Δύο φορές έχω κάτσει στο αεροπλάνο πλάι σε κάποιον διάσημο. Ο πρώτος ήταν ο Τζέισον Κιντ των Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Τον ρώτησα πώς και δεν πετούσε πρώτη θέση και μου απάντησε ότι ο ξάδερφός του δούλευε σε αεροπορική εταιρεία.
«Μα αυτός δεν είναι ακόμη ένας λόγος για να πετάς πρώτη θέση;»
«Φάση έχει», απάντησε απλώνοντας τα πόδια του στον διάδρομο.
Δεν έδωσα συνέχεια – πού να ξέρω εγώ τα καθέκαστα της ζωής μιας διασημότητας. Για το υπόλοιπο της πτήσης, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα.
Το όνομα του δεύτερου διάσημου δεν μπορώ να το πω, θα πω μόνο ότι πρόκειται για Χολιγουντιανό γόη, παντρεμένο με μια στάρλετ. Και κάτι ακόμα: υπάρχει το γράμμα «Β» στο επίθετό του. Φτάνει – δεν μπορώ ν’ αποκαλύψω περισσότερα. Μυστικός πράκτορας φάση. Εντάξει, τέλος – αλήθεια, φτάνει. Θα τον λέω Ρόι Σπάιβι, που ‘ναι σχεδόν αναγραμματισμός τού ονόματός του.
Αν είχα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, δεν θα είχα παραχωρήσει τη θέση μου στην πτήση με τις υπεράριθμες κρατήσεις, δεν θα είχα κερδίσει αναβάθμιση στην πρώτη θέση, δεν θα ‘χα καθίσει πλάι του. Ήμουν θύμα, κι αυτή ήταν η ανταμοιβή μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης ώρας εκείνος κοιμόταν, κι ήταν εκπληκτικό να βλέπεις ένα διάσημο πρόσωπο τόσο ευάλωτο και άδειο. Καθόταν πλάι στο παράθυρο κι εγώ ήμουν απ’ τη μεριά τού διαδρόμου, κι ένιωθα να τον προφυλάσσω – τον προστάτευα απ’ τα φώτα κι απ’ τους παπαράτσι. Νάνι νάνι, μικρέ κατάσκοπε. Καθόλου μικρός δεν είναι, όμως ο ύπνος μάς κάνει όλους παιδιά. Γι’ αυτό κι εγώ, απ’ το ξεκίνημα μιας σχέσης, αφήνω τους άντρες να με χαζεύουν όταν κοιμάμαι. Τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν ότι παρόλο που είμαι πάνω από 1.80, είμαι ευαίσθητη κι έχω ανάγκη από φροντίδα. Άντρας που είναι σε θέση να δει τις αδυναμίες ενός γίγαντα, είναι αληθινός άντρας. Σύντομα οι μικρόσωμες γυναίκες τον κάνουν να αισθάνεται άβολα – και, κάπως έτσι, τρώει κόλλημα με τις ψηλές.
Ο Ρόι Σπάιβι σάλεψε στο κάθισμά του καθώς ξυπνούσε. Έκλεισα γρήγορα τα μάτια μου, κι ύστερα τα άνοιξα σιγά σιγά, σαν να ξυπνούσα κι εγώ. Αχ, μα τα δικά του δεν τα ‘χε ανοίξει τελείως. Ξανάκλεισα τα μάτια και τα ξανάνοιξα, σιγά σιγά, κι εκείνος άνοιξε τα δικά του, σιγά σιγά, και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, κι ήταν λες και είχαμε ξυπνήσει από τον ίδιο ύπνο, απ’ το όνειρο μιας ολόκληρης ζωής. Εγώ, μια ψηλή και κατά τ’ άλλα συνηθισμένη γυναίκα· εκείνος, ένας διακεκριμένος πράκτορας, μα όχι ακριβώς, ένας ηθοποιός, μα όχι ακριβώς, ένας άντρας, ίσως απλώς ένα αγόρι. Αυτός είναι ο άλλος τρόπος, ο συνήθης τρόπος, με τον οποίο λειτουργεί το ύψος μου στους άντρες: γίνομαι μάνα τους.
Για το επόμενο δίωρο δεν σταματήσαμε να μιλάμε, κι ήταν εκείνο το είδος τής συζήτησης που αφορά τα πάντα. Μοιράστηκε προσωπικές λεπτομέρειες για τη γυναίκα του, την όμορφη κυρία Μ. Ποιος να φανταζόταν ότι την βασάνιζαν όλ’ αυτά;
«Φυσικά, ό,τι γράφει ο τύπος ισχύει».
