Με κοίταζε μέσα από το πορτρέτο της.
Δεν άντεχα το βλέμμα της.
Πιάσαμε γρήγορα, όπως άλλωστε κάθε μέρα, πριν πάω για δουλειά, την κουβέντα.
— Δώσε μου ένα τσιγάρο.
— Μην το παρατραβάς, ακόμη είμαι η μάνα σου.
— Στον ύπνο μου μού ζητούσες…
— Πάλι είμαι υπόλογη για τα όνειρά σου;
Σε τι έφταιξα πάλι;
— Τίποτα… Έκανες κούνια και ανέμιζαν τα μαλλιά σου.
Απότομα άρχισες να τρέχεις με μεγάλες δρασκελιές και σκαρφάλωνες στα δέντρα, ένα προς ένα.
— Ποτέ δεν έχω ανέβει σε δέντρο.
Έτσι ήθελες, ίσως, εσύ να με βλέπεις.
— Άνοιξα μέσα σε πανικό το αλεξίπτωτο, για να βγω απ’ αυτό το όνειρο.
Προσγειώθηκα σε μια χαράδρα, πάνω σε αγκαθωτούς θάμνους,
δίπλα από λιμνάζοντα ύδατα και σε βρήκα να στέκεσαι στο βάθος της σκηνής,
καρφώνοντάς με, με την πύρινη ματιά σου.
Δε με βοήθησες να σηκωθώ,
κι όμως είχα συντριπτικά κατάγματα στα πλευρά μου.
Φαινόσουν αγέρωχη.
Αμίλητη.
Καθισμένη σε έναν θρόνο με πόδια λιονταριού.
Μια μακριά κατακόκκινη τουαλέτα έκρυβε τον λαιμό και όλο το σώμα σου.
Είχες ρυτίδες και μαλλιά από βαμβάκι.
— Κι όμως, νιώθω πως έφυγα τόσο νέα.
— Σερνόμουν μες τα αίματα στους βράχους,
για να καταφέρω να αγγίξω τον θώκο σου.
Αυτή η εικόνα με αγρίεψε παραπάνω.
— Πάντοτε σου γεννούσα σκέψεις ανήμερες.
— Αργά πάντα αγαπούσες.
— Μάθε μου τον σωστό τρόπο.
Μη στήνεις στο κάδρο έναν νεκρό!
Τι ειρωνεία!
Σου μιλώ τόσα χρόνια,
ντόμπρα,
μέσα από το πορτρέτο μου,
ακάματα…
Μια πράξη αυτογνωσίας,
αυτοθυσίας
και γενναιότητας…
Κι εσύ πάλι με κατακρίνεις…
Για ό,τι δεν έκανα όπως ήθελες.
Μακάρι να είχα τη δύναμη, ως νεκρή,
να συνεχίσω να σε αγαπάω και να σε θαυμάζω.
Τι σου λείπει περισσότερο;
—-ΕΣΥ.
—-Πάψε να μιλάς για νεκρούς και βρες καταφύγιο στο καφενείο των ζωντανών.
Έχουν πιο ενδιαφέρουσες μνήμες να μοιραστούν.
— Μαζί δεν φτιάχναμε πάντα τις ιστορίες μας;
Χόρευες ξυπόλητη στον ήλιο,
ανάμεσα από κατάξερα χόρτα,
μειδίασες
κι εκείνος σου χαμογέλασε πίσω.
Τέτοια ήταν πάντοτε η δύναμή σου.
Μην κλαις.
Είσαι η περγαμηνή που δεν ξεδίπλωσα.
— Μα σ’ έβγαλα με τόσο κόπο απ’ τα σπάργανα μέσα.
— Πολλά δεν ξέρω ακόμη.
— Καθόλου περίεργο, με γνωρίζεις μετά θάνατον.
Έτσι δεν γίνεται πάντοτε;
— Το χέρι σου δώσε μου,
σκίσε βίαια τη ζωγραφιά του πίνακα,
να σε νιώσω μια τελευταία φορά.
— Ξέρεις, αυτό δεν γίνεται.
— Casus belli.
Mea tua anima est.
Νιώθεις την ένταση της μυρωδιάς στο καθιστικό μας;
Τόση ώρα που μιλάμε, οι αναθυμιάσεις με κάνουν να δακρύζω.
— Νόμιζα ήταν από συγκίνηση.
Δεν φθάνει στα ρουθούνια μου ρινίδα,
από τίποτες πια…
— Η ανάσα σου μυρίζει.
— Νεκρό;
— Όχι,
είναι δυνατή σαν αλκοόλ.
Υγρή, μελωδική και πρωτότυπη.
— Τι είναι;
— Ανάσα,
από άρκευθο.
— Ακόμη, δόλια, νομίζεις πως θα ζει για πάντα η μάνα σου!
— Άσε με να πλαγιάζω μ’ αυτήν τη σκέψη.
Μου λείπεις.
— Δεν θέλω πια να είμαι άλτης και να περιδιαβαίνω από στόμα σε στόμα,
να γίνω μια ακόμη ιστορία στα χείλη σου.
Κουράστηκα.
Μου αρκούν αυτά που κατάφερα.
Έγινες, άλλωστε, κι εσύ μια Σιδηρά κυρία.
—Πόσο δίκιο έχεις.
Είναι εγωιστικό να σε φορτώνω με περίσσιες ανάσες.
Αναπαύσου, μάνα.