Α
Παρατηρώντας, με τη μεγαλύτερη δυνατή για τις μέρες μας ψυχραιμία, τον τρόπο που νέες, μπορεί κανείς να υποθέσει, συλλογικότητες σηκώθηκαν απ’ τη ζεστασιά του καναπέ τους μετά το τραγικό χωροχρονικό στίγμα των Τεμπών, της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου 2023, 23:20 ακριβώς -στιγμή κατά την οποία ο γράφων αποβιβαζόταν ομοίως αμέριμνος από αντίστοιχης επικινδυνότητας δημόσιο μέσο-, παρατηρώντας τις αυτοσχέδιες αυτές συλλογικότητες να κατακλύζουν το κέντρο των πόλεων στην επικράτεια μιας εν ριπή οφθαλμού ακρωτηριασμένης χώρας, δεν μπορούσες παρά να αναρωτηθείς για την καταγωγή και για το συνακόλουθο σθένος ετούτης της επιταχυνόμενης αφύπνισης, που λες και περίμενε πίσω από κλειδωμένες πόρτες, με ιώβεια υπομονή, τρίβοντας το δάχτυλο στη σκανδάλη, φορτωμένη τόνους πτεροέντων ψευδών που κάθε τόσο λιποθυμούσαν επιδεικτικά μες στη δεξαμενή της παραπληροφόρησης, κρυμμένη πίσω από ουρανομήκεις μπαλοθιές -να γυρίσω να δω!- που επί έτη εκτοξεύονταν προς κάθε δυνατή κατεύθυνση, με μόνον αποδέκτη την βραδυκίνητη καλή μας πίστη, καλή πίστη που τώρα κατέρρεε στο κέντρο του δημοσίου διαλόγου, μες στη λάμψη ενός και μόνο δευτερολέπτου, σαν ορφανό κουφάρι υπέργηρης που κανείς πια δεν μπορούσε να ανατάξει. Όλα για λίγο έμοιασε να συμβαίνουν σε παράλληλους κόσμους, σε απομακρυσμένα σύμπαντα, προκειμένου να εκδιωχθεί με την διαδικασία του επείγοντος από το κέντρο της συλλογικής θέασης το απαγορευμένο, το μέσα στην ψυχή μας ήδη καθαρά αρθρωμένο, η χαίουσα απελπισία της αιμάτινης στιγμής, η ακαριαία παραδοχή πως ο βασιλεύς υπήρξε πράγματι γυμνός και παρέλαυνε στις κεντρικές λεωφόρους της χώρας αγέρωχος, υπερήφανος, αξιολύπητος, μπροστά στα μάτια όλων μας, μάτια που ήσαν μάρτυρες κακοί, αφού οι ψυχές μας ήσαν πια ψυχές βαρβάρων.
Το ζοφερό φάντασμα της πανδημίας, που, εύγλωττο και εξωπραγματικό, αναδύθηκε σαν τρέιλερ ταινίας τρόμου μέσα απ’ τα κενοτάφια του Μπέργκαμο για να καταλάβει εν μια νυκτί, με το αναντίρρητο των εκατομμυρίων θανάτων που στοίχειωναν τις καθημερινές ενημερώσεις των επαϊόντων, την πλήρη επικράτεια του μέχρι τότε τηλεοπτικού μας λήθαργου, είχε ήδη καταφέρει το καίριο και από έτη προαναγγελθέν δημόσιο πλήγμα, την απομάγευση του έμβιου σθένους της χώρας, την αποερωτικοποίηση των επαφών, την δαιμονοποίηση της χειραψίας, την κατασυκοφάντηση της αγκαλιάς, την ποινικοποίηση του φιλιού, την κατασίγαση κάθε κραυγής που υπερέβαινε το κατάκλειστο της οικογενειακής εστίας, την αποανθρωποποίηση, να πεις, της ίδιας της ζωής. Πάνω απ’ το σιωπηλό πτώμα αυτού του επιτεύγματος, έτριψαν χαιρέκακα τα χέρια τους μια δράκα επιόρκων της πολιτικής, που οι κακές γλώσσες λένε πως από πάντα ονειρευόντουσαν την κατάλληλη ευκαιρία, και που στην παρούσα χαώδη οπή στη συνέχεια της δημόσιας εγρήγορσης είχαν αναλάβει, αποκοπής και με περισσή χυδαιότητα, την νέα αναδιανομή πλούτου στην ήδη από δεκαετίες αιμάσσουσα χώρα.