«Αλήθεια;»
«Ναι, ειδικά για τις διατροφικές διαταραχές».
«Και για τις παράλληλες σχέσεις;»
«Για τις σχέσεις, όχι, εννοείται πως όχι. Πιστεύεις αυτά που λένε οι κίτρινοι;»
«Οι κίτρινοι;»
«Όσοι δουλεύουν στον κίτρινο τύπο. Έτσι τους λέμε, κίτρινους».
Μας σέρβιραν φαγητό, κι ήταν λες και τρώγαμε μαζί πρωινό στο κρεβάτι, κι όταν σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα μου έκανε πλάκα, «Μη μ’ αφήνεις!»
Κι εγώ απάντησα, «Θα επιστρέψω!»
Καθώς περπατούσα στον διάδρομο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με κάρφωναν με το βλέμμα τους – ειδικά οι γυναίκες. Τι γρήγορα που κυκλοφορούσαν τα νέα σε τούτο το μικρούλι ιπτάμενο χωριό. Ίσως να ‘χε και κάποιους κίτρινους στην πτήση. Σίγουρα πάντως είχε έναν σωρό αναγνώστες τους. Μήπως μιλούσαμε δυνατά; Είχα την εντύπωση ότι ψιθυρίζαμε. Καθώς κατουρούσα, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι αναρωτήθηκα μήπως ήμουν το πιο άχαρο άτομο που είχε συναναστραφεί ποτέ. Έβγαλα την μπλούζα μου κι επιχείρησα να πλύνω τις μασχάλες μου, πράγμα αδύνατο σε τόσο μικρό μπάνιο. Χρησιμοποίησα τις χούφτες μου, αλλά αντί για τις μασχάλες, το νερό προσγειώθηκε στη φούστα μου. Η φούστα ήταν φτιαγμένη από κείνο το ύφασμα που σκουραίνει μόλις βραχεί. Είχα μπλέξει για τα καλά. Έδρασα γρήγορα: έβγαλα τη φούστα, τη μούλιασα στον νεροχύτη, έπειτα την έστυψα και την ξαναφόρεσα. Την ίσιωσα με τα χέρια. Εντάξει. Ήταν όλη έναν τόνο σκουρότερη. Επέστρεψα στη θέση μου διασχίζοντας τον διάδρομο με προσοχή, μην τυχόν ακουμπήσω κανέναν με τη σκούρα μου φούστα.
Όταν με είδε ο Ρόι Σπάιβι, φώναξε, «Γύρισες!»
Γέλασα, κι εκείνος είπε, «Τι έπαθε η φούστα σου;»
Κάθισα στη θέση μου και του εξήγησα την όλη φάση, ξεκινώντας με τις μασχάλες. Με άκουσε μέχρι το τέλος, χωρίς να διακόπτει.
«Τελικά τις μασχάλες σου κατάφερες να τις πλύνεις;»
«Όχι».
«Μυρίζουν;»
«Έτσι νομίζω».
«Μπορώ να τις μυρίσω και να σου πω».
«Όχι».
«Μην ανησυχείς. Το κάνουμε συχνά αυτό στη σόουμπιζ».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Κοίτα».
Έγειρε μπροστά κι ακούμπησε τη μύτη του στην μπλούζα μου.
«Μυρίζουν».
«Εγώ πάντως προσπάθησα να τις πλύνω».
Μεμιάς σηκώθηκε, με δρασκέλισε, βγήκε στον διάδρομο κι άρχισε να ψαχουλεύει τις αποσκευές πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ξανάπεσε με θεατρικό τρόπο στο κάθισμά του, κρατώντας ένα μπουκαλάκι.
«Το λένε ‘Φεμπρίζ’».
«Ακουστά το έχω».
«Στεγνώνει κατευθείαν, εξαφανίζοντας τις μυρωδιές. Σήκωσε τα χέρια σου».
Τα σήκωσα, και με μεγάλη προσοχή ψέκασε τρεις φορές κάτω από κάθε μανίκι.
«Καλό θα ήταν να έχεις τα χέρια απλωμένα μέχρι να στεγνώσει».
