει ένα χώρο καταφυγής, ίσως ένα σπίτι. Τον κατέκλυσε για πρώτη φορά αισιοδοξία, ένα αίσθημα προοπτικής, μια πίστη ότι μπορεί να κάνει όνειρα, ότι μπορεί να κοιτάξει μπροστά. Αφού τους μίλησε λίγο, ξεκίνησε να τους δίνει το πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Έλεγε τα ονόματα των εκπαιδευτικών και το μάθημα που κάνουν, ώστε να φέρουν τα κατάλληλα βιβλία, που αμέσως μετά θα τους μοίραζαν. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο, το αδιανόητο, το μεταφυσικό. Νόμιζε πως είχε ήδη εισχωρήσει στον κόσμο του ονείρου, πως μια περίεργη μοίρα τον είχε μοιράνει, πως κάποιος θεός του έστελνε μυστικά, υπόρρητα μηνύματα, κάποια προσευχή του βρήκε τρόπο επαφής με το υπερπέραν. Τι ήταν αυτό; Είχε ακούσει καλά; Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Το όνομα ήταν σπάνιο και χαρακτηριστικό. Ναι, είχε ακούσει το όνομά της, το όνομα του κοριτσιού που ήθελε να αναζητήσει, για χάρη ή εξαιτίας του οποίου ήρθε εδώ. Το κορίτσι της έκθεσης ήταν εδώ, καθηγήτριά του στο νυχτερινό σχολείο της Καλλιθέας, η φιλόλογος Ιουλία Χρυσοσπάθη, αυτή που έμελλε να του μάθει τα μυστικά της λογοτεχνίας και της έκθεσης, αυτή που του είχε ήδη διδάξει χωρίς να το ξέρει την αγάπη για το σχολείο. Ήταν εδώ.

Ήταν αυτή, δεν μπορούσε να είναι άλλη, όσο το σκεφτόταν τόσο πιο λογικό του έμοιαζε αυτό το αρχικά και φαινομενικά παράδοξο, ήταν ένα παιχνίδι της τύχης, ένα καλοδεχούμενο δόκανο του πεπρωμένου, μια συνωμοσία του σύμπαντος. Όλα είχαν γίνει για να συναντηθούν. Ή μήπως ήταν μια σύμπτωση, μια ψευδαίσθηση, μια ειρωνεία, ένα ανάποδο παιχνίδι της μοίρας, μια απλή όσο και άτυχη συνωνυμία, κάτι που έγινε για να τον αναστατώσει, για να τον ταράξει και να του δυναμώσει τον εγκεφαλικό πυρετό, που έτσι κι αλλιώς ασταμάτητα τον έκαιγε; Θα το μάθαινε σύντομα. Θα περίμενε να τη δει. Θα έβλεπε την ηλικία της, αν ταίριαζε θα αύξαιναν οι πιθανότητες, και μετά θα της μιλούσε, θα την πλησίαζε ίσως διστακτικά στην αρχή, αποφασιστικά μετά, θα της έδειχνε την έκθεση και θα τη ρωτούσε αν ήταν δική της, και μετά… Αλλά πώς θα περίμενε μια ολόκληρη μέρα, μια μέρα σχολαστικά διαιρεμένη σε λεπτά και δευτερόλεπτα, πώς θα άντεχε αυτή την αναμονή; Αυτό δεν ήταν δυνατό, δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι… Τι να έκανε; Ίσως να πήγαινε τώρα στο γραφείο να ρωτήσει ποια είναι, να τη δει, να καταλάβει, ίσως να της μιλούσε σήμερα, αλλά δεν είχε την έκθεση να της τη δείξει… Και πώς να την πλησιάσει; Με τι δύναμη, με τι θράσος, την πρώτη μέρα του σχολείου; Κι αν όλα έρθουν όπως πιστεύει, όπως ελπίζει, όπως μόνο αντέχει, τι θα γίνει μετά; Αυτός είναι σχεδόν ερωτευμένος μαζί της, συγκατοικούν εδώ και καιρό, μαζί πηγαινοέρχονται σπίτι – δουλειά… τη βλέπει παντού τριγύρω, σε όλες τις κοπέλες αυτής της ηλικίας, τη συλλογιέται αδιάκοπα. Τι θα κάνει;

Επέλεξε –δεν άντεχε έτσι κι αλλιώς να περιμένει– να περάσει από το γραφείο των καθηγητών και να τη δει. Του την έδειξαν. Ήταν πράγματι στην επίμαχη ηλικία. Πλησιάζοντας την άκουσε να λέει πως θα πάει προς τα Πατήσια. Αυτό ήταν καθοριστικό. Τον φάκελο τον είχε βρει σ’ ένα κάδο ανακύκλωσης στα Πατήσια (γιατί η αλήθεια είναι πως με το παλιό του τρίκυκλο και κάποτε με τα πόδια αλώνιζε όλη την Αθήνα για να ανακαλύψει τους θησαυρούς του). Ήταν σίγουρα αυτή. Και επιπλέον ήταν όμορφη. Και γελαστή. Αυτό του φαινόταν ότι μάλλον δυσκόλευε τα πράγματα. Τι θα μπορούσε να περιμένει; Δεν της μίλησε. Έφυγε. Ακόμη δεν είχε οριστικά βεβαιωθεί, αλλά δε θ’ αργούσε να γίνει κι αυτό. Όπως και να ’χει, αύριο, αν περάσει αυτή η νύχτα, θα είναι εδώ μαζί με τα πολύτιμα ευρήματα για να της μιλήσει.

Την άλλη μέρα, όταν τέλειωσε το μάθημα (αν και η ώρα φαινόταν ατέλειωτη, παρότι είχε ενδιαφέρον, αφού τους κάλεσε να πει ο καθένας την ιστορία του, κι αυτός είπε τη δική του χωρίς λεπτομέρειες, ανέφερε μόνο τους κεντρικούς σταθμούς, άφησε τις δευτερεύουσες στάσεις, άφησε και τους παράπλευρους δρόμους, άφησε και τα αισθήματα, όμως δεν μπορούσε να μην πει για την έκθεση που τον έκανε να επιστρέψει στο σχολείο), την πλησίασε και τη ρώτησε. Της έδειξε την έκθεση και βεβαιώθηκε. Κατόπιν, σχεδόν τελετουργικά, της έδωσε τις ζωγραφιές, μετά τα ενδεικτικά.

Την κοίταξε και την είδε να συγκλονίζεται από την απορία, από την έκπληξη, από την ευγνωμοσύνη, από τη συγκίνηση, από τη νοσταλγία, την είδε να βουρκώνει, την αισθάνθηκε να δένεται μαζί του για πάντα σ’ αυτή την «ισόβια στιγμή», που χώρεσε όλες τις απίθανες διαδρομές των ανθρώπων και των πραγμάτων, τις ανίκητες πορείες της ζωής και της τύχης, που χώρεσε αυτές τις αλλόκοτες συναντήσεις, που χώρεσε όλο το χρόνο, όλο τον κόσμο, που επέστρεψε τα πράγματα εκεί όπου ανήκαν, στα αρχικά χέρια, απ’ τα οποία με κάποιον άγνωστο, μυστηριώδη τρόπο -ίσως από ένα λάθος- είχαν αποκοπεί, σ’ αυτήν τη σχολική αίθουσα, που ήταν ήδη μια απέραντη χώρα, μια νέα νυχτερινή αλλά φωτεινή πατρίδα, που έμοιαζε να περιβρέχεται από τη θάλασσα των συμπτώσεων και του πεπρωμένου, τη θάλασσά τους…


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: