Δίψα
Δεν θα μπω
Βρέχει συνέχεια εκεί μέσα
Δεν ξέρω πότε άρχισε να βρέχει
Ξέρω πως δεν σταμάτησε ποτέ
Κι ούτε πρόκειται να σταματήσει
Δεν είναι όμως αυτό που με φοβίζει
Είναι που βρέχει συνέχεια
Και ούτε μία σταγόνα δεν έχει ξεχειλίσει
Κρατώντας πάντα επτασφράγιστη
Κι ανομολόγητη
Τη δίψα μας.
Μαύρο
Νύχτα ζωγράφιζα
Μαύρα ζωγράφιζα
Ώσπου ήρθε μια στιγμή κι ένα κατάμαυρο πουλί
Πετάχτηκε κρώζοντας μέσ’ από το μαύρο
Κι έφυγε
Από τότε οι μαύρες ζωγραφιές μου
Έχουνε μια πληγή
Που κανένας δεν την βλέπει
Ούτε εγώ.
Μονάχα να την ζωγραφίζω ξέρω.
Δρόμος
Κράτησαν χρόνια αυτά τα χαράματα
Όμως δεν ήταν αρκετά
«Άλλο ένα» εκμυστηρεύτηκα στον μπάρμαν
«Ήπιες τα πάντα» μου λέει «δεν έχω τίποτα
παρά μονάχα ένα φεγγάρι κι αυτό σε έκλειψη»
«Βάλ’ το» του λέω «για τον δρόμο
πάντα ένα φεγγάρι σε έκλειψη πίνω
όταν ο δρόμος είναι κλειστός».
Μερικές αγάπες
Στον Αχιλλέα Κυριακίδη
Εκεί που έπινε τον εαυτό του
Ο Τάκης Κανελλόπουλος
Τώρα ανοίγουνε μπουκάλια καλής εσοδείας
(Καλής εσοδείας!)
Οι βάρβαροι μικροαστοί
Όμως εγώ βλέπω τον Τάκη
Που δεν τον γνώρισα ποτέ
Να πίνει ακόμα τον εαυτό του
Σαν να ερμηνεύει ρόλο
Να στήνεται στο πλάνο ο Τάκης πίνοντας
Και πίσω από τα τζάμια
Να σπαταλάνε σαν τρελοί
Τα φιλμ όλου του κόσμου
Ο Τζίγκα Βερτόφ
Και ο Σεργκέι Παρατζάνοφ
Κι ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι
Και να τρέμει από ένα κρύο
Κι ένα βλέμμα ο Γιώργος Καρυπίδης
Ύστερα ο Τάκης σηκώνεται
Η κάμερα τον ακολουθεί
Κάμερα στο χέρι
Και πάει μια Εκδρομή
Στον Ουρανό.
Στιγμή
Μη φύγεις σύμπαν
Μη φύγεις στιγμή
Λίγο χρόνο σου ζητώ
Για ένα καλοκαίρι
Για ένα φιλί
Ύστερα φύγε.
[ Από έναν κύκλο πρωτοπρόσωπων ποιημάτων που βρίσκεται σε εξέλιξη ]