Τα άπλωσα λοιπόν. Το ένα χέρι προεξείχε στον διάδρομο και το άλλο περνούσε μπροστά απ’ το στήθος του, με την παλάμη μου ν’ ακουμπάει στο παράθυρο. Κι έτσι ξαφνικά, το ύψος μου αποκαλύφθηκε. Μόνο κάποια πολύ ψηλή θα μπορούσε να έχει τέτοιο άνοιγμα χεριών. Έριξε μια ματιά στο μπράτσο μπροστά απ’ το στήθος του, έπειτα γρύλισε και το δάγκωσε. Και μετά γέλασε. Γέλασα κι εγώ, αλλά δεν ήξερα τι ήταν αυτό, τι σήμαινε η δαγκωνιά.
«Τι ήταν αυτό;»
«Σημαίνει ότι μ’ αρέσεις!»
«Εντάξει».
«Θες να με δαγκώσεις κι εσύ;»
«Όχι».
«Μήπως δεν σου αρέσω;».
«Όχι, μ’ αρέσεις».
«Φταίει που είμαι διάσημος;»
«Όχι».
«Το ότι είμαι διάσημος δεν σημαίνει ότι δεν έχω τις ίδιες ανάγκες που έχει όλος ο κόσμος. Ορίστε, δάγκωσέ με όπου θες. Δάγκωσε τον ώμο μου».
Έριξε το μπουφάν προς τα πίσω, ξεκούμπωσε τα πρώτα κουμπιά από το πουκάμισό του και το κατέβασε, αποκαλύπτοντας έναν γεροδεμένο ώμο. Έγειρα μπροστά και με μια γρήγορη κίνηση τον δάγκωσα απαλά, κι ύστερα πήρα τον διαφημιστικό κατάλογο με τα είδη οικιακής χρήσης από τη θήκη τού μπροστινού καθίσματος και άρχισα να διαβάζω. Ένα λεπτό αργότερα, κουμπώθηκε και τράβηξε με αργές κινήσεις το δικό του αντίτυπο. Μείναμε έτσι, να διαβάζουμε για κάνα μισάωρο.
Όλη αυτή την ώρα, δεν μπήκα ούτε στιγμή στον πειρασμό να σκεφτώ τη ζωή μου. Η ζωή μου βρισκόταν μακριά, κάτω απ’ τα πόδια μας, σε μια πολυκατοικία από ροδοπορτοκαλή σοβά. Έμοιαζε λες και δεν θα επέστρεφα ποτέ εκεί. Η άκρη της γλώσσας μου παλλόταν απ’ την αλμύρα του ώμου του. Ίσως δεν ξαναβρισκόμουν καταμεσής του καθιστικού, απορώντας ποια θα είναι η επόμενη κίνησή μου. Κάποιες φορές στεκόμουν έτσι για καναδυό ώρες, κι ήταν αδύνατον να μαζέψω αρκετή δύναμη ώστε να φάω, να βγω, να καθαρίσω, να κοιμηθώ. Λίγο απίθανο να έχει τέτοιου είδους προβλήματα κάποιος που μόλις έχει δαγκώσει κι έχει δαγκωθεί από μια διασημότητα.
Διάβασα για ηλεκτρικές σκούπες κατάλληλα σχεδιασμένες ώστε να ρουφάνε έντομα απ’ τον αέρα. Έμαθα για θερμαινόμενες πετσετοκρεμάστρες και για βραχάκια που χρησιμεύουν ως κρυψώνες για κλειδιά. Ξεκινούσαμε την κάθοδο. Φέραμε τις θέσεις μας σε όρθια θέση και κλείσαμε τα προσωπικά μας τραπεζάκια. Ξαφνικά, ο Ρόι Σπάιβι γύρισε και είπε: «Λοιπόν».
«Λοιπόν», απάντησα.
«Λοιπόν, πέρασα τέλεια μαζί σου».
«Κι εγώ το ίδιο».
«Θα γράψω έναν αριθμό, αλλά θέλω να τον κρατήσεις σαν κόρη οφθαλμού».
«Εντάξει».
«Αν αυτός ο αριθμός τηλεφώνου πέσει σε λάθος χέρια θα πρέπει να βάλω να μου τον αλλάξουν, κι είναι μεγάλος μπελάς».
«Εντάξει».
Έγραψε τον αριθμό σε μια σελίδα από τον διαφημιστικό κατάλογο, την έσκισε και την έκλεισε στο χέρι μου.
