«Ο ισχυρός πονόδοντος περνάει και ξεχνιέται», έλεγε η χήρα Μάρθα Μπούα, πριν την γνωρίσω και έδειχνε τα δόντια της όπως ο γάιδαρος που ετοιμάζεται να γκαρίξει. «Ο μόνιμος πονόδοντος είναι για τους γεναίους», επέμενε. Δεν θα προγραμμάτιζα λοιπόν εκείνο το ταξίδι με το τρένο για την Αθήνα αν ο πονόδοντος δεν με βασάνιζε από καιρού πολλού αν δεν απατώμαι, η θανούσα μητέρα μου υποστήριζε πως δεν ήταν εκ γενετής, αλλά από κακές συναναστροφές. Στην πρωτεύουσα, έγραφαν τα βιβλία και επιβεβαίωναν οι διαδόσεις, οι καλύτεροι οδοντογιατροί, εκεί οι πρόοδοι της επιστήμης για θεραπείες από πονόδοντους βασκανιών και ονειροπολήσεων. «Όπως βλέπω, δεν θα χρειαστείς μασέλα όσο αντέχεις», έλεγε η χήρα Μάρθα Μπούα όταν με γνώρισε και ανασήκωσε με τους αντίχειρες τα χείλη μου για να εξετάσει τα ούλα μου. «Καλύτερα από γάιδαρου», απόρησε. Και αφού έξυσε την κασίδα της, συμπλήρωσε: «Όχι για τα έξοδα, αλλά γιατί, αν δεν αντέξεις και βάλεις μασέλα, δεν θα μιλάς όπως εσύ –εσύ– θέλεις, αλλά όπως η μασέλα θα προστάζει, αλλιώς θα σε χτυπάει. Κάλλιο ο πονόδοντος λοιπόν παρά η θεραπεία».
— Φροντίζω τα δόντια μου, είπα.
— Τα πλένεις με αλάτι...
— Με χοντρό αλάτι.
— Ρώτησες όμως τα δόντια σου αν τους αρέσει το αλάτι;
— Με ρώτησαν εμένα αν αντέχω τέτοιο πονόδοντο;
— Όπως τα δοκιμάζεις εσύ με το αλάτι, σε δοκιμάζουν αυτά με τον πονόδοντο. Δύσκολα συγκάνει ο άνθρωπος με τα δόντια του. Του φταίνε! Και νομίζει πως τα εκδικείται, επειδή τα αφαιρεί, τα πετάει, φοράει μασέλα και πιστεύει πως όλα καλά. Δεν περνάει από το νου του ότι η μασέλα σε προστάζει, σε χτυπάει όταν τα λόγια σου δεν της αρέσουν, σε υποχρεώνει να την βγάζεις από το στόμα σου, να την τρίβεις για να ηρεμήσει, να την βουτάς το βράδυ σε ποτήρι με νερό για να μη διψάσει και στεγνώσει, έτσι είναι η ζωή πια: ξεδοντιασμένη καθώς διαβαίνει, έχει ξεχάσει τον πόνο, δεν εκτιμάει τον πονόδοντο του γενναίου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν έχουν δόντια και που δεν παύουν να μιλούν, αν λόγια βγαίνουν από το στόμα τους και όχι φθόγγοι γλιτσεροί σαν σάλιο σε κατήφορο. Ζουν με την αυταπάτη ότι μιλούν, αυτή την αυταπάτη μεταδίδουν στους άλλους και στεγνώνουν την ζωή. Αν η μασέλα δεν υπήρχε, ο κόσμος θα άντεχε τον πονόδοντο, θα ήταν ένας κόσμος γενναίων, πράγμα αδύνατο, η γενναιότητα προκαλεί κόπωση. Έρχεται η στιγμή που αναζητάς την μασέλα.
— Γι' αυτό θα φύγω... Για να μην με βάλει κάτω η μασέλα και μου ξεριζώσει τα δόντια.
— Γι' αυτό θα μείνεις, γέλασε. Κράτα τον πονόδοντο, όπως οι γενναίοι!
Έφτασα, συνοδευόμενος από αυτές τις λέξεις, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ανακασιάς.
— Εισιτήριο για Αθήνα, είπα.
— Μέσω Λιανοκλάδι πάει το τρένο, αλλά φτάνει στο τέρμα, με ενημέρωσε ο κολοκυθοκέφαλος υπάλληλος.
— Δεν έχει κατευθείαν;
— Μετ' επιστροφής; ρώτησε.
— Μπορεί, σκέφτηκα.
Έριξε μια ματιά στον πίνακα δρομολογίων.
— Έρχεται η ταχεία της Αθήνας, μουρμούρισε, σαν να μην το πίστευε.
— Σε πόση ώρα;
— Αύριο.
— Όχι μετ' επιστροφής λοιπόν, αποφάσισα εν τη ρύμη του λόγου.