Το γεγονός στα Τέμπη («γεγονός» που κάποιος μέσα μου αρνείται να ονοματίσει, καθότι η δημοσιογραφική γλώσσα αδιαλείπτως κατατάσσει και μεταποιεί και το αδιανόητο ακόμα, σέρνοντάς το δίπλα σε εξακολουθητικά ανόμοια σχήματα, προκειμένου να αποδυναμωθεί το σθένος του και να αμβλυνθεί η δικαιοσύνη της ορμής του), το «γεγονός», τέλος πάντων, εκείνο που θα μπορούσαμε να πούμε πραγματική και ψυχική σύγκρουση δυο αιωνίως αντιμαχόμενων δράσεων, δίπλα στις σκοτεινές σήραγγες των Τεμπών, στις 23:20 ώρα Ελλάδος, της 28ης Φεβρουαρίου του 2023, λίγο πριν να γλιστρήσει ο δείκτης των δευτερολέπτων και να συνοφρυωθεί η μέρα, λίγο πριν να σκοντάψει στο ίδιο του το κουτσό σώμα ο Φεβρουάριος και αποχωρήσει ανακουφισμένος αφήνοντας τη σκυτάλη στο πάνδημο πένθος, το «γεγονός» έπεσε με τέτοιον πάταγο στον καλοδιπλωμένο ύπνο των κοιμωμένων, ώστε αφύπνισε ανακλαστικά που οι επικοινωνιολόγοι διόλου έτοιμοι δεν ήσαν να διαχειριστούν. Η φύση του γεγονότος υπήρξε τέτοιας σφοδρότητας (και σε ό,τι αφορά στην ψυχική/υλική σύγκρουση των αντίρροπων συρμών, συρμών της Λάρισας και του συλλογικού μας βυθού, και σε ό,τι αφορά στον αιφνιδιασμό των αποκοιμισμένων ανακλαστικών), που ήχησε σαν ήχος χιλίων τερατωδών σφυριών πάνω στο σήμαντρο του σκουριασμένου ήθους, ήχησε σαν βήμα Εγκέλαδου πάνω στο τύμπανο του πάνδημου προσκλητηρίου, τίναξε τα παιδιά και τους γονείς απ’ τον βαθουλωμένο καναπέ και τους παράτησε μονάχους, ξαφνιασμένους και αμήχανους, στη μέση πλησίστιων διαδρομών, παραλυμένους, ένθεους, ζυμωμένους με βαριά ερωτηματικά, πρώτη φορά μετά του ‘73 το μετέωρο ακόμα μες στην ψυχή Πολυτεχνείο, έτοιμους να απαιτήσουν το ελάχιστο, το μέγιστο μαζί και το αυτονόητο, που η μουδιασμένη γλώσσα τους δεν ήξερε να αρθρώσει, μα που χτυπούσε τώρα μέσα στην καρδιά τους σαν ξεχαρβαλωμένο ντέφι κάτω από του γύφτου τα πολύπειρα πόδια. Εκεί, στους δρόμους, στις πλατείες, υπήρξαν για πρώτη φορά Άλλοι. Η διά γυμνού οφθαλμού ορατή παρενδυσία του ψεύδους περί υποκινούμενων συγκεντρώσεων δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να φτύσει την πολυμασημένη κοινή λογική μες στο καθημερινό πιάτο της τηλεθέασης, όχι πάντως περισσότερο από μια μέρα. Τα δακρυγόνα έπεσαν, αλλά για λίγο μόνο, με την απαραίτητη όσο και φιλότιμη συμβολή των έμμισθων κουκουλοφόρων, των γνωστών-αγνώστων με ονοματεπώνυμο και ΑΦΜ, έπεσαν μοναχά σαν τροχιοδεικτικά προθέσεων, μήπως και καταφέρουν κάτι κάπως περισσότερο από το να τρομάξουν οι γηραιότεροι και τρυφερά να υπομνηματιστεί προς τους νεότερους να αποσύρουν τα καρότσια των παιδιών τους μέσα στο σπιτάκι τους, κι εκεί να παρακολουθήσουν τα εσχάτως τεκταινόμενα απ’ το αυτόματο ποτιστικό των ΜΜΕ. Να όμως που κι αυτά, τα δακρυγόνα, αποχώρησαν ντροπιασμένα, όσο μπορεί δηλαδή να ντραπεί ένα κομμάτι σίδερο, λες κι αίφνης αντιλήφθηκαν κι εκείνα, τα ανεγκέφαλα, πως εδώ είχαμε να κάνουμε με ό,τι απελπιστικά απουσίαζε απ’ την διδακτέα ύλη των χαμηλόβαθμων επιτελείων. Τώρα ήταν χρεία να επιστρατευθούν οι επιστήμονες, οι σπουδαγμένοι στα ακραιφνώς ενήμερα περί των νέων τρόπων αποπλάνησης διεθνή κολέγια, γιατί έρχονταν οι εκλογές, κι εμείς, άπραγοι ακόμα, παρατηρούσαμε το αδιανόητο: γονείς να ανεβάζουν γιους και κόρες πάνω στους ώμους τους, να ζήσουν από πρώτο χέρι, κι απ’ το πρώτο τρυφερό λοφάκι του χρόνου τους, το ακόμα ανεξιχνίαστο, το ακόμα δίχως όνομα, το που όμως ήδη φόραγε το πανωφόρι του μοναδικού και ίσως και του ανεπανάληπτου για τη γενιά τους.