«Ο αριθμός αυτός είναι συνδεδεμένος με την προσωπική γραμμή τής νταντάς τού παιδιού μου. Οι μοναδικοί που την καλούν σ’ αυτήν τη γραμμή είναι ο φίλος της και ο γιος της. Πάντα το σηκώνει. Πάντα θα βγάζεις γραμμή. Και θα ξέρεις πού βρίσκομαι».
Κοίταξα τον αριθμό.
«Λείπει ένα νούμερο».
«Το ξέρω. Θέλω να μάθεις απ’ έξω το τελευταίο νούμερο, εντάξει;»
«Εντάξει».
«Είναι το οκτώ».
Στρέψαμε τα πρόσωπά μας μπροστά, κι ο Ρόι Σπάιβι τράβηξε απαλά το χέρι μου. Κρατούσα ακόμα το χαρτάκι με τον αριθμό, οπότε το κρατούσε μαζί μου. Ένιωσα ζεστασιά και οικειότητα. Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά όσο κρατιόμασταν χέρι χέρι, κι όταν θα με άφηνε θα είχα τον αριθμό που τέλειωνε σε οκτώ. Πάντα ήθελα να έχω έναν τέτοιο αριθμό. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με χάρη, σαν γραμμή που σχεδιάζεται αβίαστα στο χαρτί. Με βοήθησε να τραβήξω τη χειραποσκευή από το ντουλαπάκι· όλα έμοιαζαν υπερβολικά οικεία.
«Θα με περιμένουν οι δικοί μου εκεί έξω, οπότε δεν θα μπορέσω να σ’ αποχαιρετήσω κανονικά».
«Καταλαβαίνω. Δεν τρέχει τίποτα».
«Φυσικά και τρέχει. Είναι γελοίο».
«Μα το καταλαβαίνω».
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Λίγο προτού βγω από το αεροδρόμιο, θα σε πλησιάσω και θα ρωτήσω ‘Μήπως δουλεύετε εδώ;’»
«Δεν χρειάζεται. Καταλαβαίνω, αλήθεια».
«Όχι, είναι σημαντικό για μένα. Θα ρωτήσω ‘Δουλεύετε εδώ;’ Κι εσύ θα πεις την ατάκα σου».
«Ποια είναι η ατάκα μου;»
«Θα πεις ‘Όχι’».
«Εντάξει».
«Και θα ξέρω τι εννοείς. Εμείς θα γνωρίζουμε το κρυμμένο νόημα».
«Εντάξει».
Κοιταχτήκαμε στα μάτια μ’ έναν τρόπο που έλεγε ότι τίποτα πέρα από εμάς δεν είχε σημασία. Αναρωτήθηκα εάν θα σκότωνα τους γονείς μου για χάρη του, μια ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου από τα δεκαπέντε μου. Η απάντηση συνήθως ήταν θετική. Με τον καιρό, όμως, όλα εκείνα τα αγόρια είχαν ξεθωριάσει, ενώ οι γονείς μου ήταν ακόμα εκεί. Πλέον δεν ήμουν και πολύ πρόθυμη να τους σκοτώσω για κανέναν· για να ΄μαι ειλικρινής, ανησυχούσα για την υγεία τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, έπρεπε να πω ναι. Ναι, θα το έκανα.
Διασχίσαμε τον διάδρομο που ένωνε το αεροπλάνο με την πραγματική ζωή, κι έπειτα, χωρίς καν να κοιτάξει προς το μέρος μου, απομακρύνθηκε.
Προσπάθησα να μην τον ψάξω κατά την παραλαβή των αποσκευών. Θα με έβρισκε εκείνος προτού φύγει. Παρέλαβα την τσάντα μου. Ήπια νερό απ’ τον ψύκτη. Παρακολούθησα πιτσιρίκια να πλακώνονται. Τελικά, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο πλήθος. Όλοι τους ήταν όχι εκείνος, κάθε ένας ξεχωριστά. Όμως όλοι ήξεραν το όνομά του. Όσοι είχαν ταλέντο στο σχέδιο θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα σκίτσο του από μνήμης, και όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν σε θέση να τον περιγράψουν, αν έπρεπε να το κάνουν για κάποιον τυφλό, ας πούμε – αφού μόνο ένας τυφλός δεν θα ‘ξερε το πρόσωπό του. Όμως ακόμα κι οι τυφλοί θα γνώριζαν το όνομα της γυναίκας του, και κάποιοι ίσως να ήξεραν και το όνομα της μπουτίκ από την οποία η κυρία Μ. είχε ψωνίσει εκείνο το βιολετί σετάκι. Ο Ρόι Σπάιβι ήταν παντού και πουθενά. Κάποιος με σκούντησε στον ώμο.
