H Ντάιαν Σους (Diane Seuss) γεννήθηκε στην Ιντιάνα και μεγάλωσε με μόνη μητέρα στο Μίσιγκαν, που συνεχίζει να αποκαλεί σπίτι της. Έχει γράψει τις συλλογές ποίησης frank: sonnets (2021, που κέρδισε το Βραβείο Pulitzer και το National Book Critics Circle Award), Still Life with Two Dead Peacocks and a Girl (2018), Four-Legged Girl (2015), Wolf Lake, White Gown Blown Open (2010, που βραβεύτηκε με το 2009 Juniper Prize for Poetry) και It Blows You Hollow (1998).
Τέσσερα σονέτα
Το σονέτο, όπως η φτώχεια, σου διδάσκει τι μπορείς να κάνεις
και χωρίς. Να έχεις, όπως λέει η μητέρα μου, μια ευχή στο ένα χέρι
και σκατά στο άλλο. Αυτό ήταν σε απάντηση στο εύχομαι να είχα
μια instamatic κάμερα και έναν πατέρα. Ευχή στο ένα χέρι,
είπε, σκατά στο άλλο. Ακόμα το λέει. Όταν μου λέει
εύχεται να ήμουν εκεί να φάω λίγη από τη φασολάδα της
απαντά η ίδια. Ευχή στο ένα χέρι, λέει, σκατά στο άλλο.
Η φτώχεια, όπως το σονέτο, είναι μια καλή δασκάλα. Το είδος που χτυπάει
τα δάχτυλά σου με ένα χάρακα αλλά όχι το είδος που πετάει ένα λεξικό
από την άκρη της αίθουσας και σε χτυπάει στον εγκέφαλο με όλες τις λέξεις
που υπήρξανε ποτέ. Εγκιβωτισμένοι πατεράδες βαθειά μέσα σου είναι ακόμα πατεράδες,
λέει η δασκάλα. Κάνε χωρίς το. Χωρίς και. Χωρίς βραστά
λουκάνικα στα ψητά φασόλια σου. Ένα σονέτο είναι μια μητέρα. Κάθε λέξη
ένα ασημένιο δολάριο. Σκατά στο ένα χέρι, λέει. Ευχή στο άλλο.
Από αυτό το παγκάκι που μου αρέσει να αποκαλώ το παγκάκι μου κάθομαι
και βλέπω το δέντρο μου το οποίο δεν είναι το δέντρο μου, κανενός
δέντρο δεν είναι, την ησυχία! Εκτός από τα σταβλοχελίδονα τα οποία είναι
μη θορυβώδη πουλιά, με πόσα θαυμαστικά μπορώ
να τα βγάλω πέρα στη ζωή αυτή, ποια είπε μόνο δύο
ή μήπως εφτά, Η Μπίσοπ; Η Μαριάν Μουρ; Όπως και νά ‘χει
ο κόσμος μπορεί να έχει ησυχία αν όλοι μείνουν μέσα
και όχι αεριωθούμενα, το δέντρο μου, κάθεται εκεί
στη μέση του πουθενά σε ένα λιβάδι στον κόλπο
και φαίνεται αυτό που ο Μπαρτ αποκάλεσε “αξιαγάπητο,” έπειτα οδήγησα με το αμάξι
το μίλι δυτικά μέχρι τη θάλασσα που είχε αποφασίσει να είναι θορυβώδης
εκείνη την ημέρα, το ηλιοβασίλεμα, ω, τραχύ και ματωμένο σαν ένα κομμάτι
ωμού κρέατος στα σαγόνια κάποιου μεγάλου χρυσού σαρκοβόρου,
και έκλαψα για λίγο, διότι τίποτα από αυτό! τίποτα από αυτό δεν θα αντέξει!
Έριξα δυο κόρες, πώς ξέρω ότι ήτανε κορίτσια,
μια μητέρα ξέρει, τουλάχιστον μια κόρη, ίσως μια
κόρη και ένα γιο, θα πονέσει ρώτησα την προ-έκτρωσης
κυρία και είπε, τα μάτια της ήταν τόσο ήρεμα, δεν ήμουν
αρκετά χαζή για να χρειαστεί να μάθω, στυγνή αλλά είχε δίκιο,
ήμουν και είμαι χαζή, παρακαλώ όχι πολιτικά, ποτέ δεν
το ξεπέρασα, όχι δεν το μετανιώνω, δυο κορίτσια με μια χαζή απένταρη
μητέρα και έναν τοξικο-εξαρτημένο πατέρα, δεν νομίζω, πυροβόλησα
ένα λαγό κάποτε για φαγητό, δεν είμαι αγνή, δεν είμαι καλή,
δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο Ιησούς, ούτε η κακή Μαρία
και ασφαλώς όχι η καλή, αν και έχω κρατήσει τον ζωντανό μου γιο
σε στάση πιετά, δεν ήξερα τότε ότι το έκανα
αλλά τώρα που κοιτάω πίσω, είχε πάρει υπερβολική δόση και σχεδόν πέθανε,
καρδιά μου, είπε, τα χείλη του μπλε, μην ανησυχείς, έχω πληρώσει.
Είδα μια μικρή ταινία με ένα άτομο να χαϊδεύει ένα μικρό πουλί με δύο μπατονέτες, κάθε μια κρατημένη ανάμεσα
στο δείκτη και τον αντίχειρα κάθε χεριού. Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω για να δεχτεί την ελάχιστη
τρυφερότητα, η οποία στο πουλί πρέπει να γινόταν αισθητή σαν το άγγιγμα ενός θεού. Για μια στιγμή
ήξερα πως θα ήταν να νιώθεις στο έλεος της αγάπης, μικρής κλίμακας, το είδος που δείχνεται αλλά δεν
αναφέρεται. Φοβόμουν να σε αγγίξω. Φοβόμουν τις πληγές που μου είχες περιγράψει
στο τηλέφωνο, τις θέσεις τους και τις διαστάσεις, σε εκατοστά, της καθεμιάς. Σημάδια Χριστού,
τα αποκαλούσες. Και έτσι θα ήμουν προετοιμασμένη και ατρόμητη ή λιγότερο τρομαγμένη αλλά και πάλι ήμουν τρομαγμένη
ότι θα πεθάνω όπως πέθαινες εσύ. Όταν έφτασα πρώτη φορά κοίταξα τόση ώρα στα μάτια σου που
ανατρίχιασες και με διέταξες να κοιτάξω αλλού. Ήσουν αγέρωχος στο θάνατό σου και όμως ευγενικός
σχετικά με το φόβο μου, κατάλαβες, σαν να ήμουν ένα παιδί που φοβάται τους κεραυνούς, το οποίο είμαι,
έχοντας χτυπηθεί στην ηλικία των δέκα. Από το πουθενά είπες ότι όταν πεθάνεις εγώ ποτέ
δεν θα μπορέσω να ξανακούσω το Μπλε, το Μπλε της Τζόνι Μίτσελ, όχι μόνο το κομμάτι αλλά όλο το άλμπουμ.
Ήταν μια ελάχιστη κατάρα που έβαλες στους ώμους μου σαν μια γούνα βαμμένη μπλε, και τώρα το ακούω
αψηφώντας σε. Ακούγοντας οι αντωνυμίες αλλάζουν. Ακούμε. Δεν υπάρχει θάνατος.