Η συγκυρία, πλάι στον παρήγορο αιφνιδιασμό των επιτελείων, φαίνεται πως αφύπνισε και ένα θυμικό για χρόνια δηλητηριασμένο από νέες μεταλλάξεις της επάρατης επωδού τού «μαζί τα φάγαμε», όσο κι απ’ την πολιτική των ίσων αποστάσεων, από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι, υπνωτιστικά, βαριεστημένα, φτιασιδώναμε τον αστικό μας βίο μέσα στον καθρέφτη της ανάγκης, αμέριμνοι, ανέκφραστοι, του συμμαζεύαμε την κάθε του μικρή και μεγάλη ασχήμια, σαν επαγγελματίες πάνω από την κέρινη μάσκα του εαυτού μας μες στο φέρετρο, λες κι όλο αυτό συνέβαινε μονάχα εκεί, μονάχα πίσω απ’ τις οθόνες, και όχι μες στο ίδιο μας το κύτταρο που δυσανασχετούσε, που εξακολουθούσε να γερνά, κλείνοντας τα αυτιά του στο πλαστικό στιχάκι των παρουσιαστών της απογευματινής ζώνης. Τι ήταν λοιπόν ετούτο το καινούργιο και αδιευκρίνιστο, το μισοξυπνητό και μαχμουρλίδικο, το ξένο και ταυτόχρονα δικό μας σώμα, που με το νυχτικό και με γυμνά τα πέλματα, χτυπώντας μισοκοιμισμένο δεξιά κι αριστερά στα έπιπλα, αναδυόταν, παράξενα αρτιμελές, μέσα απ’ τον σαρκοβόρο βάλτο της αμεριμνησίας;
Β
Είναι ώρες που ξυπνούσε απ’ το όνειρο μιας αιφνίδιας αποκάλυψης, μιας από κείνες που μόνο μες στον προφυλαγμένο χώρο του ασυνείδητου καταδεχόντουσαν να περπατήσουν, και βρισκόταν παρατημένος καταμεσής σε σταυροδρόμια, μες στην ασταθή γεωγραφία των οποίων θα έπρεπε να υπηρετήσει ταυτοχρόνως δυο αφεντάδες, να μπει στη μέρα του δίχως διόλου να διαταράξει την επαφή του με τον κόσμο που άφηνε πίσω, τον κόσμο του βαθυσκάφους που κοιτούσε, με ορθάνοιχτους προβολείς, προς την πιο παραμελημένη συνειδητοποίηση, και ίσως προς την πιο βαθιά λύπη. Ήξερε τώρα πως θα απαγόρευε την είσοδο σε ό,τι δεν συγγένευε με τον κόσμο που έκλεινε την πόρτα πίσω από την πλάτη του. Του αποκαλύφθηκε ότι το από δω και το από κει θρέφονταν από άλλες αρτηρίες, κι έπρεπε τώρα επειγόντως να νηστέψει, όπως νηστεύει ο άρρωστος να γιατρευτεί, κι όπως ο μοναχός για να τον καταδεχτεί ο Θεός του, να μην τον βρει βαρύ και τον ντροπιάσει αποστρέφοντας το βλέμμα Του. Μα ο ρηχός του βίος δεν του άφηνε περίσσιο οικόπεδο να θεμελιώσει μοναστήρι. Έτσι, και τούτες εδώ οι ιερές ακόμα συνάξεις αποζητούσαν ένα κάποιο σύνθημα, μια σταθερή γείωση, μια λίγη ελαφράδα, μια νάιλον σημαία για να τις καθησυχάσει, έστω ένα νησί παρατημένο ανέλπιστα στον ωκεανό σαν σωσίβιο, μια τελευταία αναπνοή στην επιφάνεια πριν τη μεγάλη αναβαλλόμενη κατάδυση προς το ακατανόητο. Ήμασταν κήτη των μακρινών βυθών, το ήξερε, μα ήμασταν θηλαστικά, η ράχη μας αποζητούσε την ευχή του ήλιου. Και ήταν τώρα αυτά τα ίδια τα συνθήματα που θάμπωναν την άμμο του βυθού του, πυροβολούσαν τα ίδια τους τα πόδια, δυναμιτίζανε τη δύναμή τους, γιατί κοιτούσαν