«Συγγνώμη, μήπως δουλεύετε εδώ;»
Ήταν εκείνος. Μόνο που δεν ήταν εκείνος, γιατί τα μάτια του δεν είχαν φωνή· τα μάτια του ήταν βουβά. Έπαιζε τον ρόλο του. Είπα την ατάκα μου.
«Όχι».
Μια όμορφη νεαρή αεροσυνοδός εμφανίστηκε δίπλα μου.
«Εγώ δουλεύω εδώ. Μπορώ να σας βοηθήσω», είπε με ενθουσιασμό.
Τον είδα να κοντοστέκεται για κάτι κλάσματα του δευτερολέπτου, κι ύστερα είπε «Τέλεια». Περίμενα να δω τι θα σκαρφιζόταν, αλλά η αεροσυνοδός με αγριοκοίταξε σαν να ’μουν καμιά περίεργη κι έστρεψε το βλέμμα της σ’ εκείνον, λες και τον προστάτευε από τύπους σαν εμένα. Ήθελα να φωνάξω «Ήταν συνθηματικό! Υπήρχε κρυμμένο νόημα!» Όμως ήξερα πώς θα ακουγόταν κάτι τέτοιο, οπότε απομακρύνθηκα.
Το ίδιο απόγευμα βρέθηκα να στέκομαι καταμεσής του καθιστικού. Είχα μαγειρέψει και είχα φάει, κι ύστερα μου κατέβηκε η ιδέα να καθαρίσω το σπίτι. Όμως καθώς πήγαινα να πάρω τη σκούπα, κάτι μ’ έπιασε και σταμάτησα, φλερτάροντας με την κενότητα στο κέντρο τού δωματίου. Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να ξαναξεκινήσω. Την απάντηση, φυσικά, την ήξερα. Όσο περισσότερο στεκόμουν εκεί, τόσο περισσότερο θα έπρεπε να στέκομαι εκεί. Ήταν περίπλοκο και ραγδαίο. Έμοιαζα αδρανής, στην πραγματικότητα όμως ήμουν τόσο απασχολημένη όσο ένας φυσικός ή ένας πολιτικός. Κατάστρωνα το σχέδιο για την επόμενη κίνησή μου. Το ότι η επόμενη κίνηση ήταν να παραμείνω ακίνητη δεν διευκόλυνε και πολύ την κατάσταση.
Εγκατέλειψα την ιδέα περί καθαριότητας, ελπίζοντας απλώς ότι θα πέσω στο κρεβάτι σε κάποια λογική ώρα. Σκέφτηκα τον Ρόι Σπάιβι στο κρεβάτι με την κυρία Μ. Κι ύστερα θυμήθηκα τον αριθμό. Τον έβγαλα απ’ την τσέπη. Τον είχε σημειώσει πάνω σε μια εικόνα με κάτι ροζ κουρτίνες. Ήταν φτιαγμένες από ένα ύφασμα αρχικά σχεδιασμένο για διαστημικό λεωφορείο· η πυκνότητά τους άλλαζε ανάλογα με το φως και τη ζέστη. Πρόφερα χαμηλόφωνα όλα τα νούμερα κι ύστερα πρόσθεσα δυνατά το τελευταίο: «Οκτώ». Έμοιαζε ριψοκίνδυνο και παράνομο. Φώναξα, «Οκτώ!». Και κινήθηκα με άνεση μέχρι το υπνοδωμάτιο. Φόρεσα το νυχτικό μου, έπλυνα τα δόντια μου και ξάπλωσα για ύπνο.