πάντα προς το παρελθόν, παίρνανε πόζες πίσω από την κλειδαρότρυπα του ιδιωτικού και του δημόσιου, που γίνονταν σταδιακά ένα, σπανίως έβλεπαν εκείνο που ερχότανε, εκείνο ήταν των σοφών αρμοδιότητα. Έτσι, δεν μπόρεσε να αρθρώσει δυο κουβέντες καθαρές για κείνη την αφύπνιση, να τηνε σημειώσει στο χαρτί να τη θυμάται στην άλλη του την ώρα, την καλή, όλο κάτι περίσσευε, όλο κάτι έμενε λειψό, δεν είχε λόγια να μην αδικούν τη σκοτεινή πλευρά της, την πιο όμορφη, γιατί, όπως να πεις, ήτανε τίμιος άνθρωπος κι αυτός, διέκρινε ανάμεσα στα μάτια τη νεογέννητη ρυτίδα των παιδιών, που σηκωνόταν τώρα απ’ τις οθόνες να κατέβουν στους δρόμους, να λουστούν την ανάσα του διπλανού, να αφήσουν τα δώρα τους πλάι στο προαιώνιο φάντασμα του φόβου, του μόνου υπαρκτού θανάτου, της σκυφτής σκιάς που μας ακολουθεί σαν σκύλος, και που όταν πέφτει το σκοτάδι αφήνει τον λογαριασμό της μέρας στα τσιράκια των αχυρανθρώπων, στους αεί κουκουλοφόρους που απ’ τα γεννοφάσκια απεργάζονταν τις υποκλίσεις, πουλούσαν σε καλή τιμή το υπαλληλικό σκατό σε όσους ήταν έτοιμοι να αγοράσουν. Να όμως που τώρα οι παρειές θα ερυθρυνόντουσαν. Θα βλέπαμε με τα δικά μας μάτια τη ζωή που χύνεται στο χώμα, αναζητώντας νέους τρόπους για να κατακλύσει την ψυχή.
Δεν ήταν αιθεροβάμων: Η αφύπνιση είχε ξύλινα πόδια, θα άντεχε το βάρος της σημασίας της για λίγες μόνο μέρες. Αν κάπου, στο ξεχασμένο καρφί μιας οξειδωμένης σκέψης, μπέρδευε και σχιζόταν —και δεν ήταν δύσκολο— το αραχνοΰφαντο πανί που ως εδώ νανούρισε το όνειρο και το ταξίδεψε, θα ξαναβυθιζόταν στου νεκρού του χρόνου την απάνεμη κόλαση. Κάποιος μέσα του περίμενε το ατύχημα με τρόμο. Γι’ αυτό και είχε κλείσει συμφωνία με τον Άγιο, να λέει αυτός για λόγου του, ασταμάτητα, τις προσευχές.
Γ
Πέρασε χρόνος από εκείνη τη στιγμή. Και μαζί δεν πέρασε ούτε μια μέρα. Το “Tomorrow is another day” αποκοιμήθηκε στα βαθιά συρτάρια των γραφιάδων. Έξω απ’ τα συρτάρια, στον βυθό του διαρκούς αισθήματος, ο χρόνος παρέμενε αδιαίρετος, ένα νῦν καὶ ἀεί
πιστών τε και απίστων. Και μήπως κι η ψυχή μας δεν χρειαζόταν την καθημερινή της άγκυρα, μια νησίδα ηλιόλουστου χρόνου, μια προκαταβολή Ιθάκης πριν απ’ το ταξίδι, μια παραλία να σταθεί να διορθώσει τα πανιά της, να θεμελιώσει τις συγγένειες, να ξαναβρεί τους ορκισμένους ναυτικούς, να ολοκληρώσει τη θυσία στους θεούς;
Σε μια στιγμή παράξενης έξαρσης, διαπέρασε την νηνεμία του μυαλού του, που ονειρευόταν πως τον ονειρεύεται, μια σκέψη σαν σαΐτα Ασσύριου τοξότη:
«Ίσως ο άνεμος που φύσηξε τα πλοία των Αχαιών, να ‘ναι ο ίδιος που φυσά το στήθος ετούτης της στρατιάς. Ίσως στ’ αλήθεια, σ’ αυτόν τον τόπο, να μην έχει μετακινηθεί ούτε ένα λιθαράκι απ’ την εποχή της Τροίας.»
[ 15 Μαρτίου/22 Απριλίου 2023 ]