Μέσα στα χρόνια, χρησιμοποίησα πολλές φορές αυτό το νούμερο. Όχι τον αριθμό τηλεφώνου, σκέτο το οκτώ. Όταν πρωτογνώρισα τον άντρα μου, ψιθύριζα «Οκτώ» όποτε κάναμε έρωτα, επειδή ήταν τόσο επίπονο. Ύστερα έμαθα για μια μικρο-επέμβαση που θα μπορούσα να κάνω για να φαρδύνω. Ψιθύρισα «Οκτώ» όταν ο μπαμπάς μου πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα. Τότε που η κόρη μου βρέθηκε μπλεγμένη στο Μεξικό, ένας Θεός ξέρει γιατί, είπα «Οκτώ» από μέσα μου καθώς της διάβαζα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας μέσω τηλεφώνου. Πράγμα όχι και τόσο εύκολο – να σκέφτεσαι ένα νούμερο και να λες ένα άλλο. Ο άντρας μου με πειράζει για τον τυχερό μου αριθμό, όμως δεν του είπα ποτέ για τον Ρόι. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την ικανότητα ενός άντρα να νιώσει απειλούμενος. Δεν χρειάζεται να είσαι καμιά καλλονή για να τσακωθούν οι άντρες για χάρη σου. Κάποτε, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών, έδειξα έναν καθηγητή με τον οποίο ήμουν τσιμπημένη στο παρελθόν, και προτού τελειώσει η βραδιά ο καθηγητής αυτός βρέθηκε να πλακώνεται με τον άντρα μου στο γκαράζ ενός ξενοδοχείου. Ο άντρας μου είπε ότι ο καβγάς τους είχε να κάνει με κάποιο ζήτημα φυλετικών διακρίσεων, εγώ όμως ήξερα. Κάποια πράγματα καλύτερα να μένουν κρυφά.
Σήμερα το πρωί, καθώς καθάριζα την κοσμηματοθήκη μου, έπεσα πάνω σ’ ένα χαρτάκι με ροζ κουρτίνες. Νόμιζα ότι το είχα χάσει εδώ και καιρό, όμως ήταν εκεί, διπλωμένο κάτω από ένα αποξηραμένο γαρύφαλλο και κάτι θεό-βαρια βραχιόλια. Χρόνια είχα να ψιθυρίσω «Οκτώ». Η έννοια της τύχης είχε αρχίσει πλέον να με κουράζει, όπως τα Χριστούγεννα όταν έχουμε ακεφιές.
Στάθηκα πλάι στο παράθυρο και μελέτησα τον γραφικό χαρακτήρα τού Ρόι Σπάιβι στο φως. Είχε μεγαλώσει πια –όπως όλοι– μα δεν είχε αποσυρθεί. Είχε τη δική του εκπομπή στην τηλεόραση. Δεν ήταν πλέον κατάσκοπος· τώρα έπαιζε τον πατέρα δώδεκα άτακτων παιδιών. Μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι είχα χάσει τελείως το νόημα. Ήθελε στ’ αλήθεια να του τηλεφωνήσω. Κοίταξα απ’ το παράθυρο κι είδα τον άντρα μου, έξω από το γκαράζ, να καθαρίζει το αυτοκίνητο. Κάθισα στο κρεβάτι με τον αριθμό ακουμπισμένο στα πόδια μου και το τηλέφωνο στο χέρι. Πληκτρολόγησα τα ψηφία με τη σειρά, ακόμα και το αόρατο, εκείνο που με είχε καθοδηγήσει σ’ όλη την ενήλικη ζωή μου. Ήταν εκτός λειτουργίας. Μα φυσικά. Πόσο εξωφρενικό εκ μέρους μου να πιστεύω ότι θα ήταν ακόμα συνδεδεμένο με την προσωπική γραμμή της νταντάς του. Τα παιδιά τού Ρόι Σπάιβι είχαν μεγαλώσει προ πολλού. Η νταντά πλέον θα δούλευε αλλού, δεν αποκλείεται να ‘χε κάνει στροφή – σπουδάζοντας νοσηλευτική ή διοίκηση επιχειρήσεων. Μπράβο της. Κοίταξα τον αριθμό κι ένιωσα την απώλεια να με πλημμυρίζει. Ήταν πολύ αργά. Είχα καθυστερήσει υπερβολικά.
Στα αυτιά μου έφτανε ο ήχος που έκαναν τα πατάκια τού αυτοκινήτου, καθώς ο άντρας μου τα χτυπούσε στο πεζοδρόμιο. Ο γάτος μας τριβόταν στα πόδια μου, ζητώντας φαγητό. Μα έμοιαζε αδύνατον να σηκωθώ. Τα λεπτά περνούσαν, κόντευε μία ώρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο άντρας μου στον κάτω όροφο ετοίμαζε το ποτό του κι εγώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ. Tα τριζόνια τραγουδούσαν στην αυλή, κι εγώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ.
Πρωτοδημοσιεύθηκε το 2007 στο περιοδικό New Yorker.